Στον Βαγγέλη Δ. Πανταζή (1947-2017)
Η επιδρομή του γερμανικού φύλου των Ερούλων στη νότια Ελλάδα το 267/8 μ.Χ. θα προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές στην καρδιά του αθηναϊκού άστεως. Θα αναγκάσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν τον οχυρωματικό περίβολο της κλασικής πόλης που μόλις πρόσφατα είχαν επιδιορθώσει και επεκτείνει («βαλεριάνειο τείχος») και να κατασκευάσουν πρόχειρα ένα νέο, το οποίο περιέκλειε μια πολύ μικρότερη έκταση της ρωμαϊκής πόλης γύρω από το λόφο της Ακρόπολης.[1]
Ο μακρύς τέταρτος αιώνας της Αθήνας
Ανάμεσα στα κατεστραμμένα κτίρια και τα απογυμνωμένα ιερά, οι κάτοικοι της παλαιάς Ελλάδας ζούσαν και πάλι με τη βεβαιότητα ότι μια ευγενική μοίρα τούς είχε επιτρέψει να φανούν αντάξιοι του ένδοξου παρελθόντος τους.
Είχε προηγηθεί μια εικοσιπενταετία ανασφάλειας κατά την οποία οι Έλληνες είχαν κληθεί επανειλημμένως να επανδρώσουν τα βαλκανικά περάσματα προς το Νότο και να υπερασπιστούν την ελευθερία τους στο στενό των Θερμοπυλών. «Σαν κάποια θεϊκή δύναμη να ορίζει οι Έλληνες να υπερασπίζονται την ελευθερία τους κατά των βαρβάρων εισβολέων της Ελλάδας στη θέση αυτή»∙ με αυτά τα λόγια ο ρωμαίος στρατηγός και κυβερνήτης της επαρχίας, Μαριανός, απευθύνεται προς τους συγκεντρωμένους έλληνες πολιτοφύλακες το έτος 262, σύμφωνα με ένα νέο απόσπασμα των Σκυθικών του Αθηναίου ιστορικού Ερέννιου Δέξιππου.[2] Ως απόρροια της θετικής έκβασης εκείνης της μάχης, ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός τη μεθεπόμενη χρονιά θα γίνει ο τελευταίος ρωμαίος αυτοκράτορας που θα επισκεφθεί επίσημα την Αθήνα για τα επόμενα τετρακόσια χρόνια, θα εκλεγεί επώνυμος άρχοντας, θα του παραχωρηθεί η αθηναϊκή πολιτεία και θα μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια, κατά μίμηση των προκατόχων του. Παράλληλα με την ενίσχυση των ελληνικών οχυρώσεων από τους αυτοκράτορες Βαλεριανό και Γαλλιηνό, γιορτάζονται τα Ελευθέρια, η πανελλήνια γιορτή εις ανάμνησιν της μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.), φαντάζεται κανείς, με νωπές τις μνήμες των τελευταίων ελληνικών επιτυχιών. [3]
Ακόμα και όταν οι Αθηναίοι το 268/9 αντίκρισαν τα ερείπια της πόλης τους επιστρέφοντας από τα γύρω υψώματα και νησιά, ίσως να ένιωθαν και πάλι ότι ζούσαν στην εποχή του Θεμιστοκλή. Ο ιστορικός Δέξιππος είχε ο ίδιος οργανώσει βιαστικά ένα σώμα 2.000 ανδρών και βρισκόταν πιθανότατα στο λόφο του Αιγάλεω με σκοπό να αιφνιδιάσει με ενέδρα τον αντίπαλο, έχοντας ταυτόχρονα οπτική επαφή προς τη θάλασσα από όπου αναμενόταν να καταφθάσει ο ρωμαϊκός στόλος με επικεφαλής έναν ακόμη Αθηναίο ονόματι Κλεόδημο. «Είναι μια ευγενική μοίρα το να επεκτείνουμε τη δόξα της πόλης μας, να γίνουμε εμείς οι ίδιοι για όλους τους Έλληνες ένα παράδειγμα του θάρρους και της αγάπης της ελευθερίας και να κερδίσουμε τώρα και στο μέλλον μια αθάνατη φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους» θα τους πει. [4] Οι βάρβαροι εισβολείς θα νικηθούν και θα απωθηθούν προς τα βόρεια όπου ο ρωμαϊκός στρατός θα διασκορπίσει τα υπολείμματά τους.
Η ανοικοδόμηση λοιπόν των ελληνικών πόλεων αμέσως μετά τα Σκυθικά συντελείται υπό το πνεύμα ενός επώδυνου αλλά ένδοξου ιστορικού déjà vu, όπως υποδεικνύει, μεταξύ άλλων, ένα επίγραμμα από το Γύθειο το οποίο ξεκινά με τους πρώτους στίχους του διάσημου επιγράμματος του Σιμωνίδη για τη μάχη του Μαραθώνα και, στη συνέχεια, αναφέρει ότι ο νεκρός είχε χάσει τη ζωή του πολεμώντας στη θάλασσα κατά των βαρβάρων, παραπέμποντας προφανώς στα πολεμικά γεγονότα των ετών 267/8 ή 269.[5] Την ίδια περίοδο, ή λίγο αργότερα, ένα δημόσιο κενοτάφιο με ένα ακόμη επίγραμμα του Σιμωνίδη, αφιερωμένο στους Μεγαρείς πεσόντες των Μηδικών των ετών 480/79, επισκευάζεται από τον αρχιερέα Ελλάδιο στην αρχαία αγορά της πόλης των Μεγάρων.[6]
Ας μεταφερθούμε τώρα εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, όπου ένας ακόμη βαρβαρικός στρατός θα απειλήσει τις πόλεις της παλαιάς Ελλάδας. Ο Ευνάπιος (475-6, 482) μας πληροφορεί ότι «ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις Θερμοπύλες, σα να λάμβανε μέρος σε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σ’ εκείνον τις πύλες της Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών θεσμών άρχισαν να κλονίζονται». Προσθέτει ότι ο ιεροφάντης Νεστόριος είχε προφητεύσει την καταστροφή των ιερών, τη διακοπή των πατρογονικών λατρειών και τον αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδας, και επίσης αναφέρει το θάνατο πολλών γνωστών του. Οι Θερμοπύλες αφύλακτες, το τέλος της Ελλάδας και των αρχαίων λατρειών προδιαγεγραμμένο με τη συνεργασία χριστιανών μοναχών ή, όπως παραδίδει ο εθνικός ιστορικός Ζώσιμος (5.5.2-5.7.1), του ίδιου του διοικητή της φρουράς των Θερμοπυλών και του ανθυπάτου της Ελλάδας.[7]
Εύκολα κανείς μπορεί να διακρίνει τις αλλαγές σε σχέση με το 265 και το 269. Η διάχυτη αίσθηση ενός findesiècleστον Ευνάπιο και στον Ζώσιμο στην περί του Αλαρίχου διήγησή τους δεν είναι συμπωματική. Αντανακλά μια ευρεία πεποίθηση των περισσότερων εθνικών συγγραφέων του ύστερου τετάρτου, πέμπτου και έκτου αιώνα, όπως του Λιβάνιου, του Ιουλιανού, του Ολυμπιόδωρου, του Παλλαδά ή του Δαμάσκιου, οι οποιοι θεωρούν ότι η παρακμή του ρωμαϊκού κράτους οφείλεται κυρίως στην εγκατάλειψη των πανάρχαιων λατρειών και στην εξάπλωση του χριστιανισμού. Αν και η εισβολή του Αλάριχου στην Ελλάδα βρήκε την Αθήνα και τις υπόλοιπες πόλεις ανυπεράσπιστες, η σύγχρονη έρευνα υποστηρίζει ότι υπήρξε σαφώς λιγότερο καταστροφική σε σχέση με τις προγενέστερες εκτιμήσεις των μελετητών.[8] Πέρα όμως από τα ιστορικά γεγονότα, οι αναφορές αυτές στην παλαιά Ελλάδα και τα σύγχρονα δεινά της περιείχαν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό για τους γαλουχημένους στο κλασικιστικό πνεύμα των αυτοκρατορικών χρόνων εθνικούς συγγραφείς, για τους οποίους οι πόλεις της κλασικής Ελλάδας και τα ιερά τους –με κορυφαία την Αθήνα– κατείχαν τη θέση της πνευματικής τους πατρίδας και ενός απαράμιλλου ηθικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού προτύπου.[9] Υπό την έννοια αυτή, η παράλληλη αναζήτηση των πραγματικών γεγονότων και ο καθορισμός των κύριων παραμέτρων της όποιας ιδεολογικής χρήσης τους οφείλουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της ανάλυσης των ιστορικο-αρχαιολογικών πηγών.
