Σύνδεση συνδρομητών

Στον ιστό της αράχνης (και ο «κατάσκοπος-Κροίσος»)

Παρασκευή, 23 Απριλίου 2021 12:36
8 Φεβρουαρίου 1980, Ανατολικό Βερολίνο.  Ο επικεφαλής της Στάζι, Έριχ Φριτς Έμιλ Μίλκε, παραλαμβάνει από τον πρόεδρο Έριχ Χόνεκερ ένα βραβείο για τις υπηρεσίες του.
 Bundesarchiv Bild Y 10-0097-91
8 Φεβρουαρίου 1980, Ανατολικό Βερολίνο.  Ο επικεφαλής της Στάζι, Έριχ Φριτς Έμιλ Μίλκε, παραλαμβάνει από τον πρόεδρο Έριχ Χόνεκερ ένα βραβείο για τις υπηρεσίες του.

Στράτος Ν. Δορδανάς - Βάιος Καλογρηάς, Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), πρόλογος: Ανδρέας Στεργίου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020, 272 σελ.

Η έρευνα για τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία, των ιστορικών Στράτου Δορδανά και Βάιου Καλογρηά στα αρχεία της Στάζι, καταρρίπτει συντριπτικά πολλούς μύθους. Αποδεικνύοντας ότι μετανάστες, εξόριστοι και πολιτικοί πρόσφυγες στο Βερολίνο –όπως και στο Βουκουρέστι, τη Βουδαπέστη και, φυσικά, στην Τασκένδη– εξαναγκάστηκαν να ζήσουν μία «άλλη ζωή», καθώς η δική τους έγινε υποχείριο των Άλλων. Στην ανατολικογερμανική εκδοχή της, την καθόριζε απόλυτα το «κράτος των αγροτών και εργατών» και, κυρίως, η Στάζι του Έριχ Μίλκε.   

«Γεια χαρά, αγαπημένη Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λ.Δ. Γερμανίας...»

Από επιστολή της Μαρίας Νούτση, 15/9/1955, από τη Ρουμανία

Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία οι πολιτικοί εξόριστοι καταγράφονται ως οι «ηττημένοι του εμφύλιου σπαραγμού». Υπάρχει όμως μια ξεχωριστή περίπτωση: η Ανατολική Γερμανία ως προσφυγικός προορισμός διαφέρει από όλους τους άλλους «δρόμους διαφυγής» στα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η διαφορά έγκειται στην ύπαρξη δύο γερμανικών κρατών: της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως χώρας της «ελεύθερης-δημοκρατικής τάξης» (BRD) και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR, ΛΔΓ) ως «κράτους αγροτών και εργατών».

Αν και με διαφορά 10 χρόνων και από διαφορετικές αφετηρίες και αιτίες προερχόμενοι, οι μεν από την εμφύλια ένοπλη σύρραξη, οι δε από τις συνέπειες της υπανάπτυξης της νοτιοευρωπαϊκής περιφέρειας, η εγκατάσταση Ελλήνων, πολιτικών προσφύγων και μεταναστών, στα δύο γερμανικά κράτη αποτελεί μία ιδιαίτερη υπόθεση εργασίας στα συναφή πεδία των ανθρωπιστικών σπουδών. Ο λόγος είναι ευνόητος: διότι οι Έλληνες στην Ανατολική είτε στη Δυτική Γερμανία βρέθηκαν στο γεωστρατηγικό σταυροδρόμι του Ψυχρού Πολέμου ο οποίος είχε τα ιδιαίτερα «γερμανο-γερμανικά» χαρακτηριστικά.

 

