Μια ζωή γεμάτη τόλμη: έτσι τιτλοφορείται η βιογραφία του Κρις Γούντχαούζ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Και αναμφίβολα δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ζωή πιο πλήρη από εκείνη του βρετανού αντάρτη, μυστικού πράκτορα, διπλωμάτη, βουλευτή, βιομηχάνου και συγγραφέα που είχε ενεργή εμπλοκή στα ελληνικά – και στα ιρανικά – πράγματα. Ο δευτερότοκος γιος του λόρδου Τέρινγκτον αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς εκείνης των νεαρών αριστοκρατών Βρετανών με τις καλές σπουδές και τη, συνήθως, στέρεα κλασική παιδεία που περιελάμβανε γνώση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών, λογοτεχνία, ιστορία κ.λπ., και που ο πόλεμος τους άλλαξε μια για πάντα τη ζωή και τα όνειρα που είχαν γι’ αυτήν, κι ας ήταν ο ίδιος, όπως χαρακτηριστικά λέει, «ο μοναδικός άνθρωπος στην Αγγλία που πίστευε πως [ο Τσάμπερλαιν] θα γύριζε πίσω [από το Μόναχο] έχοντας εξασφαλίσει την ειρήνη στην εποχή μας».
Η εποχή που έζησε ο Κρις Μοντάγκιου Γούντχαουζ υπήρξε κάθε άλλο παρά ειρηνική. Τα τελευταία ειρηνικά χρόνια του Μεσοπολέμου, συμπίπτουν με τα χρόνια των σπουδών του, τις οποίες, όπως του είχε πει μια χειρομάντισσσα, θα άφηνε πίσω στα 23 του, για να μην επιστρέψει ποτέ σ’ αυτές. Και είναι η Αθήνα η πόλη στην οποία βρισκόταν όταν, περιδιαβάζοντας τους δρόμους κάτω από την Ακρόπολη, θα άκουγε από ένα ραδιόφωνο τη λεπτή τσιριχτή φωνή του Τσάμπερλαιν, «που θρηνούσε την κατάρρευση των ψευδαισθήσεών του και των δικών μου». Στην Αθήνα τον βρήκε και το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ αργότερα ακολούθησε τις υποχωρούσες δυνάμεις στην Κρήτη και, κατόπιν, στην Αίγυπτο.
Το φθινόπωρο του 1942, ο Γούντχαουζ έπεσε με αλεξίπτωτο στη δυτική Στερεά Ελλάδα, ως υπαρχηγός της βρετανικής αποστολής που, με διοικητή τον Έντυ Μάγιερς και σε συνεργασία με τις αντάρτικες ομάδες του Ζέρβα και του Βελουχιώτη, προχώρησε στη σημαντικότερη επιχείρηση δολιοφθοράς στην Ελλάδα, την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Ο Γούντχαουζ αφηγείται με ρέοντα λόγο και ευχάριστη γραφή, διανθισμένη με έντονο βρετανικό χιούμορ και με ιστορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, την όλη επιχείρηση, από τη στιγμή που, μόνος φεύγει να συναντήσει τον Ζέρβα και τελικά κατορθώνει να φέρει και τον Βελουχιώτη στην ομάδα για να πραγματοποιήσουν μαζί το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ελληνικής αντίστασης στην Κατοχή.
Ενδιαφέρουσα είναι και η μαρτυρία του για τους ανθρώπους που συνάντησε: τον Ζέρβα, τον Βελουχιώτη, τον Μαρίνο, τον Μυριδάκη, τον καπετάν Νικηφόρο. Πάνω απ’ όλα είναι Βρετανός, αλλά στην Ελλάδα αναπτύσσει μια βαθιά οικειότητα με τον τόπο και τους ανθρώπους του, κάτι που δεν συνέβη π.χ. στο Ιράν, όπου βρέθηκε δέκα χρόνια μετά.
