Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν μία μορφή τραγικής ειρωνείας. Η Aλ Κάιντα αξιοποίησε όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης για να ματώσει τη Δύση. Το πέτυχε. Όλοι θυμούνται εκείνες τις στιγμές. Ό,τι και αν έκανε κάποιος εκείνη την ημέρα, αυτό έχει περάσει στη μνήμη του λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων που μεταδόθηκαν live από την τηλεόραση. Μέσα σε περίπου μία ώρα οι ΗΠΑ δέχτηκαν τέσσερις επιθέσεις. Μόνο η μία από αυτές απέτυχε. Το αποτέλεσμα των επιθέσεων ήταν τρομακτικό: 2.973 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Κάθε άνθρωπος, συνεπώς, έχει τις δικές του μνήμες από εκείνες τις επιθέσεις. Νεκροί, τραυματίες, φωτιά, πανικός, άνθρωποι που πηδούσαν από τους ορόφους για να ξεφύγουν από τον όλεθρο. Ανάμεσα στα γεγονότα εκείνης της ημέρας ξεχωρίζει η προσπάθεια που έκαναν όσοι εργάζονταν στην ασφάλεια, στην αντιμετώπιση καταστροφών, στην υγεία της Νέας Υόρκης. Πυροσβέστες, αστυνομικοί, νοσηλευτές, διασώστες, μία τεράστια αλυσίδα κινητοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή και έδωσε τη μάχη για τις ανθρώπινες ζωές. Πραγματοποιήθηκε μια τεράστια επιχείρηση που οδήγησε στην επιτυχημένη εκκένωση του 87% των κτιρίων και στη διάσωση χιλιάδων ανθρώπων. Το τίμημα όμως ήταν υψηλό. 343 πυροσβέστες, 60 αστυνομικοί και 8 γιατροί πέθαναν κάνοντας το καθήκον τους: σώζοντας ανθρώπους.
Υπήρξαν όμως και κάποιοι, αρκετοί από αυτούς βρίσκονται και στην Ελλάδα, που χλεύασαν ή/και πανηγύρισαν τις αιματηρές επιθέσεις. Στις καταστροφές της 11ης Σεπτεμβρίου βρήκαν την ευκαιρία για να στοχεύσουν το μίσος τους για την ελευθερία, τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία και τη Δύση. Δεν δίστασαν να υποστηρίξουν και να προωθήσουν θεωρίες συνομωσίας, ότι τις επιθέσεις είχαν σχεδιάσει οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και το ισραηλινό λόμπι στη χώρα, ενώ κάποιοι δικαιολόγησαν τη φονική τρομοκρατία στο πλαίσιο του αντι-ιμπεριαλισμού και της απάντησης στην επεκτατική πολιτική της Δύσης.