Κωνσταντίνος και παλαιά Ελλάδα
Αφού θέσαμε λοιπόν τα όρια του μακρού τέταρτου αιώνα της Αθήνας μεταξύ δύο καταστροφικών επιδρομών, θα πρέπει να επισημάνουμε ένα ακόμη ιστορικό ορόσημο: την αναβάθμιση της επαρχίας της Αχαΐας (ενν. Ελλάδας νοτίως της Θεσσαλίας) σε ανθυπατικής, έπειτα από σύντομο διάστημα υποβιβασμού της κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας. Αυτό φαίνεται να συνέβη είτε το 314 κατά τη διάρκεια της συμβασιλείας Κωνσταντίνου και Λικινίου ή, το πιθανότερο, το 317, όταν οι πόλεις του Ιλλυρικού (νότια Βαλκάνια) περιήλθαν υπό τον έλεγχο του Κωνσταντίνου.[10] Ο Κωνσταντίνος, συνεπώς, αποδίδει εκ νέου στην παλαιά Ελλάδα μια ιδιαίτερα τιμητική θέση μεταξύ των υπόλοιπων επαρχιών, μαζί με την Αφρική και την Ασία. Ο εντυπωσιακός αριθμός ανδριάντων προς τιμήν του αυτοκράτορα και των γιων του ακόμα και από τις πιο ασήμαντες πόλεις και τα ιερά της επαρχίας πιθανόν να σχετίζεται με το γεγονός αυτό, αλλά και με την εδραίωση της μονοκρατορίας του έπειτα από μεγάλο διάστημα συνεχών δυναστικών και στρατιωτικών κρίσεων για την αυτοκρατορία.[11]
H Αθήνα θα τιμήσει τον νέο αυτοκράτορα με την απόδοση του τίτλου του στρατηγού των οπλιτών (υπεύθυνου για την διανομή σίτου) και με την ανάθεση αγάλματος με αναμνηστική επιγραφή, γεγονός το οποίο, όπως σχολιάζει ο Ιουλιανός στο Εγκώμιό του για τον Κωνστάντιο, έδωσε στον Κωνσταντίνο περισσότερη χαρά απ’ ό,τι η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσαν να του αποδώσουν.[12] Εκείνος θα ανταμείψει την πόλη μοιράζοντάς της αρκετές χιλιάδες μεδίμνους σιταριού ετησίως. Σε μία ανάλογη χειρονομία θα προβεί και ο γιος του Κώνστας, αλλά και ο Ιουλιανός, όπως θα υποστηρίξω παρακάτω. Ο Κώνστας (337-50) θα παραχωρήσει κάποια όχι ασήμαντα νησιά στην Αθήνα με σκοπό να προσφέρουν την παραγωγή τους σε σιτάρι ως φόρο στην πόλη (Ευν. 492). Αφορμή για την δωρεά αυτή υπήρξε το τέλος της σύντομης παραμονής του χριστιανού ρητοροδιδασκάλου Προαιρέσιου που δίδασκε στην Αθήνα στην αυλή του αυτοκράτορα στη Γαλατία.
Στα χρόνια αμέσως μετά τη νίκη του επί του Λικινίου φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια της ειδωλολατρικής αριστοκρατίας της Αθήνας. Αντιστοίχως, η αθηναϊκή ελίτ προσδοκά να αποκομίσει οφέλη για την πόλη και την ίδια. Δύο επιφανείς Αθηναίοι συνδέονται στενά με τον αυτοκράτορα. Ο πρώτος είναι ο Νικαγόρας Μινουκιανού, δαδούχος της Ελευσίνας, ο οποίος θα ταξιδέψει μέχρι την Κοιλάδα των Βασιλέων στην Αίγυπτο το 326 και θα χαράξει δύο ακιδογραφήματα στον τάφο του βασιλιά Ραμσή VI μνημονεύοντας και τον ευεργέτη του, τον ευσεβέστατο Κωνσταντίνο, ο οποίος του παρείχε και τα χρήματα του ταξιδιού. Ο δεύτερος είναι ο ιστορικός Πραξαγόρας, ο οποίος θα συγγράψει μια εγκωμιαστική ιστορία του Κωνσταντίνου σε δύο βιβλία, από την οποία ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται, ενώ ο ιστορικός και ρήτορας Ονάσιμος, οποίος καταγόταν είτε από τη Σπάρτη είτε από την Αθήνα, θα συγγράψει επίσης ένα εγκώμιο για τον αυτοκράτορα.[13]
Ως προς τον πραγματικό σκοπό του «επιδοτούμενου» ταξιδιού του Νικαγόρα στην Αίγυπτο, ο GarthFowdenυποθέτει ότι, εκτός από χειρονομία αβρότητας προς την αθηναϊκή αριστοκρατία, στόχος ήταν η εξασφάλιση και μεταφορά δύο οβελίσκων, οι οποίοι αργότερα θα στηθούν στον ιππόδρομο της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, καθώς και της στήλης από πορφυρίτη για το άγαλμα του Κωνσταντίνου στο forumτου στην Κωνσταντινούπολη.[14] Γνωρίζουμε ότι ο αυτοκράτορας έστειλε αξιωματούχους στις διάφορες επαρχίες της Ανατολής επιδιώκοντας είτε την άμεση «απαλλοτρίωση» είτε τη μεταφορά στη νέα πρωτεύουσα των θησαυρών και των έργων τέχνης των αρχαίων ιερών, καθώς και τη δήμευση γαιών. Οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου φαίνεται πως επισκέφθηκαν την παλαιά Ελλάδα και απέσπασαν, μεταξύ άλλων, το πανελλήνιο μνημείο της μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.), τον τρικάρηνον όφιν, από τους Δελφούς, και ένα σύμπλεγμα των Μουσών από το ιερό τους στις Θεσπιές.[15]
Σε σύγκριση με άλλες περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου υπήρξαν ιδιαίτερα φειδωλοί ως προς τη μεταφορά αρχαίων θησαυρών και ιερών αντικειμένων από τις πόλεις της Ελλάδας, γεγονός το οποίο ίσως θα πρέπει να αποδώσουμε στις καλές σχέσεις τους με το παλαιοελλαδικό κατεστημένο. Μάλιστα, τόσο οι Δελφοί όσο και το ιερό των Μουσών, από τα οποία αποσπώνται τα μνημεία αυτά, ανεγείρουν ανδριάντες προς τιμήν του αυτοκράτορα και των μελών της οικογένειάς του, ενώ επίσης γνωρίζουμε ότι ο Κωνσταντίνος θα δείξει ιδιαίτερη εύνοια προς τον ιερέα του Πύθειου Απόλλωνα, Φλάβιο Φελικιανό, και την οικογένειά του.[16] Την ίδια στιγμή, ο Νικαγόρας Μινουκιανού, ένας επιφανής Αθηναίος και δαδούχος της Ελευσίνας, θα εμπλακεί πιθανόν στη μεταφορά ιερών θησαυρών από την Αίγυπτο για λογαριασμό του αυτοκράτορα.