Στη δίνη του εμφυλίου
Η σύμπνοια του Γοργοποτάμου τελείωσε γρήγορα. Και ο «Ευάγγελος», όπως τον αποκαλούσε ο Ζέρβας, Γούντχαουζ, ουσιαστικά χωρίς πληροφόρηση από τους ανωτέρους του, προσπαθούσε να συμβιβάσει τις αντίπαλες αντιστασιακές ομάδες, που είχαν ξεκινήσει ανοιχτό πόλεμο μεταξύ τους, Την ίδια στιγμή οργάνωνε, με τη βοήθεια του Μάγιερς, επιχείρηση παραπλάνησης συμμάχων και αντιπάλων («Επιχείρηση Ζώα», στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Κιμάς»), γύρω από μια υποτιθέμενη απόβαση στην Ελλάδα, που θα λειτουργούσε ως αντιπερισπασμός στην όντως σχεδιαζόμενη απόβαση στη Σικελία. «Η εξαπάτηση είχε επιτυχία αλλά οι συνέπειες ήταν πολύ βαριές», ομολογούσε ο Γούντχαουζ. Στο μεταξύ, παρέμενε στα ελληνικά βουνά και, μεταξύ άλλων, συντόνισε την παράδοση του αντιστρατήγου Αντόλφο Ινφάντε και της ιταλικής μεραρχίας Πινερόλο στο Περτούλι Θεσσαλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943.
Και στα Δεκεμβριανά ήταν στην Ελλάδα,, αλλά όχι στην Αθήνα, αφού ο στρατηγός Σκόμπι δεν θεωρούσε φρόνιμο ο Γούντχαουζ να βρίσκεται στην πόλη. Έτσι τις κρίσιμες ημέρες του πρώτου δεκαημέρου του Δεκεμβρίου, ο Γούντχαουζ ήταν στην Ήπειρο, με σκοπό να συγκρατήσει τον Ζέρβα «πριν κάνει καμιά επιπόλαιη κίνηση». OΖέρβας και οι δυνάμεις του τελικά υποχώρησαν. Οι άντρες του «δεν έχουν τα κότσια για εμφύλιο πόλεμο», λέει ο βρετανός σύνδεσμος Ωστόσο, ο Σκόμπι έμεινε ευχαριστημένος, αφού η επίθεση του Σαράφη και του Βελουχιώτη στον Ζέρβα στέρησε από τον ΕΛΑΣ πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις που, αν βρίσκονταν στην Αθήνα, ίσως η μάχη του Δεκεμβρίου να είχε διαφορετική τροπή.
Λίγο αργότερα, τελικά ο Γούντχαουζ έφτασε στην Αθήνα, κοντά στον βρετανό πρέσβη Ρέτζιναλντ Λίπερ. Με την οικογένεια που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει, νυμφευόμενος μια όμορφη χήρα με τρία παιδιά, εγκαταστάιθηκε στο Μαρούσι. Τότε ήρθε σε επαφή με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό αλλά και με τον Γιώργο Σεφέρη, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Ο πρώην αντάρτης δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα με την κοινωνική πλευρά της ζωής της βρετανικής πρεσβείας, κάνοντας συχνές γκάφες. Γενικώς, έχοντας συνηθίσει την περιπέτεια, έδειχνε να δυσκολεύεται μάλλον, και σίγουρα να μη βλέπει με μεγάλο ενθουσιασμό το ενδεχόμενο μιας διπλωματικής καριέρας. Έμεινε στην Ελλάδα ώς το 1946. Θα επέστρεφε το 1950 για λίγο. Αλλά η δράση πλέον ήταν αλλού.
Η ιρανική περιπέτεια
Ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ ήταν πρωθυπουργός του Ιράν το διάστημα 1951-53. Ανατράπηκε με πραξικόπημα που οργανώθηκε από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Στην ανατροπή του είχε αναμειχθεί και ο Γούντχαουζ.
