Σύνδεση συνδρομητών

Έρως φιλότητος στα στρατόπεδα του θανάτου

Τετάρτη, 07 Σεπτεμβρίου 2016 07:32
Μιλένα Γιέσενσκα. Τσέχα δημοσιογράφος, φίλη του Φραντς Κάφκα. Πέθανε στις 14 Μαΐου 1944, στο γυναικείο στρατόπεδο Ράβενσπρουκ. Η φωτογραφία υπογράφεται από την ίδια.
Αρχείο The Books' Journal
Μιλένα Γιέσενσκα. Τσέχα δημοσιογράφος, φίλη του Φραντς Κάφκα. Πέθανε στις 14 Μαΐου 1944, στο γυναικείο στρατόπεδο Ράβενσπρουκ. Η φωτογραφία υπογράφεται από την ίδια.

Margarete Buber-Neumann, Mίλενα από την Πράγα, μετάφραση από τα γερμανικά: Τούλα Σιετή, επιμέλεια: Μίνα Πατεράκη-Γαρέφη,  επίμετρο - βιογραφικά σημειώματα – ευρετήρια: Αδριανή Δημακοπούλου, Κίχλη και Τα Πράγματα, Αθήνα 2015 

Πώς είναι δυνατόν μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να διεκδικεί κανείς ό,τι θα του επιτρεπόταν να διεκδικήσει και στη ζωή: τη χαρά, τη δημιουργικότητα, την έκφραση και, ακόμα ακόμα, τη διαφορά σε ένα περιβάλλον όπου βασιλεύει η ομοιομορφία; Κάποιοι τρόποι περιγράφονται από την έγκλειστη σε σοβιετικά και, κατόπιν, σε γερμανικό ναζιστικό στρατόπεδο,  Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν. Αναδημοσίευση από το τεύχος 66 του Books' Journal, Μάιος 2017.

H πρώτη μου επαφή με την Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν έγινε τυχαία, τα χρόνια της δικτατορίας, μια εποχή που ακαθοδήγητα, τυφλά, αναζητούσαμε βιβλία στους πάγκους της Εστίας (της παλιάς Εστίας στην οδό Σταδίου), της Ενδοχώρας στη γωνία Σόλωνος και Σίνα ή στο υπόγειο βιβλιοπωλείο της οδού Κωλέττη, της πρώτης Πρωτοπορίας νομίζω, όπου αγοράζαμε με το τσουβάλι τα «Κλασικά κείμενα» του μαρξισμού σε κάτι φτηνές, θαρρείς πολυγραφημένες, εκδόσεις. Σ’ εκείνη την πρώτη Πρωτοπορία, ένα απόγευμα, έπεσα πάνω σε μια έκδοση των Νέων Στόχων του 1971 με τίτλο Εξόριστη στη Σιβηρία. Βρισκόμαστε λίγους μήνες μετά την εξέγερση της Νομικής, ήμουν 16 ετών, είχα μόλις διαβάσει το Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς σε έκδοση ΒIΠΕΡ. Αγόρασα το βιβλίο. Γραμμένη με μολύβι υπάρχει ακόμη σ’ εκείνο το παλιό αντίτυπο η τιμή: 50 δραχμές.

