Είμαι συγκινημένος γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να πω στην αρχή δύο λόγια για τον Κώστα Κουτσομύτη με τον οποίον με συνέδεε μία σχέση, τολμώ να πω, φιλίας. Ήμουν και είμαι θαυμαστής του και είναι μία ευκαιρία να τον ευχαριστήσω για όσα έχει προσφέρει στην ελληνική λογοτεχνία, στον κινηματογράφο και στην ελληνική τηλεόραση. Προσωπικά δε, γιατί μου κληροδότησε και τη φιλική μας σχέση με το γιο του, τον Γιάννη, που διαπρέπει με πολύ δυναμική παρουσία στο χώρο με τον οποίον ασχολείται, καθώς είναι ένας από τους πιο συγκροτημένους και ολιστικούς αναλυτές των εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και του ελληνικού ζητήματος, βεβαίως, της Ελλάδας μέσα στην κρίση.
Είχαμε αρκετές φορές την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον Κώστα Κουτσομύτη κατά τη διάρκεια των δύο θητειών μου στο υπουργείο Πολιτισμού. Του είχα πει πως πιστεύω ότι αυτό που έχει προσφέρει στην ελληνική λογοτεχνία, στην ελληνική πεζογραφία, ως προς την εξοικείωση του μεγάλου κοινού μαζί της, είναι κάτι συγκρίσιμο με αυτό που έχει προσφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης στην ελληνική ποίηση – τέτοιων διαστάσεων. Ίσως δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει γιατί η πρόσληψη της λογοτεχνίας μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης είναι πολύ πιο σύνθετη διαδικασία από ό,τι η πρόσληψη της ποίησης μέσω του τραγουδιού, που ο καθένας μπορεί να τη διαχειριστεί με πολύ πιο «αυθαίρετο» και ιδιωτικό τρόπο.
Στο πρόλογο του Κώστα Κουτσομύτη αναλύεται η τεχνική σύνθεσης του μυθιστορήματος: ο συγγραφέας παρατηρεί ότι, ενώ συνήθως πηγαίνουμε από τον αφηγηματικό στον αναπαραστατικό λόγο (υπάρχει ένα μυθιστόρημα, που γίνεται ταινία ή τηλεοπτική σειρά), εν προκειμένω συνέβη το αντίθετο, από τον αναπαραστατικό προέκυψε ο αφηγηματικός λόγος. Ένας άνθρωπος του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, με τη συνεργασία ενός λόγιου ιατρού –συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορία του Ελληνικού Διαφωτισμού, ας μην ξεχνάμε ότι ο Κοραής ήταν ιατρός, ιατροφιλόσοφος–, μας κληροδότησε μεν ένα μυθιστορηματικό έργο, το οποίο υποκρύπτει ένα σενάριο – στην πραγματικότητα, είναι η μεταγραφή ενός κινηματογραφικού υλικού.
Πάντοτε θεωρούσα, και το πιστεύω ακόμη περισσότερο τώρα, ότι ο κινηματογραφικός λόγος έχει μικρότερη σχέση με τον θεατρικό και περισσότερη σχέση με τον μυθιστορηματικό λόγο. Είναι μια οπτικοακουστική αφήγηση. Προφανώς και ο λεγόμενος ποιητικός κινηματογράφος είναι περισσότερο κοντά στην ποίηση παρά σε οτιδήποτε μπορεί να σκεφθεί κανείς ως μορφή οπτικοακουστικής απεικόνισης.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό ότι μας κληροδοτεί ο Κώστας Κουτσομύτης, με τη συνεργασία του Ευάγγελου Μαυρουδή, ένα έργο μυθιστορηματικό, το οποίο μπορεί κάποια στιγμή να γίνει μία πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά – διότι δύσκολα θα χωρούσε στα χρονικά όρια μιας κινηματογραφικής ταινίας.
