Πολλές και σημαδιακές επέτειοι… Ήθελα να τις μνημονεύσω με μια επανεκτίμηση της κατάθεσης, της παρακαταθήκης που μας άφησε ο Πρίμο Λέβι, μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών και μέσα στην τόσο δύσκολη εποχή που διανύουμε. Ο Λέβι είναι αναμφίβολα από τους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς της στρατοπεδικής λογοτεχνίας και το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος ανήκει στα βιβλία με τα οποία οι εκπαιδευτικοί πολλών ευρωπαϊκών χωρών προσεγγίζουν την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης και τα στρατόπεδα. Από το 2007, σχετική παραίνεση για ανάγνωση του Λέβι υπάρχει και στο ελληνικό εγχειρίδιο της τρίτης τάξης του Γυμνασίου (αφού την ίδια χρονιά προστέθηκε για πρώτη φορά στην ύλη και της τρίτης Γυμνασίου και της τρίτης Λυκείου ένα ισχνό κεφάλαιο για τη γενοκτονία των Εβραίων, και ειδικά των Ελλήνων Εβραίων).
Ποιοι είναι όμως σήμερα οι λόγοι που το έργο του Λέβι διατηρεί ακόμη τη μοναδικότητά του και την αξία του στο ακέραιο, και αυτή μάλιστα ελέγχεται πολλαπλάσια, από την εποχή της συγγραφής του; Γιατί έχει πάντα νόημα να προστρέχουμε σ’ αυτό; Τώρα που οι μάρτυρες του γεγονότος, δηλαδή οι τελευταίοι επιζώντες, εκλείπουν χρόνο με το χρόνο, εκδηλώνεται ένα άνευ προηγουμένου ενδιαφέρον να διασωθούν είτε οι μορφές τους[1] είτε οι καταθέσεις τους, και να αποτυπωθούν σε εικόνα, ήχο και χαρτί, όπως γίνεται στα αρχεία τόσων Ιδρυμάτων και Προγραμμάτων (με μεγαλύτερο τη Shoah Foundation). Τώρα που η σιωπή των πρώτων δεκαετιών για τη γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης έγινε λόγος για το «Ολοκαύτωμα»[2], λόγος ιστοριογραφικός, φιλοσοφικός, ψυχαναλυτικός, άλλοτε βαθύς και στοχαστικός κι άλλοτε φλύαρος κι επιφανειακός, έγινε κινηματογράφος μυθοπλασίας και ντοκυμανταίρ (ή μοναδικά αριστουργήματα, όπως η Shoahτου Κλωντ Λαντζμάν), άρδευσε εικαστικά και μουσικά έργα, ενέπνευσε κάθε επιπέδου λογοτεχνία, επιζώντων και πολύ νεότερων, τώρα που οι μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι βγήκαν ζωντανοί από τα στρατόπεδα στα οποία ήταν προδιαγεγραμμένο να πεθάνουν έχουν αφάνταστα πληθύνει σε όλες τις γλώσσες των θυμάτων της γενοκτονίας (γραπτές και προφορικές), σε τι συνίσταται η ιδιαιτερότητα της φωνής του Πρίμο Λέβι;
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Θα επιχειρήσω ν’ απαντήσω, προσεγγίζοντας το συγγραφικό του έργο. Ο ιταλοεβραίος χημικός Πρίμο Λέβι από το Τορίνο, γεννημένος το 1919, γράφει συστηματικά επί σαράντα χρόνια: από το 1946 ώς το 1986, βιβλία, ποίηση και, αργότερα, άρθρα σε εφημερίδες. Με σαράντα χρόνια διαφορά, τα δύο βιβλία του, το πρώτο και το τελευταίο του, αναφέρονται αποκλειστικά στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, στη στρατοπεδική εμπειρία και στις σκέψεις που αυτή τού γέννησε. Ο ίδιος βίωσε το στρατόπεδο του Άουσβιτς από τον Φεβρουάριο του 1944 ώς την απελευθέρωση, 27 Ιανουαρίου 1945, κι εργάστηκε στο στρατόπεδο εργασίας Μπούνα-Μόνοβιτς που ανήκε στο Άουσβιτς.
