1.
Ο σύγχρονος αναγνώστης της Ιστορίας (όσο κι άν θέλει να αποφύγει τους αναχρονισμούς) ακούει «Μουσείο» κι ο νούς-του πηγαίνει στα σύγχρονα εκθετήρια έργων τέχνης κυρίως, ενώ κατά την αρχαιότητα Μουσείον ήταν παλαιότερα μέν κέντρον λατρείας των Μουσών, αργότερα δέ μια Σχολή κι ένα ερευνητικό Κέντρο.
Στράβων (17.1.8): Τῶν δὲ βασιλέων μέρος ἐστὶ καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον περίπατον καὶ ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν, ἐν ᾦ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν.
Δηλαδή:
- Το Μουσείον ήταν τμήμα των βασιλικών ανακτόρων
- Διέθετε χώρον περιπάτου και αίθουσα για συνεδριάσεις
- Κι είχε κι ενα μεγάλο οίκημα, όπου και η κοινή αίθουσα εστιατορίου των μελών
- Τα μέλη του Μουσείου ήσαν «φιλόλογοι», δηλ. καλλιεργημένοι άνθρωποι.
Ἔστι δὲ τῇ συνόδῳ ταύτῃ χρήματα κοινὰ ―επρόκειτο δηλαδή για κοινόβιον, όπως άλλωστε ίσχυε και στις φιλοσοφικές Σχολές των Αθηνών (την Ακαδημία, το Λύκειον και τον Κήπον).
Αθήναιος (Δειπνοσοφισταὶ 5, 187d): Τὴν Ἀθηναίων πόλιν, τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον, ἣν ὁ Πίνδαρος Ἑλλάδος ἔρεισμα ἔφη.
Δηλαδή:
- Έδρα τεχνών και γραμμάτων ήταν η Αθήνα
- Ο Πίνδαρος θεωρούσε την Αθήνα στήριγμα της Ελλάδος.
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Στάικου είναι λοιπόν αφιερωμένο στο κατεξοχήν «Μουσείον» της Αλεξανδρείας, το σπουδαιότερο επιστημονικό Κέντρο της αρχαιότητας, σπουδαιότερο λόγω εύρους ειδικοτήτων και λόγω ύψους οικονομικής υποστήριξης:
-Δέν περιοριζόταν στη φιλοσοφία (ακόμη και με το σχετικώς ευρύτερο αρχαίο νόημα του όρου), αλλά καλλιεργούσε τις νέες τότε επιστήμες της Γλώσσας, την Ιστοριογραφία, τη Γεωγραφία, τη Μηχανική και την Τεχνολογία.
-Εξ άλλου, από οργανωτική και οικονομική άποψη, δέν στηριζόταν στην πρωτοβουλία ενός Ιδρυτή και στη συμβολή των Μελών, αλλα ήταν μια κρατική[1] υπόθεση.
Η πολλαπλή πρωτοτυπία, αλλά και ο πλούτος της κληρονομιάς που άφησε το Μουσείον στην ανθρωπότητα, είναι το αντικείμενο του παρουσιαζόμενου βιβλίου ― ένα αντικείμενο πολύ φιλόδοξο, όταν συγκριθεί με την πτωχεία των περί του Μουσείου διαθέσιμων πληροφοριών. Ωστόσο, ο συγγραφέας-μας αποπειράθηκε τη σχετική σύνθεση, και του οφείλομε χάριτες γι’ αυτό: το εύρος των γνώσεών-του και το γνωστό πάθος-του για τις βιβλιοθήκες αιτιολογούν τη διακινδύνευση που ανέλαβε. Χάρις σ’ αυτήν, κρατάμε τώρα στα χέρια-μας μια εν μέρει υποθετική περιγραφή τόπων και έργων ― περιγραφήν όμως. Αμφισβητήσεις παραμένουν· παίρνω όμως το θάρρος να υποστηρίξω ότι αξίζει ν’ αφήσομε τη φαντασία-μας να χαρεί όλα όσα θα ιδούμε μέσα στο βιβλίο ―πρόκειται για μιαν «εφικτή» πραγματικότητα.
2.
