Δεν είναι εύκολο να μεταδώσεις στον αναγνώστη τη συγκίνηση, τον ενθουσιασμό ή την αγωνία που ενυπάρχουν στην πολιτική στράτευση και τη συμμετοχή στα κοινά. Και η Αριστερά έχει πλούσια παράδοση στην ξερή και άχρωμη παράθεση γεγονότων, ίσως –ιδίως σήμερα, στους κυνικούς μεταμοντέρνους καιρούς μας– από φόβο μην παρασυρθεί σε συναισθηματισμούς∙ ή σε έναν διακηρυκτικό ανθρωπισμό, συγκινητικό αν ο συγγραφέας έχει ταλέντο, άχαρο αν δεν έχει[1].
Η αισιοδοξία της βούλησης
Αυτό που σπανίζει είναι η υπόγεια φόρτιση, που εκφράζεται με αντιστίξεις, λιτές διατυπώσεις και χιούμορ. Όπως στο στιγμιότυπο με τους γονείς του αφηγητή μετά την Κατοχή:
12 Οκτωβρίου 1944. […] Στις 10 το πρωί έγινε υποστολή της σημαίας στην Ακρόπολη, ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής κατέθεσε στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη και παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης στον κατοχικό δήμαρχο Γεωργάτο. Αμέσως μετά –και προτού ένα τεράστιο πλήθος κατακλύσει το Σύνταγμα σε ένα αυθόρμητο συλλαλητήριο, όπου κυριαρχούσε το κόκκινο– μερικά νεαρά παιδιά παιδιά έσκισαν το γερμανικό στεφάνι και ζήτησαν να κατέβει από το μέγαρο της Βουλής η ελληνική σημαία με το στέμμα, που κάποιοι είχαν σπεύσει να σηκώσουν. Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, ένα νεαρό ζευγάρι, φορώντας τα καλά του, πλησίασε το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη με ένα μπουκέτο λουλούδια. Ήταν οι γονείς μου, τους οποίους φωτογράφισε καθώς προχωρούσαν η Λούλα Τριλίβα. Η κίνηση των σωμάτων τους μεταδίδει ένα αίσθημα αισιοδοξίας, ότι μια καινούργια περίοδος αρχίζει για τη χώρα, ειρηνική και απαλλαγμένη από τα αμαρτήματα του παρελθόντος. Μια εικόνα δηλαδή που, χωρίς να το θέλουν οι πρωταγωνιστές της, δεν είχε πολλή σχέση με την πραγματικότητα (σ. 55 επ.).
Αν σε τέτοιες οικογενειακές αναμνήσεις δεν μας ξενίζει η συναισθηματική φόρτιση, δεν συμβαίνει συνήθως το ίδιο με άλλες, τις επαγγελματικές αναμνήσεις: ιδίως σε ατομιστικές κοινωνίες, όπως όλο και περισσότερο γίνεται η δική μας, με τη ζωή να είναι σχέδιο προς υλοποίηση ή σταδιοδρομία, το επάγγελμα ανήκει στους πιο στεγνούς και άχρωμους θαλάμους της ιδιωτικής σφαίρας. Για τον συγγραφέα όμως η δικηγορία όχι μόνο είναι αντικείμενο συνειδητής επιλογής αλλά συνδέεται ευθέως με τον δημόσιο βίο:
[μ]έσω δικαστηρίων μπορούσαμε να προκαλέσουμε θεσμικές αλλαγές (σ. 301).