Το στρατόπεδο λοιπόν αποτελεί το ιδρυτικό τραύμα, βρίσκεται στην καρδιά της προβληματικής του, τόσο στην αφετηρία της γραφής του όσο και στην ολοκλήρωσή της, στην παρακαταθήκη του. Το πρώτο βιβλίο αντηχεί στο τελευταίο: I sommersi e i salvati (Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν) αποτελεί τίτλο του κεντρικού κεφαλαίου του πρώτου βιβλίου και τίτλο του τελευταίου βιβλίου. Έτσι, σαν ένα επίμονο μουσικό θέμα, επανέρχεται κι αναπτύσσεται με την ωριμότητα που το πλήρωμα του χρόνου έχει προσφέρει στο συγγραφέα. Το τελευταίο βιβλίο είναι το πιο στοχαστικό της τριλογίας: το πρώτο (Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος) προσπαθεί να περικλείσει το απόσταγμα του βιώματος και γράφτηκε σε «κατάσταση επείγοντος». Το δεύτερο, Η Ανακωχή, έχει για αφηγηματικό νήμα το περιπετειώδες ταξίδι της επιστροφής από το στρατόπεδο στο Τορίνο. Το τρίτο (Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν) είναι το στοχαστικότερο από τα τρία, γιατί επανέρχεται στο θέμα ύστερα από τέσσερις δεκαετίες. Στο συγκεντρωτικό αυτό έργο περιλαμβάνονται εξαιρετικά δοκίμια.[3]
Από τη δεκαετία του 1950 και για περίπου τριάντα χρόνια, ο Πρίμο Λέβι αρθρογραφεί συστηματικά στις εφημερίδες Corriere della Sera και La Stampa. Tα τελευταία του άρθρα δημοσιεύονται στην αγαπημένη του La Stampa αρχές του ’87, λίγο πριν από τον θάνατό του. Η αρθρογραφία του (1955-1987) υπήρξε μαχητική στην παράδοση των επιφυλλίδων σημαντικών διανοουμένων. Μέσω αυτής του της δραστηριότητας, ο Λέβι παρεμβαίνει στα κοινά, επιτελεί δηλαδή το ρόλο του ενεργού διανοουμένου. Η αξία του έργου του (το οποίο δεν περιορίζεται στη στρατοπεδική τριλογία[4], και στο οποίο περιλαμβάνονται περίπου 15 ακόμα βιβλία, η συστηματική αρθρογραφία του, η ποίησή του και οι συνεντεύξεις του) εδράζεται κυρίως στον επίμονο τρόπο του να θέτει ερωτήματα, τα οποία δεν έχουν πάντοτε απαντήσεις, κλονίζουν όμως βεβαιότητες, όπως επισημαίνει και ο Μάρκο Μπελπολίτι (Marco Belpoliti).[5]
*
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ - ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ
Ο νέος και άρτι απελευθερωθείς Πρίμο επιθυμεί τη φράση I sommersi e i salvati για τίτλο και του πρώτου του βιβλίου, όμως ο φίλος του εκδότης Αντονιτσέλλι επιμένει να βάλουν για τίτλο τον πέμπτο στίχο του ποιήματος που ο ίδιος έχει γράψει ως προμετωπίδα του βιβλίου του.[6]
Θέλω να σταθώ λίγο σ’ αυτό το ποίημα, ένα από τα λίγα ποιήματα (81) που δημοσίευσε ο συγγραφέας. Λίγα αλλά σημαντικά. Ο Λέβι δεν έπαυε να γράφει ποιήματα «σε διαλείμματα», όπως λέει ο ίδιος, σε «μιαν αβέβαιη ώρα», (τίτλος της ποιητικής του συλλογής). Ο πέμπτος στίχος Se questo e un uomo, ως τίτλος του βιβλίου, απομονωμένος από το ποίημα, μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Χαρά Σαρλικιώτη, και σωστά, άνθρωπος και όχι άντρας (διότι στα ελληνικά έχουμε αυτή τη δυνατότητα των δύο λέξεων που δεν υπάρχει γαλλικά ούτε ιταλικά). Στο ποίημα, όμως, όταν εμφανίζεται ο στίχος μεταφράζει:
Σκεφτείτε εάν αυτό είναι ο άντρας,
αυτός που δουλεύει στη λάσπη
που δεν ησυχάζει ποτέ […]
γιατί παρακάτω θα πει
Σκεφτείτε εάν αυτό είναι η γυναίκα
Αυτή που έχασε τ’ όνομά της, τα μαλλιά της
Τη δύναμη να θυμάται (σ. 11)
Ο Λέβι θρηνεί χωριστά τον άνδρα και χωριστά τη γυναίκα που χάνουν την ταυτότητά τους, το όνομά τους και την ανθρώπινη υπόστασή τους στο στρατόπεδο.
Πριν από την πρώτη φράση του βιβλίου προηγείται λοιπόν ένα ποίημα του Λέβι, το οποίο απευθύνεται σε μας, τους αναγνώστες: Εσείς που ήσυχοι ζείτε (α’ στίχος).
Και οι τελευταίες στροφές πάλι απευθύνονται σε μας:
Σκεφτείτε ό,τι έχει συμβεί
Τις λέξεις αυτές σας ορίζω
Γράψτε τις στην καρδιά σας
Στο σπίτι, στο δρόμο
Πριν κοιμηθείτε, όταν ξυπνάτε
Επαναλάβετέ τις στα παιδιά σας
Ή
Το σπίτι σας να ερημώσει
Η αρρώστια να σας καταβάλει
Οι γιοι σας να σας απαρνηθούν.