Το Ιράν, από τον 19ο αιώνα, βρέθηκε υπό διπλή επιρροή, των Ρώσων στο Βορρά και των Βρετανών στο Νότο. Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο σάχης Ρεζά Χαν φλέρταρε με τις δυνάμεις του Άξονα και τη Γερμανία, με αποτέλεσμα την πραξικοπηματική ανατροπή του, για την οποία συνεργάστηκαν η Βρετανία και η ΕΣΣΔ. Στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του, ο Ρεζά Παχλεβί.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο πλανήτης ζούσε τον πυρετό του πετρελαίου. Η Αγγλο-Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου (ΑΙΕΠ) είχε αποκτήσει το δικαίωμα εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στο νότιο άκρο της χώρας, ενώ το 1933 υπέγραψε συμφωνία με την τότε ιρανική κυβέρνηση, που προέβλεπε διάρκεια ισχύος της εκμετάλλευσης 60 ετών. Βάσει της συμφωνίας αυτής, το Ιράν θα έπαιρνε ποσοστό 10% με 20% από τα συνολικά κέρδη. Όταν ο Γούντχαουζ εγκαταστάθηκε στη χώρα, όπου λίγο αργότερα έφερε και την οικογένειά του, η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Πρωταγωνιστούσε ο εθνικιστής πρωθυπουργός Μοχάμεντ Μοσαντέκ, οπαδός της εθνικοποίησης των πετρελαίων, που ο Γούντχαουζ χαρακτήριζε «δραστήρια, θεατρική, κωμικοτραγική φιγούρα», και πρώτο μεγάλο ηθοποιό στην ιστορία του Ιράν». Δεν είχε άδικο. Παροιμιώδεις έχουν μείνει οι εμφανίσεις του ηλικιωμένου ιρανού πρωθυπουργού με πιτζάμες, ακόμη και στο Ματζλίς, το ιρανικό κοινοβούλιο, όπως κι οι ψεύτικες λιποθυμίες του ή το συχνό του ξέσπασμα σε δάκρυα, δημοσίως.
Όμως ο Μοσαντέκ ήταν απέναντι στον φιλοβρετανό, και γενικότερα φιλοδυτικό πλην άτολμος σάχη. Και μαζί του είχε το κομμουνιστικό κόμμα Τουντέχ (με στενή επιρροή από την ΕΣΣΔ) και τον αγιατολάχ Κασανί με τους φανατικούς μουσουλμάνους.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δουλειά του Γούντχαουζ ήταν να προστατέψει όσο καλύτερα μπορεί τα συμφέροντα της βρετανικής αποικιοκρατίας. Το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, και ιδίως κατορθώνοντας να εμπλέξει στο ζήτημα τους Αμερικανούς –που δεν έβλεπαν με καλό μάτι, σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου, τον πιθανό κίνδυνο αύξησης της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Μετά την άνοδο στην προεδρία των ΗΠΑ του στρατηγού Αϊζενχάουερ, ήρθησαν οι όποιες επιφυλάξεις και, τελικά, με αμερικανοβρετανική συνεργασία, ο Μοσαντέκ πραξικοπηματικώς ανετράπη.
Για τον Γούντχαουζ, η ανατροπή του Μοσαντέκ ήταν δίκαιη, καθόσον ο πρώην πρωθυπουργός του Ιράν ήταν γαιοκτήμονας και «οι μεγαλογαιοκτήμονες είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του σάχη». Στην επιτυχία του πραξικοπήματος συνέβαλε η γενικευμένη πίστη των Ιρανών σε μια θεωρία συνωμοσίας: πως ό,τι γίνεται στη χώρα τους, ακόμη και η άνοδος του Μοσαντέκ και η εθνικοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, γινόταν λόγω της βούλησης της Βρετανίας. Πάντως, στην κοινή συνείδηση των Ιρανών ο Γούντχαουζ αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Ενδεικτική είναι η χρήση από τον ίδιο τον Γούντχαουζ μιας μαρτυρίας του Σεφέρη από δεξίωση σε διπλωμάτες στη Βηρυτό, όταν ένας Ιρανός ρώτησε: «Πείτε μου, τι είχατε εναντίον μας και ήρθατε και κάψατε την Περσέπολη;».
Βενιζελικός!
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γουντχάουζ έχει κι άλλες εκπλήξεις. Έχει ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο, να διαβάζει κανείς έναν βρετανό λόρδο να αυτοπροσδιορίζεται ως «βενιζελικός στα 12 του», ξεκινώντας να αναφερθεί στο πώς τελικά προέκυψε η ενασχόληση του με την πολιτική. Ιδιαίτερη είναι η προσέγγισή του και για τα βρετανικά πολιτικά κόμματα, τους Φιλελεύθερους που πλέον του φαίνονταν απωθητικοί, το Συντηρητικό και το Εργατικό Κόμμα, σχηματισμούς τους οποίους εκτιμούσε εξίσου. Πάντως, δεν κρύβει ότι στις εκλογές του 1945 ταλαντεύτηκε σχετικά με το ενδεχόμενο να κατεβεί υποψήφιος με το Εργατικό Κόμμα, τελικά όμως έκλινε προς το Συντηρητικό.