Στο σταυροδρόμι των δύο Γερμανιών

Το βιβλίο των Στράτου Δορδανά και Βάιου Καλογρηά φωτίζει με εξαιρετική τεκμηρίωση ένα μάλλον παραγνωρισμένο θέμα, καλύπτοντας το «ιστοριογραφικό κενό με έντονο συναισθηματικό φορτίο», όπως εύστοχα διαπιστώνει στον πρόλογό του ο Ανδρέας Στεργίου. Το ζήτημα ήταν, και παραμένει, η ιδεολογική διαμάχη με την οποία επενδύθηκε επί δεκαετίες ο πολιτικός αυτός ξεριζωμός χιλιάδων Ελλήνων και Ελληνίδων[1], όπως και ο επαναπατρισμός τους. Άραγε, αυτές οι «ζωές των άλλων» (ο τίτλος σε μικρή παραλλαγή της γερμανικής ταινίας Das Leben der Anderen) διέφεραν, και πόσο, από τις ζωές των συμπατριωτών τους στην «απέναντι Γερμανία»; Πόσο επηρέασε το Τείχος τους Έλληνες στο διχοτομημένο Βερολίνου; Τι χώριζε και τι ένωνε τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους μετανάστες στις δύο Γερμανίες; Ποιες κρατικές και κοινωνικές πολιτικές και με ποιον τρόπο εφάρμοζαν τις στρατηγικές της ενσωμάτωσης στην καπιταλιστική και στη σοσιαλιστική κοινωνία;  Μπορούμε να «διαβάσουμε» τις «ζωές των άλλων» ένθεν κακείθεν των γερμανο-γερμανικών συνόρων ως αμφίδρομη αντανάκλαση ενός εθνικού ανταγωνισμού που επικαθορίζει την ανθρώπινη μοίρα: του πρόσφυγα, του μετανάστη, του εξόριστου; Τελευταία, αλλά όχι τελικά: «πού ήταν καλύτερα να ζει κανείς; Εδώ ή Εκεί;». Για να απαντήσει κανείς σ’ αυτά τα ερωτήματα θα χρειαστεί κανείς να ξεδιπλώσει πρώτα τον χάρτη της πολιτικής εμιγκράτσιας στην Ανατολική Γερμανία,  στο «κράτος της αντιφασιστικής γενιάς».

 

Μίλκε, όχι Μπρεχτ

Όπως και οι υπόλοιπες «σοσιαλιστικές χώρες», έτσι και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας υποδέχτηκε ένα, μικρό πάντως, μέρος των πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα[2], ως κίνηση ανθρωπισμού και αλληλεγγύης απέναντι στους «μαχητές του ΔΣΕ», αλλά και για να καλυφθούν οι ελλείψεις εργατικών χεριών στις χώρες αυτές λόγω του Πολέμου[3], ώστε να ενταχθούν στη συνέχεια ομαλά στις σοσιαλιστικές κοινωνίες και αποδοτικά στα παραγωγικά πεντάχρονα πλάνα[4]. Η ειδοποιός όμως διαφορά που ξεχωρίζει την «ανατολικογερμανική περίπτωση» από όλες τις υπόλοιπες είναι, πρωτίστως, η «παντοκρατορία» μιας κρατικής υπηρεσίας, η οποία θα αποτελέσει «το σπαθί και την ασπίδα του κόμματος»: του υπουργείου για την Κρατική Ασφάλεια, πιο γνωστού και ως Στάζι (Staatssicherheit), με «ηγέτη» τον περιβόητο Έριχ Φριτς Έμιλ Μίλκε (που είναι ο κεντρικός ήρωας και στο προτελευταίο βιβλίο του Φίλιπ Κερ, Πρωσικό Μπλε), παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Ιβάν Σέροβ, προερχόμενου από την NKWD, και τον Βίλχελμ Τσάισερ («στρατηγός Γκόμεζ» στον Ισπανικό Εμφύλιο). Οι «ζωές των άλλων» θα πέρναγαν από το «κόσκινο» ενός πυκνού δικτύου συστηματικής παρακολούθησης (στην Ελλάδα το λέμε «χαφιεδισμό», αλλά μόνο για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και την περίοδο της χούντας!), με βάση έναν δομικό καταμερισμό εργασίας και υπευθυνοτήτων: με τους συνεργάτες πλήρους απασχόλησης (ΗΜ) και με τους ανεπίσημους συνεργάτες (ΙΜ). Η Στάζι, «ένας μηχανισμός παρακολούθησης, καταστολής και δικαστικών διώξεων» ήταν το μάτι και το αυτί των «διαχειριστών» (Verwalter, όπως τούς αποκαλεί υποτιμητικά ο σημαντικός γερμανός συγγραφέας της «γερμανο-γερμανικής λογοτεχνίας», Ούβε Γιόνζον), που αντλεί για την εκπλήρωση των καθηκόντων της 3,6 δισ. ανατολικογερμανικά μάρκα από τον δημόσιο κορβανά[5].