Το ποίημα, που γράφεται στις 10 Ιανουαρίου 1946, κλείνει ήδη με την έννοια του χρέους της μνήμης και του χρέους της μετάδοσης, έννοιες που αργότερα θα αναπτύξει και θα υπηρετήσει θαυμαστά ο Λέβι. Θέλω να σταθώ όμως στη διαφορά ύφους αυτού του ποιήματος, που κλείνει με κατάρες για όσους δεν σεβαστούν αυτό το χρέος, για όσους σωπάσουν και τελικά λησμονήσουν και επιτρέψουν να λησμονηθεί αυτή η ιστορία, με το ύφος του βιβλίου. Ο Λέβι, μη θρησκευόμενος Εβραίος, υιοθετεί σ’ αυτό του το ποίημα, που έχει για υπότιτλο την εβραϊκή λέξη Shéma[7] (σημαίνει «άκουσε», μ’ αυτήν αρχίζει μια εβραϊκή προσευχή), τον βιβλικό τόνο, κατ’ ευθείαν εμπνευσμένο από το Δευτερονόμιο. Το ποίημα αυτό είναι το μοναδικό τμήμα του έργου όπου ο συγγραφέας θρηνεί, επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράσει την έσχατη οδύνη, το πένθος και να ολοκληρώσει σε φωνή προστακτική, με την απειλή της κατάρας. Για να το κάνει αυτό, καταφεύγει σε ποιητικό λόγο και σε ύφος εμπνευσμένο από τη Βίβλο. Εξ ου και οι προστακτικές: σκεφτείτε (τρεις φορές), αυτές τις λέξεις γράψτε τις στην καρδιά σας (δηλαδή: μη λησμονείτε) και «επαναλάβατέ τις στα παιδιά σας». Το χρέος της μνήμης και το χρέος της μετάδοσης. Μόνο στο ποίημα αυτό υιοθετεί τέτοιο τόνο. Αυτοί όμως οι λίγοι στίχοι, αρχή αρχή, βαραίνουν σ’ όλο το έργο.
Αμέσως μετά, από την πρώτη κιόλας αφηγηματική φράση, θα εξοβελίσει τη βίαιη έκρηξη συναισθημάτων και θα διαμορφώσει το περίφημο ύφος του που αποτελεί βέβαια και το ήθος του. Θα υιοθετήσει τη νηφαλιότητα, την αφηγηματική δεινότητα που δεν χρήζει επιθέτων και που, όχι μόνο δεν αποδυναμώνει το αποτέλεσμα αλλά, αντίθετα, το ενισχύει. Επίσης, επιλέγει “Le parti pris de la clarté », όπως έχει χαρακτηριστεί στη γαλλική βιβλιογραφία το ύφος του[8], θα λέγαμε την επιλογή τού διαυγούς λόγου. Ο Χόρχε Σεμπρούν, που υπήρξε πολιτικός κρατούμενος στο Μπούχενβαλντ και η εμπειρία του αυτή άρδευσε πολλά από τα βιβλία του, γράφει για τον Λέβι: «Μου φαίνεται πως αυτή η λαχτάρα φωτός μέσα στη βαθιά νύχτα της στρατοπεδικής εμπειρίας ενέπνευσε τη γραφή του».[9] Kι ο ίδιος ο Λέβι έγραφε σ’ ένα άρθρο που συζητήθηκε πολύ: «Κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να γράφουμε με σκοτεινό τρόπο». Η αλήθεια λέγεται μόνο με τη διαύγεια, με το φως, το φωτισμό, τη διαφάνεια, απ’ όπου προκύπτει και η αναγνωσιμότητα, η κατανόηση, η επικοινωνία. Βέβαια, λέγεται και αντίθετα, όταν πρόκειται για τον Πάουλ Τσέλαν, κι ο Σεμπρούν προβαίνει σ’ αυτή τη διαλεκτική φωτός-σκότους στην εισαγωγή του. Αλλά εδώ μιλάμε για τον Λέβι.
Η ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Πώς να μιλήσεις για το πιο σκοτεινό με φωτεινό τρόπο; Αυτό κατόρθωσε ο Λέβι, κι όχι με το πλήρωμα του χρόνου, περνώντας από στάδια απώθησης του τραύματος, όπως ο Σεμπρούν και πολλοί άλλοι. Αλλά αμέσως. Από το 1946 που κάθεται και γράφει (η τελευταία εικόνα της Ανακωχής, του βιβλίου της επιστροφής, τον δείχνει να κάθεται στο τραπέζι μπροστά στο λευκό χαρτί), αυτός είναι ο τόνος που αναβλύζει από μέσα του. Και σ’ αυτή τη γραμμή θα επεξεργαστεί τα γραπτά του.