Τα παραπάνω στοιχεία μάς οδηγούν στην υπόθεση ότι η αφαίρεση των θησαυρών πραγματοποιήθηκε με τη συγκατάθεση των ελληνικών πόλεων, πρακτική που είχε επαναληφθεί και στο παρελθόν. Κατά συνέπεια η εύνοια του Κωνσταντίνου προς την ειδωλολατρική άρχουσα τάξη της Ελλάδος πιθανόν δεν συντελέστηκε άνευ όρων, αλλά επέβαλε τις αναγκαίες, θα λέγαμε, στοχαστικές προσαρμογές. Αντιστοίχως, οι κάτοικοι της Ελλάδας απέβλεπαν σε ανταλλάγματα από τον αυτοκράτορα, είτε με τη μορφή χρηματικών δωρεών και φοροαπαλλαγών είτε με διορισμούς στην αυτοκρατορική διοίκηση.
Τα συγκεκριμένα μνημεία από τους Δελφούς και το βοιωτικό ιερό απηχούν τα δύο κύρια στοιχεία της εικόνας της Ελλάδας στα αυτοκρατορικά χρόνια: την απαράμιλλη δόξα των Μηδικών και την πνευματική ακτινοβολία της κλασικής Ελλάδας, σημεία αναφοράς με τα οποία κάθε αυτοκράτορας επιδίωκε να ταυτιστεί. Γι’ αυτό το λόγο ο αθηναίος ιστορικός Πραξαγόρας, όπως ήδη αναφέραμε, θα γράψει τη βιογραφία του Κωνσταντίνου μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, αναπλάθοντας τη σύγκρουση Κωνσταντίνου και Λικινίου το 324, έτσι ώστε να παραπέμπει στις ιστορικές αφηγήσεις της ναυμαχίας της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. και του Υδάσπη ποταμού το 326 π.Χ.
Δεν χωρά λοιπόν αμφιβολία ότι οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κολακεύσουν τον νέο αυτοκράτορα προσδίδοντας έναν διαχρονικό, πανελλήνιο χαρακτήρα στις πρόσφατες νίκες του, παραλληλίζοντάς τες με τα Μηδικά και την εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ασία.[17] Κατά αντίστοιχο τρόπο θα πρέπει να ερμηνευτεί η μεταφορά και τοποθέτηση σε περίοπτη θέση στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης του πανελλήνιου μνημείου της μάχης των Πλαταιών. Έτσι, λοιπόν, ο Μαραθώνας και οι Πλαταιές δεν αποτελούσαν μόνο εκλεπτυσμένες αναφορές στο πλαίσιο ρητορικών αγώνων, αλλά αποδεικνύονταν το ισχυρότερο διπλωματικό κεφάλαιο των Ελλήνων απέναντι στη νέα εποχή.
Ιουλιανός
Η είδηση της διαδοχής του Κωνστάντιου από τον Ιουλιανό στον αυτοκρατορικό θρόνο (Νοέμβριος 361) θα πρέπει να έγινε δεκτή από τους Αθηναίους με ένα μείγμα χαράς και ανακούφισης. Είχαν ήδη ταχθεί με το μέρος του σφετεριστή λίγους μήνες νωρίτερα, ενώ τους ήταν σαφές ότι ανοιγόταν πλέον ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για τη συγκρότηση μιας προνομιακής σχέσης με τον αυτοκράτορα και το νέο κέντρο της αυτοκρατορικής εξουσίας, τη γενέτειρα του Ιουλιανού, Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιουλιανός ήταν ήδη alumnus (έστω και για λίγους μήνες, από το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο του 355) των φιλοσοφικών σχολών της πόλης και μύστης των ελευσινίων μυστηρίων. Μεταξύ πολλών άλλων εγκωμίων, αποκαλούσε την Αθήνα «τὴν ἀληθινὴν ποθοῦντι καὶ ἀγαπῶντι πατρίδα». Κατά τη σύντομη παραμονή του εκεί είχε προλάβει να συνδεθεί στενά με σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, μεταξύ άλλων με τον ιεροφάντη και θεουργό Νεστόριο, τους ρητοροδιδάσκαλους Ιμέριο και Προαιρέσιο, τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πρίσκο και τον συμφοιτητή του και μεταγενέστερο κυβερνήτη Συρίας Κέλσο, τους οποίους είχε ήδη καλέσει ή θα καλούσε αργότερα κοντά του.[18] Από το Σίρμιο (σημ.: Σρέμσκα Μιτρόβιτσα) ή τη Ναϊσσό (σημ.: Νις), τον Οκτώβριο του 361 θα απευθύνει διακηρύξεις στις πόλεις της Ιλλυρίας και της Ελλάδος, μεταξύ άλλων την Αθήνα (η μόνη που σώζεται), την Κόρινθο, τη Σπάρτη και τη Ρώμη. Θα δεχτεί επίσης πρεσβευτές της πόλης, η οποία τάχθηκε αμέσως στο πλευρό του, ενώ εκείνος θα διατάξει το άνοιγμα των ναών και την τέλεση θυσιών.[19] Σε συνεργασία μάλιστα με τον κυβερνήτη της Ελλάδας, το 361, θα συγκεντρώσει στόλο στο λιμάνι των Κεχραιών, με σκοπό να επιτεθεί στον Κωνστάντιο.[20]
Mετά το θάνατο του Κωνστάντιου, ο Ιουλιανός θα στείλει τον Νεστόριο, θείο άνδρα σύμφωνα με τον Ευνάπιο, πίσω στην Ελλάδα, παρέχοντάς του ό,τι θέλει και δίνοντάς του βασιλικά δώρα και ακολουθία για να φροντίσει τα ιερά της Ελλάδας. Το ενδιαφέρον του Ιουλιανού για την παλαιά Ελλάδα και ιδιαίτερα για την Αθήνα επιβεβαιώνουν με γενικές αναφορές και οι Μαμερτίνος και Λιβάνιος.[21]
Η αναστήλωση των αρχαίων ιερών της παλαιάς Ελλάδας από τον Ιουλιανό συνάγεται και από μια κάπως δυσνόητη αναφορά του Ευναπίου (493) σε ένα επεισόδιο μεταξύ του Προαιρέσιου και του Νεστόριου, συνεπώς δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα. Στο απόσπασμα αυτό, το οποίο επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες, αναφέρεται ότι ο Προαιρέσιος, θέλοντας να αποφύγει μια πιο ευθεία ερώτηση αναφορικά με τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουλιανού παρακαλεί τον Νεστόριο να προβλέψει για πόσο διάστημα ο αυτοκράτορας θα προσφέρει τη φιλανθρωπία τους προς τους Έλληνες, καθώς ο αυτοκράτορας κατέγραψε τη γη την οποία παραχωρώντας την θα τους ανακούφιζε από τους φόρους.[22] Είναι πιθανόν εδώ ο Ευνάπιος να εννοεί τις δημόσιες γαίες, τις οποίες οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου είχαν προηγουμένως αποσπάσει από πόλεις και ιερά. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η αποκατάσταση των δημόσιων γαιών στις πόλεις με σκοπό τη συντήρηση των δημοσίων κτιρίων και των ιερών υπήρξε μέρος της ευρύτερης πολιτικής του Ιουλιανού.[23] Ωστόσο, (α) λαμβάνοντας υπ’ όψη τις δωρεές σε σιτάρι προς την Αθήνα του Κωνσταντίνου και του Κώνσταντος, (β) την προηγούμενη αναφορά σε ακολούθους του Ιουλιανού που στέλνονται στην Ελλάδα και (γ) διαβάζοντας εδώ τον όρο Έλληνες ως πρωτίστως τους κατοίκους της παλαιάς Ελλάδας, η συγκεκριμένη πληροφορία αποκτά τοπικό χαρακτήρα και υπογραμμίζει τη συνέχεια της αυτοκρατορικής παράδοσης παραχώρησης προνομίων, ταυτόχρονα όμως συνιστά και απόπειρα πλήρους αντιστροφής της πολιτικής κατασχέσεων του Κωνσταντίνου στην περιοχή.