Οι απαρχές της σταδιακής ένταξης των ελλήνων προσφύγων στην κατεστραμμένη Γερμανία, που θα διαμελιζόταν σε τέσσερις ζώνες κατοχής (ΒΖ), σε αμερικανικό, βρετανικό, γαλλικό και σοβιετικό τομέα, βρίσκονται στη Φρανκφούρτη στα τέλη του 1947[6]. Το «έτος μηδέν», η αφετηρία δηλαδή της περιπέτειας των ελλήνων προσφύγων στη Λαοκρατική Γερμανία συνδέεται με το όνομα του Θανάση Γεωργίου (1914-2004), του «ακούραστου, οξυδερκούς και πάντα στρατευμένου στην πάλη για τη νίκη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού» (από τον επικήδειο του «Ριζοσπάστη») ανταποκριτή της εφημερίδας, με το ψευδώνυμο «Θανάσης Βόρειος» και βασικού συνδέσμου μεταξύ SED και KKE, παρά τα όποια προβλήματα προέκυπταν στη συνεργασία του με τις αρχές. Ο Γεωργίου είναι ο «σύνδεσμος» που πρώτος θα υποδεχτεί τον Πέτρο Κόκκαλη, υπουργό Παιδείας και Υγιεινής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), επικεφαλής μιας ελληνικής αντιπροσωπείας που θα συμβάλει στην αποστολή της «Επιτροπής Βοήθειας για τη Δημοκρατική Ελλάδα», ενώ αργότερα, Γεωργίου και Πέτρος Κόκκαλης θα ανελάμβαναν το έργο της εγκατάστασης των πρώτων «παιδικών αποστολών» στην Ανατολική Γερμανία, ως τμήμα ενός ευρύτερου εγχειρήματος στις σοσιαλιστικές χώρες (Ουγγαρία κ.ά.). Αυτοί οι «επίδοξοι πιονιέροι» θα αποτελέσουν και τη «μαγιά» (τα τσικό και τους έφηβους, με την παλιά ποδοσφαιρική διάλεκτο) για την ένταξη των «μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού» στο γερμανικό κράτος της αντιφασιστικής γενιάς, όπως αυτάρεσκα προσδιοριζόταν από τους «διαχειριστές» η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας[7].

Είναι όμως γεγονός ότι το γερμανικό αντιφασιστικό κράτος, όπως και οι υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, προσέφεραν σημαντική στήριξη στα αβοήθητα παιδιά των «ηττημένων» (τα «παιδιά του Ράντεμπόιλ» (Die Kinder von Radebeul) ή τα «παιδιά του Μάρκου» (Markos-Kinder), αλλά και τα «παιδιά-θύματα του αγγλο-αμερικανικού ιμπεριαλισμού»), αν συνυπολογίσει κανείς τις κακουχίες, τα οικογενειακά δράματα και τις τραυματικές εμπειρίες τους από τα δεινά του Εμφυλίου και την αναγκαστική προσφυγιά. Ήταν ένδειξη αλληλεγγύης αλλά και «μέρος των οφειλόμενων επανορθώσεων προς τους λαούς που υπέφεραν από τους Γερμανούς του χιτλερικού φασισμού»[8].

 

Από πρόσφυγας, πράκτορας

Είναι γεγονός ότι σε καμία άλλη σοσιαλιστική χώρα, πλην ίσως της «μητέρας ΕΣΣΔ», η ζωή των πολιτικών προσφύγων δεν υπόκειτο στους περιορισμούς των δραστηριοτήτων τους που έθετε ο ασφυκτικός έλεγχος της Κρατικής Ασφάλειας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Σ’ αυτό το «πεδίο υπερεθνικής αντιπαράθεσης στη διακριτή αναμέτρηση των δύο γερμανικών κρατών», έχει κανείς την αίσθηση ότι νέοι, γέροι και παιδιά αποτέλεσαν «μέρος του παιγνιδιού» στο πλαίσιο της αμείλικτης ψυχροπολεμικής σύγκρουσης, αλλά και των εσωκομματικών διενέξεων ανάμεσα στο Βουκουρέστι, την «πολιτική έδρα» του εξόριστου ΚΚΕ και το Ανατολικό Βερολίνο.