Πρόκειται λοιπόν για μια πλατειά σύνθεση, μιαν απόπειρα να σχηματίσεις εικόνα από ανεπαρκή αριθμό κομματιών. Εκεί έγκειται η μεγάλη συμβολή του συγγραφέα-μας. Σ’ αυτό άλλωστε οφείλεται και το ύφος της συγγραφής του. Νομίζω ότι λόγω του τεράστιου πλήθους των παραγόντων που υπεισέρχονται, ο συγγραφέας-μας μπαίνει στη θέση του αναγνώστη και σπεύδει να φωτίσει τον γύρω χώρο (και τον γύρω χρόνο) του αντικειμένου το οποίο διηγείται κάθε φορά. Κι αυτή η πρόθεση τον οδηγεί σ’ έναν (προγραμματισμένον νομίζω) πλατειασμό προς παράλληλα αντικείμενα. Ο τίτλος του βιβλίου, για παράδειγμα, υπηρετείται απ’ το περίπου 75% του κειμένου. Το υπόλοιπο 25% αφιερώνεται στις ιστορικές σχέσεις των Ελλήνων με την Αίγυπτο και τους ανατολικούς λαούς. Εικάζω οτι αυτή η οιονεί εκτροπή υπαγορεύθηκε απο δύο λόγους: (i) Ενώ η διεθνιστική πρόθεση του Αλεξάνδρου ήταν να κάμει τη Βαβυλώνα διοικητική πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας, ποιά πνευματική συγγένεια των Ελλήνων προς την Αίγυπτο έφερε την πνευματική πρωτεύουσα στην Αλεξάνδρεια; Και (ii) ποιοί άλλοι πολιτισμοί άρδευσαν το Μουσείον και τη Βιβλιοθήκη, εκτός απ’ τον ελληνικό;
Έτσι, η σύνθεση αποκτά καλύτερη συνοχή, και το βιβλίο διαβάζεται ακόμη πιό ευχάριστα. Συντελεί άλλωστε και το πλήθος των έγχρωμων εικόνων και σχεδίων μεγάλου μεγέθους: είναι 300, στο κυρίως κείμενο των 400 σελίδων. Άν προσθέσομε και τις 50 σελίδες των Σημειώσεων, και τις 50 σελίδες των Ευρετηρίων, έχομε μια ιδέα της έκτασης του πονήματος. Είναι δε σημαντική και η αναγνώριση του χρέους αυτής της έκδοσης προς τον πλούτο της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Ωνάση.
3.
Ο συγγραφέας αναφέρεται συχνά «στο όραμα του Αλεξάνδρου για την ίδρυση ενός πνευματικού κέντρου στην Αλεξάνδρεια», χωρίς ωστόσο να παραπέμπει σε κάποιο συγκεκριμένο σχετικό επεισόδιο. Επειδή συμβαίνει να συμμερίζομαι την αντίληψη για το εύλογον μιας τέτοιας ιστορικής προέλευσης του μέγιστου γεγονότος της ίδρυσης του αλεξανδρινού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης-του, νιώθω την ανάγκη να αλιεύσω μέσα απ’ το βιβλίο τα γεγονότα που στηρίζουν όντως αυτήν την αντίληψη:
Ο Αλέξανδρος ἦν καὶ φύσει φιλόλογος καὶ φιλομαθὴς καὶ φιλαναγνώστης· καὶ τὴν Ἰλιάδα […] (Ἀριστοτέλους διορθώσαντος) […] εἶχεν ἀεὶ ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 8.2). Ἀριστοτέλην θαυμάζων καὶ ἀγαπῶν οὐχ ἧττον τοῦ πατρὸς (8.4). Ὁ πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος ἀπ’ ἀρχῆς αὐτῷ ζῆλος καὶ πόθος οὐκ ἐξερρύη τῆς ψυχῆς (8.5).
Αυτή η περιγραφή του ανδρός (άν αγνοούσαμε τις στρατιωτικές-του ικανότητες) θα ήταν μάλλον επαρκής για έναν Ιδρυτή φιλοσοφικής σχολής ―ακόμη κι αν δέν λάβομε υπόψιν τις έρευνες τις οποίες ο Αλέξανδρος οργάνωσε για τη Βοτανική και τη Γεωγραφία!
Αλλ’ ο Αλέξανδρος, εκτός από πεπόνι, είχε και μαχαίρι ―έστησε ολόκληρη πόλη στ’ όνομά του, μεριμνώντας ιδιοχείρως ακόμα και για τη χάραξη οδών, ιδρυμάτων και ναών:
Καὶ ἔδοξεν αὐτῷ κτίσαι πόλιν εὐδαίμονα. Πόθος οὖν λαμβάνει αὐτὸν τοῦ ἔργου, καὶ αὐτὸς τὰ σημεῖα τῇ πόλει ἔθηκεν (Αρριανός, Γ, 1).
Και χαράσσει με τα χέρια του
- Τον χώρο των Συνελεύσεων και του Εμπορίου («Αγορά»)
- Τους ναούς των θεών (ακόμη και της Ίσιδος ―πώς θα παρέλειπε το ιερόν των Μουσών;)
- Τα τείχη της πόλεως.
Πώς θα παρέλειπε να ορίσει την ίδρυση μιας Σχολής σάν αυτήν όπου σπούδασε ο ίδιος στη Μίεζα ή σάν το Λύκειον του Δασκάλου του;..
Άλλωστε, συναντούσε και των βαρβάρων τις μεγάλες Βιβλιοθήκες, όπως ίσως του Ασσουρμπανιπάλ (25.000 πινακίδες στη Νινευή).
Φαίνεται δέ ότι ο Αλέξανδρος και οι Διάδοχοί-του είχαν και μιαν οικουμενικότερη αντίληψη περί Παιδείας και συνέβαλαν και στη συγκέντρωση ξενόγλωσσων κειμένων, για πρώτη φορά μεταφρασμένων στα ελληνικά:
- Ιστορία των Αρμενίων (μεταφρασμένη από τα «χαλδαϊκά» = συριακά), (σελ. 60)
- Ιστορία των Αιγυπτίων απ’ τον Μανέθωνα, (σελ. 61)
- Ιστορία της Βαβυλώνος απ’ τον Βηρωσσό (σελ. 63)
- Μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης (σελ. 293).
Το Μουσείο λοιπόν κι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας μπολιάσθηκαν μ’ αυτόν τον διεθνικό χαρακτήρα.
