Όποια και όποιος από το συνάφι των ανθρωπιστικών επιστημών στο παγκόσμιο χωριό των γραμμάτων θελήσει να συζητήσει σήμερα τη διαπλοκή ιστορικής νοήσεως και αφηγηματικής ποιήσεως –και σε τέτοιου τύπου ερωτήματα οδηγεί τους αναγνώστες του το δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε, το οποίο εξέδωσαν οι εκδόσεις Πόλις–, μια από τις πρώτες αναφορές που θα βρει δεν μπορεί παρά να είναι αυτή στον Χέυντεν Γουάιτ (Hayden White), τον αειθαλή μελετητή των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κόρες της Μνημοσύνης και του Δία, που η εικονογραφική συνήθεια τις θέλει να συνοδεύονται συχνά από παρόμοια προσδιοριστικά, την πλάκα της γραφής, τον κύλινδρο ή τον κώδικα και το κονδύλι: ανάμεσα δηλαδή στη μούσα του ιστορικού κλέους, την Κλειώ, και την καλλιεπή Καλλιόπη, τη μούσα του έπους και της ρητορικής τέχνης. Δεν πρόκειται φυσικά για ό,τι, με την κοινολεκτούμενη σημασία, θα ονόμαζε κανείς ύφος, για το αν δηλαδή κάποια ή κάποιος ιστορικός τα αξίζει τα εύσημα της καλολογίας. Ό,τι θα ενδιέφερε πρωτίστως είναι το, κατά Χέυντεν Γουάιτ, περιεχόμενο της μορφής ή, τηρουμένων των πολλών αναλογιών, ο συλλογισμός εντός της μορφής, σύμφωνα με τον Ιβάν Γιαμπλονκά (Ivan Jablonka), για να επανέλθουμε έτσι στις εκδόσεις Πόλις, που εξέδωσαν έναν μόλις μήνα πριν από τη Λούνα το Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία σε μετάφραση Ρίκας Μπενβενίστε.
Ας παραθέσω από το «μανιφέστο» αυτό εδώ, εισαγωγικά, ένα παράθεμα, στο οποίο o Γιαμπλονκά παραθέτει τον Μαρξ μέσω Ζωρζ Περέκ, που επίσης, όπως μας έχει θυμίσει η Λίζυ Τσιριμώκου στην εισαγωγή της στη μετάφραση του Σκέψη/Ταξινόμηση του Περέκ (σ. 13), «θα θελήσει να ανασυστήσει συστηματικά την ιστορία των δικών του, το γενεαλογικό του δένδρο, στηριζόμενος κατά βάση στις μαρτυρίες της θείας του και άλλων συγγενών, όσων απέμειναν μετά την “τελική λύση”»: Το μέσο αποτελεί μέρος της αλήθειας, όπως και το αποτέλεσμα. Η αναζήτηση της αλήθειας οφείλει και αυτή να είναι αληθινή (σ. 333).