«Με το ένα πόδι στη γερμανική ζωή», Κόμμα, μέλη και πρόσφυγες ήταν αναγκασμένοι να ζουν και να «λειτουργούν» μέσα σε ένα διπλά (κατα)πιεστικό περιβάλλον[9], κομματικό και κρατικό, που καθοριζόταν αυστηρά από τις κεντρικές πολιτικοϊδεολογικές επιταγές των «διαχειριστών» (Ούλμπριχτ, Χόνεκερ, Μίλκε). Το Κόμμα και το κράτος αποφάσιζαν τη διαδικασία ένταξης των μελών της «ελληνικής κοινότητας» αλλά και τον διαχειριστικό έλεγχο των σχετικών κονδυλίων για τη στήριξή της. Σε αυτές τις συνθήκες προέκυψαν και οι «Έλληνες της Στάζι», η περίπτωση των οποίων εξετάζεται ενδελεχώς στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου με αδιάσειστα, αποκλειστικά ανατολικογερμανικά, στοιχεία από τους «ελληνικούς φάκελους της Στάζι», ένα πολύκροτο υλικό που, όπως ορθά επισημαίνουν οι συγγραφείς, «δεν έχει αξιοποιηθεί συστηματικά με στόχο την εκπόνηση επιστημονικών μελετών», γεγονός που θα διαφώτιζε τις σκοτεινές και εν μέρει ανεξερεύνητες πτυχές ζητημάτων, οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Λαοκρατικής Γερμανίας και Ελλάδας, την περίοδο της «επαράτου επταετίας» αλλά και στα χρόνια της Αλλαγής, που διαμόρφωσαν το πολιτικό, οικονομικό, ώς και το ποδοσφαιρικό σκηνικό μέχρι τις μέρες μας.

Διαβάζοντας μέρος μόνο από τους «ελληνικούς φακέλους της Στάζι», περίπου εκατό φακέλους με συνολικά έντεκα έως δώδεκα χιλιάδες σελίδες[10], έχει κανείς τη βάσιμη αίσθηση ότι ολόκληρο το κράτος δεν είναι παρά ένας άγρυπνος φρουρός, ένας αμείλικτος «χωροφύλακας» πολύ πιο τρομακτικός αλλά και αποτελεσματικός από τον κατά τα άλλα συμπαθή «μπασκίνα» της ελληνικής επαρχίας, που καταδυνάστευε την ελληνική περιφέρεια στα μεταπολεμικά-μετεμφυλιακά χρόνια. Άνθρωποι που κατέφυγαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, για πολιτικούς πρωτίστως λόγους, μέλη του κόμματος με αφοσίωση στα ιδανικά τους, με όραμα και διάθεση να προσφέρουν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο γερμανικό έδαφος (αφού η ανάλογη προσπάθεια στο πάτριο απέτυχε οικτρά και αιματηρά), θα χαρακτηριστούν ως «διασπαστές», «προδότες», «ρεφορμιστές», «ρεβιζιονιστές» που αφορούσαν παλιούς συντρόφους, αλλά και την «αιρετική Αριστερά», και  μέλη αριστερίστικων φοιτητικών και πολιτικών οργανώσεων, όπως το Αγωνιστικό Μέτωπο Επαναστατημένων Ελλήνων (ΑΜΕΕ), το ΚΚΕ (μ-λ) και άλλες «μαοϊκές» παρατάξεις που δρούσαν στο Δυτικό Βερολίνο, ενώ εξίσου ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κομμάτι εκείνο που αφορά τον «ανταγωνισμό» της Στάζι με τους χουντικούς μηχανισμούς για την επιρροή και των έλεγχο των Ελλήνων στον δυτικό τομέα της διχοτομημένης γερμανικής πρωτεύουσας-Ιανού.

Αυτή η μορφή «κατασκοπείας», κοινώς χαφιεδισμός, αποτυπώνεται με τον πλέον εύγλωττο, συχνά και κυνικό τρόπο στα σχετικά έγγραφα: η στενή, λεπτό προς λεπτό, βήμα-βήμα παρακολούθηση του «υπόπτου», όπως καταγράφεται π.χ. στην «Έκθεση Παρακολούθησης» (20/8/1971), που συντάσσει και υπογράφει ο υπολοχαγός Σούλτσε:

Ο Κ. εγκατέλειψε το διαμέρισμά του και κατευθύνθηκε στο γειτονικό ταχυδρομείο 43 (δύο λεπτά με τα πόδια)... Έφυγε από τη δουλειά του και πήγε μετά από λίγο στο διαμέρισμά του... Αμέσως μετά πήγε στις 17.37 στο ταχυδρομείο 43... έφυγε πάλι από το σπίτι. Λίγο πριν κοίταξε στο γραμματοκιβώτιό του... Είδε τις βιτρίνες του καταστήματος...

Καρέ καρέ, σαν από κάμερα ή πλάνα χιτσκοκικού θρίλερ, καταγράφονται με σατανική λεπτομέρεια οι κινήσεις και μετακινήσεις του «στόχου», ενός έλληνα μαοϊστή «συντρόφου» («μαοϊκού»), στις 29/7/1971.