4.
Δέν είναι βέβαιον ότι όλοι-μας συνειδητοποιούμε την έκταση και την πρωτοτυπία του έργου του αλεξανδρινού Μουσείου. Σ’ αυτό ίσως να φταίει η παραδεδομένη αθηναιοκρατία, η οποία (καθώς κυριαρχεί στη σχολική διδασκαλία) τείνει να υποτιμά την πολιτισμική ανάπτυξη του Ελληνισμού μετά την κλασική περίοδο. Μια, διαγώνια έστω περιγραφή των επιτευγμάτων των Μελών του Μουσείου, την οποία παρουσιάζει ο συγγραφέας (μέσα σε περίπου 110 σελίδες), μας θυμίζει αυτό το εξαιρετικό γεγονός της αρχαίας ιστορίας. Αξίζει μάλιστα να εντάξομε αυτή τη σπουδαία δραστηριότητα μέσα στην ευρύτερη στροφή του Ελληνικού Πολιτισμού η οποία παρατηρείται κατα την ελληνιστική εποχή:
- Η εξασθένηση της «Πόλεως» και η εξάρτηση της ζωής των ανθρώπων απ’ τις πράξεις μιας συμπολιτείας ή ενός κατακτητή, μειώνει τα συλλογικά ενδιαφέροντα των μελών μιας τοπικής κοινωνίας κι αυξάνει τα περιθώρια ενασχόλησης με προσωπικά θέματα. Έτσι, στην Τέχνη (με τη σημερινή έννοια του όρου) αυξάνεται η ευαισθησία έναντι ατομικών συναισθηματικών καταστάσεων. Ενώ δε οι μνήμες των ηρώων εξασθενούν (μαζί με τους σχετικούς μύθους), μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σύγχρονα πρακτικά γεγονότα – όπως λ.χ. η Τεχνολογία.
- Η εξέλιξη της Οικονομίας και ο «Κοσμοπολιτισμός» προκάλεσαν πολύ μεγάλη αύξηση του πλήθους των επαγγελμάτων (τεχνικών και διοικητικών), με έναν κύκλο καθημερινών ενδιαφερόντων άσχετον με την παραδοσιακή Μυθολογία. Και από μια δεύτερη λοιπόν αιτία, προκύπτει μια στροφή προς νέους τομείς γνώσεων ―άρα και προς τις Επιστήμες που τους στηρίζουν.
- Τώρα πιά, η μετάδοση μνήμης και γνώσης δέν στηρίζεται κυρίως στη δημόσια απαγγελία ή τους πανηγυρικούς. Τώρα διαδίδεται το βιβλίον (πάπυρος ή περγαμηνή, οπότε αυξάνει καί το πλήθος των πληροφοριών καί το γεωγραφικό εύρος της προέλευσής των. Έτσι, αυξάνεται και η ελευθερία διάδοσης των ιδεών.
Άν λάβομε υπόψιν αυτές τις (ατελείς, έστω) διαπιστώσεις, τότε ευκολότερα κατανοούμε μερικά απ’ τα κύρια χαρακτηριστικά της Παιδείας της Ελληνιστικής Εποχής, όπως:
- Διεύρυνση εφαρμογής της Επιστημονικής Μεθόδου
- Ανάπτυξη της Τεχνολογίας
- Εξέλιξη προς συναισθηματικότερη Ποίηση και Εικαστικές Τέχνες.
5.
Αυτά τα χαρακτηριστικά νομίζω ότι το παρουσιαζόμενο βιβλίο προβάλλει περιγράφοντας το πολυσχιδές έργον του Μουσείου της Αλεξανδρείας.
- Για πρώτη φορά, η πλούσια ελληνική γραμματεία γίνεται αντικείμενο επιστημονικής γλωσσικής ανάλυσης. Οι Σοφιστές κι ο Αριστοτέλης, ιδίως αργότερα δε ο Αντίμαχος, υπήρξαν πρόδρομοι αυτής της «φιλολογικής» θεώρησης (με τη σημερινή σημασία του όρου φιλολογία). Ο ποιητής Φιλητάς όμως (~ 300 π.Χ) είναι εκείνος που ξεκίνησε στην Αλεξάνδρεια την φιλολογική έρευνα με την έκδοση του γλωσσαρίου-του Ἄτακτοι Γλῶσσαι, για νά ’ρθει ο διάσημος μαθητής-του ο Ζηνόδοτος (πρώτος Προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης) να εισαγάγει κριτήρια γνησιότητας των υπο «διόρθωσιν» κειμένων. Επι τρείς αιώνες, αυτός ο νέος επιστημονικός κλάδος (η «αλεξανδρινή φιλολογία») θα γνωρίσει μεγάλη ακμή. Ο Στάικος περιγράφει τα συστατικά αυτής της δραστηριότητας: «Διόρθωσις» (αντιβολή διαθέσιμων χειρογράφων), «Κριτικά σημεία» (οβελός, διπλή, αστερίσκος, αντίσιγμα κλπ), «Υπομνήματα» (ερμηνείες του έργου και κριτικές αιτιολογήσεις), «Συγγράμματα» (μονογραφίες σε κριτικά θέματα), αλλα και τα Λεξικά (όπως εκείνο του Φιλητά που μνημονεύσαμε πιοπάνω). Μέσα σ’ αυτό το επιστημονικό πλαίσιο οι Αλεξανδρινοί επινοούν και τον τονισμό και τη στίξη (Αριστοφάνης ο Βυζάντιος) – μια άλλη φιλολογική επανάσταση.
