Ο χιτλερισμός αφαίρεσε από αυτούς τους ανθρώπους το σπίτι, τη ζωή, θέλησε να σβήσει από τη μνήμη του κόσμου τα ονόματά τους. Κι όμως, όλοι αυτοί, και οι μητέρες που σκέπασαν με τα κορμιά τους τα παιδιά τους, και τα παιδιά που σκούπισαν τα δάκρυα από τα μάτια των πατεράδων τους, και αυτοί που πάλεψαν με τα μαχαίρια και πέταξαν χειροβομβίδες […] – όλοι αυτοί, αυτοί που αναχώρησαν για την ανυπαρξία, έκαναν αιώνιο το καλύτερο όνομα, αυτό που δεν κατάφερε να τσαλαπατήσει στο χώμα η συμμορία των Χίτλερ-Χίμμλερ, το όνομα Άνθρωπος!
Η κόλαση της Τρεμπλίνκα, σ. 84.
Στην Ελλάδα, όταν αναφερόμασταν σε ναζιστικό στρατόπεδο ώς τη δεκαετία του 1990, εννοούσαμε κυρίως το Νταχάου, όπου εκτοπίστηκαν αρκετοί ΄Ελληνες, και το Μαουτχάουζεν, πιο γνωστό από το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη (και φυσικά και από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Καμπανέλλη). Όταν η εβραϊκή μνήμη του Ολοκαυτώματος αναδύθηκε διεθνώς, το ΄Αουσβιτς έγινε ταυτόσημο με την εξόντωση των Εβραίων, συνώνυμο της εξολόθρευσης περίπου 6 εκατομμυρίων Ευρωπαίων Εβραίων. Στην όψιμη ανάδυση αυτής της μνήμης και στην Ελλάδα, μετά το 1990 σε ακαδημαϊκούς κύκλους, και μετά το 2005 και στην ευρύτερη κοινωνία, επιβλήθηκε η αναφορά στο Άουσβιτς ως μοναδικό τόπο εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων.[1]
Το Άουσβιτς-Μπίρκεναου είναι το εμβληματικότερο στρατόπεδο της γενοκτονίας των Ευρωπαίων Εβραίων, αφού εκεί δολοφονήθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός Εβραίων σε ένα μόνο στρατόπεδο κι εκεί σήμερα είναι το μεγαλύτερο Μουσείο και ο τόπος μνήμης με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Πολύ συχνά λοιπόν η γνώση ή η αναφορά περιορίζεται σε αυτό. Εξάλλου η ημέρα της απελευθέρωσής του, ή καλύτερα της εισόδου του σοβιετικού στρατού σ’ αυτό, η 27η Ιανουαρίου, έχει επιλεγεί ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης Θυμάτων Ολοκαυτώματος.
Το στρατόπεδο
Όμως, πριν από το στρατόπεδο στο οποίο η εξελιγμένη τεχνολογία επέτρεψε τους μαζικότερους θανάτους στους θαλάμους αερίων και την καύση των πτωμάτων στα κρεματόρια, η εξόντωση των Εβραίων είχε γνωρίσει άλλες φάσεις κι άλλα στρατόπεδα. Σ’ αυτά ανήκε και η Τρεμπλίνκα, για την οποία ελάχιστα είναι ευρύτερα γνωστά, αν και η ιστορία των Ελληνοεβραίων διασταυρώθηκε μ’ αυτήν με δραματικό τρόπο.