Η ιδιαιτερότητα του Λέβι οφείλεται επίσης στην προσέγγισή του, την οποία θα χαρακτήριζα «ανθρωπολογικού» τύπου. Το έργο του εγγράφεται έτσι στην πολύ μικρή, ξεχωριστή κατηγορία κειμένων, την «ανθρωπολογική», στην οποία ανήκει, λόγου χάρη, και το έργο του Ρομπέρ Αντέλμ. Γάλλος αντιστασιακός ο Αντέλμ, έζησε κι αυτός την εμπειρία του εγκλεισμού του στο Γκαντερσχάιμ, ένα μικρό κομμάντο του Μπούχενβαλντ, χειρότερο από το κεντρικό στρατόπεδο. Ένα άλλο τους κοινό σημείο είναι πως και οι δύο είναι μη θρησκευόμενοι – Ebreolaicoχαρακτηρίζει τον εαυτό του ο Λέβι, κι οπωσδήποτε Ιταλό, laicΓάλλος και αριστερός διανοούμενος ο Αντέλμ, ανήκουν πνευματικά στην παράδοση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Διανοούμενοι που μέσα από την κληρονομιά του ορθολογισμού, της ανεκτικότητας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά και γενικότερα ως φορείς των αξιών της κουλτούρας της Δύσης, θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν στοχαστικά το φαινόμενο. Πράγμα που δεν σημαίνει ότι τα κείμενά τους είναι ψυχρά δοκίμια, κάθε σελίδα τους πάλλεται από εσωτερική ένταση. Αλλά πέρα από την αφήγηση του μαρτυρίου τους, προχωρούν και σε στοχαστικές επεξεργασίες.
Οι συγγραφείς αυτοί βάζουν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους τον άνθρωπο: την ακραία ανθρώπινη εμπειρία, που υπήρξε το στρατόπεδο, για όσους έζησαν μέσα σ’ αυτό. Από τούτον το στοχασμό προκύπτουν πολύ σημαντικές ιδέες. Ως παράδειγμα θα αναφέρω μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες αναλύσεις: πρόκειται για την «Γκρίζα Ζώνη»5. Ο Πρίμο Λέβι επινόησε αυτόν τον όρο για να δηλώσει τη μεγάλη ενδιάμεση κατηγορία ανθρώπων στο στρατόπεδο που, όντας πρώτα θύματα-αιχμάλωτοι, μετατρέπονταν λίγο λίγο σε «προνομιούχους» αιχμαλώτους. Σ’ αυτούς ανήκαν από γυναίκες-καθαρίστριες μέχρι τους «κάπο», που μπορούσαν να είναι πρόσωπα φοβερής σκληρότητας. Η ανάλυση αυτή ανατρέπει την απλοποίηση της παραδοσιακής αντιμετώπισης, της μανιχαϊστικής. Εδώ τα πράγματα δεν είναι ούτε άσπρα ούτε μαύρα, είναι «γκρίζα», αποδίδοντας έτσι στο φαινόμενο την πολυπλοκότητά του, τις διαβαθμίσεις του, τις αποχρώσεις του.
Το στρατόπεδο ξυπνούσε κάθε τύπου ολοκληρωτικό συναίσθημα στον άνθρωπο κι αποτελούσε μια μικρογραφία τραβηγμένη στα άκρα της ολοκληρωτικής κοινωνίας. Όλα όσα ο δυτικός πολιτισμός έχτισε επί αιώνες ανατρέπονταν, η αλληλεγγύη λόγου χάριν απαγορευόταν διά ροπάλου. Η αλληλεγγύη ήταν φοβερά δύσκολη στο στρατόπεδο, αλλά δεν ήταν και αδύνατη. Όλοι οι επιζώντες χρωστούν τη ζωή τους και σε κάποιον ή κάποιους που τους βοήθησαν, ή βοήθησαν κι οι ίδιοι άλλους. Η διατήρηση της αλληλεγγύης ήταν από τις ύψιστες νίκες του ανθρώπινου μέσα στο απάνθρωπο. Η καίρια αλληλεγγύη για τον Πρίμο Λέβι είχε το όνομα του ιταλού κρατούμενου Λορέντσο. Αυτή είναι η ιστορία:
Ένας ιταλός πολίτης μου έφερνε ένα κομμάτι ψωμί και τα περισσεύματα του συσσιτίου του κάθε μέρα επί έξι μήνες· μου χάρισε μια δική του φανέλα γεμάτη μπαλώματα· έγραψε στην Ιταλία μια κάρτα για μένα, και μου έδωσε την απάντηση. Για όλα αυτά δεν ζήτησε και δεν δέχτηκε καμία ανταμοιβή, γιατί ήταν καλός και απλός, και δεν πίστευε ότι κάνουμε καλό για να ανταμειφθούμε.[Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σ. 146]
Και αυτή είναι η αποτίμηση του Λέβι:
Εάν μπορεί να έχει κάποιο νόημα να προσδιορίσω τις αιτίες για τις οποίες η ζωή μου, ανάμεσα σε τόσες άλλες ισάξιες, άντεξε στη δοκιμασία, νομίζω ότι στον Λορέντσο οφείλω το ότι σήμερα είμαι ζωντανός· όχι τόσο πολύ για την υλική του βοήθεια, αλλά γιατί σταθερά μού υπενθύμιζε με την παρουσία του, με τον ήρεμο και απλό τρόπο της καλοσύνης του, ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ένας κόσμος δικαιοσύνης έξω από τον δικό μας...