Οι περισσότεροι Προϊστάμενοι της Βιβλιοθήκης θα συμβάλουν καί στην ανάπτυξη αυτού του νέου επιστημονικού κλάδου – της Φιλολογίας, όπως λέμε σήμερα.
- Ωστόσο, το νέο επιστημονικό πνεύμα είχε ξεκινήσει απ’ τις Φυσικές Επιστήμες: Ο πρώτος τον οποίον προσκάλεσε ο Πτολεμαίος ο Α΄ να αναλάβει την οργάνωση του Μουσείου ήταν ο κατεξοχήν φυσιοδίφης Θεόφραστος – άσχετο άν εκείνος δέν αποδέχθηκε. Αλλα κι ο μαθητής-του στο Λύκειο, ο Στράτων ο Λαμψακηνός, όταν έφθασε στο περιβάλλον του Μουσείου στην Αλεξάνδρεια, ασχολήθηκε μόνον με έρευνες Φυσικής Φιλοσοφίας. Μπορούμε, νομίζω, να ’πούμε οτι η Φυσική επιστήμη ήταν στο πνεύμα της εποχής. Άλλωστε, κι ο τρίτος Προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης, ο Ερατοσθένης, είναι περισσότερο γνωστός για τη συμβολή-του στις θετικές επιστήμες, και λιγότερο στα Γράμματα. Το ίδιο και με τον Διοκλή (1ος αι. π.Χ), με την μεγάλη μαθηματική-του φήμη.
- Το ίδιο πνεύμα μπορούμε να ’πούμε οτι ακολούθησε και η αλεξανδρινή Ιατρική, ως ενας κλάδος ανάμεσα στην επιστήμη και την τεχνολογία. Ορθώς η σχετική βιβλιογραφία υπογραμμίζει την ενασχόληση των αλεξανδρινών ιατρών με την ιστορία της Ιατρικής (Στάικος, σελ. 201), δέν πρέπει όμως να υποτιμηθεί ο σημαντικός «τεχνολογικός» χαρακτήρας της αλεξανδρινής Ιατρικής: Ο πατριάρχης-της, Ηρόφιλος ο Χαλκηδόνιος, ήταν ο πρώτος ιατρός που πραγματοποίησε ανατόμηση ανθρώπινων πτωμάτων, με εντυπωσιακή αύξηση των γνώσεων της εποχής. Είχε δε το διανοητικό θάρρος να απορρίψει την παραδοσιακή χρήση των ιδιοτήτων θερμό-ψυχρό, υγρό-ξηρό. Ενώ ο σύγχρονός-του Ερασίστρατος θα εγκαταλείψει και την υπόθεση των περίφημων «τεσσάρων χυμών» και θα αναγνωρίσει τη λειτουργία της καρδίας ως αντλίας με δικλίδες. Ο Στάικος (σελ. 203) παρουσιάζει μια σελίδα εξωφύλλου του 1532 με τις προσωπογραφίες των δύο φημισμένων αλεξανδρινών ιατρών, δίπλα-δίπλα. Ξενοφών ο Αλεξανδρινός θα εφεύρει τον καθετήρα, ο δε βασιλικός ιατρός Ανδρέας θα εφεύρει ορθοπαιδικά μηχανήματα μέσω συστήματος κοχλιών, ενώ ο Στράτων (μαθητής του Ερασίστρατου) θα εφεύρει εμβρυουλκόν.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει οτι το τεχνολογικό πνεύμα είχε διαποτίσει την αλεξανδρινή ιατρική.
- Γεγονός εύλογον, αφού στην Αλεξάνδρεια συντελέσθηκε γενικότερα η κορύφωση της αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας. Όπως λέγαμε, η εξέλιξη της Οικονομίας, η στροφή των ενδιαφερόντων προς τα καθημερινά πρακτικά ζητήματα, καθώς και η γιγάντωση των στρατιωτικών αναγκών, μπορούν να αιτιολογήσουν αυτήν την εξέλιξη. Ωστόσο, έχει δίκιο κι ο Βιτρούβιος (ο πρώτος Λατίνος τεχνικός συγγραφέας και μεταξύ των τελευταίων «Ελλήνων» τεχνικών συγγραφέων)[2], όταν αποδίδει στην Επιστήμη («με βάση τους υπολογισμούς και τους φυσικούς νόμους») τις μηχανολογικές εφευρέσεις των Ελλήνων (I, 1.17).
Ο Στάικος δέν θέλησε φαίνεται να επεκταθεί και στο τεράστιο κεφάλαιο της αλεξανδρινής Τεχνολογίας (αφιερώνει μόνον έξι σελίδες), επειδή ίσως δέν καλλιεργήθηκε μέσα στο Μουσείον. Ωστόσο, ο Φίλων ο Βυζάντιος (μεγάλος αλεξανδρινός μηχανικός και συγγραφέας) είχε γράψει οτι είμαστε τυχεροί που έχομε βασιλιάδες που υποστηρίζουν ενεργά την Επιστήμη και την Τεχνολογία…».
