Ο βρετανός ιστορικός Ίαν Κέρσοου δεν είναι απλώς ένας εκ των κορυφαίων παγκοσμίως, όπως τα δημοσιογραφικά κλισέ υποστηρίζουν. Μαζί με ιστορικούς όπως ο Τόνυ Τζαντ, ο Ρίτσαρντ Τζ. Έβανς και ο Μαρκ Μαζάουερ εκπροσωπεί αυτό που, αν και μη δόκιμος όρος, μπορούμε να ονομάσουμε «ολοκληρωτική ιστορία». Κάτι σαν το ολλανδικό «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Μια ιστορία δηλαδή που δεν αφήνει κανένα κενό στις γραμμές της – κι αν αφήσει, έρχεται το επόμενο βιβλίο να το καλύψει. Μια ιστορία που το κάθε κεφάλαιό της, το κάθε υποκεφάλαιο, η κάθε παράγραφος, η κάθε πρόταση, η κάθε λέξη είναι αυτόνομη μονάδα αλλά και απαραίτητο στοιχείο στο συνολικό κείμενο, κι η συνεργασία όλων αυτών είναι που δίνει το ολοκληρωτικό τελικό αποτέλεσμα. Σαν να περιγράφω δηλαδή το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» του Άγιαξ και της Ολλανδίας. Και αν το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» είχε ως κύριο εκπρόσωπό του τον Γιόχαν Κρόιφ[1], η «ολοκληρωτική ιστορία» έχει επικεφαλής της τον Ίαν Κέρσοου. Η Ευρώπη σε δίνη δεν είναι μόνο ένα αριστούργημα, ένα υπόδειγμα ιστορικής μελέτης αλλά κι ένας πολύτιμος οδηγός για όσους συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Αρχίζει εκεί όπου είχε τελειώσει το προηγούμενο κλασικό του έργο με τίτλο Στην κόλαση των δυο πολέμων. Ευρώπη, 1914-1949 (μετάφραση: Ελένη Αρσενίου, Αλεξάνδρεια) και εμπλουτίζει το επίσης αριστουργηματικό, ανάλογου διαμετρήματος βιβλίο του Τόνι Τζαντ, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο (μετάφραση: Ελένη Αστερίου, Νικηφόρος Σταματάκης, Αλεξάνδρεια).
Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου
Η μετά τον πόλεμο Ευρώπη ξεπροβάλλει μέσα στην ανασφάλεια. Το 1950, έχει πάψει πλέον να πανηγυρίζει για τη νίκη της κατά του χιτλερικού σκότους, αν και το σκότος εξακολουθεί να κυριαρχεί στο ανατολικό της τμήμα αλλά και σε μεγάλα τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης. Έχει επίσης κατά κάποιον τρόπο μαζέψει τα συντρίμμια και τις στάχτες του πολέμου. Κι όμως, αυτή η Ευρώπη είναι μια ήπειρος διαιρεμένη στη μέση. Και το Σιδηρούν Παραπέτασμα ουκ έρχεται μόνο. Μαζί του έρχεται η απειλή του πυρηνικού ολέθρου. Η αιτία του πολύ πιθανού πυρηνικού ολοκαυτώματος θα μπορούσε να ξεκινήσει εκτός Ευρώπης (απ’ την Κορέα ή την Κούβα) αλλά οι επιπτώσεις του θα εκτείνονταν σε όλη την ήπειρο.
Την ίδια στιγμή, όμως, αρχίζει να συντελείται μια εντυπωσιακή υλική πρόοδος και στα δυο τμήματα της Ευρώπης, αν και στην Ανατολή απείχε αρκετά από την πρόοδο στη Δυτική Ευρώπη. Δεν είχαν αλλάξει όμως μόνο τα υλικά αγαθά, αλλά και οι αντιλήψεις, οι στάσεις και οι νοοτροπίες των ανθρώπων, αν και υπήρχαν ακόμα πολλές αντιστάσεις που εμπόδιζαν την κουλτούρα της ελευθερίας (ο ρατσισμός, η θανατική ποινή, το κυνήγι της ομοφυλοφιλίας, η απαγόρευση των αμβλώσεων, η επιρροή των χριστιανικών Εκκλησιών πάνω στην πολιτική ζωή). Η Ευρώπη όμως δημιουργείται και μέχρι ενός σημείου είναι αυτή η ήπειρος που κατορθώνει σταδιακά, με ζιγκ ζαγκ, με υποχωρήσεις και με συμβιβασμούς να υπερβαίνει τις αγκυλώσεις της – ή, τουλάχιστον, να θέτει τους στόχους υπέρβασής τους.
Στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1950, δυο χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση, ελέγχουν οικονομικά αλλά κυρίως στρατιωτικά τους λαούς της. Η πρώτη μεγάλη κρίση δεν αργεί να φανεί. Εμφανίζεται κατά τον πόλεμο της Κορέας. Για πρώτη φορά η απειλή μιας πυρηνικής σύρραξης, μετά την εισβολή της Βόρειας στη Νότια Κορέα στις 25 Ιουνίου 1950, γίνεται περισσότερο πιθανή παρά ποτέ. Τρία χρόνια πολέμου, στον οποίο ενεπλάκη και η ήδη κομμουνιστική Κίνα, με νίκες και ήττες αλλήλων, κατέληξε το 1954 όλα να είναι όπως πριν από την έναρξή του. Αυτός ο πόλεμος έκανε εμφανή και στα δυο τμήματα την ανάγκη ενίσχυσης του ΝΑΤΟ. Το οποίο είχε ιδρυθεί το 1949, αλλά δεν μπορούσε να αγνοεί στο εξής ότι η ισχύς του εξηρτάτο από τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας. Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει και για τη δημιουργία ενός δυτικοευρωπαϊκού αμυντικού μηχανισμού. Το 1952 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, η οποία διαλύθηκε δυο χρόνια μετά, λόγω της υπαναχώρησης της Γαλλίας. Πριν απ’ αυτή την αποτυχημένη απόπειρα, η Δυτική Ευρώπη είχε ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο στον οποίο έμελλε να έχει μεγαλύτερη επιτυχία. Το 1951 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Χάλυβα και Άνθρακα (ΕΚΑΧ) βάσει του Σχεδίου Σουμάν. Έκτοτε η Δυτική Ευρώπη θα ενοποιείται με όχημα αρχικά την οικονομική ενοποίηση. Στο μεταξύ, στην ισορροπία του πυρηνικού τρόμου προστέθηκαν η Μεγάλη Βρετανία το 1952 και η Γαλλία αργότερα, το 1960. Η κούρσα των πυρηνικών όπλων έχει φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα και οι πολίτες δημιούργησαν κινήματα αντίθεσης σ’ αυτή. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτά έγιναν ισχυρά.
Ήταν η εποχή που επέτρεπε στη Δυτική Ευρώπη να προβάλλει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Διότι, ενώ υπήρχε ως ενότητα, ως πολιτισμική διαφορά, ως κοινωνικο-ταξική διάκριση πριν από τον πόλεμο, μόνο μετά απ’ αυτόν και λόγω των διαφορών των δυο πολιτικών συστημάτων απέκτησε και διακριτή πολιτική οντότητα. Ο πλήρης έλεγχος από τη Σοβιετική Ένωση της ανατολικής Ευρώπης προκάλεσε ενοποιητικές αντιδράσεις στο δυτικό τμήμα της ηπείρου, στη βάση μιας αντικομμουνιστικής ατζέντας. Σήμερα, βεβαίως, η Δυτική Ευρώπη είναι μια μεταπολεμική έννοια που ταυτίζεται με τη δημοκρατία. Αλλ’ η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 ήταν και μια απόπειρα πολιτικής απάντησης στη σοβιετική κομμουνιστική απειλή. Από το 1950, άλλωστε, το Συμβούλιο της Ευρώπης βρέθηκε στο ίδιο πνεύμα που αντανακλάται στη Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Όσο για τις πολιτικές δυνάμεις, τη δεκαετία του 1950 κυριαρχούσαν οι συντηρητικοί, χωρίς όμως να είναι μόνοι στο πολιτικό παιχνίδι. Ενδεικτικά, από το 1950 έως το 1964 οι βρετανοί Συντηρητικοί κυμαίνονταν σε ποσοστά μεταξύ 43,4% και 49,7% του εκλογικού σώματος και οι Εργατικοί από 43,9% έως 48,8%. Όμως η νίκη των Συντηρητικών στη Βρετανία το 1951 δεν σήμανε ρήξη με τις πολιτικές των κυβερνήσεων της προηγούμενης πενταετίας των Εργατικών.
