Η σύλληψη εκ μέρους της Χάννα Άρεντ του καινοφανούς χαρακτήρα του ολοκληρωτισμού πηγάζει από τη νομική της σκέψη, χάρη στην οποία κατανόησε την ουσιώδη σχέση αυτού του συστήματος με την ιδέα της κίνησης. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα θεμελιώθηκαν θεωρητικά είτε στους ανελέητους δαρβινικής προέλευσης νόμους της Φύσης –που υπαγορεύουν την εξάλειψη του αδύναμου και την επικράτηση του αξιότερου,[1] εν προκειμένω της ανώτερης φυλής–, είτε πάλι στους νόμους της Ιστορίας – που ρυθμίζουν τη διαρκή μεταβολή της, κατευθύνοντάς τη στο τέλος της, μέσω της εξάλειψης των παρασιτικών τάξεων.[2] Εξ αυτού, η Φύση και η Ιστορία ταυτίζονται νοηματικά με το «νόμο της κίνησης». Γίνεται κατανοητό ότι «το πλαίσιο σταθερότητας» το οποίο αποτελούν οι νόμοι, ελέγχοντας, μέχρις ενός βαθμού, την εγγενή μεταβλητότητα των ανθρωπίνων, αντίκειται εξ ορισμού στο Νόμο της καθολικής και διαρκούς ροής.[3] Η συνακόλουθη πλήρης υποβάθμιση του γραπτού δικαίου, εξαιτίας αυτής της σημασιολογικής μετάλλαξης της έννοιας του νόμου, μετατρέπει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε κανονικότητα. Ως το μέσον για την άνευ ορίων επιτάχυνση του ρυθμού τής υπερανθρώπινης διαδικασίας, ο τρόμος αποτελεί την ουσία της ολοκληρωτικής εξουσίας:
Ο τρόμος παγώνει τους ανθρώπους, προκειμένου να καθαρίσει ο δρόμος για την κίνηση της Φύσης ή της Ιστορίας. Εξοντώνει άτομα για χάρη του είδους∙ θυσιάζει ανθρώπους για χάρη της ανθρωπότητας.[4]
Η διαφορά της τυραννίας από τον ολοκληρωτισμό έγκειται στο ότι, μέσα στην ησυχία του νεκροταφείου την οποία επιβάλλει ο τύραννος, ο ολοκληρωτικός ηγέτης εισάγει «μια γιγαντιαία κίνηση».[5] Μέσα σε αυτή την κινούμενη άμμο εκδιπλώνεται η αδυσώπητη διαδικασία εξάλειψης των αναγκαία μελλοθανάτων, ως υπαίτιων επιβράδυνσης και παρεμπόδισης της τελικής νίκης του τέλειου δείγματος του ζωικού είδους ή του συνολικού ανθρώπου, αντίστοιχα.
Η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, χάνει τη σημασία της, εφόσον κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής εμπλέκεται στη φορά της Φύσης ή της Ιστορίας, απειλώντας να αποτελέσει τον αστάθμητο παράγοντα μιας σταθμισμένης ιδεολογικά εξέλιξης. Εισχωρώντας σε όλες τις σφαίρες της προσωπικής και κοινωνικής ζωής, ο τρόμος –συνενωμένος με την ιδεολογία που εσωτερικεύεται, μέσω της προπαγάνδας– παραλύει κάθε μορφή κινητικότητας και διαλύει, μέσα σε ένα κλίμα απόλυτης ανασφάλειας, κάθε μορφή ανθρώπινης σχέσης. Είναι ενδεικτικό το όνειρο ενός πολίτη στη χιτλερική Γερμανία, στο οποίο βλέπει τους τοίχους του διαμερίσματός του να καταρρέουν.[6]
Προκειμένου να επιτύχει το μετασχηματισμό του ανθρώπινου είδους σε ενεργητικό φορέα αυτής της κινητήριας δύναμης, η ολοκληρωτική εξουσία χρειάζεται να εξαλείψει τις συνθήκες που καθιστούν δυνατή τη λήψη πρωτοβουλιών και τη διαμόρφωση ατομικής άποψης και θέσης. Έτσι, μέσω της προπαγάνδας και της τρομοκράτησης, μετατρέπει το ανθρώπινο πλήθος σε μια αδιαφοροποίητη, ομοιογενή μάζα.
