Θάνος Γιαννούδης
Υποψήφιος διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Βιβλία του: η ποιητική συλλογή Του ουρανού και της γης (2019) και το μυθιστόρημα Το αιώνιο καλοκαίρι (2021). Υπό έκδοση: Μοντέρνα Τέχνη (ποιητική συλλογή), Γεώργιος Βιζυηνός: Βαρέθηκα τα ξένα (φιλολογική ανθολόγηση του ποιητικού του έργου).
Κοιμάται μέσα του το ζώο
Αρκάς, Ο Ιεροεξεταστής: Μη εισενέγκης ημάς, Πατάκη, Αθήνα 2024, 64 σελ.
Η νέα κόμικς σειρά του Αρκά, Ο Ιεροεξεταστής, που ξεκίνησε στο διαδίκτυο και ήδη κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο της, επαναφέρει στο προσκήνιο το βέβηλο χιούμορ μέσω του οποίου ο πιο αναγνωρίσιμος έλληνας κομίστας έγινε δημοφιλής. Στην εποχή μας, η σειρά αυτή ήδη επικρίνεται από πολλούς. Από τους οπαδούς της woke κουλτούρας κατηγορείται για σεξισμό, πατριαρχικές αντιλήψεις, μισογυνισμό. Απέναντι, θρησκόληπτοι τον μέμφονται για επίθεση εναντίον της θρησκείας, της παράδοσης και της πίστης για τα ίδια ακριβώς σκίτσα! Ίσως αυτό να είναι το μέτρο της ευστοχίας του. [ΤΒJ]
Πότισε με «νέους ήχους το παμπάλαιο νερό»
Πώς το Syberia με έκανε ποιητή
Benoît Sokal, Syberia, Microids, Paris, 2002
«Ι am old, I am tired, I am very pleased to have met you, Kate Walker».
Helena Romanski
Οι άνθρωποι αποτελούμε εν πολλοίς ένα άθροισμα από τυχαίες και συχνά αντιπαραθετικές μεταξύ τους προσλαμβάνουσες που μας επηρεάζουν καθοριστικά στα χρόνια της διαμόρφωσης, δομώντας μέσα μας ένα υπόστρωμα που μας καθορίζει στο διηνεκές, η διαφυγή από το οποίο προϋποθέτει σχεδόν πάντα μεγάλες αυτοϋπερβάσεις. Η τυχαιότητα των βιβλίων που διαβάσαμε, των τραγουδιών που ακούσαμε, των ταινιών που παρακολουθήσαμε, καθώς και των προσώπων που συναπαντήσαμε, με τα οποία αλληλεπιδράσαμε κι ερωτευτήκαμε συναπαρτίζουν ένα ψηφιδωτό εντός της ψυχής μας, πάνω στο οποίο χτίζεται έπειτα ο υπόλοιπος εαυτός μας. Σίγουρα οι αξίες και οι ιδεολογίες μας έρχονται εν συνεχεία να μας σφυρηλατήσουν, το υπόστρωμα ωστόσο δύσκολα μεταβάλλεται, όση προσπάθεια κι αν καταβληθεί. Στα δε άτομα που γεννηθήκαμε στον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» κατά το τελευταίο τέταρτο του παρελθόντος αιώνα, ένας ακόμα κομβικός –και συχνότατα παρασιωπημένος από την «υψηλή» έρευνα– παράγοντας διαμόρφωσης στην προαναφερθείσα εξίσωση είναι και τα video games που αποτέλεσαν σημαντικό τμήμα της παιδικής και νεανικής μας ηλικίας (και σε ορισμένα άτομα από εμάς κι ολόκληρου του υπόλοιπου ενήλικου βίου τους).
Κρίνω εξαιρετικά σημαντική, επομένως, την ανάγκη να τιμηθούν, μάλιστα από ένα περιοδικό που ασχολείται και με τη λογοτεχνία, τόσο η εγγενής ποιητικότητα που φέρει μέσα του το ηλεκτρονικό παιχνίδι Syberia, το οποίο γιόρτασε πρόπερσι τα 20 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του, όσο και ο ευρηματικός και πρόωρα χαμένος δημιουργός του, Benoît Sokal, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, νικημένος από τον καρκίνο. Το Syberia σαφέστατα ούτε κόμισε ένα νέο είδος (βασίστηκε επάνω στις συμβάσεις του είδους των παιχνιδιών adventure) ούτε άλλαξε για πάντα τον κόσμο του video game franchise στην παγκοσμιότητα (παρά τις αρκετές επιγονικές σ’ εκείνο προσπάθειες). Απέδειξε, ωστόσο, και στον πιο άπιστο πως μπορεί να υπάρξει σύγχρονο ευρωπαϊκό ηλεκτρονικό παιχνίδι εφάμιλλο των σινεφίλ και ποιοτικών ταινιών που συγκινεί και προβληματίζει, θέτοντας παράλληλα καίρια ερωτήματα για την πορεία της ζωής των ανθρώπων και τα ιδεολογήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Και κατέδειξε, επίσης, την αδήριτη ανάγκη ενός μεγάλου τμήματος του κοινού για την ύπαρξη στρωτής και συνεκτικής αφήγησης, κάτι που έχει στερηθεί «από τα πάνω» βάναυσα υπό την επικράτεια του νεωτερικού (και μετανεωτερικού) καλλιτεχνικού παραδείγματος. Αν δεν μπορεί η λογοτεχνία να καλύψει με τις ψευδαισθήσεις των μοντερνισμών αυτή την ανάγκη, θα έρθουν προφανώς οι σειρές, οι ταινίες και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια για να το πράξουν οργανικά – η φύση απεχθάνεται το κενό.