Μια αντίστοιχη αναφορά, στον επιστημονικό όμως χώρο με αφορμή τις αντιδράσεις ορισμένων στην κυκλοφορία μιας μελέτης όπως Το Γεγονός, κάνει και ο καθηγητής Παναγής Παναγιωτόπουλος. Το Γεγονός γράφτηκε και κυκλοφόρησε αμέσως μετά τα περιστατικά της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει εκείνες τις αντιδράσεις ως το λόγο για τον οποίο αποφάσισε την επανέκδοση του βιβλίου του, δεκαοκτώ χρόνια μετά. Γράφει:
Το βιβλίο επανεκδίδεται […] για να υπενθυμίσει ότι στην Ελλάδα του 2000, στην Ελλάδα της μεγάλης ηλιοφάνειας, της ανεμελιάς και της βεβαιότητας ότι είμαστε οι αιώνιοι και άτρωτοι έφηβοι του σύμπαντος, κάποιοι προσπαθούσαν να αρθρώσουν φιλόδοξο επιστημονικό λόγο, να εμπλακούν σε μείζονα και ζοφερά ζητήματα και να θίξουν φιλελεύθερα, δεξιά και πρωτίστως αριστερά αυτονόητα. Κάποιοι, χωρίς να προσχωρούν στη μεταμοντέρνα γιορτή και στον βανδαλισμό των νεωτερικών δυτικών αξιών, αισθάνονταν την ευθύνη μιας νέας απαισιοδοξίας για έναν κόσμο που δεν θα ήταν ελευθεριακός, τρυφερός, πλούσιος και αυτονόητα δημοκρατικός και αναλάμβαναν να δοκιμάσουν τα εργαλεία της περιγραφής της. Οι περισσότεροι από τους παλαιούς και πολλοί από τους νεόγερους εκείνων των χρόνων, μα και κάθε εποχής, δεν πίστευαν ότι νέοι ερευνητές δικαιούνται να μιλούν έτσι, ότι μπορούν να καταπιαστούν με αυτή τη θεματολογία. [1]
Στην ελληνική βιβλιογραφία θα συναντήσει κανείς ελάχιστα πράγματα για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και τον τρόπο με τον οποίο επέδρασαν αυτές στον κόσμο μας. Ξεχωρίζει το βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, Το Γεγονός, το οποίο είχε κυκλοφορήσει αρχικά το 2003 και ξανακυκλοφορεί σε λίγες ημέρες, δεκαοκτώ χρόνια μετά, από τις εκδόσεις Οξύ. Έχει νόημα, νομίζω, ένας διάλογος με την προσέγγιση του Παναγιωτόπουλου, αλλά και του καθηγητή Νικόλα Σεβαστάκη που έχει γράψει το επίμετρο, εστιάζοντας στις αλλαγές σε διάφορα επίπεδα.
Το Γεγονός
Ο κόσμος, η ιστορία και ο πολιτισμός προχωρούν μέσα από γεγονότα. Όχι πάντα καλά, κυρίως τα γεγονότα που προκαλούν τις μεγάλες αλλαγές είναι κακά, αρνητικά, είναι η τάση της ανθρωπότητας να πέφτει στα χαρακώματα της μαζικής βίας και να ξανασηκώνεται. Αυτά τα γεγονότα περιγράφει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο ο Παναγής Παναγιωτόπουλος:
Συμβαίνουν πράγματα και έρχονται στιγμές που προκαλούν κάτι πολύ σημαντικό, που μεταβάλλουν ριζικά το νόημα του συλλογικού βίου. Συμβαίνουν γεγονότα πολύ μεγαλύτερα του συμβάντος, ιστορικές ρήξεις που διασπούν καθιερωμένες μορφές της ύπαρξης, οδηγούν τη ζωή και τα συναισθήματά μας γι’ αυτήν σε άλλες διαδρομές. Είναι καταλύτες και πυκνωτές εκείνων των πληθυντικών και απροσμέτρητων όψεων των σχέσεων που διατηρούμε με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με την εξουσία. Ώρες εκκοσμικευμένης αποκάλυψης που μας μεταμορφώνουν. «Πράγματα» που επεξεργάζονται προϋπάρχουσες και διάχυτες κοινωνικές δυναμικές για να μας τις παραδώσουν μεταποιημένες και σαφείς· για καλό και για κακό – συνήθως για κακό[2].
Σε αυτό το πλαίσιο, η 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήταν η μέρα που σφράγισε τον 21ο αιώνα. Οι επιθέσεις, που πολύ εύστοχα ο Παναγής Παναγιωτόπουλος χαρακτηρίζει Το Γεγονός[3], επηρέασαν, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο γεγονός, την εξέλιξη των 20 πρώτων ετών αυτού του αιώνα[4].