Και παρακάτω:
Τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας δεν είναι άνθρωποι. Η ανθρώπινη υπόστασή τους θάφτηκε […]. Αλλά ο Λορέντσο ήταν άνθρωπος· άνθρωπος ακέραιος και αμόλυντος που δεν ανήκε σ’ αυτόν τον κόσμο της άρνησης. Χάρη στον Λορέντσο δεν ξέχασα κι εγώ ότι είμαι ένας άνθρωπος.
Απ’ όλους λοιπόν τους παράγοντες στους οποίους οφείλει την επιβίωσή του, αξιολογεί την αλληλεγγύη του Λορέντσο ως πρώτο και καίριο. Σ’ ένα άλλο σημαντικότατο κεφάλαιο, στο «Άσμα του Οδυσσέα», η φιλία για τον Πίκκολο (έναν νεαρό γάλλο κρατούμενο, τον Ζαν Σαμουέλ, που του ζητά να του διδάξει ιταλικά), μαζί με την απαγγελία θραυσμάτων που μπορεί να ανακαλέσει η μνήμη του από τη Θεία κωμωδία του Δάντη (μιας επανανάγνωσης τελικά του Δάντη στο contexteτης κόλασης του στρατοπέδου), είναι άλλοι δρόμοι από τους οποίους παραμένει άνθρωπος. Το άσμα του Οδυσσέα καταλήγει:
Δεν πλαστήκατε για να ζείτε σαν ζώα
αλλά για ν’ ακολουθείτε το δρόμο της αρετής και της γνώσης.
Αυτόν θα έχουν το κουράγιο ν’ ακολουθήσουν και οι δύο.
Θα ήθελα εδώ να σταθώ λίγο περισσότερο σε όσα συνδέουν το εγχείρημα του Λέβι με αυτό του Αντέλμ. Μια από τις πρώτες μαρτυρίες που εκδόθηκαν στην Γαλλία από πολιτικούς κρατουμένους οι οποίοι επέστρεψαν από ναζιστικά στρατόπεδα ήταν αυτή του Ρομπέρ Αντέλμ, με τίτλο L’espèce humaine[10]. Υπάρχουν εντυπωσιακά κοινά σημεία που συνδέουν τα δύο εγχειρήματα και την πρόσληψή τους: και η μαρτυρία του Αντέλμ θα εκδοθεί το 1947 από έναν μικρό εκδοτικό οίκο, και θα επανεκδοθεί δέκα χρόνια αργότερα το 1957 από τον Gallimard. Και αυτή, αργότερα, θα γνωρίσει πολύ μεγάλη απήχηση στη Γαλλία, για να γίνει ένα βιβλίο αναφοράς της στρατοπεδικής λογοτεχνίας. Μεγάλοι Γάλλοι διανοούμενοι έγραψαν γι’ αυτό,όπως ο Μωρίς Μπλανσό, και το έργο γνώρισε διεθνή απήχηση και μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες (κι εδώ, από τις τελευταίες η ελληνική).
