Σύνδεση συνδρομητών

Κυριαρχία, αυτονομία και Σύνταγμα

Δευτέρα, 15 Μαϊος 2023 00:32
Αλληγορία της Γαλλικής Επανάστασης προς τιμήν του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, έργο του Nicolas Henri Jeaurat de Bertry (1794). Ο στοχαστής δεσπόζει στην κορυφή της σύνθεσης.
Nicolas Henri Jeaurat de Bertry / Paris Musées
Αλληγορία της Γαλλικής Επανάστασης προς τιμήν του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, έργο του Nicolas Henri Jeaurat de Bertry (1794). Ο στοχαστής δεσπόζει στην κορυφή της σύνθεσης.

Στέφανος Δημητρίου, Ο ελεύθερος άνθρωπος. Ο πολιτικός ανθρωπισμός και η «πολιτική μηχανή» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα 2021,  608 σελ.

Ο Ελεύθερος άνθρωπος του Στέφανου Δημητρίου είναι ένα δύσκολο, στιβαρό και ενδιαφέρον έργο. Ο συγγραφέας έβαλε το στοίχημα να αναδείξει την πολιτική και θεσμική σημασία του ρεπουμπλικανισμού και την σύνδεσή του με τη Δημοκρατία, να αξιοποιήσει δηλαδή το έργο του πατέρα της δημοκρατικής αρχής Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, για να παρουσιάσει τις καταβολές του θεμελιωδέστερου προτάγματος των αντιπροσωπευτικών θεσμών και να  καταδείξει τα μετανεωτερικά διακυβεύματα σε σχέση με την πραγμάτωσή του. (τεύχος 140)

Το βασικότερο πλεονέκτημα του βιβλίου του Στέφανου Δημητρίου από μια νομική ματιά είναι ότι σε αυτό καταγράφονται συνεκτικά τα δομικά χαρακτηριστικά του εξουσιαστικού φαινομένου και οι κοινωνικές διαστάσεις του, έτσι ώστε να γίνεται φανερό με ποιο τρόπο στις μέρες μας η διακυβέρνηση διολισθαίνει από, την κατά το Σύνταγμα δημοκρατική θεμελίωση της εξουσίας, στην αυταρχική και, σταδιακά, στην ολιγαρχική άσκησή της. Είναι ένα ταξίδι στην ιδρυτική σκέψη της νεωτερικότητας, στις προϋποθέσεις για την επιτέλεση της πολιτικής και συλλογικής αυτονομίας, οι οποίες, όταν εκλείπουν, η ελευθερία των ανθρώπων απειλείται και η δημοκρατία, η αυτοκυβέρνηση, ματαιώνεται.

Ο Δημητρίου πραγματοποιεί μια κριτική ανασκόπηση του έργου του Ρουσσώ, η οποία δεν είναι επεξηγηματική. Οι προκείμενές της εντάσσονται σε ένα διάλογο με τους σπουδαιότερους πολιτικούς φιλοσόφους, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Καντ. Ο συγγραφέας, με λογική συνέπεια, εξετάζει πρώτα απ’ όλα τη θεωρία του Ρουσσώ για την πολιτική εξουσία, σε αναφορά με τη θεώρηση του Χομπς, που, πρώτος στη νεωτερικότητα, πρότεινε τη συμβολαιική θεμελίωσή της.

 

Ο Χομπς και ο Ρουσσώ

Αναδεικνύονται καταρχάς οι απαρχές αυτής της θεμελίωσης στους δυο διανοητές:

Ο Χομπς και ο Ρουσσώ εκκινούν από την εξέταση της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου, από τα χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν στην προκοινωνική συνθήκη. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι, σε αυτή την κατάσταση, οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από διανοητική ισότητα και όμοιες ικανότητες να επιδιώκουν την εκπλήρωση των επιθυμιών τους και ότι η ροπή ικανοποίησης των προσδοκιών γεννά ανταγωνισμό. Ωστόσο, ενώ ο Χομπς αντιμετωπίζει την ομοιότητα ως αιτία για να γίνονται οι άνθρωποι εχθροί και να βρίσκονται μεταξύ τους σε ένα διαρκή πόλεμο, ο Ρουσσώ αναγνωρίζει την ισότητα ως προϋπόθεση της ελευθερίας.

Κρίσιμο στοιχείο για την παραπάνω διαφοροποίηση είναι η διαχείριση των παθών, που γεννούν ανισότητες. Για τον Χομπς, το ριζικό πάθος συνίσταται στην επιθυμία των ανθρώπων να αποκτήσουν πράγματα, ιδιότητες και ισχύ. Για τον πορισμό τους, ανταγωνίζονται τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Για την κατανομή τους, αναπτύσσεται η μεταξύ τους δυσπιστία και η κατάκτησή τους αποτελεί τη βασική παράμετρο κοινωνικής καταξίωσης. Οι άνθρωποι, λοιπόν, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, ιδρύουν συσσωματώσεις μέσω των οποίων μπορούν να θέσουν εκποδών τους αντιπάλους, με άλλα λόγια γίνονται εχθροί μεταξύ τους.