Η 11η Σεπτεμβρίου είναι λοιπόν μια στιγμή διακοπής, μια ρήξη, κάτι που όλοι αναγνωρίζουν εκείνη τη στιγμή ως ιστορικό Γεγονός. Είναι κάτι που διακόπτει, που τέμνει και διασπά μια προϋπάρχουσα σταθερότητα, είναι ένα σημείο απόλυτης ανόδου και απόλυτης πτώσης της πολιτικής. Απόλυτη άνοδος από τη στιγμή που μέσα από την πολιτική πράξη συμπυκνώθηκε όλος ο μέχρι τότε γνωστός μας κοινωνικός κόσμος – τη στιγμή που κατέρρεε σαν Δίδυμος Πύργος. Και απόλυτη πτώση από τη στιγμή που η μεθοδολογία των χτυπημάτων είχε, όπως παρουσιάζεται και στις επόμενες σελίδες, οριακή σχέση με την πολιτική, την κλασική έννοια του πολέμου και ό,τι γνωρίζαμε έως τότε για τις ανταγωνιστικές σχέσεις των ανθρώπων. Μια πολιτική που απελευθερώνει βαναυσότητα –και είναι αυτό που έγινε με την 11η Σεπτεμβρίου τόσο ως ιδιάζον φορτίο όσο και ως αντίδραση σε αυτό– και που έφτασε στην κορύφωσή της και αμέσως κατέπεσε.
Αυτό το υπερπολιτικό και μαζί αντιπολιτικό Γεγονός λειτούργησε, λοιπόν, ως σημείο διαχωρισμού, ως σκίσιμο μιας επιφάνειας και ως παραγωγή μιας παλιάς επιφάνειας, εκείνης του «πριν» και μιας απερίγραπτης συνθήκης, εκείνης του «μετά». Μια διατεταγμένη σκηνή που υπήρχε πριν από αυτό το Γεγονός και μια έντονη αταξία που ακολούθησε την έλευσή του[5].
Ο κόσμος άλλαξε
Άλλαξε ο κόσμος γύρω μας λοιπόν και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε με χαρακτηριστικό τρόπο, αναλογιζόμενοι τα μέτρα ασφάλειας στις αερομεταφορές, τα οποία όλες οι χώρες πήραν, ως απάντηση στις αεροπειρατίες που μετέτρεψαν τα αεροπλάνα σε όπλα. Από τις διεθνείς σχέσεις και τη χρήση της τεχνολογίας στην αστυνόμευση ώς την επιστήμη και τη μυθιστορία (λογοτεχνία, κόμικς, ταινίες, σειρές), το αποτύπωμα της 11ης Σεπτεμβρίου είναι έντονο. Είναι χαρακτηριστική η έξαρση των δημοσιεύσεων και των ερευνητικών προσεγγίσεων για ζητήματα τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου[6]. Καταγράφει από τη σκοπιά του ο Νικόλας Σεβαστάκης:
Η 11η Σεπτεμβρίου και εκείνα που εμφανίστηκαν ως επακόλουθά της συνεχίζει να εκπέμπει ερωτήματα, εγκαλώντας τη σκέψη μας. Οι υποθέσεις, οι πολιτικοί συλλογισμοί, οι φιλοσοφικές απορίες για εκείνη τη στιγμή και το νόημά της εκτείνονται φυσικά σε χιλιάδες κείμενα, ομιλίες, μελέτες και συλλογικούς τόμους. Παράλληλα, οι εκθέσεις κυβερνητικών οργανισμών ή οι δημοσιογραφικές έρευνες καταλαμβάνουν έναν άλλο τεράστιο χώρο. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, η μνήμη της 11ης Σεπτεμβρίου συνιστά αντικείμενο δημόσιου και επιστημονικού ενδιαφέροντος. Κάποιος νέος ή νέα, αγέννητοι εκείνες τις μέρες, μπορούν και να νιώθουν την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων σαν κάτι απόμακρο, κάτι από τον «Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».[7]
Αυτή η έξαρση, οδήγησε επί της ουσίας σε μία ριζική αναδιοργάνωση της στάσης του δυτικού κόσμου, που ανατροφοδότησε, μεταξύ άλλων, και το πεδίο των σπουδών για την τρομοκρατία[8].