Η επιστροφή απ’ τα στρατόπεδα
Μα τι γυρεύει, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, η Λούνα, η αφανής και η αγράμματη, σε αυτή την απροσδόκητη συντροφιά της Κλειώς, που θα τη διασώσει από την αφάνεια, και της Καλλιόπης, που θα βάλει τα δυνατά της σε ένα εν μέρει εξ αρχής καταδικασμένο εγχείρημα: κανείς δεν θα μάθει, γράφει η Μπενβενίστε, πώς ένιωσε, πώς ένιωθε η Λούνα (σ. 17), της οποίας η απογραφή στη Θεσσαλονίκη μετά τα στρατόπεδα είχε ως εξής:
Δηλώνει ημερομηνία άφιξης 4 Σεπτεμβρίου 1945 και επάγγελμα «οικοκυρά». «Κτηματική περιουσία: Όχι. Συγγενική περιουσία: Όχι. Εργάζεσθε; Όχι. Γραμματικαί γνώσεις: Αγράμματος. Επανεγκατασταθήκατε στην κατοικία σας: Όχι. Κατοικία: Συγγρού 37 [το προσωρινό καταφύγιο της Συναγωγής Μοναστηριωτών]. Σημείωση: Μόλις έφτασε εκ Πολωνίας. (σ. 94-95)
Η απάντηση για το τι γυρεύει σε αυτή τη συντροφιά είναι απλή. Έτσι το θέλησε η αναζήτηση της αλήθειας της ιστορικού Ρίκας Μπενβενίστε. Δουλειά των αναγνωστών, διαβάζοντας το δοκίμιό της, τη δοκιμή της ιστορικής βιογραφίας της Λούνας Γκατένιο, είναι να σκεφτούμε γιατί το θέλησε έτσι και πώς το κατόρθωσε, και μάλιστα χωρίς να σκοντάψει ο ιστορικός συλλογισμός της στις τροπές μιας ρητορικής επιδεικτικής για τα θύματα, δικανικής για τους θύτες και παραινετικής στην υπόθεση της μνήμης και της δικαιοσύνης, χωρίς φαντασιώσεις ταύτισης, χωρίς ξόρκια, χωρίς νοσταλγία, όπως γράφει η ίδια (σ. 17)· στην προμετωπίδα άλλωστε του βιβλίου συναντά ο αναγνώστης ένα ακόμη χωρίο του Ζορζ Περέκ:
Ζωή είναι να περνάς από τον ένα χώρο στον άλλο, προσπαθώντας (όσο μπορείς) να μη σκοντάφτεις.
Οργανωμένη σε 11 κεφάλαια, η ιστορική αφήγηση στη Λούνα αναπτύσσεται στα κεφάλαια 3 έως 10 με μνημοτεχνικό νήμα τους χώρους τους οποίους διάβηκε η Λούνα Γκατένιο χωρίς να σκοντάψει· τα περιεχόμενα του βιβλίου αποτυπώνουν την κατασκευή της καταλογικής αφήγησης από τον μεσοπολεμικό συνοικισμό «151» του λαουτζίκου (σ. 31) των Εβραίων μιας Θεσσαλονίκης που πάσχιζε να γίνει μοντέρνα (σ. 39), την οδό Διοικητηρίου 5 και την αναγκαστική μετακόμιση στα γκέτο του Ρεζή Βαρδάρ και του Βαρώνου Χιρς, στον άλλο πλανήτη (σ. 51) των στρατοπέδων της εκτόπισης (Άουσβιτς-Μπλοκ 10, Άουσβιτς-Μπίρκεναου, Μπέργκεν-Μπέλσεν), και από εκεί πίσω στις διαδοχικές οδούς της γενέθλιας πόλης (Οδός Συγγρού 37, Παρασκευοπούλου 3, Σπάρτης 49, Σαρανταπόρου 19, Κίμωνος Βόγα 83) ίσαμε το εβραϊκό νεκροταφείο, που με το παρένθετο επίθετο (νέο) στοιχειώνει τη μνήμη της εκσυγχρονισμένης πλέον πόλης της ανοικοδόμησης. Την αφηγηματική αυτή ακολουθία πλαισιώνουν δύο κεφάλαια, επιγραφόμενα στα εβραιο-ισπανικά της Λούνας, το δεύτερο και το ενδέκατο, στα οποία η ομοδιηγητική αφηγήτρια της βιογραφίας κάνει συστηματικότερη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου – χωρίς αυτό να σημαίνει πως και στα υπόλοιπα δεν θα δώσει το παρών, ιδίως σε εκείνα για τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα που οι προσωπικές αναμνήσεις έρχονται να συνυφανθούν με τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες και τα αρχειακά τεκμήρια της ιστορικού (που θα τα τεκμηριώσει εξαντλητικά στις πολυάριθμες σημειώσεις του τόμου, όπως συνομιλούν με τις δυσεπισκόπητες σχετικές έρευνες), αλλά και με εκείνο το κουτί με φωτογραφίες και κάποια πιστοποιητικά που δόθηκαν στη συγγραφέα μετά την κηδεία της Λούνας. Για το κουτί θα διαβάσουμε στο τέλος της εξιστόρησης, και σε αυτό είχε βρει η αφήγηση το ενδόσιμο για να αναδιπλωθεί ως ιστορική βιογραφική έρευνα και ως συγγραφική περιπέτεια.