Αυτή η αντιπαράθεση, ως όρος μιας διαρκούς και αμοιβαίας αβεβαιότητας, γεννά στα κοινωνικά υποκείμενα το φόβο, η διαχείριση του οποίου αποτελεί το βασικό αντικείμενο της κυριαρχίας. Μόνο μια εξουσία ικανή να καταπολεμήσει το φόβο των πολιτών μπορεί να επιβάλλεται αποτελεσματικά, υποσχόμενη στους πολίτες-εχθρούς τη δυνατότητα να διεκδικούν και να εξασφαλίζουν κέρδη, ασφάλεια και φήμη. Όπως είναι γνωστό, πρώτες οι θρησκείες κατόρθωσαν να θεμελιώσουν εξουσία ευρύτατα αποδεκτή, προτείνοντας μεταφυσικές λύσεις για την ανασφάλεια και αιώνια ανταπόδοση στην υπακοή, για το λόγο αυτό οι ηγέτες των θρησκευτικών κοινοτήτων υπήρξαν οι πρώτοι άρχοντες στις ανθρώπινες κοινωνίες και έως σήμερα παραμένουν χρήσιμοι αρωγοί των κυβερνώντων. Όσο, όμως, οι συγκρούσεις εντείνονταν και γίνονταν πολυπλοκότερες, ήδη την εποχή του Χομπς, η ανάγκη για άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις επέβαλλε την εγκατάσταση μιας εξουσίας κοσμικής, αδέσμευτης και ακαταγώνιστης.

 

Η έννοια της κυριαρχίας

Έτσι γεννήθηκε η έννοια της κυριαρχίας που εδώ και τρεις περίπου αιώνες αποτελεί έννοια - κλειδί του συνταγματισμού και καθορίζει τη νομική οργάνωση των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων:

Την υποταγή της κυριαρχίας, της ακαταγώνιστης και υπέρτατης δύναμης επιβολής και κατίσχυσης απέναντι σε κάθε άλλη δύναμη, σε κανόνες δικαίου έχει τάξει ως σκοπό του το Σύνταγμα, και με αυτήν την ιστορική αποστολή έχει συνδέσει την τύχη του το Συνταγματικό Δίκαιο. Με τη μελέτη της κυριαρχίας, την οποία και ταυτίζει με την ύπαρξη του έθνους, αρχίζει το σύγγραμμά του ο πατέρας των Ελλήνων συνταγματολόγων, Ν. Ι. Σαρίπολος. Πάνω στην αρχή της κυριαρχίας έχει οικοδομηθεί το δημόσιο δίκαιο των κρατών της Ευρώπης[1].

Η μελέτη του Στέφανου Δημητρίου βοηθά ουσιαστικά τον νομικό στην κατανόηση αυτής της υπερέχουσας, σχεδόν μυθικής δύναμης που υποτάσσει τον ανταγωνισμό, αίρει τις αβεβαιότητες, καταπολεμά τον φόβο και διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά της πολιτικής εξουσίας. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας ανασυγκροτεί την κατασκευή της` από τους θεωρητικούς και παρουσιάζει τις ιδιότητες που της αποδίδονται, κάνει ξεκάθαρα τα θεσμικά και πολιτικά διακυβεύματα που συνδέονται με τις νομικές εννοιολογήσεις της.

Πρώτα απ’ όλα, δείχνει τον απολύτως δυναμικό χαρακτήρα της: η κυριαρχία ως εξουσία ρυθμιστική της κοινωνικής συμβίωσης είναι ενέργημα, συνίσταται στο πράττειν όσα είναι αναγκαία για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινότητας, την ίδρυση του κράτους, την καθοδήγηση της κοινωνικής ζωής και την εγκατάσταση μιας εύτακτης κοινής συμβίωσης. Επομένως, τόσο το περιεχόμενό της όσο και ο φορέας της μεταβάλλονται και, σε κάθε ιστορική περίοδο, γίνονται αντικείμενα διεκδίκησης· με άλλες λέξεις, απορρέουν από τους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες. Σήμερα, οι αγώνες αυτοί αναπτύσσονται σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο και συμπεριλαμβάνουν τα κράτη, τις ισχυρές οικονομικές οντότητες που επιδιώκουν να επιβάλλουν τον ολοκληρωτισμό της αγοράς[2] και τα κινήματα που υπερασπίζονται την πολιτική αυτονομία και την κοινωνική αξιοπρέπεια των ανθρώπων.