Νομίζω δε οτι αυτός ο βασιλικός ευεργετισμός συνιστά (εκ των πραγμάτων) μια σύνδεση με το ευρύτερο ερευνητικό πρόγραμμα του Μουσείου.
Πάντως, για να φανεί η σημασία της αλεξανδρινής Τεχνολογίας, αξίζει να υπογραμμίσομε μερικές μόνον σπουδαίες εφευρέσεις απ’ τη χορεία των αλεξανδρινών Μηχανικών, όπως ο Κτησίβιος, ο Αρχιμήδης[3], ο Φίλων ο Βυζάντιος και ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς – έστω και χωρίς λεπτομέρειες:
- Δίχρονη εμβολοφόρος αντλία (η μέχρι χθές εν χρήσει «τουλούμπα»).
- Καταπέλτης με στρεπτικά ελατήρια.
- Ομοίωμα ουράνιας σφαίρας με ανεξάρτητη κίνηση πλανητών.
- Υδροδυναμική κίνηση καδοφόρου αντλίας.
- Ανεμοκίνηση Υδραύλεως (υδραυλικού μουσικού οργάνου).
Ανώνυμοι δε Αλεξανδρινοί Μηχανικοί υπήρξαν μελετητές και κατασκευαστές μεγάλων τεχνικών έργων, όπως
- Οι δεξαμενές καθέλκυσης (dry docks) γιγαντιαίων πλοίων
- Η διάνοιξη του «Πτολεμαϊκού Ποταμού», ο οποίος έφερε τα πλοία απ’ τη Μεσόγειο στον Αραβικό Κόλπο, στο σημερινό Σουέζ (κοντά στην τότε πόλη Αρσινόη), μέσω μηχανοκίνητου θυροφράγματος (Διόδωρος Σικελιώτης, 1.33.8).
Τέλος, το σημαντικότερο απ’ τα τεχνολογικά επιτεύγματα των Αλεξανδρινών, ίσως να ήταν η ανάπτυξη των Αυτομάτων, απ’ τον καιρό του Φίλωνος του Βυζαντίου, μέχρι τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό.
Για όλα τούτα όμως θα χρειαζόταν άλλο ενα χωριστό βιβλίο – κι ο Στάικος είχε ήδη πολλαχώς εξέλθει του Μουσείου. Και θα κινδύνευα να ’βγώ κι εγώ άν ήθελα να αναφερθώ και στην αλεξανδρινή Χημεία, μια εμπειρική Επιστήμη/Τεχνολογία, που καλλιεργήθηκε συστηματικότερα στην Αλεξάνδρεια μετά τον Θεόφραστο και τον Χρύσιππο, ύστερα απ’ τα μέσα του 3ου αι. π.Χ.
Και θέλω να αναφερθώ μόνον στον εκ Μένδης (στο Δέλτα του Νείλου) Βώλον: Δέν θα τον χάριζα στην «Παραδοξογραφία» (Στάικος, σελ. 247). Καταρχήν, πολλά απ’ τα συγγράμματά-του (φερόμενα ως έργα ενός ΨευδοΔημόκριτου) είναι αμφίβολης γνησιότητας. Ενώ άλλα ταιριάζουν με την άποψη του Συνέσιου (~ 400 μ.Χ.) οτι ο Βώλος ήταν «ἀνὴρ λογιώτατος […] συνεγράψατο βίβλους τέσσαρας Βαφικάς, περὶ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων καὶ πορφύρας» ― ακριβώς δηλαδή τα αντικείμενα των ελληνικών παπύρων Λεΰδης και Στοκχόλμης (του 3ου αιώνος μ.Χ.).
- Το παρουσιαζόμενο βιβλίο, πάντως, δίνει δικαίαν μοίραν στα Μαθηματικά, την Αστρονομία και τη Χαρτογραφία που καλλιεργήθηκαν μέσα ή σε συνεργασία με το Μουσείο. Καί στους επιστημονικούς αυτούς Κλάδους, η Αλεξάνδρεια αποδεικνυόταν πράγματι η νέα πνευματική πρωτεύουσα της Ελλάδος.