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Όταν κανείς ασχολείται με το ιστορικό και βιογραφικό μυθιστόρημα, εκκινεί από μια πολύ στέρεη πραγματολογική βάση. Μία ιστορία από μόνη της έχει πλοκή λίγο-πολύ δεδομένη, σημασία έχουν όμως οι τεχνικές της αφήγησης. Στην περίπτωση του Κόκκινου Τανγκό, η τεχνική της αφήγησης είναι γοητευτικά απλή, γραμμική και, κατά τη γνώμη μου, αναδεικνύει εξ αρχής και ηθελημένα την ανθρώπινη διάσταση του ήρωα.
Άρα, έχουμε ένα Νίκο Ζαχαριάδη με φιλικό και ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν πρέπει να μας κάνει ούτε για μία στιγμή να ξεχάσουμε τον ιστορικό ρόλο, τα ιστορικά συμφραζόμενα – και, θα μου επιτρέψετε να πω, την ιστορική ευθύνη που έχουν άνθρωποι οι οποίοι έπαιξαν ρόλο αντίστοιχο, συγκρίσιμο με αυτόν του Νίκου Ζαχαριάδη. Έχουμε έναν ήρωα, που ανήκει στη συλλογική εθνική αφήγηση, ο οποίος παρουσιάζεται τις στιγμές της ήττας του – ήττας στρατιωτικής, πολιτικής και προσωπικής, διότι έχει όντως ηττηθεί σε όλα τα επίπεδα.
Ο Ζαχαριάδης, όντως, έχασε σε όλα τα πεδία στα οποία επέλεξε να παίξει. Στο βιβλίο παρουσιάζεται όταν έχει καταρρεύσει γι’ αυτόν το οικοδόμημα της σοβιετικής πατρίδας, όλο το οικοδόμημα του σταλινισμού, όταν ο θύτης, όπως παρατηρεί ο Κώστας Κουτσομύτης στον πρόλογό του, της σταλινικής περιόδου έχει γίνει θύμα της περιόδου μετά την έκλειψη του Στάλιν και υφίσταται ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να φανταστεί, πρακτικές που κι ο ίδιος είχε εφαρμόσει στο παρελθόν στον ύψιστο βαθμό. Ένας τέτοιος ήρωας, ηττημένος, γίνεται προφανώς συμπαθής.
Η αφήγηση παρακολουθεί τον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας από το 1945, όταν επέστρεψε από το Νταχάου, όπου κρατήθηκε, στην Ελλάδα, ώς το 1973, οπότε και αυτοκτόνησε. Αυτός ο Ζαχαριάδης, τον οποίον έχει τώρα αποκαταστήσει πλέον το ΚΚΕ, ανέλαβε εκ νέου πολιτικά καθήκοντα υπό διόλου ανύποπτες και αθώες συνθήκες. Για να θέσω δηλαδή το ερώτημα στην καρδιά του, ο Ζαχαριάδης επέστρεψε το 1945 υπό συνθήκες απελευθέρωσης από τη γερμανική κατοχή ή υπό συνθήκες ήδη κηρυγμένου και διεξαγόμενου εμφύλιου πολέμου; Αυτό το ερώτημα θα είναι καθοριστικό για τα πάντα.
Είναι γνωστό ότι, στη δημόσια συζήτηση, εκδηλώνεται μια μεγάλης έκτασης ιστοριογραφική σύγκρουση, εξ αφορμής της ανάδυσης μιας ιστοριογραφίας που δεν είναι η επίσημη ιστοριογραφία της Κομμουνιστικής Αριστεράς, μιάς «αιρετικής» ή αναιρετικής ιστοριογραφίας. Η αφετηρία του Εμφυλίου τοποθετείται μέσα στην Κατοχή, βαθιά μέσα στην Κατοχή, το 1943. Άρα, όταν επιστρέφει ο Ζαχαριάδης, βρισκόμαστε ήδη προ πολλού υπό συνθήκες εμφυλίου πολέμου. Αυτό καθορίζει τα πάντα, καθορίζει όλη την εξέλιξη μέχρι το θάνατό του, γιατί στην πραγματικότητα το σώμα του, ο ίδιος ως πρόσωπο αλλά και ως σώμα –έχει μεγάλη σημασία αυτό για τον παραλληλισμό που πρέπει να κάνουμε με τη χριστιανική, ή μάλλον την εκκλησιαστική αντίληψη για τα πράγματα, σε σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής– διατίθεται στην ήττα, υφίσταται τις επιπτώσεις της ήττας. Τεμαχίζεται, διαλύεται, εξαφανίζεται.