Οι μαζικές εκτελέσεις Εβραίων ξεκίνησαν από το φθινόπωρο του 1941 με τη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ολόκληρων εβραϊκών γκέτο, καθώς ο γερμανικός στρατός προήλαυνε στις χώρες της Σοβιετικής ΄Ενωσης. Η περίοδος αυτή στη γαλλική βιβλιογραφία ονομάζεται «Shoah par balles» και αφορά τη φάση όπου η εξόντωση γινόταν με επιτόπου δολοφονία με πυροβόλο όπλο από τα Einsatzgruppen, τις «Ειδικές Μονάδες», δηλαδή τα ναζιστικά τάγματα θανάτου. Τα ποτάμια κι οι χαράδρες, όπου πετούσαν τα πτώματα, κοκκίνιζαν από τα αίματα, κι οι Γερμανοί στρατιώτες τρελαίνονταν, αν και τους πότιζαν άφθονο αλκοόλ. Ήταν επείγον να βρεθεί μια αποτελεσματικότερη μέθοδος. Τον Ιανουάριο του 1942 αποφασίστηκε στη Διάσκεψη της λίμνης Βανζέε η «τελική λύση». Όχι πια δηλαδή η εκτέλεση επιτόπου των πληθυσμών, αλλά η μεταφορά τους με τρένα σε ειδικά κέντρα θανάτωσης, όπου οι άνθρωποι θανατώνονται μόλις φτάσουν. Το Χέλμνο (όπου θανατώνονται Εβραίοι με αέριο σε φορτηγά από τον Δεκέμβριο του 1941), το Σόμπιμπορ, το Μπέλζετς, η Τρεμπλίνκα, το Μαϊντάνεκ και το Άουσβιτς-Μπιρκενάου αποτελούν τα 6 στρατόπεδα όπου θανατώθηκαν συστηματικά με αέριο σχεδόν 6.000.000 Εβραίοι απ’ όλες τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης, τα κέντρα θανάτωσης της «τελικής λύσης». Στο Άουσβιτς, από τους 1.100.000 ανθρώπους που βρήκαν εκεί τον θάνατο, οι 960.000 ήσαν Εβραίοι (εκ των οποίων 55.000 περίπου ΄Ελληνες Εβραίοι)[2]. Αλλά και στην Τρεμπλίνκα, που άρχιζε να χτίζεται τον Μάιο του 1942, ήταν τεράστιος ο αριθμός των δολοφονημένων: στη βιβλιογραφία κυμαίνεται από 700.000 σε 900.000, είναι δηλαδή το στρατόπεδο όπου εξοντώθηκαν περισσότεροι άνθρωποι μετά το Άουσβιτς. Οι άνθρωποι αυτοί δολοφονούνταν εκεί επί ένα χρόνο, στο διάστημα Ιουλίου 1942 με 2 Αυγούστου 1943, οπότε έγινε η εξέγερση. Ο αριθμός 900.000 δόθηκε στη δίκη του διοικητή του στρατοπέδου Στανγκλ.
Ο συγγραφέας
Ο Βασίλι Γκρόσσμαν, συγγραφέας του μυθιστορήματος Ζωή και πεπρωμένο, του μείζονος αυτού έργου[3], υπήρξε ο πιο διάσημος πολεμικός ανταποκριτής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μ’ αυτή την ιδιότητα συνόδευε τον Σοβιετικό Στρατό στην προέλασή του προς το Βερολίνο, μαζί με τον Ιλία ΄Ερεμπουργκ. Παρών σε όλες τις μεγάλες μάχες, έστειλε ανταποκρίσεις που γίνονταν ανάρπαστες από τη μάχη του Στάλινγκραντ και της Μόσχας. Σ’ αυτές εγκωμιάζει με πάθος τον Κόκκινο Στρατό, τον ηρωισμό του και την αυτοθυσία του, ο οποίος καταφέρνει να αναχαιτίσει τη λαίλαπα των ναζιστικών στρατευμάτων.