Εντυπωσιακή είναι η ομοιότητα στους δύο τίτλους: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος / Το ανθρώπινο είδος. Ο «άνθρωπος» βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους. Μια αναζήτηση γύρω από το τι συμβαίνει στον άνθρωπο μέσα στον κόσμο του στρατοπέδου εξόντωσης, σ’ αυτή την ακραία εμπειρία στην οποία το «ανθρώπινο είδος» δοκιμάζεται και φτάνει στα όριά του. Το δεύτερο βασικό κοινό σημείο των δύο έργων εστιάζεται στο ύφος: και οι δύο συγγραφείς δεν επιδιώκουν σαν πρώτο στόχο να συγκινήσουν, να συγκλονίσουν συναισθηματικά, να θυμώσουν. Η προσπάθειά τους δεν απευθύνεται στο συναίσθημα, αλλά πρωτίστως στη νόηση. Επιχειρούν να περιγράψουν, να κατατάξουν, να αφηγηθούν και, στο μέτρο του δυνατού, να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν το ακατανόητο, το ακατονόμαστο που έλαβε χώρα. Οδηγούν τον αναγνώστη σε ένα στοχασμό που μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα γόνιμος. Άνοιξαν λοιπόν ένα δρόμο σκέψης που είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αποτελούν κορυφαία έργα αυτού του είδους που θα ονομαστεί στρατοπεδική λογοτεχνία. Το 1963, ο Ζωρζ Περέκ έγραφε με αφορμή τον Ρομπέρ Αντέλμ για να υπερασπιστεί αυτό το νέο είδος:
Απέναντι στη στρατοπεδική λογοτεχνία, οι στάσεις είναι στο κάτω κάτω οι ίδιες μ’ αυτές απέναντι στην πραγματικότητα των στρατοπέδων: σφίγγουμε τις γροθιές, αγανακτούμε, συγκινούμαστε. Δεν αναζητούμε όμως ούτε να καταλάβουμε ούτε να εμβαθύνουμε […] Σε κάθε περίπτωση, μονότονη ή θεαματική, η φρίκη αναισθητοποιούσε. Οι μαρτυρίες ήταν αναποτελεσματικές· η αποβλάκωση, το να μένει κανείς εμβρόντητος ή να θυμώνει, γίνονταν οι συνήθεις τρόποι ανάγνωσης αυτών των μαρτυριών. Δεν ήταν όμως αυτός ο επιθυμητός στόχος. Κανείς δεν επιθυμούσε γράφοντας να υποκινήσει τον οίκτο, την τρυφερότητα ή την εξέγερση. Το θέμα ήταν να γίνει κατανοητό αυτό που κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει· να εκφράσει το ανέκφραστο.[11]
Το ίδιο θα μπορούσε να είχε γραφτεί και για τον Λέβι και είναι σημαντικές οι ομοιότητες που δεν είναι επιδράσεις (γράφουν την ίδια στιγμή, δεν έχουν μεταφραστεί και δεν έχουν διαβάσει ο ένας τον άλλον). Αυτό ακριβώς πετυχαίνουν αυτά τα πρώιμα βιβλία, το μοναδικό του Ρομπέρ Άντελμ και ήδη το πρώτο του Πρίμο Λέβι. Παρεμβάλλουν την απαραίτητη απόσταση, ώστε να μην είναι μόνο μια κραυγή αγωνίας, οδύνης και ανεξήγητου γιατί, αλλά να ορθώνουν τις δυνάμεις της ανθρώπινης νόησης απέναντι στο ακατανόητο. Δίχως να έχουμε την αλαζονεία ότι φτάνουμε, και ούτε πρέπει άλλωστε, στην απόλυτη κατανόηση. Η γραφή, λοιπόν, μπορεί να σημειώσει μια νίκη πάνω στην καταστροφή. Να διαδώσει τη μνήμη αυτού που συνέβη και που σφράγισε ανεξίτηλα τους επιζώντες.
Ο ρόλος της εδώ γίνεται μείζονος σημασίας, αφού καταλύει ένα μέρος τουλάχιστον των ναζιστικών επιδιώξεων: το μέρος της σιωπής. Η όλη επιχείρηση της «τελικής λύσης» έπρεπε να καλύπτεται από ένα βαρύ πέπλο σιωπής. Η μεταγενέστερη λήθη, που θα έθαβε τελειωτικά το γεγονός, ήταν βασικό μέρος του σχεδίου. Πολλά είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι σκοπός ήταν να εξαλείψουν όχι μόνο τα θύματα, αλλά και την ίδια την μνήμη της εξάλειψής τους. Τίποτα να μη μείνει που να θυμίζει ή να μαρτυρεί για ό,τι συνέβη (δεν το πέτυχαν ευτυχώς εξ ολοκλήρου). Πέρα όμως από τα ντοκουμέντα, τις «αποδείξεις» αν θέλετε, η ανθρώπινη μαρτυρία έχει να συνεισφέρει τη δική της, ιδιαίτερα πολύτιμη πλευρά. Την πλευρά του ανθρώπου που είδε, βίωσε την εμπειρία και, κατά απίστευτη τύχη, διασώθηκε. Από κει και ύστερα, η μαρτυρία του αποκτά γι’ αυτόν τη μορφή χρέους, χρέους απέναντι σ’ όσους χάθηκαν και δεν μπορούν να μαρτυρήσουν[12], αλλά και σε όσους διασώθηκαν αλλά δεν έχουν την απαραίτητη συγκρότηση για να δώσουν ένα ολοκληρωμένο βιβλίο (αυτό το τονίζει πολύ ο Σεμπρούν, οι επιζώντες σύντροφοί του λένε: «να γράψεις και για μας»). Την ιδιαιτερότητα της σημασίας της μαρτυρίας –και τη διαφορά της από την «απόδειξη»– είχε επισημάνει ο Ζακ Ντερριντά στο εξαιρετικό κείμενό του γύρω από τη μαρτυρία.[13]
ΟΙ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ
Τα κείμενα του Λέβι θα παίξουν και έναν άλλο καθοριστικό ρόλο: θα αρθρώσουν καίριες απαντήσεις στον ανερχόμενο ρεβιζιονισμό (όχι για τους φανατικούς οπαδούς βέβαια, αλλά για την αμφιταλαντευόμενη μερίδα ανθρώπων). Είναι ενδιαφέρον πως αν τριάντα πέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, γύρω στο 1980, σπάει η σιωπή, επινοείται και επιβάλλεται ο όρος «Ολοκαύτωμα», συγκροτείται η μνήμη, και αρχίζει μια ευρύτερη επιστημονική συζήτηση γύρω από την γενοκτονία (πέρα από ορισμένα βιβλία-σταθμούς που είχαν εκδοθεί νωρίτερα, όπως του Ραούλ Χίλμπεργκ στο Σικάγο το 1961), την ίδια ακριβώς εποχή επινοείται η θεωρία του ρεβιζιονισμού και του «νεγκασιονισμού» (αρνητισμού).