 

Ο «κατάσκοπος Κροίσος»!

Ακόμα πιο ενδιαφέρον, αν και πιο πολύπλοκο, είναι το ζήτημα των ελλήνων πρακτόρων της Στάζι στη διαδικασία στρατολόγησης ελλήνων συνεργατών, αν και ευάριθμων, λόγω πρωτίστως «της αναγκαίας οικειότητας με τους ομοεθνείς τους», που είχε καθολική εφαρμογή και για τις άλλες ξένες κοινότητες.  Η παράθεση ενδεικτικών περιπτώσεων («Ο κομμουνιστής εκ πεποιθήσεως», «Ο αγέρωχος αξιωματικός του ΔΣΕ», «Ο περιπλανώμενος εργάτης» –που μας θυμίζει ως τίτλος τον «πλανόδιο πλασιέ» του Βασίλη Βασιλικού, με τον κωδικό «Anagnostou»–, «Ο έγκλειστος τυχοδιώκτης», «Ο πρόθυμος αστός», τίτλοι θαρρείς από διηγήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού) θα κορυφωθούν με τον «κατάσκοπο Κροίσο»[11], που χαρακτηρίζεται από τις Αρχές ως «έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος, με καλούς τρόπους, εύγλωττος και με ταμπεραμέντο», ο οποίος θα ξεκινήσει τις πρώτες επιχειρηματικές δραστηριότητές του ήδη τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια εμπορικής συνεργασίας των δύο χωρών, θα συνεχιστούν επί χούντας και θα κορυφωθούν τα χρόνια της Αλλαγής, της πρώτης συγκυβέρνησης Δεξιάς-Αριστεράς και του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη.

Οι αναφορές διαβάζονται ως βιογραφίες «ανθρώπων που πιάστηκαν στον ιστό της αράχνης», για να θυμηθούμε και την παλιά ραδιοφωνική εκπομπή με το γνώριμο αντικομμουνιστικό στίγμα της εποχής. Όμως δεν αποτελούν αποκύημα καμιάς αρρωστημένης φαντασίας ή έμπνευση προπαγανδιστή συγγραφέα που χρηματοδοτείται από «σκοτεινά κέντρα». Το αντίθετο. Είναι η στεγνή και στυγνή αποτύπωση του άκρως μεθοδικού έργου ενός λαβυρινθώδους, υποχθόνιου μηχανισμού που, σε παγκόσμιο επίπεδο, γνωρίζει με τον καλύτερο τρόπο, από την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα μέχρι το Παρίσι και το Βερολίνο, πως για την προάσπιση των κρατικών, και κυρίως των κομματικών συμφερόντων, στις σοσιαλιστικές χώρες πρωτίστως, ο σκοπός πάντα θα αγιάζει τα μέσα.

Ο ρόλος της Στάζι υπήρξε καθοριστικός ως προς τη συστηματική παρακολούθηση «των ζωών των άλλων», αυτόχθονων και ξένων, σχεδιασμένος με την «αρετή» της γερμανικής Gründlichkeit, εκείνης δηλαδή της μεθοδικότητας που, παρά τις επαγγελίες και τις εξαγγελίες περί «ανθρώπινης χειραφέτησης», όταν εκτρέπεται σε στυγνές πολιτικές διαχείρισης, επόπτευσης και ελέγχου, δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την παράδοση αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων, που καθήλωσαν τον «Άγγελο της Ιστορίας» στα ερείπια της βαρβαρότητας