Κι έτσι γνώρισα τη Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν και εμπέδωσα τη φρίκη των γκουλάγκ. Όμως, μέσα σ’ αυτή την αφήγηση, παρά την απελπισία, την αγωνία και τον πόνο, έπνεε θαρρείς ένα αεράκι, ένας παρήγορος ζέφυρος, που δεν απάλυνε την αθλιότητα, αλλά δυνάμωνε την αντοχή. Λες και κάποιες χειρονομίες, λίγα βλέμματα, ένα κομμάτι ψωμί πύκνωναν στο χρόνο και ενίσχυαν την πίστη της αφηγήτριας στους ανθρώπους. Αν κάτι βοήθησε την Μπούμπερ-Νόυμαν να επιζήσει, μας λέει ο Τσβετάν Τοντόροφ, ήταν το ταλέντο της στη φιλία και στη συντροφικότητα. Ο βιότοπος της Μαργκαρέτε είναι η φιλότης. Γι’ αυτήν, οι συγκρατούμενές της δεν είναι μια αδιαφοροποίητη μάζα: έχουν ονόματα. Είναι η Τάσω Σαλπέτερ, με τα σκούρα λαμπερά μάτια και την ασύγκριτη ασπράδα των δοντιών, η πιστή κομμουνίστρια εργάτρια Καίτε Σουλτς, ο «καλός της άγγελος» στη φυλακή του Μπουτίρκι, όπου οι γυναίκες περιμένουν να τους απαγγελθεί η ποινή τους για να μεταφερθούν στη Σιβηρία, η απελπισμένη Γκρέτε Ζόνταγκ. Και αργότερα, στο παγωμένο στρατόπεδο Καραγκάντα του Καζακστάν, ή στο πειθαρχικό μπλοκ Λενίσκογιε, στο Ελ Μαρί, στην Μπούρμα, η ψηλή, ανοιχτόξανθη πιανίστα Όλγα, η ταγμένη στην ποίηση Ταμάρα που αφηγείται τα βράδια ιστορίες από τον Πούσκιν, η ηθοποιός Κάρολα Νέχερ, για την οποία είχε γράψει ο Μπρεχτ τον ρόλο της Πόλι Πίτσαμ από την Όπερα της πεντάρας. Και μαζί, η «τολστοϊκή γριούλα», η ηλικιωμένη νεβόλναγια, μανούλα για όλες, που η απομάκρυνσή της στον τομέα για τους αναπήρους προκαλεί μεγάλο πόνο στη Μαργκαρέτε, αφού «κανένας δεν την καρτεράει πια το βράδυ μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο στοργή», όταν γυρίζει από την εξουθενωτική δουλειά. Υπάρχουν, τέλος, οι Γεωργιανοί πρώην αμπελουργοί με τα τραγούδια τους και ο Λιθουανός Μπόρις Ρεσνίκ, ο φυματικός σύντροφός της στο πειθαρχικό μπλοκ της Μπούρμας, με τον οποίο μοιράζονται τα τσιγάρα τους, τις μαγιόρκες, όπως τις λένε, τις ελπίδες και τα όνειρά τους («τα όνειρα παίζουνε μεγάλο ρόλο στη ζωή των κρατουμένων», γράφει η Μπούμπερ-Νόυμαν). «Όταν στοχάζουμαι», γράφει, «τους δυο πρώτους μήνες που πέρασα στο πειθαρχικό μπλοκ της Μπούρμας, τον καιρό της φιλίας μου με τον Μπόρις, ούτε καν θυμάμαι τα βάσανα της ατέλειωτης μέρας της δουλειάς, την πείνα και τις τρομερές νύχτες με τους κοριούς και τις ψείρες. Ούτε και θυμάμαι καθόλου την ταπεινή κακία των άλλων κρατουμένων».

Αλλά οι δυο μήνες περνούν γρήγορα. Ο Μπόρις θα μεταφερθεί στην Άπω Ανατολή. Προτού φύγει, σκαλίζει από ένα κομματάκι ξύλο μια πίπα και φτιάχνει ένα ξύλινο κουτάκι «για να ’χει η Μαργκαρέτε κάθε μέρα κάτι δικό του στα χέρια της». Κι εκείνη αφήνεται στην οδύνη ενός αποχωρισμού που θα είναι, το ξέρουν και οι δύο, οριστικός.

Εκείνες οι τελευταίες μέρες ήτανε μονάχα πόνος. Ήξερα πως για τον Μπόρις η Άπω Ανατολή σήμαινε καταδίκη σε θάνατο. Δεν μπόραγα να κάνω τίποτ’ άλλο παρά μονάχα να του λέω ευχαριστώ για τους δυο μήνες τους γεμάτους φιλία, που μ’ είχανε κάνει να ξεχνάω τις φρίκες της Μπούρμας. Το βράδυ, φτάσανε τα καμιόνια στο μπλοκ. Διαβάσανε τα ονόματα, μείναμε κρεμασμένοι στα συρματοπλέγματα. «Γκρέτα, δεν πρέπει να με ξεχάσεις ποτές», έκραξε φεύγοντας ο Μπόρις.

Είχε φαίνεται εγγραφεί στην εφηβική μου μνήμη η εφήμερη ευτυχία εκείνης της συνάντησης και ο σπαραγμός του αποχωρισμού – γι’ αυτό και η κραυγή του Μπόρις αναδύθηκε με συγκλονιστική ενάργεια, καθώς έφτανα στην τελευταία σελίδα του βιβλίου της Μπούμπερ-Νόυμαν για τη Μίλενα.  Η αφήγησή της κλείνει με τις τρεις φράσεις που της ψιθυρίζει η Μίλενα τις παραμονές του θανάτου της.