Ανάμεσα σε άλλα, ο Γούντχαουζ περιγράφει και την έντονη ανάδειξη του Κυπριακού, όταν υποστήριξε (μάλλον χλιαρά, πάντως) ως λύση την Ένωση. Πάντως, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την ΕΟΚΑ «τρομοκρατική οργάνωση». Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, με τη βρετανική κυβέρνηση να παρακολουθεί απαθής, καίτοι εγγυήτρια δύναμη, τον έπεισε ότι, τελικά, έπρεπε να είχε αντιδράσει εντονότερα το 1959. Αλλά ήταν, γενικώς, δυσαρεστημένος με την κατάσταση στη Βρετανία, που συστηματικά παρήκμαζε.
Η δικτατορία του 1967, για την οποία έγραψε και βιβλίο, τον βρήκε να δραστηριοποιείται αποφασιστικά εναντίον των συνταγματαρχών, εντυπωσιασμένος πάντως από το πώς κάποιοι πρώην κομμουνιστές, όπως ο γενικός γραμματέας Τύπου και θεωρητικός των συνταγματαρχών Γεώργιος Γεωργαλάς, θεώρησαν πως «το καλύτερο ύστερα από μια κομμουνιστική δικτατορία είναι μια δεξιά δικτατορία». Επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1969 για να πάρει συνέντευξη από τον Παττακό, την οποία μετέδωσε το BBC, με τον δικτάτορα να αυτογελοιοποιείται, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια. Ενδιαφέρουσα επίσης ήταν η συνάντηση που περιγράφει ο Γούντχαουζ με τον Ανδρέα Τζίμα, άλλοτε πολιτικό κομισάριο στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ και μετέπειτα αποβληθέντα από το Κόμμα στην Οχρίδα. Σταθερή ήταν και η στάση του για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου όσο και για την τουρκική εισβολή: η Βρετανία δεν τίμησε την υπογραφή της.
Ο Γούντχαουζ δεν είναι ένας αντικειμενικός παρατηρητής αλλά ένας άνθρωπος που συμμετέχει και συνδιαμορφώνει, ώς ένα βαθμό, τα γεγονότα τα οποία περιγράφει. Ο συνιδρυτής του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου, όπως ο Γούντχαουζ αναφέρει, έλεγε ότι «δεν ήταν ο Τσώρτσιλ και το Φόρεϊν Όφις αλλά ο Μάγιερς και ο Γούντχαουζ που θα σώσουν την Ελλάδα από τον κομμουνισμό». Χαρακτηριστική είναι κι η εκτίμησή του ότι ήδη, από το 1943, οι κομμουνιστές «με δυσκολία έκρυβαν την πρόθεσή τους να καταλάβουν όλη τη χώρα προτού επιστρέψουν οι Σύμμαχοι».
Ιδιαίτερα επικριτικός είναι με τη στενομυαλιά της βρετανικής γραφειοκρατίας, τόσο του Φόρειν Όφις όσο και, λιγότερο, της MI6, για τον κοντόφθαλμο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την ελληνική κατάσταση. Αντίστοιχα, και στην περίπτωση του Κυπριακού αλλά και κατά τη διάρκεια της χούντας, επέκρινε δριμύτατα τη βρετανική πολιτική. «Μπορεί να ήμουν ξένος», λέει, «πουθενά αλλού όμως δεν αισθανόμουν τόσο πολύ σαν στο σπίτι μου, όσο στην Ελλάδα». Σ’ αυτό συνηγορεί όχι μόνο η δράση του και το διαρκές ενδιαφέρον για τη χώρα που ήξερε από την εποχή που πήγαινε στον παιδικό σταθμό, όταν η δασκάλα του μετέφραζε στα αγγλικά την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, αλλά από τα πολλά βιβλία, ιστορικού κυρίως περιεχομένου που έγραψε και που εξιστορούσαν όχι μόνο τη δράση του αλλά και τον Αγώνα του 1821, τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τον Ρήγα Φεραίο ή τον Γεμιστό Πλήθωνα αλλά και τον Καραμανλή.
Ίσως γιατί, τελικά, ο Κρις Μοντάγκιου Γούντχαουζ, ο «Ευάγγελος», υπήρξε πάντα (κατά την ευφυή διατύπωση του Γεωργίου Καρτάλη) «ο Εγγλέζος που μιλάει τα ελληνικά καλύτερα απ’ όσο πρέπει».