Οι ζωές των άλλων είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο, κυρίως για όσους έχουν ζήσει (και σπουδάσει) στη Γερμανία της βαρετής, κατά Εντσενσμπέργκερ, Δημοκρατίας της Βόννης, για όσους ήταν στην από δω πλευρά του Τείχους του Βερολίνου, όταν η πρώτη επίσκεψη στην πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας από τη στενωπό του Check Point Charlie δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την ατμόσφαιρα του Κατάσκοπου που γύρισε από το κρύο, στον απόηχο του φοιτητικού κινήματος, των πύρινων λόγων του Ρούντι Ντούτσκε και των τρομοκρατικών εκρήξεων της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (RAF), αλλά και της ρηξικέλευθης Ostpolitik, με την ιστορική γονυκλισία του Βίλλυ Μπραντ στη Βαρσοβία που συντρίβει κάθε μύθο. Οι δύο ιστορικοί, με τεκμηριωμένο, εμπεριστατωμένο τρόπο, αλλά και ψύχραιμο, διεισδυτικό βλέμμα, πρωτίστως με βάση τα επίσημα και αδιάψευστα ανατολικογερμανικά αρχεία, συντρίβουν (δεν αποδομούν απλώς) το «έπος» της πολιτικής προσφυγιάς, με τούς οποίους ανατράφηκε επί δεκαετίες η «γενιά της Μεταπολίτευσης και της Αλλαγής». Μετανάστες, εξόριστοι και πολιτικοί πρόσφυγες στο Βερολίνο –όπως και στο Βουκουρέστι, τη Βουδαπέστη και, φυσικά, στην Τασκένδη– εξαναγκάστηκαν να ζήσουν μία «άλλη ζωή», καθώς η δική τους έγινε υποχείριο των Άλλων. Στην ανατολικογερμανική εκδοχή της, όπως την καθόριζε απόλυτα το «κράτος των αγροτών και εργατών» και, κυρίως, η Στάζι του Έριχ Μίλκε.    

Κατά μία έννοια, το Κιβώτιο είχε κιόλας γραφτεί, πριν μας το παραδώσει (άδειο) ο Άρης Αλεξάνδρου.

 

[1] Για μία εποπτική προσέγγιση και ευσύνοπτη, ψύχραιμη αποτίμηση του φαινομένου, καθώς και για την αναθεώρηση της κομματικής-ιδεολογικής «θυματοποίησης» των πολιτικών προσφύγων ως αποκλειστικής απόρροιας της ήττας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας («με το όπλο παρά πόδα»), βλ. Κατερίνα Τσέκου, Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, 1945-1989, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.  

[2] Βλ. Κατερίνα Τσέκου, ό.π., σ. 11-27. Από τους 55.881 πρόσφυγες, σύμφωνα με αρχικούς υπολογισμούς, μόνο 1.128 εγκαταστάθηκαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.

[3] Ό.π., σ. 17.

[4] Στο θέμα αυτό θα άξιζε μια «παράλληλη ανάγνωση» των δυσκολιών προσαρμογής του ελληνικού προσφυγικού και μεταναστευτικού τμήματος στις «δύο Γερμανίες» από ιστορική-κοινωνιολογική σκοπιά, κάτι που μόνο η «λογοτεχνία της μετανάστευσης» κατάφερε, ως προς το δυτικογερμανικό κομμάτι, να αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Βασίλης Βασιλικός, Το μαγνητόφωνο κ.ά.)

[5] Στράτος Ν. Δορδανάς, Β. Καλογρηάς, Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 31. Χαρακτηριστικό της «πυκνότητας του δικτύου», ανάλογα με τις υπό παρακολούθηση κοινωνικές ομάδες, είναι το γεγονός ότι στους χίλιους καταγεγραμμένους συγγραφείς αντιστοιχούσαν περίπου 1.500 συνεργάτες της Στάζι (σ. 33). Οι φάκελοι αφορούσαν 6.000.000 Ανατολικογερμανούς και 2.000.000 Δυτικογερμανούς πολίτες (σ. 36).

[6] Στρ. Ν. Δορδανάς, Β. Καλογρηάς, ό.π., σ. 40 κ.έ. («Έλληνες στα συντρίμμια του Γ΄Ράιχ»). Για τα «πολιτικά φρονήματα» των εγκατεστημένων στη σοβιετική ζώνη κατοχής (SBZ), στο ίδιο, σ. 50 κ.έ.

[7] Στρ. Ν. Δορδανάς, Β. Καλογρηάς, ό.π., κεφ. 2, «Οι πολιτικοί πρόσφυγες στη νέα σοσιαλιστική πατρίδα», με έμφαση στις επιστολές παιδιών που φυλάσσονται σήμερα στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.

[8] Στρ. Ν. Δορδανάς, Β. Καλογρηάς, ό.π., σ. 74.

[9] Για την τραυματική εμπειρία της «ανακαταγραφής των μελών του ΚΚΕ» στις σοσιαλιστικές χώρες, τη σύγκρουση του κομματικού μηχανισμού με στελέχη του, αλλά και με τους πρώην μαχητές του ΔΣΕ, όπως και τους «εράνους τιμής», βλ. Κ. Τσέκου, Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, ό.π., σ. 92 κ.έ.

[10] Στρ. Ν. Δορδανάς, Β. Καλογριάς, ό.π., σ. 111.