Δεύτερον, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την σημασία της καταγωγής που αποδίδεται στην κυριαρχία: για τον Χομπς, η κυριαρχία είναι ακαταγώνιστη, επειδή σε αυτήν όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου έχουν εκχωρήσει όλα τα δικαιώματά τους, ως απόρροια του pactum subjectionis που επιτρέπει στους εξουσιάζοντες να επιβάλλουν την κοινωνική ειρήνη και να υπόσχονται το ευ ζην. Στον Ρουσσώ, η κυριαρχία είναι ακαταγώνιστη επειδή συνιστά έκφραση της ελεύθερης απαλλοτρίωσης της ελευθερίας: κυρίαρχη είναι η εξουσία που αναδύεται μέσα από την αυτοδέσμευση όλων των πολιτών να αποτελούν μέλη ενός ενιαίου και αδιαίρετου σώματος χωρίς να υπολογίζουν τις ιδιαίτερες ανάγκες τους ή να προσδοκούν κάποιο κέρδος, που ενεργούν δηλαδή από κοινού και με γνώμονα το γενικό καλό (σ. 199 επ., 286 επ.). Οι άνθρωποι που γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι, διαφυλάσσουν την ελευθερία τους και προάγουν την ισότητα μεταξύ τους μέσω του αυτοπροσδιορισμού τους. Για το λόγο αυτό, συγκροτούν την κυρίαρχη κοινότητα, η συμμετοχή στην οποία σημαίνει ότι καθένας, συμμορφούμενος στα γενικά κελεύσματα, υπακούει μόνον στον εαυτό του.

Η θεώρηση του Ρουσσώ επηρέασε ουσιαστικά τη νομική σκέψη.[3] Έτσι, σταδιακά επικράτησε η άποψη ότι η κυριαρχία δεν μπορεί παρά να είναι λαϊκή ή με τους όρους της σύγχρονης συνταγματικής επιστήμης ως Σύνταγμα δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνον εκείνο το νομοθέτημα που οργανώνει τη λαϊκή κυριαρχία και εγγυάται την πραγμάτωσή της. Πραγματικά, παρότι ο Ρουσσώ δεν αρνείται ότι μια εύτακτη πολιτεία μπορεί να έχει κληρονομικό ανώτατο άρχοντα, θέτει μια αξεπέραστη προϋπόθεση για την ίδρυσή της: ότι το συμβόλαιο που καταρτίζουν οι εταίροι εξασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων και έτσι δικαιολογεί και την υποχρέωση συμμόρφωσης σε αυτές.

Με αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσσώ είναι σύστοιχο του Θεμελιώδους Κανόνα του Κέλσεν. Η διαφορά είναι ότι, στο πρώτο, το περιεχόμενο της προσταγής, πιο σωστά της δέσμευσης που ιδρύεται, είναι πιο συγκεκριμένο και έχει μια ουσιαστική πτυχή: ενώ ο κελσενιανός κανόνας είναι διαδικαστικός, συνίσταται στην υποχρέωση καθενός μέλους του κοινωνικού συνόλου να συμμορφώνεται στο Σύνταγμα και στην έννομη τάξη που απορρέει απ’ αυτό[4], το ρουσσωικό κοινωνικό συμβόλαιο δεσμεύει τους «εταίρους» επειδή εγγυάται ότι όλοι και όλες είναι φορείς ίσης ελευθερίας και αξιοπρέπειας και ότι ενεργούν με γνώμονα το γενικό συμφέρον.

 

Η βούληση του λαού

Ο Δημητρίου, δείχνοντας τη θεωρητική και πολιτική σημασία του κοινωνικού συμβολαίου, συμβάλλει να δοθούν απαντήσεις σε δυο κρίσιμα ερωτήματα του σύγχρονου συνταγματικού δικαίου. Το πρώτο, αφορά τη σχέση λαού και Συντάγματος, εάν δηλαδή ο λαός είναι ο δημιουργός του καταστατικού χάρτη ή, αντίθετα, οφείλει σε αυτόν την υπόστασή του.[5] Το δεύτερο είναι, εάν η θεμελίωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών νομιμοποιεί τους κυβερνώντες να απαλλοτριώνουν την κυριαρχία. Με άλλες λέξεις, εάν και πώς η βούληση του λαού παραμένει η ύπατη αναφορά κατά την άσκηση της πολιτικής εξουσίας ή η κυριαρχία του εξαντλείται στην συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Συγκεκριμένα:

Το κοινωνικό συμβόλαιο μαρτυρά, ότι η κυριαρχία μορφοποιείται μέσα από την αμοιβαία απαλλοτρίωση των φυσικών δικαιωμάτων των ελεύθερων ανθρώπων και την άσκηση συντακτικής εξουσίας, με αποτέλεσμα η λογική και ιστορική προτεραιότητα του λαού σε σχέση με το Σύνταγμα να μην μπορεί να αμφισβητηθεί: κυριαρχία εκφράζεται όταν το πλήθος μετεξελίσσεται σε λαό, όταν η θέλησή του να αυτοκυβερνηθεί μεταγράφεται σε θεμελιώδεις κανόνες που συγκροτούν πολίτευμα, όταν το πάθος του για ελευθερία συναντηθεί με την οργάνωση της άσκησης των ελευθεριών. Με τα λόγια του συγγραφέα, «η κυριαρχία είναι κατηγόρημα ενός συλλογικού υποκειμένου, του υποκειμένου της συζυγίας βούλησης και Λόγου, του Λαού».