Θα μπορούσε η ανακατασκευή του Παρθενώνα μετά από παλαιότερη καταστροφή του από πυρκαγιά να συσχετιστεί με τις δωρεές του Ιουλιανού προς την Αθήνα; Ο Μανώλης Κορρές θεωρεί την υπόθεση αυτή, η οποία είχε προταθεί παλαιότερα από τον Ιωάννη Τραυλό, ως την ορθότερη. Σωστά ο Κορρές θεωρεί προβληματική την υπόθεση της ανακατασκευής του κτιρίου μέσα στον 5ο αιώνα.[24] Σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Ζώσιμου (4.18.3) για τη θεουργική τελετή του Νεστόριου κάτω από το άγαλμα του Παρθενώνα, θεωρώ ως πιθανότερο ενδεχόμενο το κτίριο να ανακατασκεύστηκε πριν τo 375, ανεξάρτητα αν καταστράφηκε από την επιδρομή των Ερούλων ή από κάποια άλλη αιτία. Έχει εκφραστεί επίσης η άποψη ότι ένα στωικό οικοδόμημα στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, το οποίο χτίζεται μέσα στον τέταρτο αιώνα, μπορεί να συνδέεται με τα βασιλικά δώρα του αυτοκράτορα Ιουλιανού, υπόθεση που δεν μπορεί να αποκλειστεί δεδομένου του ότι αφιερώματα προς το ιερό μαρτυρούνται την ίδια περίοδο έπειτα από αρκετές δεκαετίες σιωπής.[25]
Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσειςο Ιουλιανός θα προβεί και στην πολιτική αποκατάσταση και επιστροφή στην πόλη τους δύο επιφανών πολιτώντης Κορίνθου, οι οποίοι με πρόσχημα την πίστη στους αρχαίους θεούς,σύμφωνα με τον Λιβάνιο,είχαν κατηγορηθεί άδικα και είχαν εξοριστεί από τους ανθρώπους τουΚωνστάντιου.[26] Το παρακάτω απόσπασμα από επιστολή του Λιβάνιου στον Ιουλιανό για την αποκατάσταση του Αριστοφάνη από την Κόρινθο μας παρέχει έναν περιεκτικό ορισμό του όρου Έλλην (ο αρχαιόθρησκος, ο μορφωμένος και ο ελλαδίτης), στον οποίο επίσης σκιαγραφείται ο τρόπος με τον οποίο οι πεπαιδευμένοι εθνικοί του τέταρτου αιώνα προσελάμβαναν την παλαιά Ελλάδα (Λογ. 14.27).[27]
Πρῶτον μὲν Ἕλλην ἐστίν, ὦ βασιλεῦ· τοῦτο δ’ἐστὶν ἕνα τῶν σῶν εἶναι παιδικῶν. Οὐδεὶς γὰρ οὕτω τῆς αὑτοῦ πατρίδος ἐραστής, ὡς σὺ τοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐδάφους ἐνθυμούμενος ἱερὰ καὶ νόμους καὶ λόγους καὶ σοφίαν καὶ τελετὰς καὶ τρόπαια ἀπὸ βαρβάρων. (Πρώτα απ’όλα, βασιλιά μου, είναι Έλληνας, και αυτό [ενν. Έθνος] είναι από τα αγαπημένα σου. Διότι κανείς δεν είναι μεγαλύτερος εραστής της πατρίδας του, όπως εσύ της ελληνικής γης, ανακαλώντας στην μνήμη λατρείες και νόμους, και [σπουδαίους] λόγους και σοφία, ιερές τελετές και τρόπαια κατά βαρβάρων.)
Πρόθεση του Λιβάνιου ήταν επίσης να παρουσιάσει τον Αριστοφάνη ως μάρτυρα της πίστης του. [28] Πέρα από τις αναφορές στα αρχαία ιερά και τα μνημεία της σοφίας και του πολιτισμού που ανέδειξε η κλασική Ελλάδα, η ανάμνηση των Μηδικών, όπως είδαμε και στην περίπτωση του Κωνσταντίνου, παραμένει βασικό συστατικό του συμβολικού φορτίου της παλαιάς Ελλάδας. Έτσι, ο Ιμέριος, σε ένα λόγο του με αφορμή την άφιξη νέων μαθητών του στην Αθήνα (Λογ. 59.2), ξεκινά την περιήγησή του στα αξιοθέατα της πόλης από τη ζωγραφική απεικόνιση της Μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά, ενώ ο Λιβάνιος και ο Ιουλιανός κάνουν συχνά αναφορές στα Μηδικά ως κύριο χαρακτηριστικό μιας νοητής ιστορικογεωγραφικής τοπογραφίας του ελληνισμού.[29]
Στο λόγο («εις αὐτήν τε τὴν πόλιν [Κωνσταντινούπολιν] καὶ Ἰουλιανὸν τὸν βασιλέα, καὶ εἰς τὴν Μίθρου τελετήν») (Λογ. 41), που εκφωνεί ο Ιμέριος στην αυλή του Ιουλιανού το 362, επιχειρεί να συνδέσει την Αθήνα με τη νέα πρωτεύουσα, αποκαλώντας την Κωνσταντινούπολη θυγατέρα της, ενώ ο Ιουλιανός ως βλάστημά της συγκρίνεται με τον μυθικό γενάρχη της Αθήνας, Κέκροπα. Η σύγκριση της Αθήνας ως πνευματικής μητρόπολης με κάποια άλλη πόλη στο πλαίσιο ενός ρητορικού λόγου θα μπορούσε να θεωρηθεί τετριμμένη για ένα ρήτορα της ελληνικής Ανατολής του τέταρτου αιώνα, πολλώ δε μάλλον για έναν πολιτογραφημένο Αθηναίο, όπως ο Ιμέριος. Ο Ιμέριος, ωστόσο, προχωρά ένα βήμα παραπέρα εμφανίζοντας την Κωνσταντινούπολη να υπερτερεί της μητρόπολης και τον Ιουλιανό ως νέο Κέκροπα, ανώτερο του μυθικού και ιδρυτή της νέας πρωτεύουσας.[30] Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι αυτού του είδους η μυθιστορική σύνδεση της Αθήνας με την πόλη του Βυζαντίου γίνεται για πρώτη φορά, ενώ παρεισφρέει και στο εικοστό δεύτερο βιβλίο του ιστορικού Αμμιανού Μαρκελίνου (22.8.8), το οποίο αναφέρεται στη βασιλεία του Ιουλιανού. Εκεί διαβάζουμε Constantinopolis, vetusByzantium, Atticorumcolonia(«η Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιο, αποικία των Αθηναίων»). Μέχρι τότε, αλλά και αργότερα, η Κωνσταντινούπολη αναπαρίσταται αποκλειστικά ως αντανάκλαση της αρχαίας Ρώμης. Μεγαρείς, Μιλήσιοι και Σπαρτιάτες μνημονεύονται ως απώτεροι οικιστές της πόλης σε παλαιότερα κείμενα, αλλά και του τέταρτου αιώνα, όπως το Χρονικό του Ευσεβίου. Η παρουσία αυτής της κατά τα φαινόμενα όψιμα επινοημένης παράδοσης στον Αμμιανό και τον Ιμέριο μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα βραχύβιο “rebranding” της Αθήνας ως μητρόπολης της Κωνσταντινούπολης, το οποίο η πνευματική ελίτ της Αθήνας επιχείρησε να προωθήσει μέσω της προνομιακής σχέσης της με τον αυτοκράτορα.[31]Η σύλληψη αυτή ωστόσο φαίνεται να εγκαταλείπεται με το θάνατό του.
