Αστισμός και δημιουργική ανάπτυξη
Κατεβαίνοντας από το τρένο στον σταθμό του Βόλου, κάπως απόμακρα από το κέντρο της πόλης, κοντά στα παλιά τουρκικά τείχη, ο χρόνος έχει κανείς την αίσθηση ότι σταματά για λίγο, σαν στοπ-καρέ, καθώς το παλιό (ανακαινισμένο) κτίριο, νεοκλασικού στυλ (έργο του Εβαρίστο ντε Κίρικο, πατέρα του γνωστού υπερρεαλιστή ζωγράφου) και το παρκάκι απέναντι, με το κομψό άγαλμα της Αθηνάς και την αφιερωματική επιγραφή από τα εγκαίνιά του, το 1884, σε «ταξιδεύει» στον ιστορικό χρόνο. Διαγώνια, απέναντι από το Σταθμό, ένα μικρό κατάστημα με τον παραδοσιακό χαλβά της πόλης, που είναι γνωστός όσο και τα περίφημα «μουστολούκουμα του Παππού». Ο Βόλος, ήδη από τα πρώτα βήματα του επισκέπτη, και χάρις στην ιπποδάμεια ρυμοτομία του που χαρακτηρίζει ένα σημαντικό τμήμα της πόλης και, φυσικά, χάρις στην Προκυμαία του, όπως ο Παγασητικός τον νοτίζει στοργικά («το υγρό σύνορο της πόλης» που επισημαίνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου), σου δίνει αμέσως τα διαπιστευτήριά του: από τις πρώτες πόλεις της Ελλάδας με αστική ανάπτυξη, γαλλική κουλτούρα (χάρη και στην Ελληνογαλλική Σχολή Σαιν-Ζοζέφ, όπως και στο Γαλλικό Ινστιτούτο, έως πρότινος) και, βέβαια, μαχητικό συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα, απότοκο της βιομηχανικής ανάπτυξης της πόλης και των προσφύγων από τα μικρασιατικά παράλια.
H περιπλάνηση του «ξένου» στην πόλη μπορεί να σε φέρει μπροστά σε αστικές κατοικίες, εφάμιλλες εκείνων της πρωτεύουσας, σε βιομηχανικά κτίρια (παλιά καπνεργοστάσια, υφαντουργεία και πλινθοκεραμοποιεία) που, πέρα από την ελλείπουσα «βιομηχανική αρχαιολογία», στεγάζουν σήμερα σημαντικές πολιτιστικές δραστηριότητες και μουσειακές ανάγκες, καθώς συνδέονται οργανικά με την πόλη και τους κατοίκους της. Κτίρια όπως η Κεντρική Βιβλιοθήκη (κτίριο Σπίρερ) ή το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (ένα κτίριο που «συνομιλεί» με το Bauhaus), ιστορικές εφημερίδες, η Θεσσαλία (έτος ιδρύσεως 1898) και ο Ταχυδρόμος (1916), «τσιπουράδικα» πίσω από την προκυμαία, αλλά και στην οδό Παλαιστίνης, «απομεινάρι» της παλιάς εβραϊκής συνοικίας, όπως και στον θερινό κινηματογράφο «Εξωραϊστική».
Ο λογοτεχνικός οδηγός της πόλης, που έχει συντονίσει εκδοτικά με ιδιαίτερη επιμέλεια, ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος, είναι ο καλύτερος «σύντροφος» όποιου θέλει να δει την πόλη «με την ψυχή» των λογοτεχνών και των συγγραφέων, ξένων και Ελλήνων, ντόπιων και μη, παλαιότερων και σύγχρονων.