Το Syberia, λοιπόν, ακολουθεί την περιπέτεια μιας νεαρής Νεοϋορκέζας δικηγόρου στην Ευρώπη, καθώς και τη σταδιακή της μετάλλαξη. Η Kate Walker, με το σχεδόν κωμικό όνομα και το γιάπικο τουπέ, φτάνει γεμάτη εκνευρισμό στις αρχές του 21ου αιώνα σ’ ένα χωριό των γαλλικών Άλπεων για μια υπόθεση μεταβίβασης ενός εργοστασίου που φαντάζει απλώς τυπική αγγαρεία και ρουτίνα. Η κατάσταση πάντως δείχνει να περιπλέκεται νομικά, όταν η δικηγόρος πληροφορείται πως ο αδερφός της εκλιπούσης ιδιοκτήτριας που θεωρούνταν για δεκαετίες νεκρός έπειτα από ένα νεανικό δυστύχημα βρίσκεται ακόμα στη ζωή και η μεταβίβαση δεν μπορεί να λάβει χώρα δίχως τη σύμφωνη γνώμη του. Η δικηγόρος αποφασίζει να κυνηγήσει η ίδια το κλείσιμο της υπόθεσης και ξεκινά, έτσι, ένα ταξίδι στην ιστορία της νεότερης Ευρώπης, ακολουθώντας τα βήματά του μέσα στις ταραγμένες μεταπολεμικές δεκαετίες και, πίσω απ’ αυτά, ψηλαφώντας την ίδια την πορεία του διχασμένου μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κόσμου.
Η έρευνα που η Walker πραγματοποιεί φέρνει στην επιφάνεια το τεράστιο πάθος του προαναφερθέντος, Hans Voralberg, για την ανθρωπόμορφη ρομποτική τεχνολογία (η ύψιστη δημιουργία του, το «αυτόματο» Oscar, θα συνοδεύσει τη Walker σ’ ένα κουρδιστό τρένο, έχοντας ιδιαίτερη, μάλιστα, συνείδηση και ενίοτε και ένα ιδιότυπο φλέγμα), καθώς και το μεγάλο όνειρο του βιομήχανου και εφευρέτη που αρνήθηκε τα πάντα και κατέστη πλάνητας για την τελευταία φυλή που δεν άλωσαν ο εκβιομηχανισμός και η νεωτερικότητα, τους μυθικούς Youkols που φέρονται να κατοικούν πλάι σε ζωντανά μαμούθ στο υποτιθέμενο «υπερβόρειο» νησί της Syberia, πέρα από τις σιβηρικές εκτάσεις.