Αυτό μας επιτρέπει ίσως να καταλάβουμε όλη την αφήγηση του Κόκκινου Τανγκό, να την προσλάβουμε με καλύτερο τρόπο, γιατί έτσι όπως είναι κινηματογραφική και δελεαστική μάς κάνει ίσως να ξεχάσουμε τι κρύβεται από πίσω. Τι κρύβεται πίσω από το Βίτσι, από τον Γράμμο, από τη στελέχωση του Δημοκρατικού Στρατού, από τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τον ΕΛΑΣ από τον Δημοκρατικό Στρατό, τι κρύβεται πίσω από τη σχέση του Ζαχαριάδη με τον Μάρκο Βαφειάδη και, κυρίως, τι κρύβεται ως προς τα μεγέθη του διεθνοπολιτικού στοιχήματος, που δεν ξέρω πόσο ήταν σε θέση να κατανοήσουν τόσο ο ίδιος ο Ζαχαριάδης όσο και η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος εκείνη την εποχή – να κατανοήσουν, δηλαδή, πόσο εφικτό ήταν για τους ανθρώπους εκείνους, μέσα στη συγκυρία και στα συμφραζόμενα της εποχής, τι ήταν αυτό που συνέβαινε στη διεθνή σκηνή αλλά ούτε και τι έκανε ο Στάλιν, ο άνθρωπος στον οποίον προσέβλεπαν, οι αναφορές στην προσωπικότητα του οποίου είχε αποκτήσει μεταφυσικές διαστάσεις.
Αν παρακολουθήσει κανείς από μια εξωτερική οπτική γωνία τις κρίσιμες εξελίξεις θα δει ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήριο – πάντα η Ελλάδα χρησιμοποιούνταν ως ιστορικό εργαστήριο, από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους. Στο εργαστήριο αυτό οργανώθηκε με όρους πειραματικούς το πρώτο επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, και αυτό διεξήχθη με τρόπο σχεδόν κυνικό, εις βάρος πρωτίστως του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος και των στελεχών του, εις βάρος των ανθρώπων που ηθελημένα, ή χωρίς τη θέλησή τους, ενεπλάκησαν στην υπόθεση αυτή, στρατολογήθηκαν, ενδεχομένως βιαίως πολλοί από αυτούς, ή βρέθηκαν εκεί επειδή απλώς ανήκαν σε μία γλωσσική μειονότητα, όπως συνέβαινε με τους σλαβόφωνους κυρίως στο χώρο της δυτικής Μακεδονίας, και υπέστησαν μία ήττα η οποία ήταν μακράς διάρκειας. Ήττα όχι απλώς στρατιωτική και πολιτική, αλλά ήττα προσωπική: διαλύθηκαν οικογένειες, ακυρώθηκαν προσδοκίες, σχέδια ζωής.
Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ, πάνω από το επίπεδο αυτό, πάνω από το επίπεδο της ιστορίας, των αφηγήσεων, των προσώπων, των σκηνών, συγκροτούνταν ένας συσχετισμός δυνάμεων ο οποίος διαμορφωνόταν και αναδιαμορφωνόταν με τρόπο ωμό, καταθλιπτικό. Έπρεπε να διευθετήσει ο Στάλιν τις σχέσεις του με τον Τίτο, έπρεπε να ολοκληρώσει τις συμφωνίες για την κατανομή των επιρροών στη μεταπολεμική Ευρώπη, έπρεπε να λύσει θέματα τα οποία είχαν σχέση με χώρες όπως η Τσεχοσλοβακία ή η Ουγγαρία, θέματα τα οποία στη συνέχεια εξελίχθηκαν στη διχοτόμηση της Γερμανίας. Όλα αυτά τα εισέπρατταν διάφοροι άνθρωποι οι οποίοι έτρεχαν αλλόφρονες και έβλεπαν να σκοτώνονται οι διπλανοί τους, να διαλύονται οι οικογένειές τους, να χάνουν τα παιδιά τους, να μετατρέπεται η περιπέτεια της ιστορίας, στο μεγάλο σχήμα, σε περιπέτεια προσωπική, στο μικρότερο δυνατό επίπεδο, δηλαδή εκεί όπου ο καθένας βιώνει την ατομική του μοίρα.
Εδώ, επειδή υπάρχουν πολλά επεισόδια σε σχέση με την Αλβανία, αξίζει να πούμε, ότι φθάσαμε να έχουμε στην Αλβανία μεγάλο αριθμό όχι αυτοεξορίστων αλλά αναγκαστικά εξορίστων, συλληφθέντων αξιωματικών και στρατιωτών του Εθνικού Στρατού, όχι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, και αυτοί οι άνθρωποι έμειναν μέχρι το 1956, το 1957, το 1960, υπό τις συνθήκες του καθεστώτος Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία. Δεν θέλω να αναφερθώ σε άλλα επεισόδια, όλα είναι μέσα στο βιβλίο, τα πάντα είναι μέσα, είναι απολύτως συμπεριληπτικό το βιβλίο.
Πίσω είναι αυτά είναι ένας Ζαχαριάδης που δεν είναι απλά ο ηγέτης, δεν είναι απλά ο υποτεταγμένος στα κελεύσματα μίας διεθνούς πολιτικής από την οπτική γωνία της Σοβιετικής Ένωσης. Είναι ο Ζαχαριάδης που ερωτεύεται, ο Ζαχαριάδης ο οποίος πρέπει να διαχειριστεί τη σχέση του με τα παιδιά του και, ταυτόχρονα, ένας Ζαχαριάδης ο οποίος είναι ο ιδεότυπος της ανθρωπολογίας της Κομμουνιστικής Αριστεράς, γιατί η Κομμουνιστική Αριστερά την εποχή εκείνη είναι μία κλειστή κοινωνία, την οποία δεν μπορείς να την καταλάβεις με κριτήρια κοινωνιολογικά. Μια σχετική συζήτηση έγινε τη δεκαετία του 1960-1970, σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, για την ανθρωπολογική προσέγγιση του κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή για μία ανάλυση που προσιδιάζει στις μικροκοινωνίες ή τις αρχαϊκές κοινωνίες. Μια ανάλυση που μπορεί να σου επιτρέψει να καταλάβεις πόσο καθυποταγμένοι σε τελικώς ηθικά στερεότυπα, ήταν, όπως τα αντιλαμβάνονταν εκείνοι.
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΧΙΛΙΑΣΜΟΣ
Δηλαδή, για να μιλήσω καθαρά, πρόκειται για μία ιστορική εσχατολογία, για μία πίστη αδυσώπητη, για μία σεχταριστική αντίληψη όπου ψάχνουμε να βρούμε τα πάντα με απλουστευτικό τρόπο ερμηνείας της οικονομίας, της κοινωνίας, της πολιτικής, της ιστορίας. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν κοσμικό χιλιασμό ο οποίος επηρεάζει τα πάντα με την ίδια πεποίθηση αλήθειας που επηρεάζει και τον όποιον χιλιαστή πιστεύει ότι θα έρθει η εσχάτη παρουσία, το τέλος του κόσμου. Αυτό είναι η αφιέρωση, η υποταγή. Ο καθοδηγητής είναι ο γέροντας, είναι απολύτως συγκρίσιμα μεγέθη. Η μοναστική αντίληψη, ο ασκητισμός του Ζαχαριάδη, είναι παρόμοιος με αυτόν που μπορείς να βρεις και στη θρησκεία. Η αυτοενοχοποίηση, η αυτοκριτική μπορεί να συγκριθεί με την εξομολόγηση, που είναι ένα μυστήριο –τα έχουμε διαβάσει στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, τα έχουμε δει με τον καλύτερο τρόπο και τα ξαναβλέπουμε τώρα στην ελληνική λογοτεχνία– και, μετά, επιβράβευση ή επιτίμιο, με την πιο σκληρή προτεσταντική αντίληψη, η οποία καταργεί το ιδιωτικό, την ιδιωτικότητα.