Το επάγγελμα γίνεται έτσι, πέρα από μέσο βιοπορισμού, οργανωμένος τρόπος παρέμβασης στα κοινά, ορισμένες δε φορές τουλάχιστον πιο αποτελεσματικός και επιτυχής από την ευθεία πολιτική δράση, κυρίως γιατί δεν το στοιχειώνει το πολιτικό κόστος.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που η ίδια συναισθηματική ένταση έρχεται στο προσκήνιο όταν ο συγγραφέας αφηγείται τις μάχες που έδωσε ως μαχόμενος (στρατευμένος θα έλεγα αν δεν είχε κακοπάθει κι άλλο αυτή η εκ γενετής κάπως περίεργη λέξη) δικηγόρος: όταν π.χ. χαρακτηρίζει την εκτροπή του Αχελώου «μεγάλο […] περιβαλλοντικό έγκλημα» (σ. 304)ˑ όταν αναζητεί τον «κρυφ[ό] χυμ[ό] των λέξεων κατά τον χειρισμό μιας υπόθεσης (σ. 307) ή μένει «ενεός» ακούγοντας την ομιλία ενός θρησκευτικού αντιρρησία συνείδησης (σ. 310), του «μοναδικού» Βασίλη Δεδότση (σ. 297)∙ όταν χαρακτηρίζει «επαίσχυντη» μια γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για την αντισυνταγματικότητα της τότε σχεδιαζόμενης ρύθμισης της θητείας των αντιρρησιών συνείδησης (σ. 313)∙ όταν χαρακτηρίζει την υπόθεση της βασιλικής περιουσίας «Μητέρα των δικών» (σ. 332) και διηγείται πώς με «συγκίνηση» δέχθηκε την πρόταση του Γιάννου Κρανιδιώτη να συμμετάσχει στην υπόθεση αυτή (σ. 336)ˑ όταν ομολογεί ότι «δεν άντεξε να μην πάρει θέση» ως προς ένα ζήτημα (σ. 356) ή, τέλος, περιγράφει πώς, μαζί με άλλους, «ρίχτηκ[ε] με κέφι στη δουλειά» (σ. 318).
Το πιο αξιοσημείωτο είναι εδώ ότι η συναισθηματική φόρτιση δεν πλαισιώνεται από αναλύσεις για τις θεμελιακές αξίες, τα σπουδαία ιδεώδη κ.ο.κ. – παρ’ όλο που είναι φανερό ότι ο συγγραφέας έτσι νιώθει για την ελευθερία, την ισότητα, τη δημοκρατία ή τα δικαιώματα. Πηγάζει από το κείμενό του, το οποίο μιλάει μόνο του, χωρίς στόμφο, διδακτισμό και ηθικολογία.
Η ασχολία με την πολιτική δεν είναι ζήτημα «χρέους», ούτε «αποστολής» που πρέπει τάχα να εκπληρώνει κανείς για τη σωτηρία της ψυχής του. Είναι μια ενασχόληση σαν και πολλές άλλες, που έχει ωστόσο ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα: Αφορά τις ζωές όλων μας. (σ. 521)
Η αισιοδοξία της γνώσης
Καιρό γνωρίζουμε την οφειλή μας στον Νίκο Αλιβιζάτο. Σε πείσμα του μιζεραμπιλισμού της Αριστεράς, εύρισκε λόγους και αφορμές να είναι αισιόδοξος. Αντίθετα με όλους εκείνους –κι ήταν συντριπτικά περισσότεροι– που επέμεναν όχι μόνο στη διχοτόμηση της κοινωνίας σε εκσυγχρονιστές και σκοταδιστές και μάλιστα με τους δεύτερους να έχουν το πάνω χέρι, ή προέβαλαν την καχεξία της νεοελληνικής αστικής τάξης (με πρώτον από όλους τον Παναγιώτη Κονδύλη) και την υπανάπτυξη των κοινωνικών ή κρατικών θεσμών, ο Αλιβιζάτος, αντλώντας υλικό από την ιστορία, ζωγράφιζε μια πολύ πιο σύνθετη και πολύχρωμη εικόνα. Κι ακόμη βαθύτερα: έδειχνε ότι, με όλες τις υστερήσεις και τις παλινωδίες, η δημόσια σφαίρα της χώρας έχει να υπερηφανεύεται για σωρεία κατακτήσεων, ακόμη και πρωτιών.
Στο πιο αναλυτικό τμήμα του βιβλίου αυτού κάνει ένα ακόμη βήμα – σαν να συστηματοποιεί και να ολοκληρώνει τις μέχρι τώρα σκέψεις του. Παίρνοντας τη σκυτάλη από το πρόσφατο σπουδαίο βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη[2], ενός άλλου μέλους μιας ομάδας διανοουμένων –το ειδικό βάρος της οποίας τώρα έχουμε αρχίσει να συναισθανόμαστε–, φωτίζει βαθύτερες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας που την οδήγησαν πολύ νωρίς στην κατεύθυνση της δημοκρατίας και της πολιτικής ισότητας.