Η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού θα έμενε ανεξίτηλη στην μνήμη των παλαιοελλαδιτών και των υπόλοιπων υποστηρικτών των αρχαίων θεών: στον επικήδειο λόγο του, ο Λιβάνιος (Λογ. 18.306) ζητά η σορός του αυτοκράτορα να μεταφερθεί στη Ακαδημία και να αναπαυθεί δίπλα στον Πλάτωνα, ώστε η μνήμη των δύο ανδρ
ών να τιμάται με τις ίδιες τελετές και θυσίες. Ώς το τέλος του πέμπτου αιώνα, οι αθηναίοι πλατωνιστές θα χρονολογούν τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής τους από το έτος θανάτου του Ιουλιανού.[32]
Αρχαιολατρία και επαρχιακή διοίκηση
Τον τέταρτο αιώνα, πολλοί μορφωμένοι Ρωμαίοι αριστοκρατικής καταγωγής και ανατολίτες Έλληνες θα συνεχίζουν να επισκέπτονται τα αρχαία ιερά της κλασικής Ελλάδας. Κάποιοι απ’ αυτούς θα φροντίσουν να απαθανατίσουν τα προσκυνηματικά τους ταξίδια στον ελληνικό χωροχρόνο σε δημόσιες επιγραφές. [33] Με την πράξη αυτή πιστεύεται ότι αναζητούσαν και κάποια προσωπική επιβεβαίωση πως η «πολιτιστική επανάσταση» του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα δεν είχε αλλάξει τίποτα από τον κόσμο όπως τον ήξεραν μέχρι τότε. Κάποιοι από αυτούς θα διατελέσουν ανθύπατοι της Ελλάδος, καθώς η θέση αυτή προσέφερε στον κάτοχό της το προνόμιο, εκτός του να απευθύνεται απ’ ευθείας στον αυτοκράτορα, την εγγύτητα με τα μνημεία της κλασικής Ελλάδας, την πνευματική ζωή της Αθήνας, αλλά και την τέλεση των παραδοσιακών λατρευτικών ιερουργιών.[34] Είναι χαρακτηριστική η συχνή παρουσία του ανθύπατου και του επάρχου του Ιλλυρικού (με έδρα την Κόρινθο και τη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα) στην Αθήνα, με αφορμή τα Παναθήναια ή άλλες δημόσιες γιορτές, όπου, όπως μαθαίνουμε, συνέχιζαν να φοιτούν τα τέκνα αυτοκρατορικών αξιωματούχων. Αμέσως παρακάτω θα παραθέσω δύο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.
Ο Πουμπλίλιος Οπτατιανός (ή Πορφύριος) διετέλεσε ανθύπατος Αχαΐας επί Κωνσταντίνου το έτος 326/9. Υπήρξε ρωμαίος αριστοκράτης και ποιητής. Το 312 αντάλλαξε επιστολές με τον Κωνσταντίνο για λογοτεχνικά ζητήματα, αλλά το 322/3 έπεσεσε δυσμένεια. Χάρις σε μια νέα σειρά από ποιήματα που έστειλε στον αυτοκράτορα, επιστρέφειαπό την εξορία το 325/6 και, προτού διοριστεί έπαρχος στην Ρώμη, το 329, υπηρετείως ανθύπατος της Ελλάδας.Τον συναντάμε σε μια επιγραφή, στην οποία αναφέρεται ότι ο ιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας Μάρκος Αυρήλιος Στέφανος ανήγειρε ένα άγαλμα του Οπτατιανού στο θέατρο της Σπάρτης, δίπλα σ’ εκείνο του μυθικού νομοθέτη και «θείου άνδρα» του ελληνισμού Λυκούργου.[35] Στα ποιήματα-ακροστιχίδες που αφιέρωσε στον αυτοκράτορα, άλλοτε ο θεός Ήλιος και άλλοτε ο Απόλλωνας παρουσιάζονται ως προστάτες του αυτοκράτορα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν λείπουν και αναφορές στο χριστιανισμό.[36] Η μεικτή θεματική των ποιημάτων του Οπτατιανού υπήρξε, πιθανότατα, σκόπιμη∙ εξέφραζε την επίσημη αυτοκρατορική γραμμή, η οποία ως προς τις θρησκευτικές της προεκτάσεις συνέχιζε να είναι αμφίσημη για αρκετές δεκαετίες, καθώς οι υπήκοοι του Κωνσταντίνου στην Ανατολή, στη μεγάλη τους πλειονότητα, παρέμεναν ακόμη οπαδοί των αρχαίων θεών. Άλλωστε, το κολοσσικό άγαλμα του αυτοκράτορα πάνω σε κίονα στo forum του στην Κωνσταντινούπολη (ανεγ. 328 ή 330) παρίστανε τον Κωνσταντίνο ως Απόλλωνα-Ήλιο. Ο Ανίκητος Ήλιος (SolInvictus) συσχετιζόταν με τον αυτοκράτορα (π.χ. σε νομίσματα, πανηγυρικούς κ.ά.) ήδη για τουλάχιστον μια δεκαπενταετία (310-325), ως προστάτης θεός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, σε συνδυασμό με την αναβίωση ηλιακών και απολλώνιων αναφορών κατά το πρότυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αυγούστου. Προϊόν της αμφίδρομης αυτής σχέσης μεταξύ κεντρικού μηνύματος και αναπαραγωγής του σε τοπικό επίπεδο υπήρξε η έκδοση μιας σειράς χάλκινων νομισμάτων από το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, έδρας του Ιλλυρικού, του έτους 319, στον οπισθότυπο των οποίων απεικονίζεται ο Sol Invictus να φέρει σφαίρα με τη χαρακτηριστική χειρονομία adlocutio, μαζί με ένα αινιγματικό ακτινωτό σύμβολο που δεν συναντάμε πουθενά αλλού παρά μόνο σε ένα ποίημα του Οπτατιανού.[37] Όταν, αργότερα, το 351, ο ρήτορας Ιμέριος, ως πρέσβης της Αθήνας, θα απευθυνθεί στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο στο Σίρμιο και θα ονοματίσει επίσης τον θεό Ήλιο ως προπάτορα της οικογένειας του Κωνσταντίνου.[38] Οποιαδήποτε αναφορά στο χριστιανισμό ενδεχομένως να ξένιζε τους συντηρητικούς κατοίκους της παλαιάς Ελλάδας.