Η πρώτη αντιστοιχεί σε συρρίκνωση της σημασίας της γενοκτονίας και η δεύτερη σε απόλυτη άρνηση: οι οπαδοί της ισχυρίζονται πως η γενοκτονία δεν έλαβε ποτέ χώρα, πως είναι αποκύημα εβραϊκής προπαγάνδας κ.λπ. Ο αρνητισμός είχε και έχει οπαδούς παντού, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία, στην Ελλάδα με πολιτικό τους εκφραστή ακροδεξιές ομάδες και κόμματα, αλλά όχι μόνον. Αλλού τα βιβλία τους απαγορεύονται κι αλλού όχι.
Ο Λέβι πρόλαβε να δει τη γέννηση του ρεβιζιονισμού και το τελευταίο του βιβλίο, πνευματική του διαθήκη, δημοσιευμένο ένα χρόνο πριν από την αυτοκτονία του, το 1986, εγγράφεται στις πρώτες και πλέον καίριες απαντήσεις στον αρνητισμό. Τρεις μόλις μήνες πριν από την αυτοκτονία του, στην εφημερίδα με την οποία συνεργάστηκε χρόνια, τη Stampa, δημοσίευσε το τελευταίο του κείμενο με τίτλο «Η Μαύρη Τρύπα του Άουσβιτς. Πολεμική στους γερμανούς ιστορικούς». Στο κείμενο αυτό, που είναι και η παρακαταθήκη του, απαντά σε όλα τα ζητήματα που οι εμπλεκόμενοι στη διαμάχη (στο Historikerstreit) ιστορικοί εγείρουν, ανεβάζοντας τη συζήτηση σε ακαδημαϊκή κλίμακα. Ένα από αυτά είναι το γεγονός πως το γκουλάγκ είχε προηγηθεί και οι Γερμανοί απλώς το προσάρμοσαν στα δικά τους μέτρα, με μια μικρή τεχνολογική καινοτομία: τους θαλάμους αερίων.
Υπομονετικά, ο Λέβι αποδομεί όλη την ανυπόστατη θεωρία βήμα το βήμα, όπως είχε κάνει κι ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ στη Γαλλία την ίδια εποχή απαντώντας στους γάλλους ρεβιζιονιστές, σαν τον Ρομπέρ Φωρισσόν, στους Δολοφόνους της μνήμης. Ο Λέβι έκλεινε το τελευταίο κείμενό του με την παρατήρηση πως η Γερμανία «δεν μπορεί και δεν πρέπει να απαλύνει την ενοχή του παρελθόντος». (Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σ. 262).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Προφανώς, όλα αυτά τον βάρυναν. Η απογοήτευσή του και η κόπωσή του συνέβαλαν ασφαλώς στην τελική κατάθλιψη. Σ’ ένα από τα τελευταία του ποιήματα, γραμμένο λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία, γράφει:
Δεν υπάρχει υποτελής που να μην έχει το βασίλειό του.
Το δικό μου ονομάζεται απελπισία:
Είναι ένα απέραντο βασίλειο. (σ. 127, ποιήματα)
Αυτή η απελπισία στην οποία βυθίστηκε εκείνη τη μέρα του Απριλίου του 1987 τον έκανε να πέσει στο κενό της σκάλας του παλιού σπιτιού στο Τορίνο. Ο Σεμπρούν, συγκλονισμένος από την είδηση, έγραψε:
Κι όμως, η διαύγεια του ποιητικού εγχειρήματος του Πρίμο Λέβι δεν εμπόδισε το θάνατο και το σκότος να τον αρπάξουν, μια ημέρα του Απριλίου. Μια ημέρα του τρομερού Απριλίου, όταν η ανάμνηση των στρατοπέδων σηκώνεται σαν ένα νέφος από καπνό και από στάχτες, πάνω στη δυτική Ευρώπη.(πρόλογος στη γαλλική έκδοση των ποιημάτων, σ. Χ)
Οι μικροί μαθητές στην Ιταλία δεν είδαν πια το πρόσωπό του κι ούτε τον άκουσαν (ήταν από τους πρώτους που επισκέφθηκε πάρα πολλά σχολεία). Έμειναν όμως τα γραπτά του. Τριάντα χρόνια μετά, αξίζει να σκύψουμε ξανά σε όσα μας άφησε ως παρακαταθήκη.