Στο σημείο αυτό, ο Κέρσοου κάνει μια σημαντική παρατήρηση, πολύτιμη για μαθητευόμενους έλληνες «κεντρώους» και νεόκοπους σοσιαλδημοκράτες. Στη Δυτική Ευρώπη, παρατηρεί, «υπό τον αντίκτυπο του Ψυχρού Πολέμου, τα κομμουνιστικά κόμματα έχασαν έδαφος, και τον σοσιαλισμό εκπροσωπούσαν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των οποίων η βάση ήταν κυρίως η βιομηχανική εργατική τάξη και τα οποία υποστήριζαν την πλουραλιστική δημοκρατία» (σ. 51). Ο Κέρσοου κατατάσσει ευλόγως τη σοσιαλδημοκρατία στη δημοκρατική Αριστερά.
Στο βαθμό όμως που οι γενικεύσεις είναι μεν τρόπος έκθεσης της επιστήμης, αλλά από μόνες τους δεν είναι ιστορική επιστήμη, ο συγγραφέας προχωρεί στην ανάλυση των πολιτικών συστημάτων ανά χώρα και ανά περίοδο. Κρίνω άξια ιδιαίτερης προσοχής τη θέση του πως ο συντηρητισμός, χάρη και στον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν απαραίτητος για τη σταθεροποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ευρώπη. Αναλόγως, στη Δυτική Γερμανία δεν είχαμε φαινόμενα όπως αυτά που συνέβησαν με τη διάλυση της Βαϊμάρης, γιατί αυτή τη φορά η Δημοκρατία στηρίχθηκε αφενός στο οικονομικό της θαύμα, που εν πολλοίς το οφείλει στη μετανάστευση, ενώ αφετέρου ο Ψυχρός Πόλεμος συσπείρωσε τους Γερμανούς. Τη συσπείρωση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι σοσιαλδημοκράτες μετά το 1969. Στην Αυστρία, η διάθεση για συμβιβασμούς ήταν πιο αισθητή από παντού. Στην Ιταλία, η χριστιανοδημοκρατία έως τις αρχές του 1960 λάμβανε ποσοστά γύρω στο 45% και η κομμουνιστική και σοσιαλιστική Αριστερά γύρω στο 35%. Τα εμπόδια όμως για ριζοσπαστικές αλλαγές στην ιταλική πολιτική και κοινωνία ήταν σημαντικά και πολυάριθμα. Η Γαλλία, παραδόξως, ήταν η μόνη χώρα στην οποία το πολιτικό μοντέλο και το κυβερνητικό σύστημα απέτυχαν τη δεκαετία του 1950. Μέσα σε δώδεκα χρόνια, λόγω του γαλλικού προβλήματος με τις αποικίεςμ στην Ινδοκίνα αρχικά και στην Αλγερία αργότερα, κατέρρευσε η Τέταρτη Δημοκρατία. Προβλήματα με τις αποικίες είχαν και η Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο, αλλά και η δικτατορική Πορτογαλία. Ισπανία και Πορτογαλία είχαν δικτατορίες, αλλά ήταν πολύτιμες επειδή ήταν αντικομμουνιστικές. Η δε Βρετανία, πιο έγκαιρα από τη Γαλλία, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συντηρεί οικονομικά τη στρατιωτική παρουσία της σε πολλά μέρη της υφηλίου. Ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1960, με πρώτη την ολλανδική και στη συνέχεια τη γαλλική, τη βρετανική, τη βελγική, οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες είχαν τελειώσει. Η πορτογαλική κατέρρευσε τη δεκαετία του 1970.
Η μέγγενη του κομμουνισμού
Τι γινόταν όμως την ίδια στιγμή στον κομμουνιστικό κόσμο; Ο Κέρσοου χρησιμοποιεί μια πολύ έξυπνη μεταφορά για να τον χαρακτηρίσει. Μιλά για μια μέγγενη γύρω από το κεφάλι των πολιτών, η οποία άλλοτε έσφιγγε κι άλλοτε χαλάρωνε. Δεν έπαυε όμως ποτέ να είναι μέγγενη. Σε γενικές γραμμές, στις κομμουνιστικές χώρες υπήρχαν μεγάλες ελλείψεις αγαθών και προϊόντων, ενώ παρά τις ρητορείες περί ισότητας τα προνόμια της νομενκλατούρας ήταν προκλητικά. Γενικά το να ζει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο, ήταν πολύ επικίνδυνο. Ας θυμηθούμε το Αστείο του Μίλαν Κούντερα. Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούσες να χάσεις τη δουλειά σου, το όποιο βιος σου, την οικογένειά σου αλλά και την ίδια σου τη ζωή.
Η άνοδος του Χρουστσόφ στην ΕΣΣΔ το 1953 σήμαινε αναμφισβήτητα το χαλάρωμα της μέγγενης. Ο νέος γραμματέας αποκάλυψε σε μεγάλη κλίμακα στοιχεία για το ρόλο του Στάλιν, αλλά δεν πείραξε καθόλου τις αρχές και τις βάσεις του συστήματος. Όταν τις απείλησαν η κοινωνία των πολιτών της Λαοκρατικής Γερμανίας, το 1953, ζητώντας να μην επιβληθούν νόρμες που απαιτούσαν λιγότερη αμοιβή για περισσότερη δουλειά, και ο λαός της Ουγγαρίας με τη συμμετοχή του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ίμρε Νάγκι, το 1956, που ζητούσε να φύγει η χώρα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, επενέβησαν τα σοβιετικά τανκς για να επαναφέρουν τον «λαοφίλητο» σοσιαλισμό. Στην Πολωνία μάλιστα, τον Ιούνιο του 1956, οι εργάτες απεργοί του Πόζναν και άλλων πόλεων παραπονέθηκαν για το ίδιο πράγμα (υψηλές νόρμες, ίδιοι μισθοί) με τους ανατολικογερμανούς εργάτες του 1953 και ως απάντηση έλαβαν αιματηρή καταστολή. Στη συνέχεια, η απαίτηση του γραμματέα του κόμματος Γκομούλκα για απομάκρυνση κάποιων ρώσων στρατηγών από τη χώρα έφερε τις δυο χώρες στα όρια πολέμου. Ομολογώ πως δεν ήξερα πόσο σε αυτό το σημείο είχαν φτάσει οι σχέσεις των δυο κρατών. Πάντως, στη συνέχεια, το καθεστώς Γκομούλκα απογοήτευσε τους μεταρρυθμιστές.
Ανεξάρτητα από την όποια χαλάρωση της μέγγενης στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, παρέμενε σφιγμένη στο πλαίσιο της στρατιωτικής συμμαχίας της. Αυτό ίσχυε για όλα τα κράτη-δορυφόρους. Αλλά και η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία την ίδια μέγγενη είχε, μόνο που ήταν λίγο πιο χαλαρή, ενώ στην Αλβανία η μέγγενη χαλάρωσε μόνο το 1990. Μέσα σ’ όλα αυτά, η κρίση της Κούβας έφερε το 1961 τον κόσμο πιο κοντά στον πόλεμο όσο ποτέ μετά τη νίκη του 1945. Πιο κοντά και από τον πόλεμο στην Κορέα.
Τελικά τρεις ήταν οι μείζονες εξελίξεις ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Πρώτον, η εδραίωση στη Δυτική Ευρώπη της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η παραμονή στην Ανατολική της σοβιετικής μέγγενης. Δεύτερον, η πτώση των αποικιακών αυτοκρατοριών. Και, τρίτον, η οικονομική ανάπτυξη και η δυτικοευρωπαϊκή ενοποίηση εν μέσω καθολικής ευημερίας.
Η εποχή της ευημερίας
Η ευημερία αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της νέας εποχής στην Δυτική Ευρώπη. Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ακολούθησαν μετά το 1950. Αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, το 1973. Η ανάκαμψη βεβαίως ήταν παγκόσμια, αν και οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ στερήθηκαν πολλά από τα αγαθά αυτής της ανάπτυξης. Στη Δυτική Ευρώπη εν μέρει αυτή ήταν μια φυσιολογική ανόρθωση από την καταστροφή των προηγούμενων ετών. Υπήρχαν όμως και ιδιαίτερα στοιχεία, όπως η απελευθέρωση της συσσωρευμένης ζήτησης, τα τεράστια αποθέματα διαθέσιμων εργατικών χεριών χαμηλού κόστους, οι οφειλόμενες στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς τεχνολογικές καινοτομίες που τώρα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μη στρατιωτικούς σκοπούς, η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων, η εστίαση, σε μερικές χώρες όπως η Γερμανία (όχι όμως και στη Βρετανία), η μεταποίηση. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ο ρόλος του κράτους, όπως το ορίζει ο Κέυνς. Το μέσο ποσοστό ανάπτυξης ήταν στο 4,7% – και για τη Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και Τουρκία) στο 6,3% ετησίως. Η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, με τη βοήθεια πάντα της συμμετοχής του κράτους, είχε αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση κερδών και επενδύσεων, ενώ τα ημερομίσθια και οι μισθοί ακολουθούσαν λελογισμένες αυξήσεις. Αντίθετα, οι χώρες στην πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος δεν γνώρισαν καμία αύξηση κατανάλωσης, αφού οι επενδύσεις αφορούσαν κεφαλαιακά αγαθά. Παρ’ όλα αυτά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι συνθήκες ζωής άρχισαν και εκεί να καλυτερεύουν, αν όχι για όλους τουλάχιστον για την πλειονότητα του πληθυσμού.