O ρωμαίος πολυμαθής αριστοκράτης και ένθερμος εθνικόςΒέτιος Αγόριος Πραιτέξτατος διετέλεσε ύπαρχος του πραιτωρίου στην αυλή του αυτοκράτορα Βαλεντιανού Β΄ (384). Προηγουμένως, είχε καταλάβει σημαντικές θέσεις στην αυτοκρατορική υπηρεσία μεταξύ των οποίων ήταν και αυτή του κυβερνήτη της Αχαΐας. Τόσο εκείνος όσο και η γυναίκα του ανέλαβαν το διάστημα εκείνο ιερατικά καθήκοντα περιοδεύοντας σε ιερά της Ελλάδας.[39] Ο Ζώσιμος (4.3.3) αναφέρει ότι, ως ανθύπατος της Ελλάδας (362-4), ο Πραιτέξτατος εναντιώθηκε στο νόμο του αυτοκράτορα, ο οποίος όριζε την απαγόρευση των νυχτερινών ειδωλολατρικών θυσιών καθώς κάτι τέτοιο θα έκανε αβίωτο τον βίο των Ελλήνων, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό να καταστήσει το νόμο του ανεφάρμοστο στην παλαιά Ελλάδα. Η ανοχή αυτή –ασφαλώς με τις απαραίτητες προσαρμογές, που έτειναν να εκκοσμικεύουν το τυπικό των πατροπαράδοτων δημόσιων γιορτών της πόλης, περιορίζοντας σε αυτές το στοιχείο της λατρείας (τέλεση θυσιών, απόδοση τιμών σε αγάλματα)– θα διατηρηθεί μόνο για μερικές δεκαετίες ακόμη.
Η διαχείριση της ήττας
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σταδιακή εδραίωση του χριστιανισμού και ηανάδειξη της Κωνσταντινούπολης σε νέα Ρώμη επέφερε την υποχώρηση του πολιτισμικού κεφαλαίου της Αθήνας.Η πόλη δεν θα καταφέρει στη συνέχεια να διατηρήσει τη θέση που της είχαναποδώσει προηγουμένως ο Αύγουστος, ο Αδριανός, ο Μάρκος Αυρήλιος ή ο Ιουλιανός. Μολονότι παραμένει και κατά τον πέμπτο αιώνα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα φιλοσοφικήςεκπαίδευσης της αυτοκρατορίας, φαίνεται να ασκεί όλοκαι λιγότερη έλξη σε φιλόδοξουςγόνουςπλούσιωνχριστιανών αστών της Ανατολής, είτε πρόκειται γιαθεολόγους και μορφωμένους επισκόπους είτε για μελλοντικούς αυτοκρατορικούς αξιωματούχους. Για ολόκληρο τον πέμπτο αιώνα δεν ακούμε ξανά για κάποιοναντίστοιχο των Ωριγένη, Προαιρέσιου, Γρηγορίου Ναζιανζηνούή Μεγάλου Βασιλείουνα σπουδάζει ή να διδάσκει στην πόλη, σε αντίθεσημε ό,τι γνωρίζουμε για την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια ή τη Γάζα. Για τους μορφωμένους χριστιανούς, η Αθήνα δεν ταυτιζόταν πλέον με την κοιτίδα της ελληνικής σοφίας και των απαρχών τουπολιτισμένου βίου, παρά με ένα αφηρημένοπνευματικό αγαθόπου όφειλαν να καταναλώνουν με σύνεση και να εργαλειοποιήσουν με επιδεξιότητα. Η ιδέα τού «να ζήσει κανείς το μύθο του στην Αθήνα», περιοδεύοντας ή σπουδάζοντας εκεί, είχε πλέον ξεθωριάσει. Οι χριστιανοί θεολόγοι θα συνεχίσουν ναδιαβάζουν και να σχολιάζουν Πλάτωνα και τους συγχρόνους τους νεωπλατωνικούς της Ακαδημίας, χωρίς όμως να χρειάζεταινα επισκεφθούν την πόλη.[40]
Με άλλα λόγια, η πόλη από τον πέμπτο αιώνα και έπειτα χάνει κάτι από την κοσμοπολίτικη αίγλη της, καθώς αντιμετωπίζεται ως μια νησίδα την οποία ήλεγχαν τα μέλη λίγων παλαιών τοπικών οικογενειών, προσκολλημένων στην αρχαία θρησκεία. Όσο για τις φιλοσοφικές σχολές της, και αυτές απευθύνονταν αποκλειστικά πλέον μόνο σε εθνικούς. Συγχρόνως, η απουσία πιστοποιητικού χριστιανικών φρονημάτων καθίστατο σοβαρό εμπόδιο για οποιαδήποτε καριέρα στην αυτοκρατορική διοίκηση. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η Αθηναΐς, κόρη του ρητοροδιδασκάλου Λεοντίου και μετέπειτα αυτοκράτειρα Ευδοκία, θα χρειαστεί να διακόψει κάθε δεσμό με την εξόχως πλούσια οικογένειά της στην Αθήνα για να βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη και, αφού γίνει χριστιανή, να παντρευτεί τον νεαρό Θεοδόσιο Β΄ το 421.[41] Ούτε επίσης ότι ο πλατωνιστής Συνέσιος από την Κυρήνη (Β. Αφρική), έπειτα από ένα αποκαλυπτικό για εκείνον ταξίδι στην Αθήνα το 410 (ή το 399), θα δεχτεί –παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του– να χειροτονηθεί επίσκοπος.[42]
Με την εμφάνιση της χριστιανικής μνημειακής αρχιτεκτονικής στην καρδιά της πόλης και στην ύπαιθρο, στις αρχές του 5ου αιώνα, η Αθήνα έμοιαζε περισσότερο με τυπική επαρχιακή πόλη της ανατολικής αυτοκρατορίας. Τα δημόσια κτίρια-μνημεία της πόλης στην Αρχαία Αγορά, που ταυτίζονταν με το αρχαίο πολίτευμα της πόλης (το Βουλευτήριο, η Θόλος, η Βασίλειος Στοά, η Στοά Ελευθερίου Διός, μεταξύ αυτών και ο Παρθενώνας), δεν επισκευάζονται πλέον ή παραδίδονται σε άλλες χρήσεις.[43] Οι ζωγραφικές παραστάσεις της Ποικίλης Στοάς, καθώς και άλλοι θησαυροί της πόλης, απομακρύνονται.[44] Τον δημόσιο χώρο καταλαμβάνουν πλέον πολυτελείς ιδιωτικές οικίες.
Παράλληλα, μια νέα μυθιστορία, με αφετηρία την επίσκεψη του απoστόλου Παύλου στην Αθήνα το έτος 51 (Πράξεις 17.16-34), είχε ήδη αρχίσει να αναδύεται, καλλιεργώντας την ομαλή μετάβαση στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, τόσο σε λατρευτικό όσο και σε φιλοσοφικό/θεολογικό επίπεδο. Ο Παρθενώνας, ο οποίος μετατρέπεται σε εκκλησία αφιερωμένη στη Θεοτόκο Μαρία στα τέλη του 5ου αιώνα, αναπτύσσεται σε σημαντικό προσκυνηματικό κέντρο στους μέσους βυζαντινούς χρόνους∙ τον πρώιμο έκτο αιώνα, ένας σημαντικός χριστιανός νεοπλατωνιστής θεολόγος, πιθανόν μαθητής του σχολάρχη της Ακαδημίας, Πρόκλου (412-485), κυκλοφορεί τα έργα του αποδίδοντάς τα ψευδώς στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον αθηναίο προσήλυτο του Παύλου σύμφωνα με τη διήγηση των Πράξεων. Η μετέπειτα φυσιογνωμία της βυζαντινής Αθήνας θα βρισκόταν διαρκώς σε διαλεκτική με το μη χριστιανικό παρελθόν της. [45]
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΘΗΝΑ
Στ. Βλίζος (επιμ.), Η Αθήνα κατά την ρωμαϊκή εποχή. Πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες, Μουσείο Μπενάκη 4ο Παράρτημα, Αθήνα 2008, 490 σελ.