Επομένως, η υπόθεση ότι το άρθρο 1 Συντ. που ορίζει ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», εναποθέτει την κυριαρχία στο Σύνταγμα και όχι στο λαό, είναι αλυσιτελής: ο λαός αυτοσυγκροτούμενος θεσπίζει το Σύνταγμα και η έλλογη θέλησή του προσδιορίζει το κανονιστικό του περιεχόμενο.[6] Μέσα από τις αντιθέσεις που τον διατρέχουν και τις συγκρούσεις που τον μορφοποιούν, ο λαός αυτοθεσμίζεται και μετατρέπει το κοινωνικό του συμβόλαιο σε Σύνταγμα.

Αντίθετα με την αντίληψη, ότι η αναγνώριση του λαού ως αυτοτελούς οντότητας που παράγει το Σύνταγμα αποτελεί εκδήλωση λαϊκισμού και συνεπάγεται μια ουσιοκρατική και αντι-πλουραλιστική σύλληψη του κυρίαρχου[7], η σχολιαζόμενη μελέτη δείχνει ότι η λαϊκή κυριαρχία αποκρυσταλλώνει το πρόταγμα της διαρκούς και ανταγωνιστικής διεκδίκησης της πολιτικής ελευθερίας.[8] Στη σύγχρονη ελληνική συνταγματική ιστορία, τούτο αποδείχθηκε με το Σύνταγμα της Επιδαύρου και της Τροιζήνας, με το Σύνταγμα του 1864 και τις αναθεωρήσεις του, με την ίδρυση της ΙΙης και της ΙΙΙης Ελληνικής Δημοκρατίας, η δυναμική της οποίας, τα τελευταία χρόνια, μοιάζει να εξαντλείται.

Εξίσου άστοχη είναι εκείνη η πρόταση που, αναγόμενη στην αντιπροσωπευτική αρχή, η οποία στην Ελλάδα π.χ. κατοχυρώνεται στο άρθρο 51 παρ. 2 Συντ «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος», υποστηρίζει ότι η βούληση του λαού δεν μπορεί παρά να διατυπώνεται μόνο από τους αντιπροσώπους του. Άλλη λαϊκή βούληση δεν αναγνωρίζουν τα Συντάγματα και δεν μπορεί να διατυπωθεί στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.[9] Ωστόσο, στη νεωτερικότητα, ο λαός - φορέας της κυριαρχίας, αφότου πλαισιώσει την άσκησή της με τους συνταγματικούς θεσμούς, δίνει ζωή σε αυτούς με τους νόμους, που αποτυπώνουν την θέλησή του. Με άλλα λόγια, ο λαός δεν απαλλοτριώνει την κυριαρχία του ούτε όμως την ασκεί ανεξέλεγκτα, την οργανώνει και την κάνει πράξη με τους κανόνες δικαίου. Οι κανόνες αυτοί δεν αντανακλούν απλώς τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις, αλλά τις διευθετούν και τις ρυθμίζουν με μια δημόσια, πολιτική και ανταγωνιστική διαδικασία.

Σε μια περίοδο όπου ο νεοφιλελευθερισμός αμφισβητεί τη σημασία του νόμου και επαγγέλλεται την απελευθέρωση της κοινωνίας από το κράτος μέσω του «ήπιου δικαίου» και της ηθικής, ο Δημητρίου διαβάζει τον Ρουσσώ με τρόπο που δείχνει ότι ο νόμος δεν είναι κατά κύριο λόγο μέσο περιορισμού, αλλά πραγμάτωσης της ελευθερίας. Δεδομένου ότι οι κανόνες τίθενται από όλο το πολιτικό σώμα, τα μέλη του οποίου κατέχουν ισότιμη κυριαρχία και ενεργούν για την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος, η δημοκρατική νομοθέτηση ανάγεται σε μέθοδο που εγγυάται τον αυτοπροσδιορισμό. Γράφει ο Δημητρίου:

είναι η έννομη ελευθερία που προκρίνεται και ασκείται εν τοις πράγμασι χάριν της ευνομίας και της ισονομίας, η οποία είναι η αρχή που κατέστησε δυνατή την πολιτική ένωση, άρα και την ίδια την πολιτεία.