Στη συνέχεια συνοδεύει τον νικηφόρο Στρατό στην προέλασή του στην Ουκρανία, στην Πολωνία και φτάνει το 1945 μέχρι το Βερολίνο. Στην πορεία αυτή βρέθηκε αντιμέτωπος και με τα ίχνη της εξόντωσης των Εβραίων. Γράφει λοιπόν ένα πρώτο κείμενο, «Η Ουκρανία χωρίς Εβραίους», ήδη τον Νοέμβριο του 1943, όταν ανακάλυψαν τους μαζικούς τάφους στο Μπάμπι Γιαρ, τον τόπο μαζικής εκτέλεσης 33.771 ανθρώπων [4]. Ένα μεγάλο μνημείο που έχει ανεγερθεί σήμερα εκεί τιμά τη μνήμη των θυμάτων. Τον Ιανουάριο του 1944, μπαίνοντας στον γενέθλιο τόπο, την πόλη Μπερντίτσεφ της Ουκρανίας, μαθαίνει την εξολόθρευση με εκτέλεση των 30.000 Εβραίων της πόλης, ανάμεσά τους η οικογένειά του και η μητέρα του. Η μεταφράστρια Αλεξάνδρα Ιωαννίδου σημειώνει στην πολύ εμπεριστατωμένη εισαγωγή της, που θίγει μια σειρά ζητήματα, ότι «η επιβεβαίωση της τρομερής υποψίας αποτέλεσε μία από τις πιο κομβικές στιγμές της ζωής του» (σ. 11). Μετά τον πρόωρο θάνατό του (59 ετών), θα βρεθούν στα χαρτιά του δύο συγκλονιστικά γράμματα που απευθύνει στη μητέρα του, πολλά χρόνια μετά το θάνατό της.[5] Στο δεύτερο γράμμα, γραμμένο το 1961, της γράφει πως το magnum opus του, που επεξεργάζεται ακόμη, το μυθιστόρημα Ζωή και Πεπρωμένο, είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν. Ο ίδιος έχει ήδη πέσει από χρόνια σε δυσμένεια, όταν πια θα έχει συντελεστεί και για εκείνον μια κριτική στροφή στη στάση του απέναντι στο καθεστώς. Ο μελετητής Τσβετάν Τοντόροφ τοποθετεί τη μεταστροφή του στο 1953, κομβική χρονιά για τη Σοβιετική ΄Ενωση, που σημαδεύεται από το θάνατο του Στάλιν. Τότε ο Γκρόσσμαν ξαναγράφει εκ νέου το χειρόγραφο που θα αποτελούσε το δεύτερο μέρος του έργου του Στάλινγκραντ, τότε προκύπτει και το Ζωή και Πεπρωμένο στην τελική του μορφή, όπου προβαίνει σε μια κριτική ανάλυση της σοβιετικής κοινωνίας ως ολοκληρωτικής κοινωνίας που συνθλίβει το άτομο. Το 1955 δεν εξορίζουν πια στη Σιβηρία τους αντιφρονούντες συγγραφείς, κατέσχεσαν όμως το χειρόγραφο και όλες τις σχετικές σημειώσεις. Ο συγγραφέας πέθανε από καρκίνο το 1964 δίχως να δει την έκδοση του μεγάλου του βιβλίου. Χάρη σ’ ένα χειρόγραφο που είχε γίνει δυνατό να φυγαδευτεί στη Δύση, το βιβλίο θα δει το φως πρώτη φορά το 1980 στην Ελβετία. Μ’ αυτή την έκδοση σώθηκε η μεγάλη του παρακαταθήκη. Την ίδια χρονιά, το 1980, κυκλοφόρησε και η Μαύρη Βίβλος των διώξεων των Εβραίων στην ΕΣΣΔ, η έκδοση της οποίας είχε επίσης απαγορευτεί στη Σοβιετική ΄Ενωση και το χειρόγραφό της είχε φυγαδευτεί.[6] Κάνω την υπόθεση πως η χρονολογία έκδοσης και των δύο βιβλίων δεν είναι τυχαία. Αν και τα χειρόγραφα είχαν φυγαδευτεί στη Δύση κατά τη δεκαετία του 1950, εκδόθηκαν το 1980. Πιστεύω ότι η έκδοση συμβαδίζει ακριβώς με τη στιγμή ανάδυσης στον δυτικό κόσμο της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή κατά την οποία η «Καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης» (αναφέρομαι στον τίτλο του πρώτου βιβλίου του Ραούλ Χίλμπεργκ) ονομάστηκε «Ολοκαύτωμα», καθώς μετατράπηκε σε πολιτισμικό τραύμα στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη. Στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ η σιωπή θα διαρκούσε για πολύ ακόμη.