Ξέρω ότι εσύ τουλάχιστον δεν θα με ξεχάσεις. Μ’ εσένα θα συνεχίσω να ζω. Θα πεις στον κόσμο ποια ήμουν, θα είσαι ο επιεικής κριτής μου…

Αλλά έχει ακούσει πολλές φορές αυτό το μη με ξεχάσεις η Μπούμπερ Νόυμαν. «Δεν πρέπει να με ξεχάσεις», ο Μπόρις. «Μη με ξεχνάς», η συγκρατούμενή της στο στρατόπεδο της Καραγκάντα Στεφανία Μπρουν, ανάμεσα σε λυγμούς. «Είμαι χαμένη, μη με λησμονήσεις», η Κάρλα Νέχερ. Και πάντα, υπέρτατη έκκληση, εκείνη της Μίλενα. «Κράτησέ με στη ζωή». Γράψε για μένα.

 

 

 

ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Κι έτσι, η Μαργκαρέτε αναδέχεται τον ρόλο του μάρτυρα, του φύλακα της μνήμης. «Ο καθένας είναι μάρτυρας της δικής του ύπαρξης», λέει ο Τοντόροφ και συναρμόζοντας γεγονότα συγκροτεί μια εικόνα του εαυτού του όπως τη θέλει, «για την οποία δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανένα». Όμως η Μαργκαρέτε οδηγείται από την ταυτότητα («όταν θυμάσαι κάτι, θυμάσαι τον εαυτό σου», μας λέει με τη σειρά του ο Πωλ Ρικέρ) στην ετερότητα, στον Άλλο, στους Άλλους, τους πολλούς. Τους θυμάται, τους περιγράφει, μνημονεύει τις μικροϊστορίες τους – ό, τι μ’ άλλα λόγια έχει κατασχεθεί από την ιστορία. Αποδίδοντας στους συγκρατούμενούς της τα πρόσωπα και τα ονόματά τους, αντιστέκεται στην τυπική αντίληψη που κυριάρχησε σχετικά με τη στρατοπεδική μαρτυρία – ότι δηλαδή η γλώσσα αδυνατεί να μεταφέρει τις εμπειρίες του μαζικού θανάτου, ότι η μνήμη διαλείπει απαντώντας με μεγάλα κενά στην εμπειρία του τραυματικού, ότι ο πανταχού παρών θάνατος ασκεί μια τρομερή, διαλυτική δύναμη στις σχέσεις, στην ταυτότητα, στην κοινότητα. Αυτή τη διάλυση αντιμάχονται με την παθιασμένη φιλία τους η Μίλενα και η Μαργκαρέτε.