Γύρω απ’ το πυκνότατο έτος 300 π.Χ. έδρασε και ο Ευκλείδης στην Αλεξάνδρεια, εργαζόμενος στο Μουσείο. Αξίζει να σημειώσομε οτι, κατα την παράδοση, ο μεγάλος αυτός Μαθηματικός ήταν «ευγενικός, σεμνός και με αίσθηση του χιούμορ», ιδιότητες μάλλον σπάνιες στους πολύ ειδικευμένους επιστήμονες. Είναι συγκινητικό να συνειδητοποιούμε οτι τα Στοιχεῖα Γεωμετρίας του Ευκλείδου τα διδασκόμαστε μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό κι ο Στάικος περιγράφει κι όλες τις αρχαίες μεταφράσεις των Στοιχείων στα λατινικά, τα αραβικά και σ’ άλλες εθνικές γλώσσες κατα την Αναγέννηση. Δέν ξέρω δηλαδή για τον βασιλιά Αλέξανδρο, αλλα «η Αλεξάνδρεια ζεί»…
Για τη μεγαλοφυΐα του Αρχιμήδους, ο Στάικος μνημονεύει λιγότερα περιστατικά, επειδή (υποθέτω) δέν δημιούργησε μέσα στο Μουσείο. Επειδή όμως αυτός ο ανυπέρβλητος Συρακόσιος εσπούδασε στην Αλεξάνδρεια και με τους αλεξανδρινούς σοφούς συνεχώς αλληλογραφούσε, δικαίως τον περιλαμβάνει στη χορεία αυτών. Κι επιτρέψτε-μου να θυμίσω μόνον την επαναστατική «μηχανική» ευρετική-του μέθοδο (ἔφοδος) που ανήγγειλε στον Ετρατοσθένη, προκειμένου να ’βρεί το κέντρο βάρους τμήματος παραβολής, σάν να ήταν σχήμα των υφάλων ενός πλοίου! Περισσότερο Αλεξανδρινός βέβαια ήταν ο Απολλώνιος ο Περγαίος με τα υπέροχα οκτώ βιβλία-του για τις «κωνικές τομές».
Μαθηματικές κατασκευές περιλαμβάνει και η ελληνική Αστρονομία. Η θεωρία των επικύκλων του Ιππάρχου[4] (~150 π.Χ.) θα ερμηνεύσει την «παλινδρομική» κίνηση των πλανητών και θα περιληφθεί αργότερα στο κατεξοχήν αλεξανδρινό έργο Μεγίστη Σύνταξις (Αστρονομίας) του Κλαυδίου Πτολεμαίου (2ος αιώνας μ.Χ., Αλεξάνδρεια).
Με τον Πτολεμαίο άλλωστε μπαίνομε και στο κεφάλαιο της Γεωγραφίας και Χαρτογραφίας, στο οποίο ο Στάικος αφιερώνει δώδεκα εικονογραφημένες σελίδες.
Η θεμελίωση της επιστημονικής Γεωγραφίας, γνωστής απ’ την επιτομή που προσφέρει ο Στράβων (βιβλ. Α, Β), έγινε στο Μουσείον απ’ τον πολύν Ερατοσθένη, είναι δε επιστημονικώς πολύ ενδιαφέρουσα η έντονη κριτική[5] του Ιππάρχου, έναν περίπου αιώνα αργότερα), εναντίον της μεθόδου του Ερατοσθένους.
Ο Στάικος μας δίνει έγχρωμους του χάρτες της Οικουμένης κατα τον Εκαταίο τον Αβδηρίτη (~ 300 π.Χ., σελ. 208)[6], τον Ερατοσθένη (~ 250 π.Χ.. σελ. 211) και τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (~ 2ος αι. μ.Χ., σελ. 216). Άν μου επιτρέπετε, σας συνιστώ να τους συγκρίνετε λεπτομερώς ―είναι μια συγκίνηση να κατανοούμε τον ανθρώπινο αγώνα για την επέκταση της γνώσης… Και καθώς ο Στάικος είναι δυνατός στην ιστορία των αναγεννησιακών εκδόσεων των αρχαιοελληνικών βιβλίων, θα ιδείτε και των γεωχαρτογραφικών ελληνικών συγγραμμάτων την τύχη γύρω στα 1500.
6.
Συνειδητοποιώ τώρα οτι η παρουσίαση ενός βιβλίου, έστω και τόσο πλούσιου σε πληροφοριακό υλικό και σε ιδέες, έχει ίσως εκταθεί δυσανάλογα. Ενας σημαντικός λοιπόν αριθμός κεφαλαίων οφείλει να παραλειφθεί. Ωστόσο, ενας ψιλός ερανισμός απ’ το καθένα απ’ αυτά, μπορεί ίσως να αντισταθμίσει αυτήν την παράλειψη ―ενδεχομένως δε να είναι και κάπως διασκεδαστικότερος για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια.
- Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, χωρίς επίσημη θέση στο Μουσείο, υπήρξε μέγιστη φιλολογική και ποιητική προσωπικότητα. Έβαλε τάξη στο τεράστιο βιβλιακό υλικό της Βιβλιοθήκης απ’ τα πρώτα-της χρόνια. Εξέδωσε τους περιγραφικούς «Πίνακες» του υλικού αυτού (120 παπύρινοι κύλινδροι), ενώ τα έξοχα ποιητικά-του έργα διαβάζονταν συνεχώς απ’ την Ελληνιστική έως τη Βυζαντινή περίοδο ―μια ποίηση με διασταύρωση ποιητικών ειδών, βραχύλογη παρουσίαση και δείγματα εκλεπτυσμένης παιδείας. Δικά-του είναι και τα ποιήματα «Ο πλόκαμος της Βερενίκης» και το σύντομο έπος Ἑκάλη, ενώ θεωρείται οτι στην κορυφή της επιγραμματικής ποίησης, ως νέου ανεξάρτητου είδους, βρίσκεται ο Καλλίμαχος.