Τα Εγώ της αφήγησης
Με το δεύτερο κεφάλαιο («Luna, sos tu;») το εγώ της αφήγησης, της έρευνας-συγγραφής, συστήνεται ως ένα εγώ της μαρτυρίας για το εσύ της βιογραφούμενης (Η Λούνα μιλούσε ελληνικά με έντονη προφορά και πολλά λάθη, που άλλοτε με ντρόπιαζαν ανομολόγητα και άλλοτε με διασκέδαζαν. Στο παιδικό μου μυαλό, η θεία Λούνα δεν απείχε πολύ από τη χαρακτηριστική φιγούρα των ευθυμογράφων του Μεσοπολέμου, τον «θείο Έζρα», που έχει πάρει λάθος λεωφορείο γιατί δεν ήξερε να διαβάσει στα ελληνικά τον προορισμό του, σ. 20), αλλά και ως ένα εγώ της εξιστόρησης, που αναστοχάζεται την αφηγηματική μέθοδό του και, εντός της πλατιάς κοίτης της égo-histoire, αναλύει και αναλύεται: Πώς να διηγηθώ την ιστορία του βίου της; Εγώ, που ποτέ δεν της ζήτησα να μου την αφηγηθεί η ίδια. Για να μην τη στενοχωρήσω; Ή μήπως να μη στενοχωρηθώ; (σ. 20). Αυτό το δεύτερο εγώ θα παρακολουθεί διακριτικά, πάντα σε δεύτερο πλάνο, την εξιστόρηση του βίου της Λούνας, επισημαίνοντας κάποτε κάποια κενά της πληροφόρησής μας (Άραγε ο Σαμ, ο άντρας της, παρουσιάστηκε στην πλατεία Ελευθερίας για την απογραφή και υπέμεινε το μαρτύριο και τον εξευτελισμό εκείνη τη μέρα του Ιούλη που ο ήλιος έκαιγε;, σ. 44), αλλά και θέτοντας και ξαναθέτοντας τα ερωτήματα εκείνα που κινητοποιούν τον στοχασμό στη Λούνα, για τη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση: Τι να είναι αυτό που την κρατά στη γενέθλια πόλη; (σ. 117). Όταν πολλούς άλλους η πατρική γη δεν μπορεί να τους κρατήσει μετά την καταστροφή και μεταναστεύουν, καθώς η απώλεια του σπιτιού κλονίζει το αίσθημα του ανήκειν στο κοινωνικό σύνολο, σε μια πατρίδα (σ. 90) και οι «όμηροι» («hostages») παραμένουν «άστεγοι» («homeless»), αυτή επιστρέφει πάντα, μετά τα λιγοστά ταξίδιά της στο Ισραήλ, στο αναμεταξύ μας, στην εβραϊκή κοινωνικότητα της μνήμης και του πένθους που τιτλοφορεί το ενδέκατο κεφάλαιο της βιογραφίας: «Yorando entre mozotros». Ίσως και κάπως έτσι, με τα λόγια της Ρίκας Μπενβενίστε στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο «Αφανείς», η ιστορική αφήγηση όταν δεν προϋποθέτει μια δήθεν γνωστή ιστορία, [...] μπορεί, αν μη τι άλλο, να έχει μια στοχαστική λειτουργία (σ. 17).