Ξεχωρίζει καταρχήν η μεγάλη οικογένεια των προσεγγίσεων που είδαν το συμβάν ως στιγμή ακραία αλλά προσδιορισμένη, αιτιωδώς εξηγήσιμη και πάντως ικανή να ανασυσταθεί σε μια ακολουθία πράξεων ή παραλείψεων από ποικίλα κέντρα εξουσίας και δυνάμεις. Σε αυτήν τη μεγάλη οικογένεια χωρούν κατά κάποιον τρόπο οι περισσότερες αναλύσεις που στάθηκαν στον ασύμμετρο πόλεμο, στην κρίσιμη διασταύρωση στην πορεία της διεθνούς Τρομοκρατίας ή πιο γενικά, στην αναμέτρηση ανάμεσα στον νέο τύπου δικτυακό φονταμενταλισμό και στη Δύση. Μέσα στο ίδιο σύμπαν λόγου μπορεί επιπλέον να εντάξουμε πολλές κλασικές αναλύσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, για παράδειγμα, από τον πρώτο πόλεμο στον Περσικό Κόλπο ή από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και το ρόλο των ΗΠΑ στην οργάνωσή του. Τέλος, εδώ ανήκουν και εκείνες οι ιδεολογικές ερμηνείες που στράφηκαν περισσότερο στο όραμα της ομάδας των νεοσυντηρητικών[9] διανοούμενων και στα σχέδια του επιτελείου της Αλ Κάιντα.[10]
Σχηματικά, μπορούμε να μιλήσουμε για έξι μεγάλους τομείς, όπου το αποτύπωμα της 11ης Σεπτεμβρίου είναι εντονότερο: α) διεθνείς σχέσεις - διεθνής πολιτική, β) κοινωνία, γ) πολιτικές ασφάλειας, δ) επικοινωνία - προβολή, ε) τρομοκρατία και στ) επιστήμη και έρευνα.
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος εστιάζει την ανάλυσή του στα τρία επίπεδα εμπειρίας στα οποία επενέργησε δραστικά η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου: α) το πεδίο της γενικής αίσθησης ασφάλειας και ειρήνης που επικρατούσε στον δυτικό κόσμο, β) τις αλλαγές στην ιδέα του μεγάλου και του κραταιού, του σπουδαίου και του αιώνιου και γ) το τι μπορούμε να φανταστούμε και τι όχι, το τι είναι νοητό και τι αδιανόητο στη ζωή μας.
Αξίζει να δούμε πως παρουσιάζει συνοπτικά τις αλλαγές στο δεύτερο επίπεδο εμπειρίας ο συγγραφέας:
Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο επεμβαίνει δραστικά το Γεγονός ξεκινάει από τα τοπία και καταλήγει στην αφηρημένη έννοια του μεγέθους και του σχήματος. Κοινώς κινείται μεταξύ αρχιτεκτονικής κυριολεξίας και εννοιολογικής αφαίρεσης. Και ειδικότερα, επιτελεί δύο λειτουργίες. Αφ’ ενός παραμορφώνει την εικόνα της ιδανικής παγκόσμιας μητρόπολης που είναι η Νέα Υόρκη και αφ’ ετέρου, μέσα από την κατάρρευση των εμβληματικών ουρανοξυστών του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, διαλύει την κατεστημένη τάξη μεγεθών και αναλογιών όπως είχαν παγιωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο του 20ού αιώνα.
Το μικρό και το μεγάλο μέγεθος σχετικοποιούνται, το κοντινό και το μακρινό χάνουν το μέτρο της απόστασής τους, το κάθετο και το οριζόντιο συναντιούνται και κατόπιν ο ισχυρός και ο αδύναμος, ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος, ο ξένος και ο γηγενής χάνουν τη διαφορετική υπόστασή τους…[11]
Οι σημαντικότερες όμως αλλαγές μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις περιοχές: α) ασφάλεια – παγκόσμια και εσωτερική, β) τρομοκρατία και γ) κοινωνία.