Η ανάπτυξη όμως δεν συνέβη στη γεωργία. Αντιθέτως, οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και συνέρρεαν στις πόλεις, σε βιομηχανικές περιοχές. Η ύπαιθρος άδειαζε και η αστυφιλία ενισχυόταν. Από το 1960 κι ύστερα, υψηλό μερίδιο σ’ αυτή την ανάπτυξη, ιδιαιτέρως στη Γερμανία, έπαιξε η μετανάστευση από τις χώρες του Νότου. Η Βρετανία ακολούθησε τον δικό της δρόμο απορροφώντας φθηνό και ανειδίκευτο δυναμικό από τις πρώην αποικίες της Κοινοπολιτείας. Οι μετανάστες ήσαν μεν χρήσιμοι στη Βρετανία, αλλά παντού αντιμετώπιζαν μερικές βαθιά ριζωμένες φυλετικές και εθνοτικές προκαταλήψεις. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ – ή αλλάζουν πολύ αργά. Πάντως, η σχετική παρακμή της Βρετανίας δεν ήταν αναπόφευκτη αλλά συνέπεια λανθασμένων πολιτικών επιλογών, όπως η προτίμηση της χώρας στους διατλαντικούς δεσμούς και τους δεσμούς με την Κοινοπολιτεία παρά με την ηπειρωτική Ευρώπη. Το κράτος πρόνοιας δεν ήταν μόνο απόρροια αυτής της ανάπτυξης αλλά και πυλώνας της. Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, σ’ όλα τα κόμματα ήταν κοινός τόπος η ανάγκη διεύρυνσης των κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών. Στην Ανατολική Ευρώπη, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης ήταν πλήρως εξαρτημένα από το κράτος, ενώ στη Δυτική τον μείζονα ρόλο έπαιζαν οι ασφαλιστικές εισφορές και η γενική φορολογία. Στις περισσότερες δυτικές χώρες, επομένως, η προοδευτική φορολογία οδήγησε σε μερική αναδιανομή του εισοδήματος και αυτό στην αλματώδη άνοδο της κατανάλωσης. Ο καταναλωτισμός στη Δυτική Ευρώπη είχε αποτέλεσμα την άμβλυνση των ταξικών διαφορών και την ομοιογενοποίηση των τρόπων ζωής. Η διάδοση των σουπερμάρκετ και η επιτυχία της Coca Cola ήταν ένδειξη αυτής της ομοιογενοποίησης. Η διαφήμιση, το μέσον της. Οι δαπάνες για είδη νοικοκυριού αυξήθηκαν αλματωδώς. Οι φτωχομαχαλάδες άρχισαν σιγά σιγά να εξαφανίζονται. Τα πρότυπα απασχόλησης άλλαξαν. Η γεωργική απασχόληση μειώθηκε για χάρη των υπηρεσιών, ενώ αυξήθηκε η γυναικεία απασχόληση, χωρίς όμως να αλλάξει ριζικά η θέση της γυναίκας. Η αυτοκινητοβιομηχανία αναπτύχθηκε απότομα, αφού η κατοχή αυτοκινήτου ήταν και αναγκαία αλλά και δείγμα κοινωνικής ανόδου. Ο τουρισμός άρχισε να γίνεται μαζικός.
Στη Δυτική Ευρώπη έγιναν μεγάλα βήματα ενοποίησης ως συνέχεια της προαναφερθείσας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Χάλυβα και Άνθρακα του Σχεδίου Σουμάν. Ήταν ένα σχέδιο το οποίο δεν έγινε καθολικώς και ασμένως αποδεκτό, με πιο χτυπητή την αντίθεση των γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Το SPD φοβόταν πως η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα έστελνε στις καλένδες τη γερμανική ενοποίηση. Τίποτα όμως δεν ήταν δυνατόν να ανακόψει την πορεία προς την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα των έξι (Ρώμη- 1957). Δυο χρόνια αργότερα, το 1959, έγινε και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA). Το 1960 η ΕΟΚ κάλυπτε πληθυσμό εκατόν εξήντα πέντε εκατομμυρίων και είχε πραγματοποιήσει εντυπωσιακές προόδους. Μελανό σημείο, οι δύο γαλλικές αρνήσεις (1963 και 1967) για την είσοδο της Βρετανίας, γιατί ο Ντε Γκολ φοβόταν μήπως η Βρετανία ζημιώσει τα γαλλογερμανικά θεμέλια της Κοινότητας. Το 1965 προέκυψε μια κρίση λόγω των γαλλικών διαφωνιών για τις αρμοδιότητες της Επιτροπής της ΕΟΚ. Ήταν η λεγόμενη κρίση της «κενής καρέκλας», αφού η θέση της Γαλλίας στην Επιτροπή παρέμεινε κενή για επτά μήνες. Όλα αυτά δείχνουν το προφανές. Παρά την ενοποίηση, όλα γίνονταν με γνώμονα τα «εθνικά κίνητρα» και όχι την ενωμένη (και πολιτικά) Ευρώπη. Έπρεπε να φύγει ο Ντε Γκολ για να γίνει μέλος της ΕΟΚ το Ηνωμένο Βασίλειο, την 1η Ιανουαρίου 1973. Όλα τα ωραία όμως έχουν ένα τέλος. Και η Χρυσή Εποχή άρχισε να τελειώνει με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973.
Ο Κέρσοου δεν μένει μόνο στις πολιτικές και τις οικονομικές αλλαγές. Τονίζει ιδιαίτερα και τις αλλαγές στην κουλτούρα. Στη διάρκεια της καλής εποχής, «η αισιοδοξία, το αίσθημα ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να πετύχει οτιδήποτε ήθελε, ενισχυόταν συνεχώς. Αυτό το αίσθημα συνοδευόταν από τη σχεδόν θρησκευτική πίστη σ’ όλα όσα θα μπορούσε να επιτύχει η επιστήμη» (σ. 181). Πού τότε θέση για «ψεκασμένους» ή και για λαϊκιστές! Ο ιστορικός παρακολουθεί τις αλλαγές στον τρόπο αποδοχής της κλασικής μουσικής. Η απόρριψη του Βάγκνερ συνοδευόταν από τις συνθέσεις του Σοστακόβιτς ο οποίος έδειχνε το δρόμο για τη σύνθεση της μουσικής του παρελθόντος με τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Παρά «το λιώσιμο των πάγων», ο Σοστακόβιτς ήταν στην κόψη του ξυραφιού.
Ο Κέρσοου παρακολουθεί ακόμα τις καινοτομίες στη ζωγραφική, στην ποπ μουσική, στην αρχιτεκτονική, στο θέατρο και στη λογοτεχνία, αποδεικνύοντας πως καμία σοβαρή ιστορία δεν μπορεί να γραφτεί χωρίς την παρουσίαση των πολιτισμικών αλλαγών. Περισσότερο όμως από το θέατρο και τη ζωγραφική, «η λογοτεχνία αντανακλούσε την ανάγκη να αναζητηθεί το νόημα των καταστροφικών γεγονότων του πρόσφατου παρελθόντος» (σ. 189). Ιδιαίτερη προσοχή δίνει ο ιστορικός και στις εξελίξεις στον κινηματογράφο, μια κατεξοχήν λαϊκή διασκέδαση. Δεν ξεχνά ούτε το ρόλο της μουσικής ροκ.
Ριζικές αλλαγές υπήρξαν και στη λαϊκή κουλτούρα. Η παιδεία διευρύνθηκε, ενώ οι θρησκείες και οι Εκκλησίες αντιμετώπισαν κρίση εμπιστοσύνης. Η σεξουαλική απελευθέρωση (με χαρακτηριστικό έργο τον Εραστή της λαίδης Τσάτερλι του Ντ.Χ. Λόρενς) διάβρωσε το γάμο, το φεμινιστικό κίνημα με πρωτοπόρο τη Σιμόν ντε Μποβουάρ φούντωσε και η νομοθεσία για τους ομοφυλόφιλους φιλελευθεροποιήθηκε:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στη Βρετανία, το “νέο κύμα” στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο εστιαζόταν στη φτώχεια, στην οργή, στην πικρία και στις σεξουαλικές αξίες της αγγλικής βιομηχανικής εργατικής τάξης. (σ. 214)
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ηπειρωτική Ευρώπη πήγαινε πίσω. Και εδώ, ίσως περισσότερο, η ρήξη με τις αξίες του παρελθόντος ήταν εμφανής.