Ένας αδικημένος αριστερός διανοούμενος
Ο Γιώργος Δ. Ζωιτόπουλος-Ζιούτος (1903-1967) αποτελεί μια από τις ξεχωριστές περιπτώσεις της ελληνικής αριστερής διανόησης, και ορθώς χαρακτηρίζεται από τον Ηλία Νικολακόπουλο ως «ένας διανοούμενος στις μυλόπετρες της Ιστορίας» (αποφεύγοντας όμως τους σκοπέλους της) ή, με τα λόγια του Γιάννη Παπαθεοδώρου, «το νέο στοιχείο στην αριστερή διανόηση» που επιχείρησε να υπερκεράσει τον Κορδάτο για να φτάσει στον Λούκατς. Η Εισαγωγή στην επιστήμη του Τύπου (1954, επανέκδοση από το University Studio Press, 1995), τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της Κοινωνιολογίας του Τύπου, του Ε. Λεμπέση, όπως και η Ιστορική ανάπτυξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οικονομία και ιδεολογία στη νεώτερη Ελλάδα (Διογένης, 1997, πρώτη δημοσίευση στα γαλλικά, στον τόμο για τη νεοελληνική λογοτεχνία, του σημαντικού ανατολικογερμανού φιλολόγου Johannes Irmscher, Βερολίνο 1959) αποτελούν δύο από τα βασικά του έργα: το πρώτο καινοτομεί σε μια εποχή που ο όρος «Μέσα» ήταν ακόμα άγνωστος κι ο ΜακΛούαν θα «περίμενε» 10 χρόνια μετά για να εκδοθεί το ανατρεπτικό Understanding Media, ενώ στο δεύτερο, στα ίχνη του Λούκατς, ανατέμνει τη λογοτεχνία στην Ελλάδα με όρους πολιτικής οικονομίας και με κοινωνιολογικές αναφορές (αλλά και κάποιες σοσιαλρεαλιστικές εμμονές), στοιχείο πρωτόγνωρο για τα «φιλολογικά» δεδομένα της εποχής, ακόμα και αν κάποιες μαρξιστικές αγκυλώσεις του προκαλούν στον πράο Κώστα Κουλουφάκο (εκδότη του Διογένη και εκ των πρωτεργατών της Επιθεώρησης Τέχνης), που προλογίζει το βιβλίο, κάποιες ευγενικά διατυπωμένες επιφυλάξεις.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: στις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες «Σελίδες Ημερολογίου»· στα δημοσιογραφικά του κείμενα και τις ανταποκρίσεις που έστελνε εξόριστος από το Παρίσι (1947), έχοντας βγάλει διαβατήριο με τη μεσολάβηση του υπουργού Κ. Ρέντη και περιμένοντας από την Πόλη του Φωτός εναγωνίως να δημοσιευτούν στα αθηναϊκά, προοδευτικά και αριστερά φύλλα κυρίως, όπως καταγράφει στις ημερολογιακές σημειώσεις του· η μονογραφία του για τον Βόλο και τον επαρχιακό Τύπο· και τέλος, επιλογές από τις Επιστολές του, μαζί με κάποιες συνεντεύξεις του.
Το έργο του Ζιούτου είναι πολυσχιδές: εκδοτικό (από τα «Νέα Βιβλία»), δημοσιογραφικό, θεωρητικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, αισθητικό, καθώς το διαπερνά η ριζοσπαστικότητα της σκέψης και η μαχητικότητα της γραφής. Είναι ένας έλληνας μαρξιστής par excellence (όχι πάντως χωρίς δογματισμούς), αλλά ακόμα περισσότερο ένας βιβλιοφάγος και μοναχικός άνθρωπος στη «φοβερή ερημία» του Κόμματος, που διατηρεί μία επιφυλακτική, αν όχι και εχθρική στάση απέναντί του, όντας εξόριστος για 20 χρόνια στο Παρίσι. Οι κομματικές εκθέσεις βρίθουν από αρνητικά σχόλια προς το πρόσωπό του: «Ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται ένα περίπου χρόνο τώρα και έχει δείξει πολύ κακή στάση», αναφέρει ο κομματικός υπεύθυνος στο Παρίσι, Στρατής Ζερμπίνης, τον Ιανουάριο του 1949, που συμπληρώνει την αναφορά του με πλήθος καχύποπτων χαρακτηρισμών, όπως «Τελευταία αντιλήφθηκα πως ασχολείται με διαλυτική δουλειά» ή «Είναι στενή παρέα με διάφορους τροτσκιστές», «σκέπτομαι πως όσο μένει εδώ (στο Παρίσι –ΚΚ) μόνο κακό μπορεί να μάς κάνει», κατηγορώντας τον ανοιχτά για θεσιθηρία στο Κόμμα.