Οι σκέψεις του συγγραφέα για τις πολιτικές προοπτικές της χώρας μας ξεκινούν από το κεφάλαιο για τη δικηγορία. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος με τον οποίο κλείνει το κεφάλαιο αυτό: μετά μια σειρά δικηγορικών υποθέσεων με εμφανή, για τον αφηγητή, πολιτική σημασία, έρχεται η εποχή Σημίτη (σ. 358). Η επαγγελματική σφαίρα του μαχόμενου δικηγόρου βρίσκει έτσι χωρίς τριγμούς τη θέση της μέσα στη δημόσια σφαίρα. Κι όχι μόνο αυτό: η ατομική πολιτική, μέσω της δικηγορίας, πορεία του συγγραφέα συναντά μια δημόσια τροχιά, την τροχιά του Κώστα Σημίτη. Εκείνο που στα μάτια του κάνει ξεχωριστό τον Σημίτη είναι ότι αν, από τη μία πλευρά, ενδιαφέρεται για την «εξουσία για να κάνει κάτι» κι έχει «στόχους», από την άλλη, έχει «σχέδιο» (σ. 368). Στην περίπτωση του Σημίτη, είναι σαν η βούληση να συναρμόζεται με τη γνώση.
Με εναρκτήριο σημείο λοιπόν την πρωθυπουργία Σημίτη ο συγγραφέας αναπτύσσει ένα πολύ διαυγές και στέρεο επιχείρημα, που, νομίζω, έχει ως εξής: μπορούμε να αλλάξουμε (να «μεταρρυθμίσουμε») τη χώρα μας γιατί έχουμε πού να στηριχθούμε∙ έχουμε πού να στηριχθούμε γιατί η χώρα αυτή προσφέρεται σε μεταρρυθμίσεις∙ η δε χώρα αυτή προσφέρεται σε μεταρρυθμίσεις γιατί ήδη από τον 19ο αιώνα έχει αλλάξει προς το καλύτερο –προς το πολύ καλύτερο– και έχει αποδείξει ότι μπορεί να πάρει υπεύθυνα τις τύχες της στα χέρια της.
Όπως είναι φανερό, η βάση του επιχειρήματος, που δικαιολογεί την αισιοδοξία της γνώσης, είναι τα βήματα που έχει πραγματοποιήσει η Ελλάδα ως προς την εμπέδωση της δημοκρατίας:
Το παράδειγμα της Ελλάδας δείχνει ότι μια χώρα μπορεί να είναι δημοκρατική, με ανεξάρτητη καταρχήν δικαιοσύνη και σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, χωρίς να είναι απαραιτήτως και καπιταλιστική. (σ. 496)
Όμως η βαθμιαία ωρίμανση της δημοκρατίας στην Ελλάδα με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου, το 1864, πολλά χρόνια πριν από άλλες πολύ πιο προηγμένες –από οικονομική, πολιτισμική και διοικητική άποψη– χώρες της Ευρώπης (παράλληλα με την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης, το 1875) δεν είναι το τέλος του επιχειρήματός του. Αν έμενε εκεί, το επιχείρημα θα προσέκρουε σε αβίαστο αντίλογο: δεν είναι τα πολιτικά δικαιώματα προπέτασμα καπνού; Δεν λειτουργεί ψευδώνυμα ο κοινοβουλευτισμός; Πίσω από την ύπαρξη θεσμών και την ισχύ νόμων δεν διακρίνεται η εν τοις πράγμασι κυριαρχία των τζακιών και η υλική ισχύς των λίγων;
Εδώ είναι που ο συγγραφέας μάς θυμίζει ότι στη χώρα μας πύκνωσε μια «ισχυρή δημοκρατική παράδοση» (σ. 498), στοιχεία της οποίας είναι η ανάδειξη των κυβερνώντων με εκλογές, το καταρχήν αδιάβλητο των εκλογών και η υψηλή προσέλευση στις κάλπες. Η ενεργός δημοκρατική παράδοση εξηγεί την ισχνή γοητεία που έχουν ασκήσει στην κοινωνία μας τα αριστερά ή τα δεξιά ιδεώδη τα οποία εμπνέουν τις ποικίλες εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Η κύρια λειτουργία της είναι όμως ακόμη πιο θεμελιώδης: διαποτίζει τόσο το συλλογικό υποσυνείδητο και τις ατομικές ή συλλογικές πρακτικές ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε, για να χρησιμοποιήσουμε νομικούς όρους, ότι η κανονιστική ισχύς και η πραγματική ισχύς των ρυθμίσεων της πολιτικής ζωής αποτελούν στιγμές ενός συνεχούςˑ ότι, με άλλα λόγια, οι θεσμοί δεν υπάρχουν μόνο κατ’ όνομα αλλά εφαρμόζονται και στην πράξη.