Πάντως, αυτό που είναι σημαντικό στην ιστορία του Κέρσοου είναι ότι αυτός δεν παρακολουθεί τις πολιτισμικές εξελίξεις και τις αλλαγές των αξιών μόνο ως αποτέλεσμα των πολιτικών και των οικονομικών αλλαγών αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης και διαμόρφωσης αυτών των αλλαγών. Ο δρόμος για το ξέσπασμα της αμφισβήτησης ήταν ανοικτός.
Η Ευρώπη σε αναβρασμό
Το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 ήταν περίοδος πολιτικής αναταραχής και στα δυο τμήματα της διαιρεμένης Ευρώπης. Αναταραχής που καθρέφτιζε τις βαθιές αλλαγές κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών της μεταπολεμικής εποχής.
Η Δυτική Ευρώπη από το 1965 και ύστερα συγκλονίστηκε από διαμαρτυρίες που κορυφώθηκαν το 1968. Η αναταραχή ξεκίνησε από τους φοιτητές, ως έκφραση δυσαρέσκειας για τις συνθήκες καθηγητικού αυταρχισμού στα πανεπιστήμια και για τις συνθήκες ζωής στις φοιτητικές κατοικίες – αφορμές που σε παλαιότερες εποχές θα χαρακτηρίζονταν ασήμαντες. Πίσω όμως από την αντίδραση στις συνθήκες που επικρατούσαν στα πανεπιστήμια κρυβόταν η αντίδραση στην αναβίωση φασιστικών τάσεων και η πεποίθηση της Νέας Αριστεράς πως η σύγκλιση των κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν επέτρεπε τη δυνατότητα πραγματικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Ήταν μια περίοδος που αναβίωνε, κυρίως στην Ιταλία, η φασιστική τρομοκρατία. Ο αντιφασισμός ήταν κεντρικό συστατικό της διάθεσης για διαμαρτυρία στη Δυτική Γερμανία, αλλά και στη Γαλλία και την Ιταλία. Ηγέτες όμως όπως ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ και ο Ρούντι Ντούτσκε (Γαλλία και Δυτική Γερμανία, αντίστοιχα) ήταν σε θέση να μετατρέψουν τα φοιτητικά παράπονα σε αμφισβήτηση του «αστικού» κράτους. Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν το φιτίλι, αλλά το μπαρούτι βρισκόταν στην Ευρώπη. Οι ριζοσπάστες φοιτητές και η Νέα Αριστερά –από την οποία προήλθαν τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα στην Ευρώπη και όχι η κομμουνιστική Αριστερά από την οποία προήλθε ο ελληνικός αριστερός ριζοσπαστισμός– αντιλαμβάνονταν το φασισμό ως ακραία έκφραση του καπιταλισμού.
Ο φασισμός, συνεπώς, ήταν ανάθεμα. Και το όπλο εναντίον του ήταν οι δυτικές εκφράσεις του μαρξισμού. Παρ’ όλη την αναταραχή, όμως, μόνο ο Γαλλικός Μάης του ’68 απείλησε το «αστικό» καθεστώς, και αυτό για λίγο διάστημα. Ο συγγραφέας, αντίθετα με κάποιες σημερινές κρίσεις του συντηρητικού συρμού, αποτίει φόρο τιμής στον γαλλικό Μάη. Στν εποχή που επικρατούσε «μια άγρια έξαψη» στην ατμόσφαιρα, ένα κλίμα ευφορίας και όχι φόβου.
Τι πέτυχε τελικά ο γαλλικός Μάης; Η εξουσία του καθηγητή περιορίστηκε σε κάποιο βαθμό, αλλά αυτό δεν ήταν το μείζον. Παρεμβαίνοντας λίγο στο πνεύμα του Κέρσοου, θα έλεγα ότι, ενώ η επιτυχία της Χρυσής Εποχής εξηγεί τη μετέπειτα αμφισβήτησή της, με τον Μάη συνέβη το αντίθετο: η αποτυχία του καθόρισε τη μετέπειτα επιρροή του. Οι χιλιάδες νέοι και οι εργάτες που συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες του 1968 ήθελαν να αλλάξουν γενικά τον κόσμο – ή τουλάχιστον τον δικό τους κόσμο. Δεν το κατάφεραν. Οι περισσότεροι που τους έβλεπαν έκριναν πως έχουν να κάνουν με ονειροπόλους, με αφελείς ρομαντικούς. Δυο όμως ήταν οι επιδράσεις του Μάη. Η μία, πολύ αρνητική: η ανάπτυξη της αριστερής τρομοκρατίας σε Γερμανία (Μπάαντερ-Μάινχοφ) και Ιταλία (Ερυθρές Ταξιαρχίες) και η εθνοτική τρομοκρατία σε Ιρλανδία και βασκική Ισπανία. Η άλλη, η θετική: άλλαξαν οι πολιτισμικές αξίες προς μια πιο ανοικτή και ανεκτική κοινωνία, λιγότερο επιρρεπή στις θρησκευτικές «απαγορεύσεις». Πράγμα που κατά τη δεκαετία του 1970 βρήκε αντανάκλαση στις νίκες της σοσιαλδημοκρατίας.
Αλλά όσα συνέβησαν στον ανατολικό συνασπισμό ήταν εξίσου, αν όχι πιο συνταρακτικά. Κατά πρώτον, τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου 1961, το Ανατολικό Βερολίνο ξύπνησε και είδε ότι ήταν χωρισμένο από το Δυτικό όχι μόνο με τις συνοριακές γραμμές. Ένα Τείχος χώριζε τις δυο πλευρές. Με το Τείχος, το καθεστώς, υποστηρίζει ο Κέρσοου, απέκτησε αυτοπεποίθηση και ενίσχυσε την εξουσία του. Η αυθόρμητη, χωρίς ηγεσία, εξέγερση των εργατών και των φοιτητών στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1953 είχε δείξει ότι το καθεστώς δεν είχε λαϊκά ερείσματα. Μετά το ανατολικογερμανικό 1953, το ουγγρικό 1956 και τις ταραχές στην Πολωνία το ίδιο έτος, το Τείχος ήταν η τέταρτη σοβαρή παραδοχή ήττας στο χώρο των ιδεών του σοβιετικού συνασπισμού. Ακολούθησε η πέμπτη, τη νύχτα της 21ης προς 22α Αυγούστου 1968, που κατέπνιξε την Άνοιξη της Πράγας. Πριν απ’ αυτή τη νύχτα, στην Πολωνία, φοιτητές, διανοούμενοι και εργάτες, εμπνευσμένοι από την εν εξελίξει Άνοιξη, είχαν βγει στους δρόμους της Βαρσοβίας, στις 9 Μαρτίου 1968, φωνάζοντας «ζήτω η Τσεχοσλοβακία».
Το πιο σημαντικό με την Άνοιξη ήταν πως η αμφισβήτηση του ολοκληρωτισμού ερχόταν από το ίδιο το κόμμα. Οι διαδηλωτές στη Δύση ήθελαν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, οι διαδηλωτές στην Ανατολή ήθελαν να μεταρρυθμίσουν το «σοσιαλισμό»:
Δεν ήθελαν κατά το μεγαλύτερο μέρος να τον αντικαταστήσουν, αλλά να τον μεταρρυθμίσουν. Λίγοι προτιμούσαν τον δυτικό καπιταλισμό. Στόχος τους ήταν να κάνουν τον κομμουνισμό πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Η «Άνοιξη της Πράγας» έβαλε μια για πάντα τέλος σ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις. (σ. 257)
Η κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας, στις 21 Αυγούστου 1968, ήταν το αποκορύφωμα της εξέγερσης τον υπό σοβιετικό ζυγό λαών. Τότε, όλοι, ή σχεδόν όλοι, κατάλαβαν πως αυτό το σύστημα δεν μεταρρυθμίζεται. Μόνο καταρρέει. Η πάταξη της Άνοιξης δεν τελείωσε με την εισβολή, αλλά συνεχίστηκε στην Ανατολική Γερμανία: οι τοίχοι του Ανατολικού Βερολίνου γέμισαν με συνθήματα «Ελευθερία για την Τσεχοσλοβακία» και «Κάτω η λογοκρισία». Οι Ρώσοι νόμιζαν πως είχαν πετύχει την εξομάλυνση και τον έλεγχο της καθημερινής ζωής με τη χρήση των μέσων ενός στυγνού αστυνομικού κράτους, όπως όμως θα έδειχναν οι δεκαετίες του 1970 και, περισσότερο, του 1980 ο ανατολικός κόσμος ήταν κινούμενη άμμος.