Αξίζει να ξεκινήσει κανείς με τις Σελίδες Ημερολογίου παράλληλα με το «Παράρτημα» και το σύντομο, αλλά περιεκτικό σημείωμα της κόρης του, Κατερίνας Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου (Το οδοιπορικό μιας αναζήτησης), που διαχειρίζεται και το πατρικό αρχείο, ενώ ξεχωρίζουν τα «παρισινά γράμματα» (για να θυμηθούμε τον Ζαχαρία Παπαντωνίου), που περιγράφουν τη ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα, από τους άστεγους της πόλης μέχρι την «επίδειξη της νέας μόδας» στα παρισινά ντεφιλέ.
Αρχείο The Books' Journal
Ο φωτογράφος Δημήτρης Λέτσιος, στο καφενείο του Θεόφιλου στη Μακρυνίτσα Πηλίου.
Δημήτρης Λέτσιος, «το πρόσωπο της πόλης»
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί βάσιμα, ότι ο φωτογράφος Δημήτρης Λέτσιος είναι ο «Σπύρος Μελετζής του Βόλου», ίσως και ένας άλλος Κώστας Μπαλάφας της Θεσσαλίας – ή, με άλλα λόγια, οι εικόνες του ξεπερνούν κατά πολύ την εντοπιότητα και μπορούν ευρύτερα να ενταχθούν «στο σώμα της πόλης», όπως αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο έργο του, καθώς περιπλανάται ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και τους χώρους του αστεακού τοπίου, το οποίο φέρει έντονα τα στοιχεία που το περιβάλλουν αλλά και το διαμορφώνουν: το Πήλιο και τον Παγασητικό. Στον Λέτσιο, η ανθρώπινη παρουσία (ενίοτε και απουσία) είναι άρρηκτα (συνδε)δεμένη με τον δημόσιο χώρο, αλλά και με το τοπίο, χωρίς όμως ποτέ να λείπει η διεισδυτική ματιά που διαμεσολαβείται μέσω του φωτογραφικού φακού, όταν ειδικά γίνεται ένα παιγνιώδες, υπόγεια ανατρεπτικό σχόλιο στην «επαρχιώτικη» καθημερινότητα, όπως το χαρακτηριστικό ενσταντανέ μιας προεκλογικής αφίσας, τοιχοκολλημένης στον τοίχο της «Αθηναϊκής ταβέρνας» της οδού Ιωλκού, καθώς πάνω από το πρόσωπο του υποψήφιου υπάρχει η επιτοίχια επιγραφή «Κάθε πρωί μοσχαροκεφαλή»!
Ο Λέτσιος με τους φακούς του εικονογραφεί, χαρτογραφεί, λαογραφεί, τεκμηριώνει: αποτυπώνει πρωτίστως τον μόχθο και την καθημερινή βιοπάλη από τους επαγγελματίες και τους μεροκαματιάρηδες (νεαροί καλαθάδες με την πραμάτεια τους, λούστροι με κασκέτο και άσπρο παπούτσι, καραβομαραγκοί με αγέρωχο βλέμμα, πλανόδιοι φωτογράφοι που περιμένουν καρτερικά, αχθοφόροι του λιμανιού κ.ά.), ενώ παράλληλα αναζητεί τη «νεκρή φύση» στην πόλη, είτε στα συντρίμμια από την κατεδάφιση ενός σπιτιού είτε στη μπουγάδα μιας ταράτσας ή στα «κρεμασμένα ενδύματα προς πώληση σε πεζοδρόμιο της πόλης», αλλά και το νεωτεριστικό στοιχείο στην κατάφωτη από νέον καμπύλη πρόσοψη ενός καταστήματος ενδυμάτων που υπάρχει στην πόλη από το 1870 ή από τις επιδείξεις μόδας στο ίδιο κατάστημα, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στην Αθήνα, στην Πάτρα ή στη Θεσσαλονίκη.