Η κόλαση της Τρεμπλίνκα
Προελαύνοντας στην Πολωνία, τα ρωσικά στρατεύματα ανακάλυψαν, τον Ιούλιο του 1944, τα απομεινάρια δύο εγκαταλελειμμένων στρατοπέδων εξόντωσης Εβραίων, του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα, που απείχε 60 μόλις χιλιόμετρα από τη Βαρσοβία. Για την Τρεμπλίνκα, ανατέθηκε στον Γκρόσσμαν να κάνει την αναφορά, ενώ για το Μαιντάνεκ στον Έρενμπουργκ. Από το ίδιο το στρατόπεδο ελάχιστα μπορούσε κανείς να δει αφού, μετά την εξέγερση των κρατουμένων στις 2 Αυγούστου 1943, δεν απέμεναν ούτε ερείπια των θαλάμων αερίων. Οι Γερμανοί είχαν εξαλείψει με μανία όσα ίχνη μπόρεσαν πριν την εγκαταλείψουν, καθώς γνώριζαν ότι οι Ρώσοι προελαύνουν. Γράφει ο Γκρόσσμαν:
Φτάσαμε στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944, δηλαδή δεκατρείς μήνες μετά την ημέρα της εξέγερσης. Δεκατρείς μήνες δούλευε το σφαγείο. Δεκατρείς μήνες προσπαθούσαν οι Γερμανοί να κρύψουν τα ίχνη της δουλειάς του… (σ. 114)
Τι θα δουν φτάνοντας; Έναν κρανίου τόπο. Δεν υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, αλλά τα άψυχα μαρτυρούν για τους ανθρώπους που εξολοθρεύτηκαν. Τα πτώματα δεν καίγονταν σε κρεματόρια αλλά τα έριχναν σε τεράστιες τάφρους, σκαμμένες σε βάθος πολλών μέτρων. Γράφει ο Γκρόσσμαν:
Η γη φτύνει μέσα από το σκασμένο χώμα σπασμένα κόκαλα, δόντια, αντικείμενα, χαρτιά – δεν θέλει να κρατάει μέσα της μυστικά. Και τα πράγματα βγαίνουν μέσα από τη ραγισμένη γη, μέσα από τις αγιάτρευτες πληγές της. Ιδού μισολιωμένα πουκάμισα των δολοφονημένων, παντελόνια, παπούτσια, πράσινες ταμπακιέρες, μηχανισμοί ρολογιών χεριού, σουγιάδες, πινέλα ξυρίσματος, κηροπήγια, παιδικά παπουτσάκια με κόκκινα πον-πον, πετσέτες με ουκρανικά κεντήματα, δαντελωτά εσώρουχα, ψαλίδια, κουβαρίστρες, κορσέδες, επίδεσμοι. (σ. 115)
Ο Γκρόσσμαν πραγματοποίησε μια τρομερή έρευνα αναζητώντας άτομα που είχαν εργαστεί υπό τις εντολές των Γερμανών διοικητών εντός του στρατοπέδου, αιχμαλώτους στο στρατόπεδο 1 ή περιοίκους και κάνοντας ανακρίσεις. Γίνεται λοιπόν και ο πρώτος ιστορικός της Τρεμπλίνκα μ’ αυτό το κείμενο, που χάρη στα ιστορικά στοιχεία τα οποία αποκαλύπτει υπερβαίνει την απλή αναφορά του ανταποκριτή. Αλλά και η λογοτεχνική δύναμη του κειμένου είναι μεγάλη – και πώς αλλιώς, αφού βγαίνει από την πένα του συγκλονισμένου μεγάλου συγγραφέα.
Αυτούς τους ανθρώπους τους συνάντησα προσωπικά, μίλησα μαζί τους για πολύ και διεξοδικά, οι γραπτές τους μαρτυρίες βρίσκονται μπροστά μου πάνω στο γραφείο μου. Και όλες αυτές οι πολυάριθμες, προερχόμενες από διαφορετικές πηγές, μαρτυρίες συμφωνούν σε όλες τις λεπτομέρειες, αρχίζοντας από την περιγραφή για τα καμώματα του σκύλου του διοικητή, του Μπάρι, και τελειώνοντας με την περιγραφή του μηχανισμού των δολοφονιών των θυμάτων και της κατασκευής του ιμάντα παραγωγής του σφαγείου. (σ. 57)
Η παραγωγή φυσικά ήταν ο θάνατος. Μιλά για δεκάδες μαρτυρίες που αφορούν το στρατόπεδο 1:
Τώρα μπορούμε να αφηγηθούμε τα περί γερμανικής τάξης σε αυτό το στρατόπεδο εργασίας – υπάρχει μια πληθώρα καταγγελιών δεκάδων μαρτύρων, Πολωνών, γυναικών και αντρών που είτε διέφυγαν είτε απολύθηκαν εγκαίρως από το στρατόπεδο αρ. 1. (σ. 50)