Ο νόμος του Ρουσσώ, όπως τον αναπλάθει ο Δημητρίου, δεν αποβάλλει τον χαρακτήρα του ως προϊόν της ταξικής αντιπαράθεσης ούτε ξεπερνά τις «εσωτερικές» αντιφάσεις του. Αναδεικνύεται, στις σημερινές συνθήκες, σε προνομιακό πεδίο διεκδίκησης της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας. Ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας του («ο νόμος δεν λαμβάνει υπόψη έναν άνθρωπο ως επιμέρους άτομο, ούτε μια επιμέρους πράξη»), αλλά και η γενικότητα της βούλησης που τον παράγει, παρέχουν εγγυήσεις δυσεύρετες στους άλλους τρόπους ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης.

Εντελώς συνοπτικά: η πρωταρχική λειτουργία του νόμου, δηλαδή η αναμόρφωση της φυσικής κατάστασης των ανθρώπων όπου βασιλεύει η αρχή της ωφελιμότητας και όπου η δικαιοσύνη ωφελεί τον κακότροπο και βλάπτει τον δίκαιο, σήμερα προσλαμβάνει κρίσιμο νόημα. Την ιστορική στιγμή που ο Ρουσσώ περιέγραφε τις ιδιότητες του νόμου, η παραπάνω αποστολή του εκπληρωνόταν με την ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων· σήμερα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο νόμος μπορεί να αναδειχθεί σε ανάχωμα στον νεοφεουδαρχικό συνταγματισμό[10]: διότι μια θέληση που δεν είναι γενική στην συγκρότησή της, όσο άριστοι και αν είναι αυτοί που τη διατυπώνουν, δεν είναι σε θέση να εκφράσει ευρύτερα συμφέροντα ούτε να προαγάγει την ισότητα και την αλληλεγγύη. Με άλλα λόγια, η επανεμφάνιση του νόμου μπορεί να αναχαιτίσει τις ιδιωτικές βουλήσεις που φιλοδοξούν να καθυποτάξουν την κοινωνική συμβίωση και επιδιώκουν την επιστροφή στην ολιγαρχία.

Εξάλλου, ο νόμος είναι η κρατική πράξη που ικανοποιεί πληρέστερα το αίτημα για περιορισμό της αυθαιρεσίας των κυβερνώντων και την καταπολέμηση των διακρίσεων: στις σύγχρονες συνθήκες πολλαπλασιασμού και έντασης των συγκρούσεων, για να μετατραπεί η κοινωνική κατάσταση ανισότητας σε πολιτική κατάσταση ισονομίας,  εμφανίζεται η ανάγκη ακόμη και προνομιακής μεταχείρισης ορισμένων ομάδων. Σε μια κοινωνική δημοκρατία, ωστόσο, τούτο δεν μπορεί να επιδιωχθεί σε ατομικό επίπεδο και χωρίς δικαιολόγηση. Δεδομένου ότι η εκτελεστική εξουσία έχει την τάση να εξυπηρετεί τα συμφέροντα που τη στηρίζουν, ο αντικειμενικός και απρόσωπος χαρακτήρας του νόμου προβάλλει ως εγγύηση που υποστηρίζει την πορεία προς μια ουσιαστική ισότητα. Η αναζήτηση κριτηρίων ώστε να εξασφαλίζεται πραγματικά «όμοια ρύθμιση των ομοίων και ανόμοια των ανομοίων» ή για την εξασφάλιση της «πραγματικής ισότητας»[11] με τη θέσπιση των λεγόμενων «θετικών μέτρων» από τον νομοθέτη μπορεί να βρει χρήσιμα επιχειρήματα στη ρουσσωική σκέψη.

Τέλος, από την νομική σκοπιά,  ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση που πραγματοποιεί η μελέτη ανάμεσα στην αντίληψη του Ρουσώ για το νόμο ως ψυχή της κυριαρχίας και εγγυητή της δικαιοσύνης και στη σκέψη του Αριστοτέλη. Μέσα από αυτή την σχέση,  ο Δημητρίου αποδεικνύει ότι ο νόμος, αντανακλώντας την αυτόβουλη πρωταρχική επιλογή της ισότιμης και αμοιβαίας δέσμευσης όλων, έχει πρωταρχική αποστολή να προστατεύει την αυτεξούσια προσωπικότητα των μελών του κοινωνικού συνόλου και να προστατεύει τα δικαιώματά τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο νομοθέτης μπορεί να θέσει επιμέρους περιορισμούς στις ελευθερίες, εφόσον αυτοί προβλέπονται με όρους ισοτιμίας.