Οι διεθνείς σχέσεις και η διεθνής πολιτική, αλλά και οι πολιτικές ασφάλειας άλλαξαν ριζικά.
Όλη η ιδέα της «μεγάλης αφήγησης» που οργανώνει συναισθήματα, τρόπους δράσης, πεποιθήσεις, διαφωνίες και συμπεριφορές και τις υπάγει σε ένα συλλογικό σχέδιο και υπό την κρατική πρόνοια, βρέθηκε μετέωρη την 11η Σεπτεμβρίου. Ή, καλύτερα, φάνηκε πως ανήκει στο παρελθόν. Η ίδια η ιδεολογική και πολιτισμική λογική της «συγκροτησιακής διαίρεσης», εκείνης που διαιρεί αλλά ταυτόχρονα οργανώνει και ρυθμίζει, όπως τη γνωρίσαμε με τον Ψυχρό Πόλεμο, τελείωσε εκείνη την ημέρα, ολοκληρώνοντας την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.[12]
Μια μέρα μετά τις επιθέσεις, το Συμβούλιο Ασφαλείας κήρυξε τη διεθνή τρομοκρατία απειλή για τη διεθνή ειρήνη και την ασφάλεια. Η έγκριση του Ψηφίσματος 1373, αμέσως μετά, επέβαλε σειρά νομικών και επιχειρησιακών απαιτήσεων σε όλα τα κράτη μέλη και έθεσε τα θεμέλια για ένα συνεχώς διευρυνόμενο νομικό και πολιτικό πλαίσιο καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Οι αλλαγές ήταν σημαντικές και σε επίπεδο κρατών, λόγω μιας διπλής ανάγκης[13]: αφενός, για να αντιμετωπιστούν κυρίως με στρατιωτικά μέσα διεθνικές οργανώσεις όπως η Aλ Κάιντα, αφετέρου για να θωρακιστούν τα κράτη με στόχο την πρόληψη και την αποτροπή επιθέσεων, όπως αυτές της 11ης Σεπτεμβρίου, στο έδαφός τους[14]. Επί της ουσίας, τα κράτη σχεδίασαν εκ νέου τις αντιτρομοκρατικές τους πολιτικές ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν σε δύο επίπεδα ασφάλειας, στην παγκόσμια και στην εσωτερική[15]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ΗΠΑ, οι οποίες μεταρρύθμισαν ριζικά τη θεσμική αρχιτεκτονική της ασφάλειάς τους, δίνοντας κυρίως έμφαση στην εσωτερική ασφάλεια. Ίδρυσαν το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, εκπόνησαν ειδικό δόγμα για την ασφάλεια και αναδιάρθρωσαν τις σχετικές υπηρεσίες τους προς αυτή την κατεύθυνση. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν σταδιακά τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τα κράτη μέλη, κυρίως μετά τις επιθέσεις στην Ισπανία και στη Βρετανία το 2004 και το 2005.