Στο στρατόπεδο 1, που λειτούργησε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης κι εργασίας από το φθινόπωρο του 1941 ώς τον Ιούλιο του 1944, βρέθηκαν χιλιάδες Πολωνοί για ασήμαντα αδικήματα, που κρατούνταν για λίγους μήνες και μετά αφήνονταν ελεύθεροι. Πολλές μαρτυρίες για τις άθλιες συνθήκες ζωής και την απόλυτη βαρβαρότητα που επικρατούσε προέρχονται απ’ αυτούς. Γιατί, βέβαια, από το στρατόπεδο αρ. 2 που λειτουργούσε αποκλειστικά ως κέντρο θανάτωσης των Εβραίων οι οποίοι έφταναν με τα τρένα, δεν υπήρξαν σχεδόν καθόλου επιζώντες. Οι ελάχιστοι Εβραίοι που επέζησαν είχαν κρατηθεί ως ειδικευμένοι τεχνίτες στο στρατόπεδο 1 (ένας απ’ αυτούς, ο επιπλοποιός Μαξ Λεβίτ) ή είχαν επιλεγεί για να δουλεύουν στη ράμπα των τρένων, όπως ο Πολωνοεβραίος Έντυ Βαϊνστάιν (που έγραψε τη μαρτυρία του στα γίντις στη Γερμανία το 1947, Δεκαεφτά μέρες στην Τρεμπλίνκα) ή είχαν διαφύγει στην εξέγερση[7].
SHOAH του Λαντζμάν
Διαβάζοντας τον Γκρόσσμαν είχα μπροστά στα μάτια μου τις εικόνες από το ντοκιμαντέρ του Κλωντ Λαντζμάν, Shoah, όταν το τρένο πλησιάζει στον σιδηροδρομικό σταθμό με την πινακίδα ΤREBLINKA.[8] Ο πρώην σιδηροδρομικός που έχει μπει στο τρένο κάνει για τον σκηνοθέτη την κίνηση που έκαναν τότε οι χωρικοί στους Εβραίους οι οποίοι πλησίαζαν στον σταθμό: περνά κάθετα το χέρι του μπροστά στο λαιμό. Θάνατος. Τρεμπλίνκα ίσον θάνατος. Κι άλλες στιγμές όμως η ανάγνωση του κειμένου συνοδευόταν για μένα από την αλησμόνητη εικόνα του ντοκιμαντέρ. Η περιγραφή για τα γύρω δάση και το τοπίο μού έφερε στο νου την αρχή της ταινίας, όπου ο Σίμον Σρέμπνικ είναι σε μια βάρκα που πλέει στο ποτάμι το οποίο διασχίζει το δάσος και τραγουδά τα τραγούδια που τον έβαζαν οι Γερμανοί να τραγουδά στα 13 του, όταν δολοφονούσαν τους Εβραίους στο στρατόπεδο του Χέλμνο. Οι εικόνες αυτών των πράσινων δασών και η φωνή του συνόδευε για μένα την ανάγνωση και αυτού του κειμένου.
Ανατολικά της Βαρσοβίας, κατά μήκος της δυτικής όχθης του ποταμού Μπουγκ, απλώνονται αμμώδεις εκτάσεις και βάλτοι, πυκνά δάση από πεύκα και φυλλοβόλα δέντρα. Αυτά τα μέρη είναι έρημα και πληκτικά, τα χωριά σπάνια. (σ. 45)
Σε τέτοιους τόπους της κατεχόμενης Πολωνίας, που αποτελούσε τμήμα του μεγάλου Ράιχ, δημιουργήθηκαν τα στρατόπεδα αυτά με κύριο σκοπό τη συστηματικότερη, αποτελεσματικότερη και γρηγορότερη θανάτωση εκατομμυρίων ανθρώπων που τους στιγμάτιζε ο ναζισμός ως «φυλές» προς εξόντωση, Εβραίων δηλαδή και Τσιγγάνων. Κι άλλες στιγματισμένες ομάδες, πολιτικά αντιφρονούντες, καθολικοί Πολωνοί, αντιστασιακοί, ομοφυλόφιλοι, ποινικοί ή συλληφθέντες όμηροι βρήκαν επίσης το θάνατο εκεί, όπως και στα άλλα στρατόπεδα. Αλλά ο κυριότερος στόχος, ο μέγιστος εχθρός του Ράιχ, ήταν πάντοτε οι Εβραίοι, γι’ αυτούς επινοήθηκε η τελική λύση, γιατί ο αντισημιτισμός φώλιαζε στην καρδιά του ναζισμού. Γιατί ο αντισημιτισμός ενυπάρχει σε πολλά περιβάλλοντα, αλλά ο ναζισμός δεν υφίσταται χωρίς τον αντισημιτισμό, είναι βασικό συστατικό του, φωλιάζει στην καρδιά της ιδεολογίας του.