Τα προσεγγίζει όλα πανοπτικά ο κυρίαρχος, και αυτός τελικά υφίσταται το ίδιο, ο ίδιος δηλαδή παρακολουθείται συστηματικά –όπως το έχουμε δει στην ταινία Οι ζωές των άλλων– μέσα στο σπίτι του μέχρι την τελευταία στιγμή. Πρέπει να σκηνοθετήσει, ή μάλλον να συγκαλύψει, την αυτοκτονία του για να μη γίνει αντιληπτή από τους παρακολουθούντες, πρέπει να κρυφτεί για να αυτοκτονήσει, πρέπει να κρυφτεί για να καταστήσει ιδιωτική την κορυφαία πράξη του, η οποία είναι η κατ’ εξοχήν ιστορική και δημόσια, αλλά για να μην αποτραπεί πρέπει να την αποκρύψει.
Αυτό, βέβαια, είναι συγκλονιστικό. Πρέπει στα «μουλωχτά» να κάνει την τελευταία πράξη που είναι τελευταία κραυγή του, διότι διά του θανάτου του στέλνει ένα μήνυμα το οποίο δεν μπόρεσε να στείλει με τα παιδιά του, με τη γυναίκα του. Άλλωστε, τα πάντα θυσιάζονται, η συζυγική σχέση, η φιλία, ο έρωτας, ακόμη και η σχέση πατέρα-παιδιού: το αντικείμενο οδηγείται στην απόλυτη αποξένωση. Θα μπορούσε αυτό το βιβλίο να το έχει γράψει ο Καμύ. Θα ήταν λιγότερες σελίδες, αλλά η εντύπωση είναι η ίδια: είναι η εντύπωση αυτής της απόλυτης αποξένωσης, της αποστέωσης των αισθημάτων.
Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πρόσωπα όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης έπαιξαν με τις τύχες της χώρας, λόγω της συγκρότησής τους, της παιδείας τους, της αντίληψής τους για την ιστορία, της αντίληψής τους για το έθνος, της αντίληψής τους για τον διεθνή και περιφερειακό συσχετισμό δυνάμεων. Αυτοί οι άνθρωποι επωμίστηκαν ένα τεράστιο βάρος λαμβάνοντας αποφάσεις χωρίς θεσμική δημοκρατική νομιμοποίηση, αποφάσεις οι οποίες είχαν μια, υποτίθεται, ιστορική αυτονομιμοποίηση: όλα γίνονταν de facto, και έκριναν την τύχη της χώρας.