Άλλαξε όμως και η ίδια η τρομοκρατία. Στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου περίοδο παρατηρήσαμε μία ριζική αλλαγή στον ορισμό, αλλά και στο περιεχόμενο της απειλής της τρομοκρατίας[16]. Η διεθνής τρομοκρατία μετεξελίχθηκε δραματικά, με αποτέλεσμα να αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή ασφάλεια[17]. Τα τελευταία χρόνια, οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) και οι Aλ Κάιντα, Μπόκο Χάραμ, Aλ Νούσρα, Aλ-Σαμπάαμπ κ.ά. εκμεταλλεύτηκαν την αστάθεια και την ανασφάλεια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής και κυρίως τις συγκρούσεις στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη και την Υεμένη για να ενισχύσουν την επιρροή και τη δύναμή τους. Επιπρόσθετα, η δράση του ISIS είχε συγκεκριμένη και εξαιρετικά σημαντική επίδραση στο παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα. Ειδικότερα, α) στη χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, β) στη σύνδεση της αποκαλυπτικής προπαγάνδας με τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης τρομοκρατικής δράσης και γ) στη μετεξέλιξη της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης. Οι επιστρέφοντες Αλλοδαποί Τρομοκράτες Μαχητές, η ριζοσπαστικοποίηση στα σωφρονιστικά καταστήματα και η προπαγάνδα και η στρατολόγηση στο διαδίκτυο είναι οι σημαντικότερες τάξεις που συνδέονται με την εξέλιξη της ισλαμιστικής τρομοκρατίας τα τελευταία είκοσι χρόνια[18].
Οι κοινωνίες μας μετασχηματίστηκαν επίσης. Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν ο καταλύτης που προσάρμοσε τις δυτικές κοινωνίες στην εποχή της διακινδύνευσης. Η τρομοκρατία ήταν η πρώτη απειλή μεγάλης κλίμακας που έπληξε την καθημερινότητα των πολιτών ενώ παράλληλα κινητοποίησε ελατήρια πόλωσης. Ο φόβος της τρομοκρατίας συναντήθηκε με το φόβο για το διαφορετικό, με τις αποτυχίες των πολυπολιτισμικών μοντέλων, αλλά και με την προβληματική ή και καθόλου ένταξη μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς. Παρατηρεί ο Παναγιωτόπουλος:
Η επικράτηση του ιδιωτικού ανθρώπου, εκείνου του διαχειριστή κινδύνων, της μορφής που ολοκληρώνεται μέσα από συναισθηματικούς ισολογισμούς και αναλύσεις κόστους-οφέλους, όπως την παρουσίαζε η θριαμβική χιλιετηρίδα των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, φαινόταν ξαφνικά γεγονός απολύτως αβέβαιο. Η κεντρική ιδέα ότι το άτομο θα πρωταγωνιστούσε ανεμπόδιστα στην υλοποίηση της δικής του ιστορίας, μετρώντας επιλογές και ρίσκα σε έναν κόσμο αέναης ευφορίας που θα ρυθμίζεται από τις φυσικές ιδιότητες μιας ευεργετικής, στο τέλος της ημέρας, αγοράς δεν μπορούσε να σταθεί[19].
Καθώς μεγάλωσε η απειλή της τρομοκρατίας και εξελίχθηκε η ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση, σε αρκετές κοινωνίες παρατηρούμε το διπλό σοκ, τον ανταγωνισμό των εξτρεμισμών, του ισλαμιστικού και του ακροδεξιού, που δεν ανταγωνίζονται μόνο, αλλά και αλληλοτροφοδοτούνται. Η απέχθεια για τις δυτικές αξίες της ισλαμιστικής τρομοκρατίας συχνά προκαλεί ακραία ισλαμοφοβία. Σε αυτό το πλαίσιο χρειάζεται να εντάξουμε και τη διάσταση της εικονολογίας της βίας, η οποία είναι καταλυτική για την ανάλυση της ωμότητας που διέπει την ισλαμιστική τρομοκρατία, αλλά και τη γενικότερη μυθιστορία της τρομοκρατίας: ο πόλεμος εναντίον της άφησε έντονο αποτύπωμα στη μυθιστορία των δύο τελευταίων δεκαετιών (κινηματογράφος, σειρές, κόμικς, λογοτεχνία).