Ακριβώς επειδή η Ρίκα Μπενβενίστε δεν ασκεί τη βιογραφία ως εικονογράφηση, δίκην παραδείγματος, ενός εκ των προτέρων γνωστού «ιστορικού πλαισίου», μιας γενίκευσης, αλλά ως ιστορικό πρόβλημα που διερευνά τις εντάσεις ανάμεσα στα ατομικά πεπρωμένα και το κοινωνικό σύστημα, πίσω από τα γενόμενα της ιστορίας διακρίνεται σαν σε σκιά η υπόσχεση, το πένθος και η ριζοσπαστικότητα των αριστοτελικών οία αν γένοιτο της ποιήσεως, αυτών που θα μπορούσαν να συμβούν (ή να είχαν συμβεί), των εναλλακτικών, ενδεχόμενων ή και ματαιωμένων ιστοριών του βίου. Το στημόνι της Κλειώς του ιστορικού συλλογισμού για τον αφανισμό των Ελλήνων Εβραίων και το συναίσθημα της μοναξιάς μετά την Απελευθέρωση καθώς και της συμπτωματολογικής επίσκεψης των λέξεων (των ευφημισμών των ναζί, των αποκρύψεων της γλώσσας της γραφειοκρατίας, των ιδιαίτερων ιστορικών διαδρομών των όρων, λ.χ. εκείνων της «ομήρου» ή της «αγωνίστριας της Αντίστασης», όσων δεν λένε τα πράγματα με το όνομά τους) συναντά έτσι το υφάδι της Καλλιόπης, της δομημένης μορφής και της ζυγιασμένης έκφρασης, καθώς η ιστορική νόησις αποσκοπεί πέρα από τα καθ’ έκαστα προς το ανθρωπολογικό και ηθικό καθόλου που είχε κάποτε ανατεθεί στη φιλοσοφικότερη από την ιστορία ποίησιν – για να ξανασκεφτούμε τις σχέσεις ανάμεσα στα μέρη, ανάμεσα στα μέρη και το όλον, όπως διαβάζουμε στη Λούνα (σ. 12).
Η Λούνα πάντα εργάζεται
Ας μου επιτραπεί η καταληκτική αλληγορία: κάπως έτσι το ύφος, που ξεκινήσαμε αντιδιαστέλλοντάς το στην κοινολεκτούμενη σημασία της καλολογίας, ξαναβρίσκει το ετυμολογικό του βάθος, την πράξη της ύφανσης, και αναδεικνύει, σχεδόν παραμυθητικά, την καλυμματού Λούνα Γκατένιο, τη μοδίστρα από δεκαπέντε χρονών, με τη μηχανή Σίνγκερ στο σπίτι πρώτα, έπειτα στο κομάντο εργασίας του ραφείου, μετά τον εφιάλτη των ιατρικών πειραμάτων στο Μπλοκ 10, καθώς το να ξέρεις μια τέχνη σε βοηθά να επιβιώσεις στο στρατόπεδο, αλλά και τέλος ράβοντας και πάλι στα νέα της νοικοκυριά, ακόμη και παραβιάζοντας για χάρη της «ανιψιάς» την αργία του Σαββάτου. Γράφει η Ρίκα Μπενβενίστε δίνοντάς μας ένα πορτρέτο που λέει περισσότερα από χίλιες φωτογραφίες:
Διότι η Λούνα πάντα εργάζεται. Ράβει καλύμματα σε σπίτια και τελειώνει τη δουλειά στο δικό της σπίτι. Μερικές φορές, μάλιστα, συνοδεύει τις πελάτισσες στο κατάστημα για να τις συμβουλέψει και να ψωνίσουν τα σωστά μέτρα. Έχει σημασία αν το ύφασμα είναι «διπλόφαρδο», αν έχει ρίγες, ανθάκια, ή αν είναι μονόχρωμο. Πιάνει το ύφασμα με τον δείκτη και τον αντίχειρα, χαϊδεύει το βελούδο στη φορά του, εκτιμά την ποιότητα· γνωρίζει ποικιλίες και ονομασίες και καταλαβαίνει αν αξίζει την τιμή του. Είναι προσεκτική, δεν πρέπει να αγοραστεί παραπανίσιο ύφασμα, ούτε και να λείψει. Η κουρτίνα δεν πρέπει να σέρνεται ούτε και να είναι κοντή, το ύφασμα στην πλάτη της πολυθρόνας να στρώνει ακριβώς, αν περισσέψει ύφασμα να γίνουν μαξιλάρια. Δουλεύει στο σπίτι της (σ. 147).