Είπε ο Ζαχαριάδης κάποια στιγμή ότι αν ήξερε πως θα προδώσει ο Τίτο τον Στάλιν και θα του έκλειναν τα σύνορα –παρ’ ότι η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει τώρα ότι ήταν συγκλονιστικά μεγάλη η βοήθεια και από τις άλλες ανατολικές χώρες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας– θα έκανε άλλη επιλογή. Δηλαδή, τι επιλογή θα έκανε; Θα έκανε την επιλογή τής συμμετοχής στις εκλογές του 1946, την επιλογή του ειρηνικού δρόμου. Θα έκανε την ιταλική επιλογή δηλαδή, θα έκανε την επιλογή που έκανε ο Παλμίρο Τολιάτι. Πώς το λες αυτό έτσι; Πού έχεις οδηγήσει τη χώρα;
Αυτή η αντίληψη δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι πιο επίκαιρο που εμφανίζεται ως μικρογραφία στη σημερινή Ελλάδα. Ίσως υπάρχει μία εξήγηση ιδεοληπτική, που παράγει όμως ιστορικά αποτελέσματα. Είναι ο ίδιος τρόπος του σκέπτεσθαι, είναι η ίδια αντίληψη για την ιστορία και την πολιτική, για το συσχετισμό των δυνάμεων, για αυτό που λέγεται βολονταρισμός. Όλα αυτά τα οποία εμείς θεωρούμε σήμερα ότι είναι τα κακά της μεταπολίτευσης. Αυτά μας θυμίζει η υπόθεση Ζαχαριάδη που φθάνει πολύ κοντά στα όρια της μεταπολίτευσης: ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος τα κρίσιμα εμφυλιακά χρόνια αυτοκτόνησε το 1973 – πολύ κοντά στις δικές μας πολιτικές εξελίξεις αν το σκεφθεί κανείς, ήδη δηλαδή βρισκόμαστε στην περίοδο την οποία βιωματικά ελέγχουμε σχεδόν οι περισσότεροι. Αυτή λοιπόν η αντίληψη επηρέασε όλο το πνεύμα της μεταπολίτευσης, διότι τα μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης, το κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία που αντέγραψε σε πολλά σημεία το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, υιοθέτησαν μία αντίληψη μήτρα της οποίας είναι η παραδοσιακή αντίληψη της κομμουνιστικής Αριστεράς για το πώς πορεύονται τα πράγματα – και αυτή ήταν η μεγάλη ρεβάνς. Η μεγάλη ρεβάνς δεν είναι η «Πρώτη φορά Αριστερά» του 2015. Η μεγάλη ρεβάνς ήρθε από το πώς επηρεάστηκε ιδεολογικά η μεταπολίτευση από την ηττημένη Αριστερά, η οποία έγινε ο νικητής και ο καθοδηγητής των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και της κοινωνίας μετά το 1974. Και φθάνουμε στη σημερινή πραγματικότητα, τόσα χρόνια μετά, να κάνουμε αναψηλάφηση όλων αυτών των περιπετειών που είναι ζωντανές, γιατί είναι στοιχείο της μοίρας μας και του ερωτήματος: πού πηγαίνουμε – αν μπορούμε να πάμε κάπου.
Υπό την έννοια αυτή, το Κόκκινο Τανγκό είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Όχι με την έννοια της παμπολιτικής, ότι τα πάντα είναι πολιτικά. Είναι πολιτικό εν επιγνώσει. Γιατί δεν είναι μία βιογραφική, αγιογραφική προσέγγιση ούτε απλώς μια αναπαραγωγή ιστορικών γεγονότων. Αλλά επειδή επιτρέπει στον αναγνώστη να σκεφθεί με έναν πιο σύνθετο και ολοκληρωμένο τρόπο θεμελιώδη ερωτήματα για την πορεία της χώρας.
Υπό την έννοια αυτή, το Κόκκινο Τανγκό είναι ένα δώρο που μας άφησε μετά το θάνατό του ο Κώστας Κουτσομύτης, μαζί με τον ιατρό του, φίλο του και συν-συγγραφέα του Ευάγγελο Μαυρουδή, τον οποίον και συγχαίρουμε και ευχαριστούμε. Είναι μια κληρονομιά για την οποία φαντάζομαι ότι είναι πολύ περήφανος και ο γιος του Κώστα Κουτσομύτη, ο Γιάννης. Δικαίως.
*Το κείμενο, που αναδημοσιεύεται από το τεύχος 68 του Books' Journal, διαβάστηκε σε εκδήλωση για το Κόκκινο Τανγκό, στον Ιανό, στις 29 Ιουνίου 2016. Μίλησαν ακόμα ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο Γιάννης Σολδάτος και ο συν-συγγραφέας του βιβλίου Ευάγγελος Μαυρουδής.