Κίνηση και ακινησία, πρόσωπα και χώροι, μοτίβα και φόντα, όλα εναλλάσσονται με έναν διαλεκτικό, εσωτερικό ρυθμό, σε μια πόλη που πάλλεται από ζωή, και που υπερβαίνει κατά πολύ τον άχαρο, και συχνά άδικο, χαρακτηρισμό της «επαρχίας». Αυτός ο «δημώδης πολιτισμός» είναι κατ’ εξοχήν λαϊκό-αγροτικός, σε συνθήκες και περιβάλλον αστικού τοπίου, που καθορίζεται από την οικονομική και την κοινωνική εξέλιξη μιας πόλης-λιμάνι, η οποία διαμορφώθηκε μέσα στο χρόνο τόσο από το φυσικό περιβάλλον (το υγρό στοιχείο και τον ορεινό όγκο που την «αγκαλιάζουν») όσο και από την αυτόνομη αστική-βιομηχανική της ανάπτυξη.
Ο Λέτσιος είναι, επιπλέον, προσωποκεντρικός και, ως αυτοδίδακτος, διαισθητικά ανθρωπολογικός: ασκητικές φυσιογνωμίες, χαραγμένα από την αρμύρα ή τον μόχθο πρόσωπα, αλλά και πρόσωπα παιδικά, φωτεινά κι αμέριμνα: συνήθως κατά ζεύγη («Παιδιά που μελετούν στο πεζοδρόμιο», «Μικρές νοικοκυρούλες στα ψαράδικα») ή, «εν ώρα εργασίας», σερβίροντας καφέ ή αναψυκτικά, ακόμα και πιτσιρικαρία, τρόφιμοι της Παιδόπολης Αγριάς, να «διαφημίζει» το γάλα ΕΒΟΛ.
Δημήτρης Λέτσιος / Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
Δημήτρης Λέτσιος, Βαρελοποιία, πιθανότατα στην Αγριά Βόλου.
Και οι τρεις εκδόσεις αποδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση του Βόλου στον πολιτιστικό «άτλαντα» της Ελλάδας, αναδεικνύοντας την ξεχωριστή «φυσιογνωμία» της, το ιστορικό της βάθος και βάρος, και επιβεβαιώνοντας τη ματαιότητα, αν όχι και την υπεροψία του «αθηνοκεντρισμού», που παραμερίζεται ήδη, μπαίνοντας στους επιβλητικούς χώρους της Κεντρικής Βιβλιοθήκης «Σπίρερ» και βαδίζοντας μετά στους «πέντε δρόμους, μια ρότα, ένα Αίνιγμα», όπως μάς προτρέπει ο Κώστας Ακρίβος.
*Ευχαριστούμε τις κυρίες Αίγλη Δημόγλου (προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αρχείων, Μουσείων, Βιβλιοθηκών και διευθύντρια του Μουσείου της Πόλης του Βόλου) και Ροσσάνα Πόπωτα, δημοσιογράφο, για την πολύτιμη βοήθειά τους. Στην Κεντρική Βιβλιοθήκη (κτίριο Σπίρερ) διοργανώθηκε στις 14 και 23 Σεπτεμβρίου με τη συμμετοχή των Γρηγόρη Αζαριάδη, Ανδρέα Αποστολίδη, Αγγελικής Βασιλάκου, Ευτυχίας Γιαννάκη, Βαγγέλη Γιαννίση, Κώστα Καλφόπουλου, Αναστασίας Καμπύλη και Χίλντας Παπαδημητρίου. Για τον Γιάννη Δ. Ζιούτο αξίζει επίσης να δει κανείς το ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία Νίκου Θεοδοσίου, και σενάριο-παραγωγή της κόρης του, Κατερίνας Μαυροκεφαλίδου (1997).