Στη Δύση, η ίδια εποχή είναι η καλύτερη για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία – τη μόνη δημοκρατική Αριστερά μαζί με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Δυτική Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Φινλανδία ακολούθησαν το δρόμο της νίκης που από καιρό ακολουθούσε η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία. Ξεκινούσε η εποχή των μεγάλων Βίλι Μπραντ και Μπρούνο Κράισκι. Αλλά «ακόμα και εκεί όπου οι συντηρητικοί εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην κυβέρνηση, όπως στην Ιταλία και στη Γαλλία, ήταν υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη τους τα αιτήματα της Αριστεράς» (σ. 273).
Και τότε ήρθε η Ύφεση.
Αλλαγές προς το χειρότερο
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ήταν το σημείο καμπής στην ιστορία της Ευρώπης μετά τις πρώτες δυόμιση δεκαετίες. Οδήγησε σε βαθιές αλλαγές που άλλαξαν τόσο τις πολιτικές και οικονομικές δομές όσο και τις κοινωνικές αξίες. Η κρίση σηματοδότησε το τέλος της αισιοδοξίας που κυριαρχούσε τα προηγούμενα χρόνια. Άρχισε να αμφισβητείται η παραδοχή πως το επίπεδο διαβίωσης θα είναι διαρκώς ανοδικό, εμφανίστηκαν υψηλά ποσοστά ανεργίας σε συνδυασμό με υψηλούς πληθωρισμούς, το αποτέλεσμα ήταν μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια και αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του κράτους πρόνοιας. Η αλλαγή της οικονομικής κατάστασης είχε και πολιτικές επιπτώσεις. Η όξυνση των συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, την Ισπανία, τη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία επέφερε τρομοκρατικές θηριωδίες. Ταυτόχρονα, ωστόσο, έπεσαν οι δικτατορίες σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία. Η οικονομική κρίση, λόγω της πετρελαϊκής, ήρθε να συναντήσει και τις αλλαγές που προκάλεσε η κατάργηση, στις 15 Αυγούστου 1971, του Μπρέτον Γουντς, το οποίο αφορούσε τη διατήρηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσα από τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Το μέλλον ήταν οι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα ρίσκα που αυτές σήμαιναν για τη σταθερότητα των εθνικών οικονομιών. Τώρα, το πρόβλημα ήταν ο πληθωρισμός και οι απαιτήσεις των ισχυρών συνδικάτων για αντίστοιχες αυξήσεις, χωρίς ανάλογη αύξηση στην παραγωγικότητα. Οι κυβερνήσεις δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να τα βγάλουν πέρα με τα υψηλά επίπεδα δημόσιων δαπανών, γιατί η διοχέτευση χρήματος στην οικονομία θα αύξανε τις πληθωριστικές πιέσεις.
Οι σοβαρές επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης έγιναν αισθητές και στην Ανατολική Ευρώπη. Αν και η ΕΣΣΔ ως πετρελαιοπαραγωγός επωφελήθηκε από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, δεν επέδειξε καμία «σοσιαλιστική» αλληλεγγύη. Αύξησε και αυτή τις τιμές ( αν και κάτω από την παγκόσμια τιμή) για τις χώρες δορυφόρους της. Αυτές, και κυρίως η Πολωνία, αναγκάστηκαν να στραφούν στη Δύση για δάνεια, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξής τους περιορίστηκαν δραστικά και τα δημόσια χρέη τους ανέβηκαν δραματικά. Ενδεικτικά, το δημόσιο χρέος σε δολάρια της Ουγγαρίας πολλαπλασιάστηκε κατά 18 φορές, της Πολωνίας κατά 20 και της Ανατολικής Γερμανίας κατά 40 φορές.
Στη Βρετανία, το Συντηρητικό Κόμμα του Έντουαρντ Χιθ, που ήταν στην κυβέρνηση από το 1970, απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει την κρίση, με κύριο σημείο φθοράς την ήττα του από την Εθνική Ένωση Ανθρακωρύχων. Τον Φεβρουάριο του 1974 ανήλθαν στην κυβέρνηση οι Εργατικοί του Χάρολντ Γουίλσον και ικανοποίησαν άμεσα τα μισθολογικά αιτήματα των ανθρακωρύχων. Πώς όμως; Καταφεύγοντας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ο δρόμος για τη μεγάλη ήττα τόσο των Εργατικών όσο και της Ένωσης Ανθρακωρύχων από τη Μάργκαρετ Θάτσερ είχε ανοίξει.
Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την άνοδο μιας πρωτόγνωρης πολιτικής βίας και τρομοκρατίας σε Ιταλία και Γερμανία. Μια βία που ποτέ σε δημοκρατικές συνθήκες δεν είχε γνωρίσει πριν ευρωπαϊκή χώρα, και ούτε γνώρισε ποτέ κατόπιν (η ελληνική τρομοκρατία ποτέ δεν έφτασε τα επίπεδα της δυτικοευρωπαϊκής, εξάλλου ούτε ο Κέρσοου της δίνει μεγάλη προσοχή).
Οι γκουρού του νεοφιλελευθερισμού Λούντιβιχ φον Μίζες, Φρίντριχ Χάγιεκ και Μίλτον Φρίντμαν δείχνουν τον δικό τους δρόμο για την έξοδο από την κρίση: το δρόμο του νεοφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού (περιορισμός της προσφοράς χρήματος). Την εφαρμογή του αναλαμβάνουν οι Ρόναλντ Ρέιγκαν (λιγότερο) στις ΗΠΑ και η Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τέλη της δεκαετίας του 1970, ήρθε και η δεύτερη ιρανική πετρελαϊκή κρίση του 1979. Οι σοσιαλδημοκράτες, που τη δεκαετία του 1970 είχαν μια περίοδο κάμψης (εκτός Δυτικής Γερμανίας με το διάδοχο του Μπραντ, Χέλμουτ Σμιτ, και Αυστρίας με τον επί σχεδόν 13 έτη καγκελάριο Μπρούνο Κράισκι), ανακάμπτουν τη δεκαετία του 1980, όχι όμως στη Γερμανία όπου, μετά το 1982, κυριάρχησε ο χριστιανοδημοκράτης αλλά όχι νεοφιλελεύθερος, Χέλμουτ Κολ. Γαλλία (Μιτεράν), Ισπανία (Γκονζάλεθ), Ελλάδα (Σημίτης), Πορτογαλία (Σοάρες) σηματοδοτούν την επιστροφή των σοσιαλδημοκρατών μετά τη θύελλα του νεοφιλελευθερισμού. Στη Βρετανία, οι Εργατικοί θα έπρεπε να περιμένουν 18 χρόνια για να επανέλθουν το 1997 στην κυβέρνηση. Στο μεταξύ, η Ελλάδα το 1981 και η Ισπανία με την Πορτογαλία το 1986 γίνονται μέλη της ΕΟΚ.
Η πτώση του κομμουνισμού
Στο ανατολικό τμήμα στην Πολωνία, το δημόσιο χρέος αλλά και, τον Οκτώβριο του 1978, η επίσκεψη του πολωνικής καταγωγής πάπα Ιωάννη-Παύλου Β’ κλονίζουν τα θεμέλια του καθεστώτος Έντβαρντ Γκέρεκ. Δύο χρόνια αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1980, οι απεργίες στις μεγάλες πολωνικές πόλεις, και κυρίως στο Γκντασκ, οδηγούν στη νομιμοποίηση του πρώτου ελεύθερου συνδικάτου σε κομμουνιστική χώρα. Την ίδια στιγμή, ο Ψυχρός Πόλεμος επανέρχεται με τον ανταγωνισμό για τους διηπειρωτικούς πυραύλους. Ένας νέος άνεμος άρχισε να πνέει από τα ανατολικά. Άνεμος που σε δέκα χρόνια, και συγκεκριμένα στις 31 Δεκεμβρίου 1991, θα σταματήσει στη Μόσχα, με την πτώση της σοβιετικής σημαίας. Είχαν μείνει πίσω τα συντρίμμια 45 χρόνων κομμουνιστικής εξουσίας στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη και 74 χρόνια καταπίεση στη Ρωσία και στις σοβιετικές «δημοκρατίες».