Ξανά πίσω στο Αφγανιστάν
Είκοσι χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τραγική ειρωνεία. Σε απάντηση των επιθέσεων στις ΗΠΑ ξεκίνησε ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, η στρατιωτική επέμβαση κατά της Aλ Κάιντα αλλά και των Ταλιμπάν, του καθεστώτος που την υποστήριζε με πολλούς τρόπους στο Αφγανιστάν. Τις τελευταίες εβδομάδες βλέπουμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται με περίεργο τρόπο. Οι στρατιώτες των ΗΠΑ και των δυτικών χωρών αποχωρούν από το Αφγανιστάν και οι Ταλιμπάν ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Πώς ο Σεβαστάκης, λαμβάνοντας υπόψη και την ανάγνωση του Παναγιωτόπουλου, αποτιμά το τότε υπό τις εξελίξεις του σήμερα:
Το 2021 βρισκόμαστε σε μια πολύ διαφορετική συγκυρία σε σχέση με την ατμόσφαιρα και τα δεδομένα όπου συνέβη η καταστροφή της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Ήδη πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, οι μεγάλες δημόσιες αγωνίες και προκλήσεις στις ΗΠΑ αφορούσαν τις οξυμένες πολιτισμικές, δημογραφικές και κοινωνικές διαιρέσεις αλλά και τη γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας έναντι της Κίνας. Η ακραία μετάλλαξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με το άνοιγμά του στις κουλτούρες της «εναλλακτικής» και αντισυστημικής άκρας Δεξιάς και η σοβούσα κρίση πολιτικού σχεδίου των Δημοκρατικών ανάμεσα στις εκτροπές της πολιτικής των ταυτοτήτων και στην αναζήτηση ενός νέου κοινωνικού σχεδίου, μαρτυρούν τη διαφορά του πλαισίου. Ωστόσο, η μετάβαση στο σύμπαν των πανικών και της εθνικής ανασφάλειας που φωτίστηκε από την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων συνεχίζεται όλα αυτά τα χρόνια και έχει αποκτήσει άλλο βάθος. Τώρα, είκοσι χρόνια μετά, ακούγεται από επίσημα χείλη της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν πως «πρέπει να κλείσει το βιβλίο» της αφγανικής πολεμικής εμπλοκής των ΗΠΑ, ενώ στο ίδιο το Αφγανιστάν πολλοί ζουν με την αγωνία της νικηφόρας προώθησης των παλιών δαιμόνων, των Ταλιμπάν και του καθεστώτος που φέρνουν μαζί τους.[20]
Είναι εύκολο να υποστηρίξει κάποιος πως οι ΗΠΑ απέτυχαν στο Αφγανιστάν. Κάποιοι λένε πως ηττήθηκαν. Ας δούμε όμως και την αντίθετη άποψη. Στρατιωτικά, δεν ηττήθηκαν με τον τρόπο που κάποιοι υποστηρίζουν. Το Αφγανιστάν δεν είναι Βιετνάμ κι η ιστορία δεν έχει πάντα γραμμικότητα. Ο αρχικός στόχος, η στρατιωτική αντιμετώπιση της Aλ Κάιντα στο Αφγανιστάν και η ανατροπή των Ταλιμπάν επιτεύχθηκε – αν και όχι στο βαθμό που θα ήθελαν οι Δυτικοί ή που θα ήταν απαραίτητο. Εκεί όπου απέτυχε η Δύση ήταν να συμβάλει στη μετάβαση σε μια επόμενη ημέρα που θα μπορούσε να διαρκέσει, στην οικοδόμηση αφγανικού κράτους. Αυτό όμως είναι ένα δίλημμα που πολλές μεγάλες δυνάμεις έχουν αντιμετωπίσει ανά τους αιώνες – και δίνει μία διάσταση των ανθρωπιστικών επεμβάσεων[21].