- Ο μαθητής-του (και προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης) Απολλώνιος ο Ρόδιος, παρά την αντίθεση του Καλλιμάχου προς την πολύστιχη ποίηση, συνέγραψε το αριστουργηματικό έπος Ἀργοναυτικά, ανανέωση αυτού του ποιητικού είδους. Στο έργο αυτό περιλαμβάνεται και ενα καλό νέο για όσους φοβούνται την Τεχνητή Νοημοσύνη: Η Μήδεια, βλέποντας το φριχτό μπρούντζινο ρομπότ, τον Τάλω, δέν τον φοβάται: «μούνη γὰρ ὀίομαι ὕμμι δαμάσσειν ἄνδρα τόν, … καὶ εἰ παγχάλκεον ἴσχει ὃ δέμας», (στιχ. 1654-1655) και του θολώνει το μυαλό κοιτώντας-τον στα μάτια (στ. 1669–1670) μέχρι να τον ρίξει κάτω (στ. 1688)…
- Για τον Ερατοσθένη τώρα (τρίτον Προϊστάμενο της Βιβλιοθήκης), αξίζει να τονίσομε την πολλαπλότητα των ειδικοτήτων και ικανοτήτων-του: Ποιητής, κριτικός, μαθηματικός, γεωγράφος και φιλόσοφος ―πένταθλον τον είχαν αποκαλέσει, ενώ ο ίδιος πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο φιλόλογος για τον εαυτό του. Η αξία-του αποδεικνύεται κι απ’ το γεγονός οτι ο Αρχιμήδης του έστελνε τα μαθηματικά-του θεωρήματα για να τα ελέγξει.
Και λέει κανεις, τί πυκνότατος τόπος η Αλεξάνδρεια…
- Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (τέταρτος Προϊστάμενος) υπήρξε δεινός φιλόλογος με τη σημερινή έννοια του όρου: Εισήγαγε εκδοτικές βελτιώσεις ―σ’ αυτόν οφείλομε και την εισαγωγή του τονισμού και της στίξης στα αρχαία κείμενα. Φαίνεται όμως οτι αποπειράθηκε να τον ξελογιάσει ο Ευμένης ο Β΄ της Περγάμου ―και ο Αριστοφάνης-μας βρήκε τον μπελά-του.
- Ο τελευταίος λόγιος Προϊστάμενος υπήρξε ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ (~ 180 π.Χ.), που απέκτησε φήμην για τα λεπτομερή κριτικά «υπομνήματα» πάνω στα έργα που εξέδιδε, για τους πολλούς μαθητές-του και για την ατημελησία της εμφάνισής του.
- Το κακό είναι που, μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Ϛ΄, ο σφετεριστής του θρόνου Πτολεμαίος Η΄ (ένας κακόζηλος χοντρομπαλάς), έδιωξε όλους τους λογίους του Μουσείου και όρισε ως Προϊστάμενο έναν στρατιωτικό ονόματι Κύδα, ενώ πάντως ο ίδιος ο βασιλεύς ενδιαφερόταν, λέει, για την πνευματική καλλιέργεια. Άντε βγάλε άκρη…
Ο Στάικος (πολύαθλος κι αυτός) άφησε τελευταίο ενα κεφάλαιο που του είναι επαγγελματικώς οικειότερο: τη χωροταξία και την αρχιτεκτονική της Αλεξάνδρειας και της Βιβλιοθήκης, παρ’ όλον οτι πρόκειται για θέμα με τις λιγότερες διαθέσιμες γραμματειακές ή αρχαιολογικές πληροφορίες. Είπαμε όμως: άς έχομε κάτι στα χέρια-μας ως μια «εφικτή» πραγματικότητα.
Προς τούτο, τις διαθέσιμες πληροφορίες θα τις συμπληρώσει με τους ακόλουθους τρόπους:
- Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική των ελληνικών πόλεων που είχαν (επαν)ιδρυθεί μετά την απελευθέρωση απ’ τον περσικό ζυγό, όπως η Έφεσος, η Μίλητος και η Κνίδος
- Ευλόγως θα εφαρμοζόταν το Μιλήσιον (Ἱπποδάμειον) ρυμοτομικό σύστημα
- Όπως όλες οι μεγάλες πόλεις, η Αλεξάνδρεια θα είχε δύο λιμένες
- Το μεγαλειώδες όλων των ιδεών του Αλεξάνδρου και των Διαδόχων θα εκφραζόταν και με μια (ποσοστιαίως) μεγάλη έκταση των ανακτορικών κτιρίων
- Καθώς δέν διασώθηκε κανένα κοσμικό κτίσμα στην Αλεξάνδρεια, η ιδεατή ανασύσταση των κτιρίων στρέφεται αφενός μέν προς τα λίγα διαθέσιμα δείγματα δημοσίων κτιρίων της Μακεδονίας του 5ου αιώνος π.Χ., αφετέρου δέ στον πλούτο των ταφικών μακεδονικών κτιρίων: το μέγεθός-τους και η συμβολική χρηστικότητά-τους αυξάνει την πιθανότητα μεγάλης ομοιότητας με κτίρια κοσμικού χαρακτήρα.
Εξ άλλου, ο Στάικος μας θυμίζει και το γεγονός οτι ήδη απ’ τις αρχές του 4ου αιώνος π.Χ., υπάρχουν ενδείξεις οτι η ελληνική αρχιτεκτονική δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην εξωτερική εικόνα του κτίσματος, ανεξαρτήτως της χρηστικότητάς του. Οι καμπύλες γραμμές (κόγχες, αψίδες ή και κυκλικά οικοδομήματα) αντικαθιστούν ενμέρει την κυριαρχία της ευθείας γραμμής.