Στις 11 Μαρτίου 1985, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δεν έγινε ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος για τις ριζοσπαστικές ιδέες του, αλλά γιατί το Κόμμα πίστευε πως με αυτόν, μετά το θάνατο τριών γερόντων ηγετών του μέσα σε τρία χρόνια, θα μπορούσε να κινήσει το σύστημα λίγο πέρα από τη στασιμότητά του. Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια δική μου παρέμβαση, για να καταλάβουμε τι ζητούσε το σύστημα από τον Γκορμπατσόφ. Έντεκα χρόνια πριν, τα χρόνια της μπρεζνιεφικής στασιμότητας, της γραφειοκρατίας και της απαραίτητης πάντα αστυνομοκρατίας, γυρίστηκε η σοβιετική ταινία Το πριμ (το δώρο που δινόταν στους εργάτες όταν «υπερέβαιναν» το πλάνο), με σενάριο Αλεξάντρ Γκοέλμαν και σε σκηνοθεσία Σεργκέι Μικαελιάν. Εκεί καταγγελλόταν η διαφθορά των χαμηλόβαθμων κομματικών τοπικών και εργοστασιακών ηγετών, αναδεικνυόταν στο πρόσωπο του εργάτη Ποτάποφ η αγνότητα της εργατικής τάξης που κατήγγειλε τις διαδικασίες διανομής ενός πριμ το οποίο δεν άξιζε να δοθεί και γινόταν δήθεν κριτική στον συγκεντρωτισμό της σοβιετικής οικονομίας. Η ταινία συζητήθηκε πολύ ακόμη και στη Δύση, ενώ δεν ήταν τίποτ’ άλλο από ένα σοβιετικό προπαγανδιστικό πυροτέχνημα. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Επειδή ο Γκορμπατσόφ ήρθε στην εξουσία για να πατάξει τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία και για να αποκεντρώσει τον σοβιετικό οικονομικό συγκεντρωτισμό. Το σύστημα όμως έπρεπε να παραμείνει ως έχει. Αλλά δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτα απ’ αυτά που ήθελαν όσοι τον ανέδειξαν στην εξουσία. Οι πολιτικές του, η περεστρόικα (ανασυγκρότηση της οικονομίας) και, κυρίως, η γκλάσνοστ (πολιτική διαφάνεια), άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου, και ο ανατολικός άνεμος ελευθερίας ξεχύθηκε αρχικά στην Πολωνία, που στις 24 Αυγούστου 1989 απέκτησε τον πρώτο μη κομμουνιστή πρωθυπουργό. Και τι πρωθυπουργό! Κάποιον που θα τον ζήλευαν πολλές δυτικές δημοκρατίες, τον διανοούμενο και ακέραιο άνθρωπο, Ταντέους Μαζοβιέτσκι. Μέσα στο 1989 κατέρρευσαν όλες οι Λαϊκές Δημοκρατίες, με μόνη αιματηρή τροπή να λαμβάνει χώρα τον Δεκέμβριο του 1989 στη Ρουμανία.
Ο Γκορμπατσόφ, όπως γράφει ο Κέρσοου, «ξεκίνησε ως κομμουνιστής και κατέληξε σοσιαλδημοκράτης δυτικού τύπου. Αντιλήφθηκε βαθμιαία ότι δεν αρκούσε η μεταρρύθμιση. Το 1988 είχε φθάσει στο σημείο να αντιληφθεί ότι το σοβιετικό σύστημα έπρεπε να αναδιαμορφωθεί και να μετασχηματιστεί πλήρως» (σ. 338). Τελικά, δεν έχει καμία σημασία αν ήθελε να φτάσει έως εκεί όπου έφτασε ή αν έπρεπε να ακολουθήσει τον κινεζικό δρόμο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων σφίγγοντας τα (πολιτικά) λουριά. Ο Τενγκ Σιάο-Πινγκ τον θεωρούσε ηλίθιο. Σημασία όμως έχει ότι αυτός ο «ηλίθιος» έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην απελευθέρωση της μισής Ευρώπης από τον κομμουνιστικό ζυγό, και μόνο γι’ αυτό αξίζει το όνομα του να γραφεί στην ιστορία.
Τίποτα όμως δεν θα γινόταν αν το άνοιγμα του Γκορμπατσόφ δεν το ακολουθούσαν οι λαοί των καταπιεσμένων κρατών. «Η δύναμη του λαού» –όπως γράφει ο Κέρσοου, χωρίς να λαϊκίζει, αφού φτάσαμε στο σημείο να πρέπει να διευκρινίζουμε πως κάθε αναφορά στη δύναμη του λαού δεν είναι λαϊκισμός– ανέτρεψε χρόνια τυραννίας. Ο ιστορικός παρακολουθεί έναν έναν τους λαούς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και καταγράφει με λεπτομέρειες τον αγώνα τους για ελευθερία. Πρωτεύουσα θέση κατέχει ο πολωνικός λαός που, μετά την κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας, συνέχισε τον αγώνα κατά του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Χωρίς την αντίσταση των λαών, ο «Γκόρμπι» (όπως αποκαλούνταν από μερίδα των υποστηρικτών του ο τελευταίος σοβιετικός πρόεδρος) δεν θα έφτανε ώς εκεί όπου έφτασε. Αλλ’ αυτός, ακουσίως είτε εκουσίως, έγινε ο ήρωας της ελευθερίας που αγαπούσαν οι λαοί του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Αυτός οδήγησε στην κατάρρευση ένα ολοκληρωτικό σύστημα ο μονισμός του οποίου απαιτούσε η κυβέρνηση να κατέχει όλες τις εξουσίες. Η γκλάσνοστ και η περεστρόικα «ανάγκασαν» το κόμμα - κυβέρνηση να «εκχωρήσει» μέρος των εξουσιών του. Από εκεί και πέρα, ήταν αδύνατο το ολοκληρωτικό σύστημα να μην καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Η μέγγενη, που άλλοτε χαλάρωνε και άλλοτε έσφιγγε, δεν υπήρχε πλέον.
Η επιστροφή του εθνικισμού
Μέσα σ’ αυτό τον ανατολικό άνεμο αλλαγής υπήρξαν ορισμένα ρεύματα που αμαύρωσαν την ιστορία της ενωμένης πλέον Ευρώπης. Ήταν τα εθνικιστικά ρεύματα που έρχονταν από τη Γιουγκοσλαβία. Οι πόλεμοι (1991-1995 και 1999) στην άλλοτε γιουγκοσλαβική ομοσπονδία ήταν ένα σοκ για την Ευρώπη. Ο εθνοτικός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία –υποστηρίζει ο Κέρσοου– δεν ήταν, όπως λανθασμένα θεώρησαν πολλοί, μια αναβίωση των παλιών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Η ανάγνωση αυτή πιθανόν να συνέβαλε και στην αδράνεια που επέδειξαν τα Ηνωμένα Έθνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι πόλεμοι, λέει ο Κέρσοου, ήταν η διοχέτευση στον εθνικισμό της δυσαρέσκειας από την εντεινόμενη αποτυχία του κομμουνισμού στην τιτοϊκή και στη –μετά το θάνατο του Τίτο, τον Μάιο του 1980– Γιουγκοσλαβία:
Η φθίνουσα κυριαρχία της κομμουνιστικής ιδεολογίας επέφερε την αναζωπύρωση της θρησκευτικής πίστης, που αποτελούσε παράγοντα διαίρεσης, καθώς οι ορθόδοξοι Σέρβοι, οι καθολικοί Κροάτες και οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι άρχισαν να θεωρούν ότι η θρησκεία αποτελούσε στοιχείο της εθνοτικής ταυτότητας. (σ. 425)
Έχω μια ένσταση σ’ αυτή την ερμηνεία, όχι γιατί δεν υπήρξαν εθνικισμοί στη χώρα και στις άλλες χώρες του σοβιετικού μπλοκ, όπως και στις σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά γιατί αυτοί δεν προέκυψαν από την κρίση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά πάντα καλλιεργούνταν παράλληλα προβάλλοντας, όποτε αυτή αντιμετώπιζε προβλήματα, ως αρωγοί της. Όσο και να φαίνεται περίεργο σε μερικούς, ο εθνικισμός ήταν συστατικό στοιχείο αυτών των καθεστώτων – περισσότερο αυτών παρά των διαφωνούντων. Γι’ αυτό και ο Σέρβος Μιλόσεβιτς και ο Κροάτης Τούτζμαν, κομμουνιστές ηγέτες οι ίδιοι, ήταν έτοιμοι από καιρό να κατεβούν από το άρμα του κομμουνισμού και να ανεβούν σ’ αυτό του εθνικισμού για να διασωθούν πολιτικά. Ο μαφιόζος Αρκάν, ο ποιητής Κάρατζιτς και ο στρατηγός Μλάντιτς ήταν η συνέχεια και η περαιτέρω όξυνση αυτού του εθνικιστικού πνεύματος. Αυτού του πνεύματος που κρύβεται πίσω από δήθεν «πατριωτικές» κορώνες και καταστρέφει την πρόοδο των λαών.