Ι. Jacobs (επιμ.), Production and prosperity in the Theodosian period, Leuven 2014, ΧVΙ + 397 σελ.
Marco Di Branco, Η πόλη των φιλοσόφων. Ιστορία της Αθήνας από τον Μάρκο Αυρήλιο στον Ιουστινιανό, μετάφραση: Νίκος Παπανδρέου, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2017, 384 σελ.
Πολύμνια Αθανασιάδη, Ιουλιανός. Μια βιογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), Αθήνα 2005, 360 σελ.
Παναγιώτης Τουρνικιώτης (επιμ.), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, Μέλισσα, Αθήνα 1994, 383 σελ.
M. Squire & J. Wienand (επιμ.), Morphogrammata / The Lettered Art of Optatian: Figuring Cultural Transformations in the Age of Constantine, Fink, Stuttgart 2017, 548 σελ.
Αντώνης Καλδέλλης, Ο βυζαντινός Παρθενώνας. Η Ακρόπολη ως σημείο συνάντησης χριστιανισμού και ελληνισμού, μετάφραση: Γιώργος Τζήμας, Ψυχογιός, Αθήνα 2013, 408 σελ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1]Για τις υστερορωμαϊκές φάσεις της οχύρωσης της πόλης βλ. Ν. Τσιρώνης, «Νέα στοιχεία για το υστερορωμαϊκό τείχος της Αθήνας» Στο: Στ. Βλίζος (επιμ.), Η Αθήνα κατά την ρωμαϊκή εποχή. Πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες, Μουσείο Μπενάκη 4ο Παράρτημα, Αθήνα 2008, 55-74. A.-M. Theocharaki, “The Ancient Circuit Wall of Athens: Its Changing Course and Phases of Construction,” Hesperia 80 (2011), 84-5, 131-5.
[2]C. Mallan & C. Davenport, “Dexippus and the Gothic Invasions: Interpreting the New Vienna Fragment (Codex Vindobonensis Hist. gr. 73, ff. 192v–193r)”, JRS 105 (2015), 203-226. Για μια χρονολόγηση του επεισοδίου στο έτος 253/4 βλ. Ch. Jones, “Further Fragments of Dexippus (2)”: https://www.academia.edu/26199041/Further_Dexippus_2_
[3]SEG 36, 416; SEG 33, 158 (Titius Flavius Mondo); IGVII, 2510. D. Armstrong, “Gallienus in Athens, 264”, ZPE 70 (1987), 235-58.
[4] Δέξιππ. (FGrH 100) fr. 28a.6. Ζώσιμος 1.43. Σύγγελος 467, 20-26. HA Gall. 13. Ζωναράς 12.26. F. Millar, “P. Herennius Dexippus: The Greek World and the Third-Century Invasions”, JRS 59.1 (1969), 26-8. G. Fowden, “City and Mountain in Late Roman Attica”, JHS 108 (1988), 52-3.
[5]IG V.1 1188.
[6]IG VII 53; SEG 31, 384.
[7] Σύμφωνα με τον Ζώσιμο (5.5-6), η Αθήνα και η υπόλοιπη Αττική σώθηκαν τελικά από την καταστροφή χάρη στη θεϊκή επιφάνεια της Αθηνάς Προμάχου και του Αχιλλέα πάνω στα τείχη της πολιορκούμενης πόλης.
[8] I. Jacobs, “Prosperity after disaster? The effects of the Gothic invasion in Athens and Corinth”. Στο: I. Jacobs (επιμ.) Production and prosperity in the Theodosian period, Leuven 2014, 69-89. Σχολιασμός των γραπτών και αρχαιολογικών πληροφοριών: M. DiBranco, Η πόλη των φιλοσόφων. Ιστορία της Αθήνας από τον Μάρκο Αυρήλιο στον Ιουστινιανό, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2017, 123-30.
[9] J. Stenger, Hellenische Identität in der Spätantike: pagane Autoren und ihr Unbehagen an der eigenen Zeit. Untersuchungen zur antiken Literatur und Geschichte, Bd. 97. Berlin/New York, 2009, 34-53.
[10] C. Davenport, “The Governors of Achaia under Diocletian and Constantine” ZPE 184 (2013),231-2.
[11] E. Sironen, The Late Roman and Early Byzantine Inscriptions of Athens and Attica, Helsinki 1997, 53. IG II/III2 13268-13272,13666. Νεώτερεςπροσθήκες: SEG 59.413 (Μεσσήνη). F. Marchand, “Recent Epigraphic Research in Central Greece: Euboea, Phokis, and Lokris.” Archaeological Reports 61 (2015), 70 (Άβαι).
[12] Λογ. 1.7d-8d.
[13]FGrH 219 καιυπ. 17 παρακάτω. FGrH 216.
[14] G. Fowden, “Constantine’s Porphyry Column: The Earliest Literary Allusion”, JRS 81 (1991), 123-24.
[15]S. Bassett, The Urban Image of Late Antique Constantinople. Cambridge, 2004, 62, 66-67, 73-4, 224-27 nos. 18, 141, και 145.P. Stephenson, The Serpent Column. A Cultural Biography. Oxford, 2016.
[16]IThesp. 3.448-49. R. Weir, Roman Delphi and its Pythian Games. Oxford, 2004, 98-99. T. Barnes, Constantine. Dynasty, Religion and Power in the Later Roman Empire, Oxford, 2011, 142-3.
[17] D. Krallis, “Greek Glory, Constantinian Legend: Praxagoras’ Athenian Agenda in Zosimos New History?”, JLA 7.1 (2014), 110-30.
[18]Π. Αθανασιάδη, Ιουλιανός. Μια βιογραφία, Αθήνα, 2005, 85-93.
[19]Ζωσ. 3.10.3-3.11.1; Λιβάνιος Λογ. 14.29; 12.64; 18.114-16.
[20]Ιουλ. Επ. 19. PLREI, Maximinus 4 & Anonymus 49.
[21] Pan. Lat. III.9.3-4. Λογ. 18.114-6.
[22]Ἰουλιανοῦ δὲ βασιλεύοντος, <ἐν> τόπῳ τοῦ παιδεύειν ἐξειργόμενος (ἐδόκει γὰρ εἶναι χριστιανός) συνορῶν τὸν ἱεροφάντην ὥσπερ Δελφικόν τινα τρίποδα πρὸς τὴν τοῦ μέλλοντος πρόνοιαν πᾶσι τοῖς δεομένοις ἀνακείμενον, σοφίᾳ τινὶ περιῆλθε ξένῃ τὴν πρόγνωσιν. Ἐμέτρει μὲν γὰρ ὁ βασιλεὺς τὴν γῆν τοῖς Ἕλλησιν εἰς τὸν φόρον, ὅπως μὴ βαρύνοιντο· ὁ δὲ Προαιρέσιος ἠξίωσεν αὐτὸν ἐκμαθεῖν παρὰ τῶν θεῶν, εἰ βέβαια μένει τὰ τῆς φιλανθρωπίας. Ὡς δὲ ἀπέφησεν, ὁ μὲν ἔγνω τὸ πραχθησόμενον, καὶ ἦν εὐθυμότερος.