Στο βιβλίο της για τη Μίλενα, η Μπούμπερ Νόυμαν τονίζει με κάθε τρόπο πως η απόλαυση είναι ο πιο κρίσιμος τρόπος και τόπος αντίστασης μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μα είναι δυνατόν να υπάρξει απόλαυση, είναι δυνατόν να υπάρξει χαρά μέσα στο Ράβενσμπρουκ; Βεβαίως, λέει η Μαργκαρέτε: ένα μπράτσο περασμένο σ’ ένα άλλο μπράτσο∙ ένας απαγορευμένος περίπατος κάτω από το γαλακτερό φως του φεγγαριού∙ μια κλεφτή συνάντηση μέσα στη νύχτα, που η έντασή της ακυρώνει το φόβο∙ οι μοιρασμένες αφηγήσεις, τα γέλια.  Η δυνατή, ασυμβίβαστη και παθιασμένη φιλία της Μίλενα και της Μαργκαρέτε γίνεται περιεχόμενο ζωής, ανοιχτή διαμαρτυρία ενάντια στον εξευτελισμό. Εναντιώνεται σε όλες τις πιέσεις της στρατοπεδικής ζωής και αντιστρατεύεται τις «συμβάσεις» του, εκείνο το σχεδιασμό, δηλαδή, που αποσκοπεί στην κατάργηση της ταυτότητας, αντικαθιστώντας τη με έναν αριθμό που απεργάζεται την απομόνωση των ατόμων, την καταστροφή των δικτύων στήριξης, τη διάρρηξη κάθε δεσμού, προκειμένου να αποανθρωποποιήσει τους έγκλειστους και να αυξήσει την τρωτότητά τους. Η εστίαση στην εξωτερικότητα και την ανταλλαγή, στη γνώση για τον άλλον και όχι στην αγνόησή του, και κυρίως η άρνηση της «επονείδιστης απάθειας» και της υποταγής ως διατράνωση της ταυτότητας είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή αντίστασης. Και η Μαργκαρέτε και η Μίλενα έχουν βαθιά επίγνωση αυτής της αλήθειας. Η Μαργκαρέτε σημειώνει: «Δεν είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός πως ορισμένα πρόσωπα που είχαν έκφραση ανείπωτου φόβου ή χαμέρπειας κυριολεκτικά προκαλούσαν τους Ες Ες να τα χτυπήσουν», κι αμέσως μετά παραθέτει ένα απόσπασμα από το κείμενο «Η τέχνη να στέκεις ακίνητος» της Μίλενα, δημοσιευμένο τον Απρίλιο του 1939: Δύναμη έχει ο άνθρωπος μόνο όσο «δεν ξεχωρίζει τη μοίρα του από τη μοίρα των άλλων ανθρώπων, όσο διατηρεί την αίσθηση του ουσιωδέστερου, τη βαθιά συνείδηση ότι ανήκει σε μια κοινότητα. Μόλις χάσει τη συνείδηση της συλλογικότητας, ψάχνει στην ψυχή του ένα πρόσχημα που θα του επιτρέψει να το βάλει στα πόδια. Η μοναξιά είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάρα της ανθρωπότητας…».

Σ’ αυτήν την παράγραφο, η Μπούμπερ Νόυμαν εικονογραφεί και ανασυνθέτει την υποδειγματική ανταλλαγή ανάμεσα στην ίδια και τη Μίλενα και μεταφέρει το διάλογό τους πέρα από το στρατόπεδο και το θάνατο της φίλης της στο παρόν, μέσω της χρήσης των δημοσιευμένων γραπτών της. Τρεις διαφορετικοί χρόνοι συνυπάρχουν εδώ: ο χρόνος πριν από το στρατόπεδο, όταν γράφτηκε το κείμενο της Μίλενα, ο χρόνος εντός του στρατοπέδου και ο χρόνος μετά την απελευθέρωση της Μαργκαρέτε, όταν πια γράφει τη μαρτυρία της. Ο χρόνος δεν είναι εδώ εχθρός της μνήμης – είναι ένα σύνολο από μνημονικές τεκτονικές πλάκες που μετατοπίζονται μπρος-πίσω και συχνά αλληλεπικαλύπτονται.  Και το παραπάνω παράθεμα όχι μόνο εικονογραφεί ένα κεντρικό δόγμα της μαρτυρίας της –ότι εκείνη και η Μίλενα αντιστάθηκαν στον κόσμο του θανάτου όσο μπορούσαν βαθαίνοντας την αγάπη τους, χτίζοντας και διατηρώντας κοινωνικούς δεσμούς–, αλλά ότι η ίδια συνεχίζει να αντιστέκεται στον απόλυτο θάνατο των στρατοπέδων, με το να μην τα περιγράφει ως τόπο της απόλυτης διαφοράς που γίνεται ομοιότητα στο τέλος. Να το πω και αλλιώς: η στρατοπεδική εμπειρία εγκλείει τον άνθρωπο στον εαυτό του, τον περιχαρακώνει, τον καθηλώνει στην άκρα μοναξιά και, συνάμα, τον καθιστά μια κουκίδα αδιαφοροποίητη μέσα στη μάζα εκείνη των πασχόντων σωμάτων που βουλιάζοντας στην «επονείδιστη απάθεια», απεκδύονται κάθε ταυτοτικό ίχνος, εκχωρώντας έτσι την απόλυτη εξουσία στους ναζί και αποδεχόμενοι την καταβύθισή τους στην απανθρωποίηση.