[11] Στρ. Ν. Δορδανάς, Β. Καλογριάς, ό.π., σ. 210 κ.έ.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ποιος ήταν ο Έλληνας «κατάσκοπος Κροίσος»

Το κεφάλαιο 11 του βιβλίου των Στράτου Δορδανά - Βάιου Καλογρηά, με τίτλο «Από το “προλεταριάτο” στην “ολιγαρχία”: Ο “κατάσκοπος-κροίσος”», ρίχνει φως μέσα από τη μελέτη των φακέλων της Στάζι, σε μια υπόθεση που στο παρελθόν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον ελληνικό Τύπο. Αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας η συνεργασία με τις ανατολικές μυστικές υπηρεσίες ενός κορυφαίου έλληνα επιχειρηματία, που υπήρξε και κορυφαίος ποδοσφαιρικός παράγων, φίλου του Ανδρέα Παπανδρέου, το όνομα του οποίου συχνά συσχετίστηκε με τη διαπλοκή: του Σωκράτη Κόκκαλη. Τι λένε οι φάκελοι της Στάζι γι’ αυτόν; Παραθέτουμε μικρά αποσπάσματα από το σχετικό κεφάλαιο:

Ο Σ[ωκράτης] Κ[όκκαλης] γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1939 στην Αθήνα. Ο πατέρας του […] ήταν ο διασημότερος Έλληνας στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία (ΓΛΔ) και το «ανθρώπινο πρόσωπο» του ΚΚΕ στην υπερορία. Στην πολιτική εξορία τον βρήκε ο θάνατος, τον Ιανουάριο του 1962.

Ως γιος «κυβερνητικού» στελέχους του ΚΚΕ, λαμπρού επιστήμονα και έντιμου οικογενειάρχη, ο Σ.Κ. πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να ενσωματωθεί στην ανατολικογερμανική κοινωνία […]. Από το 1955 ώς το 1960 σπούδασε στη Μόσχα. Μετά την επιστροφή του εγγράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1960 ως φοιτητής στο πέμπτο έτος του Ινστιτούτου Φυσικής της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών και ξεκίνησε την εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας του. Μιλούσε άπταιστα γερμανικά και ρωσικά και είχε επίσης γνώση της αγγλικής. Στις 29 Οκτωβρίου 1964, ωστόσο, συνελήφθη από τις ανατολικογερμανικές αρχές λόγω της ανάμειξής του σε υπόθεση «λαθρεμπορίας με δυτικά προϊόντα». Παρ’ όλα αυτά, τον Φεβρουάριο του 1965 ανέλαβε την εκπροσώπηση της ιταλικής εταιρείας «Interis» στη ΓΛΔ, στην Πολωνία και στη Ρουμανία. Το ίδιο έτος –εν μέσω πολιτικής αναστάτωσης στην Αθήνα– επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να ιδρύσει εμπορική εταιρεία.

Ο στόχος του, όπως έγραψε σε σχετική αναφορά του, ήταν να «συμβάλει στην επέκταση των εμπορικών δεσμών ανάμεσα στη ΓΛΔ και στην Ελλάδα», εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες που είχε στην πατρίδα του από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό χώρο, και τις οποίες όφειλε στον πατέρα του. Ο Σ.Κ. είχε διαγνώσει σωστά ότι η Ελλάδα στρεφόταν βαθμιαία στις «σοσιαλιστικές αγορές» για να διοχετεύσει εκεί τα αγροτικά προϊόντα της [...].

Η πολιτική στάση του έναντι της ΓΛΔ εκτιμήθηκε θετικά. [...] Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 25 Ιανουαρίου 1963, με αφορμή την επιστροφή του κατασχεμένου από τις αρχές αυτοκινήτου του, απέκτησε εκ νέου επαφή με τον Σ.Κ. Η προγραμματισμένη συνάντησή του με τον σύνδεσμο της Στάζι πραγματοποιήθηκε στο καφέ «Warschau», στο Ανατολικό Βερολίνο. [...] Επειδή ήταν γνωστό ότι ο Σ.Κ. είχε «ενδιαφέρουσες επαφές», κυρίως με αλλοδαπούς, πολίτες της ΟΔΓ και του Δυτικού Βερολίνου και πολίτες της ΓΛΔ, ο σύνδεσμος της Στάζι άσκησε –εμμέσως πλην σαφώς– πίεση στον Σ.Κ. να συνεργαστεί με την κρατική ασφάλεια. [...]