Ο Κέρσοου δείχνει το σκληρό πρόσωπο των δολοφόνων όλων των πλευρών, κυρίως όμως της κυρίαρχης εθνότητας που ήταν οι Σέρβοι. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία έδειξε ότι, δυστυχώς, η βία αποδίδει. Στον πόλεμο, οι Σέρβοι συμπεριφέρθηκαν χειρότερα απ’ όλους και κέρδισαν τα περισσότερα απ’ όλους. Όλοι οι «πολέμαρχοι», όλων των πλευρών, άσκησαν υπέρμετρη βία που είχε αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς στην Ευρώπη στα τέλη του 20ού αιώνα:
Όλες οι πλευρές διέπραξαν θηριωδίες. Όμως τις χειρότερες θηριωδίες υπέστησαν οι Μουσουλμάνοι. Φόνοι, βιασμοί, ξυλοδαρμοί, ληστείες, καταστροφές κτιρίων […] ήταν μέρος της συστηματικής χρήσης τρόμου που εκδίωξε κυρίως τους Μουσουλμάνους από το σπίτι τους και επέφερε την «εθνοκάθαρση» ολόκληρων περιοχών. (σ.432)
Παρ’ όλα αυτά, η Δύση επενέβη πολύ αργά, το 1999, με τα γεγονότα στο Κοσσυφοπέδιο, και ίσως όχι με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο, βομβαρδίζοντας το Βελιγράδι. Όταν πολιορκούνταν για τέσσερα χρόνια το Σεράγεβο από τους Σέρβους και όταν οι Σερβοβόσνιοι του σφαγέα Μλάντιτς κατέσφαξαν, στις 6 Ιουλίου 1995, τους Μουσουλμάνους στη Σρεμπρένιτσα, η Δύση αδρανούσε. Ο συγγραφέας δεν είναι ενθουσιασμένος με το δόγμα της ανθρωπιστικής επέμβασης, δεν είναι όμως και ικανοποιημένος με τη δυτική αδράνεια που οδήγησε τόσους ανθρώπους στο θάνατο.
Εκτός όμως από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, αξιανάγνωστη είναι και η μετάβαση από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Οι νέοι (πολλοί ήταν και παλιοί) ηγέτες στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη αποδέχτηκαν τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση ως τον καλύτερο και συντομότερο δρόμο προς την ευθυγράμμιση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Ιδιαίτερα διακρίθηκαν δυο υπουργοί Οικονομικών. Ο Πολωνός Λέσεκ Βαλτσερόβιτς και ο Τσεχοσλοβάκος (μετέπειτα πρωθυπουργός της Τσεχίας) Βάτσλαβ Κλάους:
Οι αγοραίες τιμές αντικατέστησαν τους ελέγχους τιμών. Το νόμισμα των χωρών έγινε μετατρέψιμο. Το εξωτερικό εμπόριο φιλελευθεροποιήθηκε μειώνοντας ή καταργώντας τους τελωνειακούς δασμούς, για να επιτραπεί η ελεύθερη κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Τράπεζες, χρηματιστήρια και μια ολόκληρη πανοπλία οικονομικών νόμων έπρεπε να εισαχθούν αμέσως. Η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων επιταχύνθηκε. ( σ. 439)
Η «θεραπεία σοκ», όπως αποκλήθηκε, ήταν πράγματι σοκ. Ο συγγραφέας αποδέχεται όμως πως, μετά το 1995, είχε αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη, ιδίως στην Πολωνία. Αυτή όμως ήταν και η χώρα της οποίας, το 1993, χαρίστηκαν τα έως τότε δάνεια. Καθώς επίσης ήταν η χώρα που, μαζί με την Ουγγαρία, στη συνέχεια μαζί με σχεδόν όλες τις υπόλοιπες πρώην κομμουνιστικές, δανείστηκαν πολλά δισεκατομμύρια δολάρια από το ΔΝΤ.
Πολύ πιο δύσκολα ήταν τα πράγματα στη Ρωσία του μέθυσου Μπόρις Γιέλτσιν και στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Η διαφθορά και η νομή από μαφιόζικες ομάδες του ιδιωτικοποιημένου πλούτου ήταν τα μείζονα χαρακτηριστικά της περιόδου. Για να αποδειχτεί ότι ο δρόμος από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα...
Παρ’ όλα αυτά, η μετάβαση έγινε. Τα προβλήματα με το επίπεδο διαβίωσης και με τις προσδοκίες γι’ αυτό, αρχικά, προκάλεσε μεγάλη αστάθεια. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, ο νικητής επί του Μαζοβιέτσκι στις προεδρικές εκλογές του 1990, Λεχ Βαλέσα, ηττήθηκε το 1995 από τον σοσιαλδημοκράτη και πρώην κομμουνιστή, Αλεξάντερ Κβασνιέβσκι. Γενικώς, όπως είδαμε, κορυφαίοι πολιτικοί στράφηκαν προς τον εθνικισμό για να αναπληρώσουν τα κενά που άφηναν οι οικονομικές πολιτικές τους. Όποιες όμως και να ήταν οι ανεπάρκειες στα τέλη του 1990, αυτός ο κόσμος είχε αλλάξει σίγουρα προς το καλύτερο, και ως προς τις ελευθερίες αλλά και ως προς το βιοτικό επίπεδο.
Καιρός ήταν να αλλάξει και ο δυτικός κόσμος. Στις 7 Φεβρουαρίου 1992, οι δώδεκα ηγέτες των χωρών της ΕΟΚ υπέγραψαν την καινοτόμο Συνθήκη του Μάαστριχτ. Παρά ορισμένες φωνές, όπως του διοικητή της Bundesbank Χανς Τίτμεγιερ, αποφασίστηκε η οικονομική ενοποίηση να προηγηθεί της πολιτικής. Και παρά τα προβλήματα (απορριπτικό δημοψήφισμα στη Δανία και δυσκολίες αποδοχής του στη Γαλλία), η συνθήκη του Μάαστριχτ τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 1993. Κατά τον Κέρσοου –και σωστά– «το Μάαστριχτ ήταν σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» (σ. 454), αν και πολλοί οικονομολόγοι διαφωνούσαν για τη σχεδιαζόμενη πρόωρη εφαρμογή του ευρώ.
Όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις, ήταν ποικίλες. Νίκη του Σιράκ το 1993 και το 1995 στη Γαλλία, επανεκλογή του Κολ το 1994 αλλά και διάλυση του παλιού ιταλικού πολιτικού συστήματος λόγω του σκανδάλου Tangetopoli και άνοδος, τον Μάρτιο του 1999, του μεγιστάνα και των ΜΜΕ Σίλβιο Μπερλουσκόνι που θα ταλαιπωρούσε στο εξής για μια δεκαετία και περισσότερο την Ιταλία. Τέταρτη συνεχόμενη νίκη των Συντηρητικών του Μέιτζορ το 1992 αλλά και πρώτη νίκη το 1997 των Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλερ, μετά από δεκαοκτώ χρόνια ήττες. Τη νίκη του Μπλερ ακολούθησαν οι νίκες του Λιονέλ Ζοσπέν στη Γαλλία και του Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία. Η ανάγκη απάντησης στην παγκοσμιοποίηση και το αίτημα του εκσυγχρονισμού σ’ όλη την Ευρώπη έφερε στο προσκήνιο πάλι τους σοσιαλδημοκράτες.
Η παγκοσμιοποίηση είχε δυο πρόσωπα με πολλούς ωφελημένους και πολλούς χαμένους. Οι τελευταίοι αποτέλεσαν το «υλικό» πάνω στο οποίο δούλεψε και ακόμη δουλεύει η Ακροδεξιά. Η συνεχιζόμενη και εντεινόμενη έως σήμερα άνοδός της άρχισε αυτή την περίοδο. Από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, άλλωστε, οι συντηρητικοί επέστρεψαν.
Ο Κέρσοου, πάντως, κρίνει ως απογοητευτική τη διακυβέρνηση στη Δυτική Ευρώπη τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού. Παρ’ όλα αυτά, η είσοδος πολλών κρατών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 επιβεβαίωσε το οριστικό τέλος του. Το παράδοξο είναι ότι το τέλος του κομμουνισμού σηματοδοτεί την έναρξη της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας. Η πλευρά από την οποία βλέπει κανείς αυτή την παραδοξότητα δείχνει πόσο προοδευτικός ή συντηρητικός είναι. Ο Κέρσοου δεν απαξιώνει τη διάκριση πρόοδος - συντήρηση.