Η σημασία της παραπάνω παραδοχής είναι κρίσιμη για το συνταγματικό δίκαιο. Στην ελληνική συνταγματική πράξη, οι Γ. Βλάχος, Α. Μάνεσης, Δ. Τσάτσος, Σ. Ορφανουδάκης , καθώς και νεότεροι, επιχείρησαν να δείξουν ότι η επιφύλαξη υπέρ του νόμου, δηλαδή η παραπομπή στο νόμο που συναντάται σε πολλές συνταγματικές διατάξεις και επιτάσσει τον νομοθέτη να ρυθμίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων (όπως νόμος ορίζει, τηρώντας τους νόμους κ.ά.), έχει καταρχήν εγγυητικό και σταθμιστικό χαρακτήρα.[12] Οι περιορισμοί που τυχόν επιβάλλονται οριοθετούνται αυστηρά, πρέπει να είναι αναγκαίοι και πρόσφοροι και ελέγχονται δικαστικά.

 

Νόμος, πολίτης και ιδιώτης

Ωστόσο, ο Ρουσσώ, και μαζί με αυτόν ο Δημητρίου, δεν δείχνουν μόνον τις ευεργετικές πτυχές του νόμου, αλλά φανερώνουν και τις απορίες του: η έννομη ρύθμιση της ελευθερίας ωθεί στην πραγμάτωσή της, αφενός εφόσον ο κανόνας είναι προϊόν της γενικής βούλησης, αφετέρου και ταυτόχρονα υπό τον όρο ότι η νομοθετούσα θέληση επιδιώκει την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Πώς μπορεί να ικανοποιηθούν αυτές οι προϋποθέσεις όταν η ίδρυση και η λειτουργία του κράτους στηρίζονται στο διχασμό του προσώπου σε πολίτη και ιδιώτη;

Ο Ρουσσώ αντιμετώπισε το ερώτημα κυρίως στη φάση της αρχικής συγκρότησης της πολιτικής κοινότητας, της ανάδυσής της από την κοινωνία των ιδιωτών. Η απάντησή του είναι χρήσιμη, αλλά όχι επαρκής: επειδή τα συμφέροντα των ιδιωτών αποτελούν μια διαρκή απειλή για το κράτος, βασική προϋπόθεση για την επιβίωση μιας ευνομούμενης πολιτείας είναι οι πολίτες της να αναγνωρίζουν ότι, εκτός από δικαιώματα έχουν και θεμελιώδεις υποχρεώσεις, αλλά και να ενεργούν εξακριβώσιμα προς το συμφέρον της ολότητας. Επομένως, ο αυτοκαθορισμός που επιτεύχθηκε με την ίση συμμετοχή στην ιδρυτική πράξη της πολιτικής ένωσης διαφυλάσσεται όταν όλα τα μέλη της πολιτικής κοινότητας αναπτύσσουν πολιτικό ήθος και μαθαίνουν να πράττουν προς την ικανοποίηση του γενικού καλού. Μόνο έτσι επιβιώνει η πολιτεία, γίνεται «κοινωνία ζωής τελείας και αυτάρκους» και η ομαλή λειτουργία της αποτελεί συνθήκη του αυτοπροσδιορισμού.

Η πολιτική αρετή αναδεικνύεται, λοιπόν, σε ύπατη εγγύηση της ελευθερίας των προσώπων [13], καθώς και του δημοκρατικού χαρακτήρα της εύνομης πολιτείας. Μήπως, όμως, αυτή η ατομικιστική μάλλον παραδοχή ιδρύει ένα φαύλο κύκλο; Πώς καλλιεργείται η πολιτική αρετή, όταν τα πρόσωπα που θα είναι οι φορείς της μετέχουν σε πλήθος αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων οι οποίες διαμορφώνουν την ίδια την προσωπικότητά τους, όταν ισχυρά συμφέροντα επικαθορίζουν την κοινωνική ζωή και καθοδηγούν την πράξη των κρατικών οργάνων; Ορισμένα αδιέξοδα της ρουσσωικής προσέγγισης φαίνονται αξεπέραστα. Ο Ρουσσώ αναγνώριζε τις δυσκολίες κατάκτησης της πολιτικής αρετής και, για το λόγο αυτό, υποστήριζε ότι «ο λαός θέλει πάντα το καλό, αλλά δεν μπορεί πάντοτε να το διακρίνει». Ήταν, μάλιστα, εξαιρετικά επιφυλακτικός απέναντι στη διαμόρφωση του πολιτικού ήθους μέσα από τη δημόσια διαβούλευση, επειδή αυτή προκαλεί διχόνοια και υπονομεύεται η ενότητα της πολιτικής κοινότητας.