[23] Ν. Lenski, Constantine and the cities. Imperial authority and civic politics, Philadelphia, 2016, 168-75.
[24] M. Κορρές, «Ο Παρθενώνας από την αρχαία εποχή μέχρι τον 19ο αιώνα» Στο: Π. Τουρνικιώτης (επιμ.), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, Αθήνα, 1994, 143. A. Frantz, “Did Julian the Apostate Rebuild the Parthenon?”, AJA 83 .4 (1979), 395-401.
[25]W. Peek, Neue Inschriften aus Epidauros (Abhandlungen der sachsischen Akademie der Wissenschaften zu Leipzig. Philol.-hist. Klasse, 63:5), Berlin 1972, 34, αρ. 55 (363 μ.Χ.). Χρ. Κανελλόπουλος, Το υστερορωμαϊκό «τείχος»: περίβολος τεμένους και περιμετρική στοά στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, Αθήνα, 2000.
[26]PLREI, Aristophanes; Parnasius I.
[27] Σε μια άλλη επιστολή, ο Λιβάνιος (Επ. 823, 363 μ.Χ.) καλεί τον Αριστοφάνη, βικάριο (;) πλέον της Μακεδονίας, να διαδώσει στους Έλληνες τις νίκες του Ιουλιανού επί των Περσών. Σε μια επιγραφή από τη Θεσσαλονίκη, ο Ιουλιανός τιμάται ως «ἀνανεωτής τῶν ἱερῶν, νικητής παντὸς ἔθνους βαρβαρικοῦ καὶ μόνος τῆς οἰκουμένης βασιλεύς»: SEG 31.641.
[28] Ο Ιουλιανός συνεχάρη τον Λιβάνιο για τη συγκεκριμένη επιστολή (Επ. 97), κάτι που δείχνει τη σημασία της για την κατανόηση της έννοιας του ελληνισμού από τον αυτοκράτορα στη γεωγραφική του ακόμη διάσταση. Βλ. επίσης J.R. Stenger, “Libanius and the ‘game’ of Hellenism” στο: L. van Hoof (επιμ.), Libanius: a critical introduction, Cambridge, 2014, 274-6.
[29]Stenger 2009 (υπ. 9), 45-6.
[30] F. Hadjittofi, “Centring Constantinople in Hemerios’ Oratio 41” στο: A. Francisco Heredero, D. Hernández de la Fuente, S. Torres Prieto (επιμ.), New Perspectives on Late Antiquity in the Eastern Roman Empire, Cambridge, 2014, 233-9.
[31] Η προκατάληψη των μορφωμένων εθνικών εναντίον της Κωνσταντινούπολης είναι γνωστή. Έτσι και ο Λιβάνιος (Λογ. 15.36) αποκαλεί την Αθήνα απευθυνόμενος στον Ιουλιανό Ῥώμην ἑκατέραν.
[32] Μαρίνος, Πρόκλ. 36.
[33] Μερικά παραδείγματα: Νικαγόρας, ενδεχομένως ο ίδιος με τον προηγούμενο, στο ιερό του Πανός και των Νυμφών στην Πάρνηθα: IGII/III2 13251 (4ος αι.). Πλούταρχος, κυβερνήτης των Νήσων στο Ιδαίο Άντρο και στο Ηραίο της Σάμου: IGXII 6.2.584 (4ος αι.). Ο κυβερνήτης των Νήσων Ποιμένιος στα νησιά του Αιγαίου: Γ. Δεληγιαννάκης, «Νήσσων εἱερών ἀρξάμενος»: Προσωπογραφικές και άλλες παρατηρήσεις για μια υστερορωμαϊκή επιγραφή από την Κώρυκο της Κιλικίας» https://goo.gl/aK1jB2(4ος αι.). Οι Λιβάνιος και Ιουλιανός: Stenger 2009 (υπ. 9), 37. Οι σχολάρχες της Ακαδημίας Δαμάσκιος και Ισίδωρος (Δαμάσκιος, Βίος Ισιδ. 132-44 (Athanassiadi 1999, 5ος αι.).
[34]Στο ίδιο πνεύμα, η Expositio totius mundi et gentium (52 [Rougé 1966], 359-60 μ.Χ.) αναφορικά με την Αθήνα κάνει μνεία στις σχολές της, την ιστορία της και τα πλούσια αρχαία αναθήματα στο λόφο της Ακρόπολης.
[35] C. Davenport, “The Governors of Achaia under Diocletian and Constantine.” ZPE 184 (2013), 232-33. D. Feissel, A. Philippidis-Braat, Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions historiques de Byzance 3: Inscriptions du Péloponnèse (à l’exception de Mistra). Paris, 1985, 284-85 αρ. 22.
[36] J. Wienand, “Publius Optatianus Porfyrius: The Man and his Book” στο: M. Squire & J. Wienand (επιμ.), Morphogrammata/The Lettered Art of Optatian: Figuring Cultural Transformations in the Age of Constantine, 2017, 121-63. R. Van Dam, Remembering Constantine at the Milvian Bridge, Cambridge, 2011, 158-70.
[37] J. Bardill, Constantine: Divine Emperor of the Christian Golden Age. Cambridge, 2012, 172, εικ. 108. Σχετικά βλ. Επίσης, G. Deligiannakis, “Helios and the Emperor in the Late Antique Peloponnese”, JLA 10.2 (2017), 325-50.
[38] R.J. Penella, Man and the Word. The Orations of Himerius, Berkeley-Los Angeles-London, 2007, fr. 1.6, 273-4, n. 5. T.D. Barnes, “Himerius and the Fourth Century”, Classical Philology 82.3 (1987), 209 και το ίδιο κάνει και ο Ευνάπιος (Ιστ. fr. 24) και ο Ιουλιανός (Λογ. 7.229c-31d) στο Εγκώμιό του προς τον εξάδελφό του.
[39] PLRE I, Praetextatus I. Γενικά, M. Kahlos, Vettius Agorius Praetextatus. A Senatorial Life in Between, Acta Instituti Romani Finlandiae no. 26 Rome, 2002, 32.
[40]Βλ. A. Breitenbach, “Das wahrhaft goldene Athen:” Die Auseinandersetzung griechischer Kirchenväter mit der Metropole heidnish-antiker Kultur, Berlin, 2003.
[41]Ιωάννης Μαλάλας 353-4.
[42] A. Cameron, J. Long, Barbarians and politics at the court of Arcadius, Berkeley, 1993, 409-411.
[43] E. Bazzechi, “Das Stadtzentrum Athens in der Spätantike” AM 129/130 (2014/2015), 223-6.
[44]Συνέσιος, Επ. 56 (Garzya). H. Hunger, “Athen in Byzanz: Traum und Realität” JOB 40 (1990), 47-8.
[45] Γενικά για τον χριστιανικό Παρθενώνα, βλ. την εξαιρετική μελέτη του Α. Καλδέλλη, Ο Βυζαντινός Παρθενώνας. Η Ακρόπολη ως σημείο συνάντησης χριστιανισμού και ελληνισμού, Αθήνα, 2013. Για μια πρόσφατη θεωρία που ταυτίζει τον ψευδο-Διονύσιο με τον σχολάρχη της Ακαδημίας Δαμάσκιο βλ. Carlo Maria Mazzucchi, “Damascio, Autoredel Corpus Dionysiacum, e il dialogo Περί Πολιτικής Επιστήμης” Aevum: Rassegnadiscienzestorichelinguisticheefilologiche 80.2 (2006), 299-334. Κριτική στη θεωρία αυτή: στο Adamantius 14 (2009), 670-673 (Emiliano Fiori).