Η Μπούμπερ Νόυμαν και η Μίλενα λένε όχι. Αλλά η μάχη τους για την επιβίωση δεν είναι ηρωισμός. Αντίθετα, είναι μια φευγαλέα, κλεμμένη αδυνατότητα που κερδίζεται λεπτό το λεπτό και βιώνεται όχι ως συνειδητό σχέδιο αντίστασης, αλλά ως αναγκαιότητα, προκειμένου να διατηρήσει η καθεμιά τους την αίσθηση ότι παραμένει άνθρωπος. Η ένταση της συναρπαστικής, παθιασμένης φιλίας τους γίνεται ο τόπος της επιβίωσης. Η σχέση τους τους επιτρέπει όχι μόνο να αλληλοστηρίζονται αλλά και να απειθαρχούν, να διακινδυνεύουν, να κάνουν σκανταλιές (ένα πρωί η Μίλενα, ερεθισμένη από τον ήχο της «ουρλιάχτρας», της τυραννικής σειρήνας του στρατοπέδου η χρήση της οποίας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ναζί επόπτριας, ξυπνάει αξημέρωτα και πατάει η ίδια το κουμπί « για να δει τι θα γίνει»), να διεκδικούν, να σπάνε τους κανόνες, να νιώθουν πως είναι ζωντανές. Οι δεσμοί που αναπτύσσουν με τις άλλες γυναίκες, επικυρώνουν αυτή τη φιλία. Η κοινότητα είναι ένα κέλυφος προστασίας, λέει και ξαναλέει η Μαργκαρέτε, και η εξερεύνηση της διαφοράς των μελών της η οδός για την οικοδόμηση ενός κόσμου, μέσα στον οποίο «το να φαντάζεσαι τον Άλλον ως άλλο είναι ακόμα δυνατό», όπως έγραψε o Ντόρι Λάουμπ, που μεταφέρθηκε πεντάχρονο παιδί από τη Ρουμανία στο στρατόπεδο Σίρετς της Ουκρανίας, επέζησε, και σήμερα είναι καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ.  Κι έτσι, στη μαρτυρία της Μαργκαρέτε, η ιστορική μνήμη των στρατοπέδων ως τόπος της απόλυτης εξαθλίωσης διαψεύδεται και ανασκευάζεται υπέρ μιας πολυδιάστατης αποτύπωσης της ζωής των γυναικών μέσα στο Ράβενσμπρουκ, σε διάλογο όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με τους Ες Ες .

Αν στη σοβιετική Ρωσία οι έγκλειστες έφτιαξαν κλέβοντας πετσέτες από τα πλυντήρια ένα φόρεμα για την κουρελιασμένη συγκρατούμενή τους, κεντώντας το μάλιστα με πολύχρωμες κλωστές ξεφτισμένες από τα δικά τους ρούχα, στο Ράβενσμπρουκ ετοιμάζουν ένα γενέθλιο πάρτυ με ό,τι τους βρίσκεται, φτιάχνοντας λουλούδια από κρεμμύδια, ένα βαζάκι από ψωμί. Αν στην Μπούρμα της Σιβηρίας η Ταμάρα αρπάζει ένα κόκκινο μαντίλι και χορεύει κάθε βράδυ κοζάκικους χορούς, στο Ράβενσμπρουκ η Τσέχα Άνιτσκα Κβάπιλοβα ανθολογεί τσέχικα ποιήματα, τα καταγράφει με μολύβι σε κλεμμένο χαρτί, και τα κάνει βιβλίο, με «επιμελημένο δέσιμο» από κλεμμένο ύφασμα για προσόψια, βαμμένο γαλάζιο με το σαπουνάκι που σημάδευαν τα πατρόν στο ραφτάδικο του στρατοπέδου.

 Άλλες γυναίκες όπως η Νίνα Γίρσικοβα, φίλη της Μίλενα από την εποχή της ελευθερίας, επιδίδονται στη γελοιογραφία, άλλες, όπως η προστατευομένη τής Μίλενα, νεαρή Πολωνή Μίσκα Χισπάνσκα, στη ζωγραφική. Συγκεντρώνουν τραγούδια, γραπτά, παραμύθια. Γράφουν οπερέτες, όπως η εθνολόγος, γαλλίδα αντιστασιακή Ζερμαίν Τιγιόν που δανείστηκε μελωδίες του Όφενμπαχ, τη Χαμπανέρα από την Κάρμεν, τον Μακάβριο χορό του Σαιν-Σανς, βαλσάκια της μόδας, παιδικά τραγουδάκια, και πάνω εκεί συνάρμοσε τους στίχους της:

Δεν είσαι αυτό που νομίζεις

δεν είσαι αυτό που λένε

το μυστικό της ύπαρξής σου

η Γκεστάπο θα το πάρει μαζί σου.