Ωστόσο, ήδη από τον 19ο αιώνα, έχει δειχθεί ότι η ενότητα του συλλογικού υποκειμένου που γεννά το Σύνταγμα και το κράτος δεν είναι δεδομένη, αλλά διαμορφώνεται και αναμορφώνεται συνεχώς με όρους σκληρού κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού. Είναι δε πια ευρύτατα αποδεκτό ότι, ανάλογα με την καταγωγή, τη μόρφωση, την κοινωνικοοικονομική θέση καθενός, η θέαση του δημοσίου συμφέροντος διαφοροποιείται. Είναι δυνατόν να αναπτυχθεί γνήσια πολιτική αρετή στις παραπάνω συνθήκες;

Η διαδικασία της σύνθεσης των αντικρουόμενων απόψεων και της δίκαιης ικανοποίησης περισσότερων αντίθετων συμφερόντων είναι η προφανής, πλην εξαιρετικά δύσκολη λύση που προτείνει ο συγγραφέας του Ελεύθερου ανθρώπου. Κατά τη διαμόρφωση του προτάγματός του, η εξοικείωσή του με τη σκέψη του Καντ τον ώθησε να αναγνωρίσει τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες ως θεμέλιο των διεργασιών που καταλήγουν στην απόκτηση της αρετής. Η διαλεκτική του παιδεία, όμως, τον οδήγησε να στηριχθεί τελικά στην κοινωνική πραγματικότητα: Η μέθοδος που σφυρηλατεί τον πολίτη συνίσταται στην πράξη του, στο σταθερό και αέναο εξακριβώσιμο πράττειν ενόψει της αναζήτησης ευρύτερων συμφερόντων και συνθέσεων. Μια πράξη που, σε ό,τι αφορά το συνταγματικό δίκαιο, μεταφράζεται στο δικαίωμα των εξουσιαζομένων να ελέγχουν σταθερά τους κυβερνώντες και στην υποχρέωση των τελευταίων να λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις –ιδίως να νομοθετούν– με ευκρινή και  εξακριβώσιμη απόσταση από τα ιδιωτικά συμφέροντα.

 

[1] Α. Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 2

[2] Εντελώς ενδεικτικά, βλ. A. Supiot, Lesprit de Philadelphie. La justice sociale face au marché total,  Seuil, 2010, που δείχνει πως, στην παγκοσμιοποιούμενη οικονομία, οι ισχυροί παίκτες επιδιώκουν να επιβάλουν τους όρους της αγοράς, οι κανόνες της οποίας εξουθενώνουν την αξία της εργασίας και υποβαθμίζουν την αξία του προσώπου. Η αναγόρευση της αγοράς σε ρυθμιστικό παράγοντα των κοινωνικών σχέσεων κλονίζει τη σχετική αυτονομία του δικαίου και επιτρέπει στους ιδιώτες να καθορίζουν με βάση τα συμφέροντά τους τις τύχες του κοινωνικού σώματος.

[3] Στο ελληνική νομική επιστήμη, η πιο χαρακτηριστική περίπτωση επίδρασης του Ρουσσώ στην ερμηνεία των κανόνων είναι αυτή του Αριστόβουλου Μάνεση, που ανέδειξε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, την αυτοκυβέρνηση δηλαδή του λαού, σε πρωταρχικό αντικείμενο του Συντάγματος, βλ. Α. Μάνεση, «Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», Συνταγματική θεωρία και πράξη Ι, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, σ. 11 επ., Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, 1965, σ. 77 επ. Όπως έχει επισημανθεί (βλ. Π. Ελευθεριάδης, Συνταγματισμός και πολιτικές αξίες, Αθήνα-Κομοτηνή, ΕΚΚΕ - Α. Σάκκουλας, 1999, σ. 62 επ., Κ. Γιαννόπουλος, Ένας σημαντικός διάλογος για την Πολιτεία και το Δίκαιο, για τον καντιανισμό και τον μαρξισμό, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 286 επ.) η πειστικότητα της δογματικής κατασκευής του Μάνεση οφείλεται εν πολλοίς στην ικανότητά του να αξιοποιεί τα διδάγματα των κοινωνικών επιστημών και να θέτει το συνταγματικό επιχείρημα σε σταθερό διάλογο με τις προτάσεις της πολιτικής φιλοσοφίας, βλ. και Ι. Καμτσίδου, «Το Συνταγματικό δίκαιο ως πράξη εμπιστοσύνης και τόλμης. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης και η εποχή του», σε Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, Από τον Αλέξανδρο Σβώλο στον Αριστόβουλο Μάνεση. Η θεμελίωση του ελληνικού δημοκρατικού συνταγματισμού, Αθήνα, Ευρασία, 2022, σ. 40 επ.

[4] Βλ. από την ελληνόγλωσση, Κ. Σταμάτη, Κριτική της καθαρής θεωρίας του δικαίου στο παράδειγμα του θεμελιώδη κανόνα, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1986,  Θ. Ψήμμας, «Michel Troper: Σύνταγμα και νομικός ρεαλισμός», Δικαιώματα του Ανθρώπου, τ. 79, 2019, σ. 83 επ.

[5] Για τον σύγχρονο προβληματισμό σχετικά με τη συντακτική εξουσία και τη σχέση της με το λαό, βλ. Κ. Στρατηλάτη, «Συντακτική εξουσία και λαϊκή κυριαρχία: Οι λειτουργίες και οι αδυναμίες μίας κλασικής αναγωγής», σε: Συλλογικό Έργο, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, τιμ. τόμος για τον Αντ. Μανιτάκη, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2019, σ. 227 επ.