Η δεύτερη συνάντηση έλαβε πάλι χώρα στο καφέ «Warschau». Εκεί, ο Σ.Κ. έδωσε πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για γνωστά του πρόσωπα, με αποτέλεσμα να αφήσει καλές εντυπώσεις στον σύνδεσμό του, ο οποίος εκτίμησε ότι «ο Σ.Κ. θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν καλό ΙΜ». Σε αυτές τις συναντήσεις, αλλά και αργότερα, ο Σ.Κ. δεν υπέγραψε τη σχετική «δήλωση ανάληψης υποχρεώσεων», ίσως επειδή φοβόταν τυχόν αποκάλυψη της συνεργασίας του με τη Στάζι ή ότι η Στάζι θα μπορούσε κάποτε να τη χρησιμοποιήσει εναντίον του. Ανέλαβε πάντως την εξακρίβωση των δραστηριοτήτων των ατόμων που γνώριζε και την ανάπτυξη νέων επαφών σε παρόμοιους κύκλους. Κατά τη διάρκεια της πρακτορικής θητείας του «δεν έδειξε σημάδια ανειλικρίνειας» και πάσχιζε διαρκώς να εκπληρώσει τις αποστολές του. Οι πληροφορίες που έστελνε αποδείχθηκαν αξιοποιήσιμες. Ως «Μυστικός Πληροφοριοδότης» (GI) έφερε την κωδική ονομασία «Rocco». Ο Σ.Κ. είχε πιαστεί για τα καλά στα δίχτυα της Στάζι. Σε εκτίμησή της για το πρόσωπό του και τις υπηρεσίες που παρείχε σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, ότι επρόκειτο για έναν «έξυπνο και μορφωμένο άνθρωπο, με καλούς τρόπους, εύγλωττο και με ταμπεραμέντο», που εξέφραζε ανοικτά τις απόψεις του απέναντι στους συνδέσμους της, με τους οποίους μάλιστα μιλούσε στον ενικό. Ορισμένα προβλήματα που διαπιστώθηκαν, όπως η «αδυναμία» του να κατανοήσει ορθά τη βαρύτητα εγκλημάτων χαμηλού επιπέδου, δεν επηρέασαν τη συνολική εικόνα. Στις κοινωνικές συναναστροφές του εκφραζόταν σπάνια πολιτικά. Αποκτούσε όμως εύκολα φιλίες και διέθετε μεγάλο κύκλο «γυναικείων γνωριμιών». Για αρκετές από αυτές έδωσε στοιχεία στον σύνδεσμο της Στάζι ανθυπολοχαγό Detzer, όχι μόνο για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις αλλά και για τις σχέσεις τους με το άλλο φύλο, αν ήταν όμορφες, έξυπνες, λογικές, ψυχρές ή αλαζονικές, καθώς και σε ποια βερολινέζικα στέκια σύχναζαν («Möwe», «Sofia», «Presse-Café» κ.ά.). Ανάμεσά τους ξεχώριζαν μανεκέν και χορεύτριες, δεν έλειπαν όμως και εκπρόσωποι άλλων, «ταπεινότερων» επαγγελμάτων.

Σύμφωνα με το πλάνο της Στάζι, ο Σ.Κ. όφειλε μέχρι τα τέλη του 1964 να συνάψει επαφές στο Δυτικό Βερολίνο με φοιτητές και επιχειρηματίες. Ως εκπρόσωπος ελληνικής εταιρείας είχε καλές πιθανότητες να προσεγγίσει και να διεισδύσει σε αυτούς τους κύκλους.

[...]

Η συνεργασία του Σ.Κ. με τη Στάζι δεν είχε ιδεολογικά κίνητρα ούτε απέβλεπε βεβαίως στην προστασία του «λαϊκοδημοκρατικού» καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας από «εσωτερικούς» ή «εξωτερικούς εχθρούς». Ο αποκλειστικός στόχος του, όπως εξηγείται στα έγγραφα της Στάζι, ήταν η προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων του, ήδη από το πρώιμο στάδιο της συνεργασίας του στη δεκαετία του ’60. [...] Με την πτώση του Τείχους έπεσε οριστικά η αυλαία της διαπλοκής του με το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας. Χάρη σε αυτήν είχε καταφέρει να αποκτήσει τεράστιο πλούτο και κοινωνική αναγνώριση, που του χρησίμευσαν ως ασπίδες προστασίας όταν έπαψε πλέον να είναι ο «άνθρωπος του Τείχους».

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.