Με το σύνολο αυτών των δεδομένων, το παρουσιαζόμενο βιβλίο περιγράφει την «εφικτή» Αλεξάνδρεια, περιέχει δε και χάρτες που έχουν κατα καιρούς προταθεί σχετικώς, χωρίς όμως να τους συγκρίνει κριτικώς, αφού ο κύριος στόχος του βιβλίου είναι πολύ ειδικότερος, το Μουσείον και η Βιβλιοθήκη.
Γι’ αυτό το κτιριακό συγκρότημα όμως ο συγγραφέας-μας ευλόγως προτείνει την αναμενόμενη ομοιότητα του συγκροτήματος με τη Σχολή της Μιλήτου και με το αριστοτελικό Λύκειον των Αθηνών, με το οποίο το Μουσείον θα έχει ουσιώδεις δεσμούς μέσω κοινών επιστημόνων. Έτσι ο Στάικος (κρατώντας σειρά απο επιμέρους επιφυλάξεις) θα μας προτείνει μια κάτοψη του συγκροτήματος, καθώς και μια σειρά απο προόψεις και προσχέδια βιβλιοστασίου για παπύρινους κυλίνδρους ― όλα καμωμένα «διά χειρός του».
Η Βιβλιοθήκη όμως δέν διασώθηκε. Καταλαβαίνομε δε καλύτερα το μέγεθος της απώλειας, πειθόμενοι στις διαβεβαιώσεις των ειδικών οτι μόνον πενιχρό ποσοστό της αρχαιοελληνικής γραμματείας διαθέτομε!
Ποιος την «πυρπόλησε» λοιπόν την πολύτιμη Βιβλιοθήκη;
Ο συγγραφέας-μας αναφέρεται (πολύ συνοπτικώς) στη σχετική βιβλιογραφία, φαίνεται δε να καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα.
- Μέχρι τους τελευταίους Πτολεμαίους (την Κλεοπάτρα Ζ΄ και τον Πτολεμαίο ΙΓ΄), το όλον ανακτορικό συγκρότημα δέν φαίνεται να έχει υποστεί οποιαδήποτε καταστροφή
- Δέν τεκμηριώνεται «πυρπόληση» της Βιβλιοθήκης ούτε απ’ τον Καίσαρα ούτε κατά τις πολιορκίες Αυρηλιανού και Διοκλητιανού
- Πιθανολογείται όμως μια σταδιακή αφαίμαξη της Βιβλιοθήκης απ’ τους Ρωμαίους κατα τους αιώνες της ρωμαϊκής κατοχής της Αλεξάνδρειας
- Πιθανολογείται επίσης καταστροφή πολύτιμων συγγραμμάτων κατα τους διωγμούς εναντίον των εθνικών απ’ τους Χριστιανούς
- Δέν επιβεβαιώνεται η άποψη (μιάς μόνον) αραβικής πηγής (πολύ μεταγενέστερης) περι καταστροφής της Βιβλιοθήκης απ’ τον χαλίφη Ομάρ[7]
- Η τελική φθορά και εξαφάνιση του εναπομείναντος πλούτου της Βιβλιοθήκης οφείλεται πιθανώς στην μεταγενέστερη εγκατάλειψη και την πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ: Οραματίζομαι τη θαυματουργή ουτοπία που θα επιτρέψει «να ιδούμε» όλο το υπέδαφος της Αλεξάνδρειας χωρίς να θίξομε τα σημερινά κτίρια και τις εκατοντάδες χιλιάδες κυβικά μέτρα των μπαζωμάτων. Αυτό θα είναι άλλο ένα δώρον της Αιγύπτου προς την ανθρωπότητα.
[1] Γνωρίζω την άποψη που έχει ακουσθεί «δέν ήταν κρατική, ήταν μια προσωπική βασιλική υπόθεση»· αλλ’ άς μου επιτραπεί να θεωρώ αυτήν την άποψη κάπως αναχρονιστική.
[2] Στο βιβλίο-του De Architectura (Περι της Κατασκευαστικής) περιλαμβάνει περισσότερες απο εκατό ελληνικές αναφορές.
[3] Εσπούδασε στην Αλεξάνδρεια, και με αλεξανδρινούς σοφούς αλληλογραφούσε αργότερα.
[4] Ο «κρίκος» του Ιππάρχου (σελ. 232) ήταν απο κρατέρωμα (μπρούντζο). Ο ορείχαλκος περιέχει τον άγνωστο στους Έλληνες ψευδάργυρο.
[5] Ένα απ’ τα θέματα είναι και το ενιαίον της στάθμης της θάλασσας στη Μεσόγειο αφενός και εκτός των Στηλών και στην Ερυθρά θάλασσα αφετέρου (Στράβων, Α΄. III, 13).
[6] Στην επόμενη έκδοση του βιβλίου, θα συμπληρωθούν (όπου λείπουν) μερικές ενδείξεις προέλευσης του εικονογραφικού υλικού.
[7] Άλλωστε, το σχεδόν συνεχές ενδιαφέρον των χαλίφηδων για την ελληνική γραμματεία δέν ενισχύει την εκδοχή της αραβικής πυρπόλησης.