Ο ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Από το 1990 ώς το 2005 μεταφράστηκαν 8 βιβλία του στα ελληνικά:
Η τριλογία η σχετική με το Άουσβις
1. Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μετάφραση: Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα, 1997
2. Η Ανακωχή, μετάφραση: Ζακ Σαμουήλ, Σέλας, 1998
3. Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν, μετάφραση: Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα 2000
Μια συνέντευξη
4. Το καθήκον της μνήμης, μετάφραση: Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα, 1998
Άλλα έργα του
5. Το περιοδικό σύστημα, μετάφραση: Άμπυ Ράικου, Καστανιώτη, 1990
6. Λίλιθ, μετάφραση: Σάρα Μπενβενίστε, Ροδαμός, 1992
7. Αν όχι τώρα, πότε;, μετάφραση: Μ. Ματσαγγάνης - Κ. Μορόνι, Θεμέλιο, 1995
8.Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου, διηγήματα, μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτη, 2005
* Συμβολή της συγγραφέως στην ημερίδα «Νεοτερικότητα και Βαρβαρότητα: Τέχνη και Ολοκαύτωμα», που οργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Βόλος, 23 Νοεμβρίου 2017).
[1] Η εικαστικός Άρτεμις Αλκαλάη φωτογραφίζει τα τελευταία χρόνια ΄Ελληνες Εβραίους επιζώντες σε βαθύ γήρας. Το έργο της εκτέθηκε το 2016 στο Ινστιτούτο Θερβάντες.
[2] Θυμίζω ότι αυτός ο όρος επιβλήθηκε μόνο κατά τη δεκαετία του 1980, δεν απαντάται λόγου χάριν πουθενά στον Πρίμο Λέβι ούτε στα άρθρα του τα γραμμένα σ’ αυτήν την δεκαετία ώς το 1987.
[3]. Για τη στρατοπεδική λογοτεχνία γενικότερα και το έργο του Πρίμο Λέβι ειδικότερα βλ. Ο. Βαρών-Βασάρ, Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, β’ εκδ. 2013.
[4] Ο Λέβι παραιτήθηκε από τη δουλειά του μόλις μπόρεσε να συνταξιοδοτηθεί και, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, αφιερώθηκε στη συγγραφή, παρ’ όλο που συχνά προέτασσε την ιδιότητα του χημικού και όχι του συγγραφέα, όταν τον ρωτούσαν. Στον Φίλιπ Ροθ, που του παίρνει συνέντευξη τον Σεπτέμβριο του 1986, εξομολογείται την ανακούφισή του που μπόρεσε να συγκεντρωθεί στη συγγραφή (βλ. Philip Roth, Κουβέντες του σιναφιού, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, σ.11-31.)
[5]. Primo Levi, L’asymétrie et la vie. Articles et essais 1955-1987, préface de Marco Belpoliti, εκδ. Robert Laffont, Paris 2004, σ. 17.[6] .
[7] . Αυτός είναι ο υπότιτλος του ποιήματος στο πρωτότυπο και στη γαλλική μετάφραση του ποιήματος στη συλλογή: Primo Levi, A une heure incertaine [receuil de poèmes], préface de J. Semprun, collection Arcades, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1997, β’ εκδ. 2002.
[8] Françoise Carasso, Primo Levi. Le parti pris de la clarté, εκδ. Belin, Παρίσι 1997.
[9] Primo Levi, A une heure incertaine, préface de J. Semprun, σελ. ΙΧ.
[10] Βλ. ελλ. μτφρ. Ρομπέρ Αντέλμ, Το ανθρώπινο είδος, μτφρ. Τ. Βεκιαρέλλη-Σ. Μπενβενίστε, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008.
[11] Georges Perec, “Robert Antelme ou la vérité de la littérature”, Textes inédits sur l’espèce Humaine, Gallimard, 1996, σ. 173-190.
[12] .Το καθήκον της μνήμης είναι ο τίτλος μιας μακράς συνέντευξης του Λέβι στον Φερντινάντο Καμόν, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1998. (Ομολογώ ότι θα προτιμούσα προσωπικά τη λέξη χρέος αντί για καθήκον στον τίτλο).
[13] Ζακ Ντερριντά, Μαρτυρία και μετάφραση, μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδ. Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Αθήνα 1996.