Ειπώθηκε κάποτε ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ερμηνείες της φιλοσοφίας του G. W. F. Hegel (δεξιοί εγελιανοί εναντίον εγελιανών της Αριστεράς). Και παρότι η προαναφερθείσα δήλωση ίσως αποτελεί υπερβολή, είναι αλήθεια ότι η εγελιανή φιλοσοφία έχει τύχει τόσο ενθουσιώδους υποστήριξης όσο και αλληλοσυγκρουόμενων ερμηνειών από πολλούς.
Πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου είναι βασικά δύο πρόσωπα, ο έλληνας διανοητής, Παναγιώτης Κονδύλης, και ο ρωσικής καταγωγής Γάλλος, Αλεξάντερ Κοζέβ (Alexandre Kojève), με τον καθένα εξ αυτών να καταλαμβάνει τη μία εκ των δύο ενοτήτων του βιβλίου, χωρίς να αποκλείονται παράλληλα κάποιοι συσχετισμοί ανάμεσά τους. Συγκεκριμένα, τόσο ο Κονδύλης όσο και ο Kοζέβ διαμορφώθηκαν βασικά στο πλαίσιο της πολιτικής στράτευσής τους στον μαρξισμό, τον οποίο αργότερα απέρριψαν, με τον πρώτο να υιοθετεί έναν αξιακό μηδενισμό στην ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενώ τον δεύτερο, που αυτοχαρακτηριζόταν «μαρξιστής της Δεξιάς», να κατασκευάζει μια μάλλον φιλελεύθερη ανάλυση της εγελιανής φιλοσοφίας, προσχεδιάζοντας αυτό που σήμερα είναι ευρύτερα γνωστό ως «ευρωπαϊκή ενοποίηση».
Παράλληλα, από τις σελίδες του βιβλίου περνούν ο Λέο Στράους (Leo Strauss) και ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama). Κοινό στοιχείο όλων αυτών; Η αντιπαράθεση με τον αισιόδοξο ιστορικισμό του Χέγκελ. Ας δούμε όμως πώς ανέπτυξε έκαστος το στοχασμό του.
Η διαμόρφωση του Κονδύλη
Αρχικά, στην περίπτωση του Κονδύλη, καίριο ρόλο διαδραμάτισε ο δικηγόρος Αντώνης Λαυραντώνης, πρώην τροτσκιστής που συμμετείχε στην ομάδα του Άγι Στίνα (μέλος της οποίας υπήρξε και ο Καστοριάδης) κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Ο Κονδύλης τον γνώρισε σε αρκετά νεαρή ηλικία και, γράφοντας, μάλλον το 1964, το έως το 2002 (οπόταν συμπεριλήφθηκε στον τόμο, Μελαγχολία και Πολεμική – Δοκίμια και Μελετήματα) αδημοσίευτο άρθρο του με τίτλο «Οι επαναστατικές ιδεολογίες και ο μαρξισμός», σε ηλικία μόλις είκοσι ενός ετών, απηχούσε σε μεγάλο βαθμό ένα αντίστοιχου περιεχομένου κείμενο που ο Λαυραντώνης είχε γράψει την ίδια εποχή.
Στο κείμενό του, ο Κονδύλης διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι ο μαρξισμός αποτέλεσε, όπως ο φιλελευθερισμός, μια ιδεολογία που διαδραμάτισε ιστορικά προοδευτικό ρόλο, φέρνοντας ένα βήμα εγγύτερα την ανθρώπινη χειραφέτηση, σταδιακά όμως το προοδευτικό / επαναστατικό του μήνυμα «ξεθώριασε» και εκείνος εκφυλίσθηκε σε μια ακόμη ιδεολογία ανάμεσα σε άλλες. Ο μαρξισμός, θα μπορούσε να πει κανείς, απορρίπτεται από τον Κονδύλη με μαρξιστικά κριτήρια, δηλαδή λόγω της ιστορικής σχετικότητάς του, που δείχνει ακριβώς ότι ο προοδευτικός του ρόλος έχει πια λάβει τέλος, παρότι υπήρξε σημαντικός για την εποχή του.
Λίγο αργότερα, ο Κονδύλης θα μεταφράσει στη γλώσσα μας τα έργα των Τζον Πλάμενατζ (John Plamenatz) και Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt), αλλά και του (πρώην τροτσκιστή και μετέπειτα νεοσυντηρητικού) Τζέιμς Μπάρναμ (James Burnham). Στην εισαγωγή την οποία έγραψε στο βιβλίο του Μπάρναμ, Η επανάσταση των διευθυντών, διαφαίνεται ο μηδενισμός του, πίσω από τη διαπίστωση ότι για τη συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι είναι αναγκαίο ο εκάστοτε δρων να διακατέχεται από μια μορφή ψευδαίσθησης/αυταπάτης, αφού η επιστημονική κατανόηση της πραγματικότητας δεν ευνοεί τη δράση.