Νέα προβλήματα τον 21ο αιώνα
Ο 21ος αιώνας, όμως, σηματοδοτήθηκε από το γεγονός που συγκλόνισε τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και όλο τον κόσμο: την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και, μετά, ο δεύτερος στο Ιράκ, διέσπασαν τους ευρωπαίους ηγέτες και στέρησαν την υστεροφημία στον Μπλερ, ο οποίος κατά τον Κέρσοου είχε πολλές επιτυχίες.
Πόλεμος και λιτότητα δέσποσαν στην πολιτική κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η Ελλάδα –συμπληρώνω– θα αργούσε εννιά χρόνια ως προς τη λιτότητα και ποτέ δεν θα γνώριζε έως σήμερα τον νεοφιλελευθερισμό, εκτός από ψήγματά του την περίοδο της διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Μετανάστευση και ισλαμική τρομοκρατία είναι πλέον τα δυο μεγάλα και ανεπίλυτα προβλήματα της νέας εποχής. Ο Κέρσοου κρίνει αρνητικά την ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη μετανάστευση με την Τουρκία, λόγω του ότι έγινε με μια χώρα που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κατ’ αυτόν, οι τρομοκρατικές επιθέσεις σε μια σειρά πόλεις όπως Παρίσι, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Βερολίνο, Στοκχόλμη, Βαρκελώνη αναγορεύουν το θέμα της ασφάλειας σε μείζον. Αν και οι τρομοκράτες δεν έρχονταν με τους μετανάστες (οι περισσότεροι ζούσαν ήδη πολλά χρόνια στη Δύση), η μετανάστευση ταυτίστηκε με την τρομοκρατία και με την απώλεια θέσεων εργασίας, για την οποία όμως έφταιγαν οι πολιτικές λιτότητας και, μετά την κρίση του 2008, και η λανθασμένη, ελλιπής αρχιτεκτονική του ευρώ. Ειδικά «η ισλαμιστική τρομοκρατία διέφερε ως προς όλα τα γνωρίσματα. Δρούσε σε παγκόσμια και όχι σε εθνική κλίμακα. Ήταν αποκεντρωμένη και διεθνής ως προς το προσωπικό της, τους στόχους της, την απόκτηση όπλων και τη χρησιμοποίηση των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης» ( σ. 475).
Δύο ήταν οι μείζονες συνέπειες τρομοκρατίας και μετανάστευσης. Αφενός, η ενίσχυση της ασφάλειας μείωσε την ελευθερία. Αφετέρου, η μετανάστευση έδωσε ώθηση στα κινήματα της άκρας Δεξιάς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα πολιτικά συστήματα άρχισαν να ρευστοποιούνται, οι δυο πόλοι εξουσίας έχαναν δύναμη, οι ακροδεξιοί και ο λαϊκισμός δυνάμωναν. «Τα κύρια κόμματα, και όχι μόνο στη Γερμανία, άρχισαν να φαίνονται όμοια μεταξύ τους. Μακροπρόθεσμα αυτό δεν ήταν καλό για τη δημοκρατία» (σ. 503).
Στη Ρωσία, όπου από το 1999 κυριαρχεί ο Πούτιν, υπάρχει από τη μια αστυνομικό κράτος, από την άλλη επεκτατικό (Κριμαία, Τσετσενία) – και προστίθεται η παράμετρος της διαφθοράς, μόνιμη συνοδός των πολιτικών και οικονομικών συστημάτων της Ρωσίας και των πρώην δορυφόρων της. Στο μεταξύ, ο καιροσκοπισμός του Τζέιμς Κάμερον στο Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησε στο Brexit. Και οι ταλαιπωρίες του ευρωπαϊκού Νότου και της Ιρλανδίας από την απουσία ενιαίας οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, λόγω της απόρριψης από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς του Σχεδίου Συντάγματος, αλλά και λόγω των αδυναμιών του ίδιου του Νότου, συνεχίζονταν. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007) δεν προέβλεψε την ύπαρξη μηχανισμών αποτροπής κρίσεων λόγω δημόσιου χρέους. Οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί που στήθηκαν εκ των υστέρων στη έως τότε Ευρώπη του bail out δεν απέτρεψαν την ύφεση. Αντιθέτως, η εμμονή στη λιτότητα, την επέτεινε και την επεξέτεινε.
Στο σημείο αυτό είναι πολύ σημαντική η κριτική του Κέρσοου για το γεγονός ότι μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που διοχετεύτηκαν στην οικονομία πήγαν στις τράπεζες. «Η ποσοτική χαλάρωση ήταν ένα είδος νεοκεϋνσιανισμού, ο οποίος όμως στόχευε πρωταρχικά να βοηθήσει μόνο τις τράπεζες», γράφει. Και προσθέτει: «Η μείωση του χρέους μέσω της λιτότητας ήταν το κύριο μήνυμα» (σ. 527). Ωστόσο, κρίνει τη χαλάρωση επιτυχή, γιατί χωρίς αυτήν η ύφεση θα ήταν βαθύτερη. Με τούτα και με τ΄ άλλα, η ευρωζώνη ξεπέρασε την κρίση της. Είναι όμως ουσιαστικά υγιής; Τι θα γίνει σε μια επόμενη οικονομική κρίση; Το βιβλίο τελειώνει το 2017 γι’ αυτό και δεν περιλαμβάνεται η κρίση της πανδημίας. Ούτε εκτίμηση για την εξέλιξη με τα αυταρχικά καθεστώτα που, μετά την Ουγγαρία και την Πολωνία, το ένα μετά το άλλο ξεπηδούν στην πρώην κομμουνιστική Ευρώπη;
Ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος αντιμετωπίζει σειρά προκλήσεων: κλιματική αλλαγή, δημογραφικό, μετανάστευση, ανισότητες, ενίσχυση του ατομικισμού, αυτοματοποίηση και μείωση της εργασίας, διεθνοποίηση των ζητημάτων εθνικής ασφάλειας, την ομοσπονδοποίηση ή την Ευρώπη των ομόκεντρων κύκλων. Από τις απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα προβλήματα θα φανεί αν θα αναβιώσουν οι δύο πόλοι της παραδοσιακής πολιτικής αντιπαράθεσης ή αν, κάποια στιγμή, θα επικρατήσει η άκρα Δεξιά. Το μόνο σίγουρο είναι, το επόμενο διάστημα, η μόνη βεβαιότητα θα είναι η αβεβαιότητα. Η ανασφάλεια στην Ευρώπη, που ήταν συστατικό της ηπείρου το 1949, επέστρεψε και θα παραμείνει σήμα κατατεθέν της Ευρώπης και τον 21ο αιώνα. Είναι όμως μια Ευρώπη που πάλεψε για την ελευθερία και την κέρδισε, αποκτώντας ευημερία που ακόμη τη ζηλεύει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.
Ο Κέρσοου κλείνει με αναφορά στις πολιτικές των ταυτοτήτων. Η πολιτική της ταυτότητας, λέει, δεν είναι πολιτική της Αριστεράς, «είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της πολιτική της Δεξιάς» (σ. 592). Ούτως ή άλλως, ευρωπαϊκή ταυτότητα ακόμη δεν υπάρχει – ή, μάλλον, ακόμη κι αν υπάρχει, η συναισθηματική σύνδεση με αυτήν είναι ιδιαίτερα χαλαρή.
Μεγάλη είναι η συμβολή του ιστορικού και στη μετρημένη χρήση του όρου λαϊκισμός, τον οποίο πολλοί χρησιμοποιούν ως πασπαρτού για να ερμηνεύσουν εντελώς διαφορετικά φαινόμενα. Ο Κέρσοου προτιμά τον όρο «λαϊκιστικές πολιτικές» και «λαϊκιστές» ηγέτες. Και πολύ καλά κάνει.
Εξαιρετική η μετάφραση του Γεώργιου Μενέλαου Αστερίου (αν και προσωπικώς θα απέδιδα διαφορετικά ορισμένα σλαβικά ονόματα), σε μια ακόμη άψογη έκδοση των εκδόσεων Αλεξάνδρεια με χάρτες, φωτογραφίες και πληρέστατο ευρετήριο. Παρά τον όγκο του βιβλίου, οι αναγνώστες θα το διαβάσουν σαν απολαυστικό μυθιστόρημα ενώ, ταυτόχρονα, θα καλύψουν πολλά κενά στις ιστορικές γνώσεις τους. Κυρίως όμως θα γνωρίσουν τι σημαίνει συστηματική ιστοριογραφία χωρίς ιδεοληψίες.
[1] Ο Γιώργος Σιακαντάρης αφιερώνει το τελευταίο βιβλίο του Το πρωτείο της δημοκρατίας (Αλεξάνδρεια, 2019), ακριβώς στον Κρόιφ και στον Τόνυ Τζαντ (σημείωση της σύνταξης).