Πέρα όμως από την κατάσταση στο Αφγανιστάν καθαυτή, η Δύση έρχεται ξανά αντιμέτωπη με την αποτελεσματικότητα των αντιτρομοκρατικών πολιτικών της. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες για την επόμενη ημέρα από την επιστροφή των Ταλιμπάν είναι η κατάσταση της τρομοκρατίας. Ας ελπίσουμε πως δεν θα δούμε ξανά την Aλ Κάιντα να δυναμώνει και να πραγματοποιεί επιθέσεις όπως αυτές της 11ης Σεπτεμβρίου. Κανείς όμως δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο συσσώρευσης τρομοκρατών μαχητών στο Αφγανιστάν. Είναι στενά συνδεδεμένο με το φαντασιακό των τζιχαντιστών και την ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση.
[1] Παναγιωτόπουλος Παναγής (β’ έκδοση, 2021). Το Γεγονός. Γιατί άλλαξε ο κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου, Αθήνα, Οξύ. Προλεγόμενα.
[2] Παναγιωτόπουλος Παναγής, ό.π.
[3] Παναγιωτόπουλος Παναγής, ό.π.
[4] Enders W. and Sandler T. (2005). “After 9/11 is it all different now?”, Journal of Conflict Resolution, Vol. 49, No. 2, σ. 259–277.
[5] Παναγιωτόπουλος Παναγής, ό.π., Εισαγωγή.
[6] Crenshaw M. (2014). Terrorism research: The record, International Interactions, Vol. 40, No. 4, σ. 556-567.
[7] Σεβαστάκης Νικόλας, Επίμετρο, στο Παναγιωτόπουλος Παναγής, ο.π.
[8] Phillips B. (2021). How Did 9/11 Affect Terrorism Research? A Look at Disciplines and Gender, START.
[9] Συζητήθηκε κατά κόρον το προγραμματικό κείμενο Project for the New American Century. Rebuilding’s Americas defenses, strategy, forces and resources for the new century (Ουάσιγκτον, 2000) ως βασικό κείμενο προσανατολισμού των «νεοσυντηρητικών». Σύμφωνα με πολλούς, η 11η Σεπτεμβρίου έπαιξε τον ρόλο του καταλύτη για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εθνικής ιδεολογίας βασισμένης στο πλαίσιο αυτό. Βλ. Julie Kosterlitz, “The Neo-Conservative Moment”, National Journal, 17 Μαΐου 2003, σ. 1541.
[10] Σεβαστάκης Νικόλας, Επίμετρο, στο Παναγιωτόπουλος Παναγής, ό.π.
[11] Παναγιωτόπουλος Παναγής, ο.π., Εισαγωγή.
[12] Παναγιωτόπουλος Παναγής, ο.π., Εισαγωγή.
[13] Hoffman B. (2002). “Rethinking Terrorism and Counterterrorism Since 9/11”, Studies in Conflict & Terrorism, Vol. 25, No. 5, σ. 303-316.
[14] Abrahms M. (2008). “What Terrorists Really Want: Terrorist Motives and Counterterrorism Strategy”, International Security, Vol. 32, No. 4, σ. 78-105.
[15] Davis L, Pollard M. et al (2010). Long-Term Effects of Law Enforcement’s Post-9/11 Focus on Counterterrorism and Homeland Security, 2010, RAND Corporation.
[16] Neumann P., (2009). Old and New Terrorism—Late Modernity, Globalization and the Transformation of Political Violence, Cambridge: Polity Press.
[17] Rapoport, D.C. (2004). “Modern terror: the four waves”, in A.K. Cronin and J.M. Ludes (eds) Attacking Terrorism: Elements of a Grand Strategy, Georgetown University Press, Washington, DC.
[18] Smith M. and Zeigler S. (2017). “Terrorism before and after 9/11 – a more dangerous world?”, Research and Politics, σ. 1–8.
[19] Παναγιωτόπουλος Παναγής, ό.π., Εισαγωγή.
[20] Σεβαστάκης Νικόλας, Επίμετρο, στο Παναγιωτόπουλος Παναγής, ο.π.
[21] Heraclides A., Dialla A., (2015). Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century: Setting the Precedent. Manchester: Manchester University Press.