Τελικά, γύρω στη δεκαετία του 1980, ο Κονδύλης θα διατυπώσει τις βασικές αρχές του αξιακού μηδενισμού του, με συστηματικό τρόπο, στη φιλοσοφική του πραγματεία, Ισχύς και απόφαση: η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, προτείνοντας μια «περιγραφική θεωρία της απόφασης» (σε ρητή αντιδιαστολή με τη «στρατευμένη θεωρία της απόφασης» των υπαρξιστών φιλοσόφων) με φιλοδοξίες αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.
Οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτό το έργο, μας λέει ο Ευαγγελόπουλος, υπήρξαν διάφορες: ενδεικτικά, ο Φώτης Τερζάκης τον μέμφθηκε για επιστημονισμό και ύποπτη επιρροή από τον Καρλ Σμιτ (έμφαση στη σχέση φίλου - εχθρού), ο Θάνος Σαμαρτζής του καταλόγισε ότι δεν κατορθώνει να εξηγήσει την ύπαρξη εχθρών, ενώ ο ακαδημαϊκός Στέλιος Βιρβιδάκης επεσήμανε ότι η κονδυλική θεωρία είναι υπονομευτική προς κάθε επιστημονική γνώση και άρα αυτοαναιρούμενη. Όπως και να έχει, οι παραπάνω θέσεις του Κονδύλη θα αποδειχθούν σημαντικές για τις μετέπειτα μελέτες του όσον αφορά στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Κοζέβ, Φουκουγιάμα και Στράους
Προχωρώντας τώρα στον Αλεξάντερ Κοζέβ, ο συγγραφέας του παρόντος τόμου μας εξηγεί ότι εκείνος συνδέθηκε στενά με τον Λέο Στράους, ο οποίος επηρέασε βαθιά τουλάχιστον μια ολόκληρη γενιά νεοσυντηρητικών διανοητών στις ΗΠΑ, ενώ προσείλκυσε το ενδιαφέρον και του Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος εξέδωσε τον περί πολιτικής διάλογο του Kοζέβ με τον Στράους.
Ένα ακόμη πρόσωπο που εμφανίζεται στις σελίδες του βιβλίου του Ευαγγελόπουλου είναι ο πολιτικός στοχαστής Φράνσις Φουκουγιάμα, που με τη θεωρία του για το τέλος της ιστορίας έγινε παγκοσμίως γνωστός και επικρίθηκε δριμύτατα. Καθοδηγητικός μίτος για όλους τους παραπάνω αποτελεί ο Χέγκελ, ειδικότερα δε η Φαινομενολογία του Πνεύματος, όπου ο τελευταίος σκιαγραφούσε την κοινωνική πρόοδο ως αγώνα των ανθρώπων για αναγνώριση, στο πλαίσιο μιας σχέσης που ονομάζει «διαλεκτική κυρίου και δούλου».
Πάνω σε αυτό ακριβώς το έδαφος θα στοχασθεί ο Koζέβ, σε μια ιστορικής σημασίας σειρά παραδόσεών του, και θα οδηγηθεί τελικά στην άποψη ότι δεν είναι ο μαρξισμός το τελικό στάδιο της κοινωνικής προόδου, αλλά αντίθετα ο φιλελεύθερος καπιταλισμός. Σύμφωνα με τον Ευαγγελόπουλο, ο Koζέβ ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να συμφιλιώσει φιλοσοφικά την ανθρώπινη ελευθερία με την προοπτική ενός τέλους (δηλαδή ενός τελικού σκοπού) της ιστορίας, στη Φαινομενολογία του Χέγκελ (σελ. 94). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης όσα λέγονται για τις πρώιμες εκκλήσεις του Koζέβ περί ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο καινοτόμο κείμενό του, Λατινική αυτοκρατορία: σχεδίασμα ενός δόγματος για τη γαλλική πολιτική.
Εκεί, ο ρωσικής καταγωγής φιλόσοφος πρότεινε μια πολιτισμική και υπερεθνική αυτοκρατορία των «λατινικών» λαών (Ισπανοί, Ιταλοί και Γάλλοι, υπό την ηγεσία των τελευταίων), απέναντι σε Αγγλοσάξονες (Βρετανοί, Αμερικανοί) και Σλάβους. Στόχος αυτής της Λατινικής αυτοκρατορίας, που θα στηριζόταν στα πολιτισμικά ερείσματα του ρωμαιοκαθολικισμού, των λατινογενών τους γλωσσών, καθώς και μιας αποκλειστικά «λατινικής» αντιμετώπισης της ζωής που ο Koζέβ ονόμαζε «γλυκιά απραξία», θα ήταν η ουδετερότητα σε μια πιθανή σύρραξη μεταξύ Αγγλοσαξόνων και Σλάβων, αλλά και η απόκτηση πολιτικής υπεροχής έναντι της Γερμανίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Στράους απέρριπτε εντελώς τον εγελιανό ιστορικισμό, αλλά και κάθε ιστορικισμό, ως επικίνδυνα σχετικιστικό και επιρρεπή σε πολιτικές ακρότητες, αντιπροτείνοντας μιαν αρχαιοελληνικής προέλευσης αφοσίωση σε ένα διαχρονικό και αναλλοίωτο φυσικό δίκαιο.