Πριν εγκαταλείψουν ένα στρατόπεδο, αν προλάβαιναν φυσικά, οι Γερμανοί προέβαιναν μετά σε αναδάσωση, φυτεύοντας χιλιάδες δένδρα για να κρυφτούν καλύτερα τα ίχνη των εγκλημάτων. Με τα τούβλα των θαλάμων αερίων έχτισαν αγρόκτημα στην Τρεμπλίνκα. Έκαναν τα πάντα για να θάψουν τα ίχνη του ακατονόμαστου που είχαν διαπράξει.
Έλληνες Εβραίοι στην Τρεμπλίνκα
Η Τρεμπλίνκα ήταν ο κοντινότερος προορισμός για τους Πολωνοεβραίους, εφόσον βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βαρσοβία. Στο στρατόπεδο αυτό κατέληξαν οι περίπου 500.000 Πολωνοί Εβραίοι που είχαν κλειστεί στο γκέτο της Βαρσοβίας (εκτός από μερικές χιλιάδες που είχαν ήδη πεθάνει από την πείνα ή τις άθλιες συνθήκες). Εκεί έφτασαν Γερμανοί, Αυστριακοί και Τσέχοι Εβραίοι, αλλά και ορισμένοι άτυχοι Αμερικανοί και Καναδοί που έτυχε να εγκλωβιστούν στην Ευρώπη (οι τελευταίοι με κανονικά τρένα για επιβάτες, ακόμη πιο ανύποπτοι). Στις χώρες που ο Γκρόσσμαν απαριθμεί ως χώρες από τις οποίες εκτοπίστηκαν εκεί Εβραίοι αναφέρεται και η Βουλγαρία, χωρίς άλλο σχόλιο. Ποιοι στέλνονται από τη Βουλγαρία, αφού τελικά οι Βούλγαροι Εβραίοι γλίτωσαν την εκτόπιση; Στέλνονται οι Εβραίοι των περιοχών που οι Γερμανοί παραχώρησαν στους συμμάχους τους Βουλγάρους – και σ’ αυτές περιλαμβάνεται και η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη. Εκεί είναι που η κόλαση της Τρεμπλίνκα διασταυρώνεται με την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων. Η ιστορία της εκτόπισης είναι στενά δεμένη με τις τρεις ζώνες Κατοχής. Δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι η εκτόπιση των Ελλήνων Εβραίων ξεκινά από τη σύλληψη όλων των εβραϊκού θρησκεύματος Ελλήνων πολιτών που ζούσαν σε όλες τις πρωτεύουσες νομών της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, τα χαράματα της 4ης Μαρτίου 1943, για να εκτοπιστούν λίγες μέρες μετά από το σταθμό της Δράμας. Η Αλεξανδρούπολη, η Δράμα, η Καβάλα, η Κομοτηνή, οι Σέρρες, η Ξάνθη, με κοινότητες που έφτασαν σε ακμή μετά την έλευση των σεφαραδιτών Εβραίων της Ισπανίας από τα τέλη του 15ου αιώνα, έχασαν για πάντα τους Εβραίους τους. Οι Εβραίοι που κατοικούσαν στην παραμεθόριο με την Τουρκία (Ν. Ορεστειάδα, Σουφλί, Διδυμότειχο) εκτοπίστηκαν από τους Γερμανούς τον Μάιο του 1943, γιατί η παραμεθόριος ήταν γερμανική ζώνη Κατοχής. Τέλος, αφού οι περίπου 4.500 Έλληνες Εβραίοι και οι 8.000 υπόλοιποι Εβραίοι της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής[9] παραδόθηκαν στους Γερμανούς, οδηγήθηκαν στην Τρεμπλίνκα. Εκεί βρήκαν όλοι το θάνατο άμα τη αφίξει τους, ενώ στο μεταξύ, από τις 15 Μαρτίου, άρχιζε η εκτόπιση των Θεσσαλονικέων Εβραίων για το Άουσβιτς, επιχείρηση που θα κρατούσε ώς τον Αύγουστο του 1943. Η μνήμη της Τρεμπλίνκα λοιπόν πρέπει να αγκαλιάζει και τη σεφαραδίτικη μνήμη, κάτι που λησμονείται.