Την οπερέτα της, μια παρωδία της οπερέτας του Όφενμπαχ Ορφέας στον Άδη, η Τιγιόν θα την ονομάσει Le Verfügbar aux Enfers (Μια διαθέσιμη στην κόλαση) και θα τη χαρακτηρίσει «νέον ζωολογικόν είδος».  Verfügbar (διαθέσιμη) ήταν η κρατούμενη που αναλάμβανε τις αγγαρείες του στρατοπέδου, αλλά μια διαθέσιμη, που στην οπερέτα της Τιγιόν μπορεί και να τραγουδά και να χορεύει. Όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν είναι μάταιες απόπειρες διαφυγής – είναι συνειδητή προσχώρηση στο συνανήκειν, στο συνεργάζεσθαι, στο συνομιλείν. Αυτό το συνομιλείν (που ξεκινά με ερωτήσεις και δέχεται απαντήσεις, για να εξελιχθεί σταδιακά σε μια διφωνία της Μίλενα και της Μαργκαρέτε, άλλοτε αρμονική, άλλοτε αντιστικτική), είναι εκείνο που απελευθερώνει τη φωνή της Μαργκαρέτε και την καθοδηγεί στη γραφή.

 

 

 

 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Πολλοί έχουν παρουσιάσει τα στρατόπεδα ως τόπο υπέρτατης έκφρασης της πατριαρχίας, της συμβολικής τάξης της γλώσσας και της «λέξης» από την οποία έχουν αποσπαστεί βίαια και η ριζικά οι επιβιώσαντες – γι’ αυτό, προκειμένου να επιστρέψουν είναι αναγκαίο να μιλήσουν, ή να γράψουν οι ίδιοι. Πρέπει δηλαδή να ξαναμπούν εκθύμως στη συμβολική τάξη, μολονότι αναγνωρίζουν ότι αυτή ακριβώς η δομή υπήρξε η αιτία της αποτρόπαιας εμπειρίας τους. Η μαρτυρία της Μπούμπερ-Νόυμαν φέρνει στο προσκήνιο τόσο τον αγώνα της Μίλενα ενάντια στην πατριαρχία (τον αυστηρό της πατέρα, τις οικογενειακές και κοινωνικές απαγορεύσεις) και τους καταπιεστικούς περιορισμούς της γλώσσας (αρκεί να διαβάσει κανείς στο βιβλίο τα αποσπάσματα από τα θαυμάσια δημοσιογραφικά της κείμενα που παραθέτει η Μαργκαρέτε, για να διαπιστώσει την ελευθερία, τη χάρη και την τόλμη της χρονογράφου Μίλενα), όσο και την αντίστασή της στην βία που ασκούν, λόγω και έργω, οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Εστιάζοντας επίμονα στην συνεχή ένταση με την οποία διαφοροποιείται η φίλη της από τις κοινωνικές, έμφυλες, σεξουαλικές, εθνικές και διανοητικές νόρμες, η Μπούμπερ-Νόυμαν ορίζει τη Μίλενα ως το ιδανικό κατώφλι επανεισόδου της ίδιας στη γλώσσα. Γιατί η Μίλενα επιμένει να τη ρωτά για το παρελθόν της, αλλά κυρίως για τις εμπειρίες της στη Σοβιετική Ένωση. «Ο τρόπος που με ρωτούσε έμοιαζε με πράξη δημιουργίας», γράφει η Μαργκαρέτε, «κι έτσι για πρώτη φορά μπόρεσα ιστορώντας να δώσω μορφή στην αφήγηση της ζωής μου». Η Μίλενα απέδωσε στη Μαργκαρέτε την ταυτότητά της, πρώτα απ’ όλα γιατί την είδε και ειδώθηκε από αυτήν (αφού «μόνον εκεί υπάρχουμε, στα μάτια που αποζητάμε», όπως γράφει στο έξοχο επίμετρό της η Αδριανή Δημακοπούλου), και ύστερα γιατί την άκουσε και ακούστηκε από εκείνην. Με δυο λόγια, η Μίλενα Γιέσενκα, με τη ζωοποιό της δύναμη, έκανε τη Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν συγγραφέα.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.