Είναι όμως η δημοκρατική παράδοση τόσο ισχυρή; Ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει ορισμένες εκκωφαντικές κακοφωνίες όπως οι «δικτατορικές εκτροπές», οι «διαδοχικές πτωχεύσεις», κυρίως όμως –ιδίως σήμερα– η επιρροή δημεγερτών «μαθητευόμενων μάγων», η οξύτητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων και η πρόσδεση της δημόσιας διοίκησης στα κόμματα εξουσίας. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτά τα φαινόμενα θέτουν σε δοκιμασία την ευρετική αξία του επιχειρήματός του έτσι ώστε να κλονίσουν την αισιοδοξία του.
Στο ερώτημα αυτό ο Αλιβιζάτος καταρχήν απαντά αρνητικά. Ακόμα κι αυτός «ο ακραία πολωμένος πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός οδηγεί τελικά μπροστά, όχι όμως ευθύγραμμα, αλλά με πισωγυρίσματα» (σ. 513). Εξ ου και ο υπότιτλος του βιβλίου: η τελική διάγνωση επιμένει, παρά την περίσκεψη του ενός βήματος πίσω, ότι έχουμε κάνει δυο βήματα μπροστά.
Η ωρίμανση της κοινωνίας
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι πώς εξηγείται η ακτινοβολία που έχει ο Νίκος Αλιβιζάτος, ένας άνθρωπος με απόψεις συχνά αντιδημοφιλείς. Μια πρόχειρη απάντηση είναι η εξής: θες η παρουσία του ως συνταγματολόγου ή ως υπερασπιστή των δικαιωμάτων, θες η μετοχή του στα κοινά (από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή την καταλυτική του παρέμβαση στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής μέχρι τη συνηγορία του υπέρ της τροποποίησης του άρθρου 16 του Συντάγματος ή τις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ) εξηγούν την όλο και ευρύτερη αποδοχή των απόψεών του.
Νομίζω όμως, συντονιζόμενος με τη δική του διάγνωση για τις προοπτικές της δημοκρατίας μας, ότι η απάντηση είναι αλλού. Η ελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον τα πιο εξωστρεφή και ζωντανά στρώματά της, έχει εξελιχθεί και ωριμάσει. Οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι προ τινος, παρά τον δυναμισμό τους, δύσκολα ανέχονταν έναν ομοφυλόφιλο ή δίσταζαν να πάρουν αποστάσεις από τις αντιλήψεις περί της εθνικής αποστολής της Εκκλησίας, σήμερα τάσσονται με λιγότερους ενδοιασμούς υπέρ του σεβασμού όλων ή της ουδετερότητας του κράτους απέναντι στα θρησκευτικά δόγματα.
Αυτό που όμως μένει να κρατήσουμε από το βιβλίο του Αλιβιζάτου είναι ακόμα πιο αισιόδοξο: το βλέμμα του δεν αγκαλιάζει μόνο αυτά τα δυναμικά, ανοιχτόμυαλα και δημιουργικά στρώματα. Αντλώντας τόσο από τον αρχέγονο ανθρωπισμό της δημοκρατικής Αριστεράς όσο κι από την πλούσια παράδοση του φιλελευθερισμού, γράφει για την πορεία και τις προοπτικές μιας ολόκληρης κοινωνίας και των ατόμων που τη συναπαρτίζουν. Η πολιτική για αυτόν ως δημοκράτη αριστερό αφορά τη ζωή όλων μας και ως φιλελεύθερο καθενός από εμάς.
[1] Είναι τυχαίο που ελάχιστοι νομικοί έχουν αφεθεί στη γοητεία της περιγραφής ή της έκφρασης του ψυχισμού και των συναισθημάτων μας; Μια εξαιρετική εξαίρεση το βιβλίο του Γιάννη Τασόπουλου,, Η Κοινωνία και το Σύνταγμα στην Ελλάδα. Μεταξύ πολιτικού ενθουσιασμού και πολιτικής ευπρέπειας (Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006).
[2] Γ. Βούλγαρη, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική (Αθήνα: Πόλις, 2019).