***
To τέλος του στρατοπέδου οφείλεται στην εξέγερση των κρατουμένων του στρατοπέδου 1 (δηλαδή του στρατοπέδου εργασίας) στις 2 Αυγούστου 1943 – κι αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί εξεγέρσεις έγιναν και σε άλλα στρατόπεδα. Εκείνη την ημέρα, οι εξεγερμένοι κρατούμενοι, που είχαν συγκεντρώσει πολεμοφόδια σε κρύπτη σκαμμένη γι’ αυτόν το σκοπό και προετοίμαζαν από καιρό την εξέγερση, έβαλαν φωτιά στο στρατόπεδο. Οι σελίδες στις οποίες ο Γκρόσσμαν περιγράφει την εξέγερση και την πυρκαγιά που ακολούθησε είναι τρομερές. Πολλοί διέφυγαν από τα συρματοπλέγματα προς τα δάση, αλλά οι φύλακες του στρατοπέδου εξαπέλυσαν ένα ανελέητο κυνηγητό και είναι ζήτημα αν επέζησαν ελάχιστοι. O Samuel Willenberg, στο βιβλίο του Εξέγερση στην Τρεμπλίνκα, μιλά για 57 επιζώντες (ο ίδιος είναι ένας εξ αυτών).[10] Αλλά και οι περισσότεροι που χάθηκαν βρήκαν θάνατο αλλιώτικο απ’ αυτόν των θαλάμων αερίων. Το απονενοημένο εκείνο διάβημα σήμανε και το τέλος της Τρεμπλίνκα.
Ο Γκρόσσμαν έδωσε ένα κείμενο συγκλονιστικό, ένα από τα πρώτα κείμενα που πληροφορούν την ανθρωπότητα για την «τελική λύση» και αποκαλύπτουν τι ακριβώς γινόταν στα στρατόπεδα εξόντωσης – και με ποιόν τρόπο. Και σήμερα όμως, που η γνώση έχει περισσέψει, το κείμενό του διακρίνεται από τη δύναμη της αφήγησης και από τα αισθήματα που αυτή η ανακάλυψη τού προκαλεί, αισθήματα εκφρασμένα με πάθος και οργή. Συνοδεύονται όμως και από το στοχασμό του γύρω από το αποτρόπαιο έγκλημα – ή, μάλλον, από τα βασανιστικά ερωτήματα που διατυπώνει στο κλείσιμο του κειμένου του:
Τι γέννησε το ρατσισμό, τι χρειάζεται ώστε ο ναζισμός, ο φασισμός, ο χιτλερισμός να μην αναστηθούν ποτέ, ούτε από αυτή ούτε από την άλλη πλευρά του ωκεανού, ποτέ! (σ.118)
Με τις διερωτήσεις αυτές ο Γκρόσσμαν κλείνει το κείμενό του, που και σήμερα ακόμη παραμένουν τραγικά επίκαιρα και, σε κάποιον βαθμό, αναπάντητα. Οι εικόνες του, εικόνες ανείπωτης φρίκης, εντυπώνονται για πάντα στον αναγνώστη, καθώς ανήκουν στη μεγαλύτερη θηριωδίας που χώρισε στα δυο τον 20ό αιώνα και, σύμφωνα με τη διατύπωση του Γάλλου φιλοσόφου Jean-François Lyotard, προκάλεσε «σεισμό» στα θεμέλια του δυτικού κόσμου.
-------------
*Μια πρώτη σύντομη μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων (επιμ. Δ. Δουλγερίδης), στις 16-17 Ιανουαρίου 2021. Η μορφή που δημοσιεύεται εδώ αποτελεί επεξεργασία της παρουσίασης του βιβλίου στον Ιανό (Φεβρουάριος 2021), με συνομιλητές τον εκδότη Σταύρο Πετσόπουλο, τη μεταφράστρια Αλεξάνδρα Ιωαννίδου και τον Σάββα Μάτσα.