Ο Φράνσις Φουκουγιάμα, για να περάσουμε τώρα σε αυτόν, εμβάθυνε στο έργο του Koζέβ και το προεξέτεινε περαιτέρω (σελ. 100), συγκροτώντας ένα πρωτότυπο διανοητικό εγχείρημα το οποίο ο Ευαγγελόπουλος χαρακτηρίζει «βαθύ». «Ούτε ο Kojève επαναλαμβάνει απλώς τον Hegel αλλά ούτε και ο Fukuyama επαναλαμβάνει απλώς τον Kojève», σημειώνεται χαρακτηριστικά (σελ. 87).
Μετά την κατάρρευση των κομουνιστικών κρατών, η σκέψη του Φουκουγιάμα επηρέασε πλήθος φιλελευθέρων και συνδέθηκε με την αμερικανική ηγεμονία στον μεταψυχροπολεμικό πλέον κόσμο μας. Με αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε τον στενό συσχετισμό της φιλοσοφίας με τις διεθνείς σχέσεις, καθώς φιλοσοφικές αναλύσεις φαίνεται να ευνοούν και να δικαιολογούν ορισμένες πολιτικές αποφάσεις. Ποια ήταν όμως η θέση του Κονδύλη;
Επιστρέφοντας σε αυτόν, με τον οποίο και αρχίσαμε, πρέπει να πούμε ότι στάθηκε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές των ιδεών μιας «αναπόφευκτης» (ή γραμμικά εξελισσόμενης) κοινωνικής προόδου, επιτιθέμενος στον Φουκουγιάμα περισσότερο από όλους. Σύμφωνα με τον Κονδύλη, ο πόλεμος αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης «φύσης», καθώς εδράζεται στην τάση της να σχηματίζει εχθρούς και φίλους, πράγμα αναγκαίο για να συγκροτούν τα υποκείμενα την όποια ταυτότητά τους.
Ο Κονδύλης λοιπόν απέρριπτε εντελώς τη διαλεκτική της προόδου, όχι επειδή ασπαζόταν κάποιο ανιστορικό φυσικό δίκαιο (όπως ο Στράους), αλλά λόγω της φιλοσοφικής βεβαιότητάς του ότι ο πόλεμος είναι βαθύτατα ριζωμένος μέσα στον άνθρωπο, ο οποίος «γεννάει» αξίες με σκοπό να έχει έναν προορισμό στη ζωή του, αγνοώντας ότι στην πραγματικότητα ο κόσμος μας, καθαυτός, είναι απολύτως κενός νοήματος και αξιών (μηδενισμός).
Οι φιλοσοφικές αυτές απόψεις του αποκρυσταλλώνονται σε διεθνολογικές αναλύσεις και ο Κονδύλης επιδίδεται σε μερικές ιδιαίτερα ζοφερές προβλέψεις για το μέλλον του εικοστού πρώτου αιώνα. Το πρόβλημα της κατανομής των υλικών πόρων, σε συνδυασμό με τον υπερπληθυσμό, θα ωθήσει τους μη δυτικούς λαούς να «μεταφράσουν» τις θεωρητικές εξαγγελίες της φιλελεύθερης αμερικανικής ηγεμονίας σε έμπρακτα υλικά οφέλη. Αυτά τα οφέλη δεν θα είναι πρόθυμος να τα προσφέρει ο δυτικός κόσμος αλλά, ακόμη και αν ήταν, η πιεστική οικολογική κρίση θα λειτουργούσε εδώ εντελώς αποτρεπτικά.
Ενώ λοιπόν ο ανήσυχος Στράους αποζητούσε την επιστροφή σε φυσικοδικαιικά θεμέλια, οι αισιόδοξοι Φουκουγιάμα και Koζέβ ανέμεναν (με διαφορετικό τρόπο ο καθένας) την πραγμάτωση των σπουδαίων σκοπών της ιστορίας του ανθρώπου, ο Κονδύλης προέβλεπε πως οι χρόνοι που μας έρχονται θα φέρουν πιθανόν μεγάλα ανθρώπινα δεινά, αν όχι και το «τέλος» της ιστορίας με την πλέον μακάβρια σημασία του όρου. “Mundus vult decipi, ergo decipiatur”.
RTSG Publications
O ρωσικής καταγωγής γάλλος στοχαστής Αλεξάντερ Koζέβ (1902-1968). Ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να συμφιλιώσει φιλοσοφικά την ανθρώπινη ελευθερία με την προοπτική ενός τέλους (δηλαδή ενός τελικού σκοπού) της ιστορίας, στη Φαινομενολογία του Χέγκελ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης όσα λέγονται για τις πρώιμες εκκλήσεις του Koζέβ περί ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο καινοτόμο κείμενό του, Λατινική αυτοκρατορία: σχεδίασμα ενός δόγματος για τη γαλλική πολιτική.