Το ταξίδι της Walker στην Ευρώπη κρατά εντέλει μήνες και η πρωταγωνίστρια διέρχεται μέσω ενός παρηκμασμένου πανεπιστημίου στη Γερμανία με ένα τείχος που συμβολίζει το διαχωρισμό της μεταπολεμικής Ευρώπης, εν συνεχεία μέσω ενός εγκαταλειμμένου τέως σοβιετικού εργοστασίου και σταθμού κοσμοναυτών, για να καταλήξει σε μια ξεχασμένη και πλέον μολυσμένη παραλίμνια ρωσική λουτρόπολη. Η ηρωίδα έρχεται σε επαφή με δεκάδες ήρωες μιας Ευρώπης που χάθηκε, με ορισμένους εξ αυτών να φαντάζουν εφάμιλλοι κλασικών μορφών της λογοτεχνίας, όπως η τέως τραγουδίστρια της όπερας Helena Romanski που καλείται να δώσει για τις ανάγκες ενός φανατικού θαυμαστή της την τελευταία της συναυλία. Τα προαναφερθέντα πρόσωπα εμφανίζονται ως φορείς των αξιών μιας άλλης εποχής, ως εκφραστές φοβιών και διαψεύσεων, όσο, παράλληλα, παρατηρούμε το πέρασμα του Voralberg ολοένα και πιο ανατολικά (ένα μικρό cameo στο παιχνίδι πραγματοποιεί, μάλιστα, και η μορφή του «πατερούλη» Στάλιν). Χαρακτηριστικό είναι πως τις εξελίξεις και τις ενημερώσεις για τη ζωή του τις πληροφορούμαστε μέσω αυτοσχέδιων (και ιδιαίτερα καλαίσθητων, ομολογουμένως) κυλίνδρων ήχου και εικόνας που ο εφευρέτης και πρωτοπόρος έστελνε κατά το πέρασμα των δεκαετιών στην αδερφή του που είχε επιλέξει να ζήσει συμβατικά μένοντας στη Γαλλία και διευθύνοντας την οικογενειακή επιχείρηση. Το πολύμηνο ταξίδι της Walker καταλήγει να την απομακρύνει από τους εργοδότες της, τη μητέρα της, το σύντροφό της και την προηγούμενη συμβατική ζωή της και να τη μεταλλάξει καθοριστικά, ενώνοντας εντέλει το όραμά της μ’ εκείνο του εφευρέτη και πραγματοποιώντας στο τέλος του παιχνιδιού μια τεράστια προσωπική αυτοϋπέρβαση. Στο ταξίδι αυτό, συνοδός για τον παίκτη είναι τα υπέροχα χρώματα και σχέδια των περιοχών που έγιναν με προψηφιακά μέσα, οι διάλογοι που ενίοτε φτάνουν σε τεράστιο σημείο εσωτερικής ενδοσκόπησης, πολιτικοκοινωνικού σχεδιασμού και υπαρξιακού βάθους, αλλά και η μουσική επένδυση που ντύνει καθοριστικά κομβικές στιγμές του παιχνιδιού, δημιουργώντας μια αίσθηση εφάμιλλη της καλής λογοτεχνίας και του ποιοτικού κινηματογράφου.
Μια ποιητική εξαίρεση
Το Syberia συνέπεσε με το προσωπικό μου πέρασμα στην εφηβική ηλικία και τις πρώτες ιδεολογικές και κοινωνικοπολιτικές μου αναζητήσεις, διαμορφώνοντας ένα καίριο υπόβαθρο που επηρέασε σημαντικά (και) την ποιητική μου ιδιότητα. Γι’ αυτό και η αγάπη μου για εκείνο θα παραμένει πάντα εφάμιλλη εκείνης της αίσθησης που αφήνει ο πρώτος έρωτας, όταν ο κόσμος φαντάζει ακόμα πεδίο ανεξερεύνητο και αχανές. Ανεξαρτήτως ημών ως ατομικοτήτων, ωστόσο, η αξία του παραμένει σημαντική και αποδεικνύεται περίτρανα από τις δεκάδες επανεκδόσεις του σε άλλες πλατφόρμες, την παγκόσμια επιτυχία του, καθώς και τα παιχνίδια που το ακολούθησαν είτε ως άμεσα sequel (με το Syberia 2 να είναι το μοναδικό που διασώζει κάποιες στιγμές την αίσθηση του αρχικού και το αυτόματο Oscar να πραγματοποιεί εκεί έναν πλήρη εξανθρωπισμό), είτε ως εμμέσως επηρεαζόμενα από αυτό στη φωτογραφία, τον τρόπο παιχνιδιού και στο βάθος της εν γένει ατμόσφαιρας.
Προβάλλοντας ανοιχτά τις αντιθέσεις Αμερικής-Ευρώπης και Δύσης-Ανατολής σ’ έναν αιώνα που η δυτική Ευρώπη τείνει να μιμηθεί την άλλη πλευρά του Ατλαντικού κι απομακρύνεται καίρια από την ανατολική της άκρη, σχολιάζοντας τα βιομηχανοποιημένα ανατολικά καθεστώτα δίχως την ηδονή του νικητή του «τέλους της Ιστορίας» αλλά με μια πραγματική ανθρώπινη ματιά στις ατομικότητες που έμειναν πίσω και φέρνοντας στο προσκήνιο την ανάγκη για διαφυγή από τον μοντέρνο διχασμένο βιομηχανικό κόσμο προς το χρονότοπο του μαγικού νησιού όπου το «θαύμα λειτουργεί ακόμη» (για να θυμηθούμε και τον Σεφέρη), το παιχνίδι του Sokal δομεί έναν κόσμο πειστικό και αυθύπαρκτο που συμπληρώνει την ευρωπαϊκή Ιστορία του τελευταίου αιώνα και τη σχολιάζει με δάκρυ, χιούμορ, αγωνία και αποφασιστικότητα. Το προτείνω, λοιπόν, ανεπιφύλακτα, έστω και είκοσι χρόνια αργότερα, ως συμπλήρωμα και επέκταση της λογοτεχνίας!