-------------
Franciszek Ząbecki
2 Αυγούστου 1943. Η Τρεμπλίνκα καίγεται, πυρπολημένη από εξεγερμένους κρατούμενους στον τομέα των καταναγκαστικών έργων του στρατοπέδου. Η εξέγερση είχε προετοιμαστεί καιρό. Οι πρωτεργάτες της είχαν συγκεντρώσει πολεμοφόδια σε κρύπτη σκαμμένη γι’ αυτόν το σκοπό, αλλά η φωτιά επεκτάθηκε όταν έφτασε σε δεξαμενή βενζίνης που εξερράγη. Πολλοί από τους κρατούμενους διέφυγαν από τα συρματοπλέγματα προς τα δάση, αλλά οι φύλακες του στρατοπέδου εξαπέλυσαν ένα ανελέητο κυνηγητό και είναι ζήτημα αν επέζησαν ελάχιστοι. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί παράνομα από τον Franciszek Ząbecki, περίοικο ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της μεταφοράς όλων των ανθρώπινων φορτίων στην Τρεμπλίνκα.
[1] Για την πορεία αυτής της μνήμης στην Ελλάδα βλ. Ο. Βαρών-Βασάρ, « Η ανάδυση και η συγκρότηση της μνήμης της Shoah στην Ελλάδα (1990-2020)», περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 150, Αφιέρωμα «Η Μνήμη της Shoah – 75 χρόνια μετά», Απρίλιος 2021 / Ο. Βαρών-Βασάρ, Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, β’ εκδ. 2013.
[2] Annette Wieviorka, Άουσβιτς, μτφρ. Σάμης Ταμπώχ, επιμ . Ρ. Μπενβενίστε, εκδ. Πόλις, 2006.
[3] Ζωή και Πεπρωμένο, μτφρ. Γ. Μπλάνας, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2013.
[4] H μαζική αυτή εκτέλεση υπήρξε από τις αγριότερες και μεγαλύτερες σε αριθμό θυμάτων, κι έλαβε χώρα στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 1941, λίγες μέρες μετά την κατάληψη του Κιέβου, στη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ.
[5] Τσβετάν Τοντόροφ, Μνήμη του κακού, Πειρασμός του καλού, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, μετφ. Κ. Κατσουλάρης, Αθήνα 2003, σ. 95 (σε κεφ. αφιερωμένο στον Γκρόσσμαν).
[6] Η έκδοση της Μαύρης Βίβλου των διώξεων κατά των Εβραίων στην ΕΣΣΔ, την οποία είχαν συντάξει ο Γκρόσσμαν και ο Έρενμπουργκ και αφορούσε τα ναζιστικά εγκλήματα, απαγορεύτηκε επίσης. Εκδόθηκε μόνο 30 χρόνια αργότερα, στην Ιερουσαλήμ (Εισαγωγή, σ. 32).
[7] . Eddie Weinstein, 17 Days in Treblinka. Daring to resist, and refusing to die, ed. Noah Lashman, Yad Vashem Publications, Jerusalem 2008 (4η έκδοση).
[8] . Βλ. και Ο. Βαρών-Βασάρ, «Αντιμέτωποι με τις μαρτυρίες του τραύματος», The Βooks’ Journal, τχ. 73, Iανουάριος 2017, σ. 59-63.
[9] Με τη αποστολή αυτή εκτοπίζονται οι Εβραίοι της βουλγαρικής ζώνης Κατοχής, όλοι σεφαραδίτες των Βαλκανίων, εγκατεστημένοι εκεί από αιώνες. Εβραίοι από το Πίροτ, μια μικρή πόλη κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, τη μόνη πόλη της Σερβίας που ανήκε στη βουλγαρική Κατοχή, και από την Μπίτολα (το Μοναστήρι) της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας βρίσκονται στην ίδια αποστολή με τους Έλληνες σεφαραδίτες. Οι Μοναστηριώτες Εβραίοι διατηρούσαν πολλές σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη, αφού πολλά μέλη των οικογενειών τους είχαν εγκατασταθεί εκεί, εξάλλου η μοναδική εναπομείνασα συναγωγή στη Θεσσαλονίκη είναι των Μοναστηριωτών.
[10] Samuel Willenberg, Révolte à Treblinka, récit, éd. Ramsay, Paris 2004.