[6] Γενικότερα για την ιστορικολογική προτεραιότητα των κοινωνικών σχέσεων έναντι του κανόνα, βλ. Ν. Παρασκευόπουλου, Οι μέλισσες και οι λύκοι. Μελέτες ιστορίας του ελληνικού δικαίου, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών - Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη, 2016, σ. 22 επ.

[7] Βλ. Γ. Καραβοκύρη, «Οι συνταγματικές απορίες του λαϊκισμού», Το Σύνταγμα εν εξελίξει, ό.π., σ. 277 επ., όπου ανακεφαλαιώνεται εύστοχα η σχετική ευρωπαϊκή συζήτηση. Επίσης, η κοινωνιολογική ματιά του F. Tarragoni, Lesprit démocratique du populisme, Paris, La Decouverte 2019, σ. 50 επ., 100 επ. συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση του σύγχρονου φόβου για το λαό και την επίδρασή του στις συνταγματικές έννοιες.

[8] Σε ομόλογη κατεύθυνση, ο Ν. Ερηνάκης, Αυθεντικότητα και αυτονομία, Αθήνα, εκδ. Κείμενα, 2020, σ. 271 επ., προτείνει την συν-δημιουργικότητα ως θεμέλιο της ισο-αυθεντικότητας, της ισο-αυτονομίας και της ισο-ελευθερίας των προσώπων.

[9] Βλ. για παράδειγμα, Jean-Marie Denquin, «Pour en finir avec la crise de la représentation», Jus Politicum, nο 4  (http://juspoliticum.com/article/Pour-en-finir-avec-la-crise-de-la-representation-215.html), που υποστηρίζει ότι η εκλογή πραγματώνει κατά κύριο λόγο την πολιτική αντιπροσώπευση, η οποία εξαντλείται με την ανάδειξη των αντιπροσώπων που αυτονομούνται από τον λαό ή ο D. Rousseau, «Constitutionnalisme et démocratie», https://laviedesidees.fr/Constitutionnalisme-et-democratie.html που αναγνωρίζει στον συνταγματικό δικαστή την εξουσία να εκφράζει τη βούληση του κυρίαρχου. Στην ελληνική βιβλιογραφία, στην ίδια κατεύθυνση ο Γ . Καραβοκύρης, ό.π., αλλά και ο Α. Μανιτάκης, «Η λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή και η διδασκαλία του Μάνεση», σε www.constitutionalism.gr, που μετέβαλλε την αντίληψή του για τη λαϊκή κυριαρχία στο πρόσφατο έργο του, υποστηρίζουν δυναμικά την αντίληψη ότι ο λαός συγκροτείται με την αντιπροσώπευση και ότι μόνο οι αντιπρόσωποι εκφράζουν αυθεντικά την θέλησή του, βλ. επίσης Ι. Καμτσίδου, «Σύγχρονες προσλήψεις της δημοκρατίας: Η δημοκρατική αρχή στο έργο του Α. Μανιτάκη», Το Σύνταγμα εν εξελίξει, ό.π., σ. 211-225.

[10] Για την αποδιοργάνωση της συνταγματικής οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας και τη νομιμοποίηση της ρυθμιστικής ικανότητας των ισχυρών ιδιωτών, που οδηγεί στο τέλος του νεωτερικού συνταγματισμού, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2022.

[11] Ο όρος χρησιμοποιείται από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά τον δικαστικό έλεγχο κυρίως των θετικών μέτρων· εντελώς ενδεικτικά βλ. ΣτΕ 2832, 2833/2003, 1986/2005 Ολ.

[12] Βλ. Ι. Καμτσίδου, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 2001, ιδίως σ. 223 επ. και 342 επ.

[13] Ο Στέφανος Δημητρίου επιδιώκει με μεγάλη συνέπεια την κατάκτηση της αρετής, που είναι προϋπόθεση για την λειτουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας. Έτσι, την τετραετία 2015-19 δίδασκε αμισθί στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, με τόση αφοσίωση και κέφι, ώστε η Πολιτική Φιλοσοφία απέκτησε σταθερούς υπερμάχους μεταξύ των νέων στελεχών του δημόσιου τομέα. Η δημοκρατική του πράξη και η φιλία μας μού έδωσαν το θάρρος για τη σύνταξη αυτού του σημειώματος, που αποτελεί ανάγνωση της μελέτης του από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου.

Ιφιγένεια Καμτσίδου

Αναπληρώτρια καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία της: Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών (2001), Πρακτικά θέματα συνταγματικού δικαίου (2004), Το κοινοβουλευτικό σύστημα: Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική ευθύνη (2011).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.