Τα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού
Ισχύοντας ανεξαρτήτως της ανθρώπινης βούλησης και δράσης, και ρευστοποιώντας τις θεσμικές οριοθετήσεις, ο νόμος της κίνησης δεν αναγνωρίζει ατομικές ευθύνες ούτε αποβλέπει στη ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων και ενεργειών. Καταλύοντας τη διάκριση μεταξύ νομιμότητας και δικαιοσύνης, αυτός εφαρμόζεται αδιαμεσολάβητα επί των ανθρώπων-μελών μιας φυλής ή μιας κοινωνικο-οικονομικής τάξης.[7] Υπ’ αυτούς τους όρους, οι ηθικές νόρμες που έχουν να κάνουν με την ατομική συμπεριφορά χάνουν το νόημά τους. Η αδιαμεσολάβητη από το θετικό δίκαιο εκτέλεση των νόμων - κινητηρίων δυνάμεων συνεπάγεται την αποσύνδεση της ενοχής από τα πεπραγμένα τού ατόμου. Με τα λόγια του Κάφκα, η «ενοχή», εδώ «είναι πάντοτε αδιαμφισβήτητη».[8] Η αναγνώριση μόνον «αντικειμενικών εχθρών» απορρέει από τη συμμόρφωση προς την αφανή αναγκαία κατεύθυνση της ανθρωπότητας. Αυτή η προσαρμογή αξιώνει τη θυσία της γεγονικής αλήθειας στο βωμό της πραγματικότητας που κατασκευάζει η ιδεολογία. Σύμφωνα με την ιδεολογική ερμηνεία τής εκάστοτε συγκυρίας, η κυβέρνηση αποφασίζει ποιες κατηγορίες ανθρώπων αποτελούν, αντικειμενικά, εμπόδιο στην απρόσκοπτη βελτίωση του είδους ή στην έλευση της αταξικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ένοχος είναι ο φυλετικά ή ιστορικά Άλλος από τη γνήσια ανθρωπότητα. Ενσαρκώνοντας την απειλή διάβρωσης της ενιαίας ολότητας, αντιμετωπίζεται ως μολυσματική ασθένεια ή ως απόβλητο της ιστορίας. Με τη βοήθεια των παραπάνω, κατανοείται το γιατί η Άρεντ, σε επιστολή της προς τον Καρλ Γιάσπερς (28/5/1948), τονίζει ότι, αν και το ζήτημα των στρατοπέδων δεν θα έχει κεντρική θέση στο βιβλίο της για τον ολοκληρωτισμό, εντούτοις «είναι σαφές ότι αν κάποιος δεν κατανοήσει αυτό το ζήτημα, τότε απλώς δεν έχει κατανοήσει τίποτε σχετικά με όλα τ’ άλλα».[9]
Σύμφωνα με την ίδια, τα στρατόπεδα που έθεσαν σε λειτουργία τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, ο ναζισμός και ο σταλινισμός,[10] υπηρέτησαν αμιγώς πολιτικούς σκοπούς.[11] Μάλιστα, η σύνδεση των στρατοπέδων με τη μορφή ζωής που τα δύο αυτά συστήματα επιδίωξαν να εγκαθιδρύσουν υπήρξε διττή: εν πρώτοις, η μόνιμη παρουσία τους συνέβαλε στη διαιώνιση του τρόμου, εφόσον κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι θα απέφευγε τον αναίτιο εγκλεισμό του μέσα σ’ αυτά. Κυρίως όμως αποτέλεσαν πειραματικά εργαστήρια παραγωγής απρόσωπων θυμάτων και, συνακόλουθα, εκπαίδευσης ανελέητων εξουσιαστών[12]. Την άποψη αυτή της Άρεντ την επιβεβαιώνει και ο Μπρούνο Μπετελχάιμ, o οποίος υπήρξε κρατούμενος στο Νταχάου και στο Μπούχενβαλντ.[13]
Βάσει αυτού του ρόλου τους, τα στρατόπεδα κατέστησαν σαφές ότι η προσαρμογή της πραγματικότητας στην ολοκληρωτική ιδεολογία αξιώνει την οργανωμένη και συστηματική προσπάθεια απαλλαγής από τους ανθρώπους ως όντα που κρίνουν, βούλονται και δρουν. Κατέδειξαν, δηλαδή, ότι ο «ολοκληρωτισμός πασχίζει να φθάσει όχι στη δεσποτική κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους, αλλά σ’ ένα σύστημα στο οποίο οι άνθρωποι είναι περιττοί».[14] Κατά συνέπεια, αυτοί οι χώροι της ανείπωτης φρίκης υπηρέτησαν στον μέγιστο βαθμό το εγχείρημα διαμόρφωσης του «υποδειγματικού “πολίτη”» ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.[15]
Σύμφωνα με την Άρεντ, τα ανθρώπινα όντα είναι ένα μείγμα ελευθερίας και καθορισμών. Πρόκειται για τη διαλεκτική σχέση την οποία δημιουργεί η δυνατότητα του ανθρώπου να απεγκλωβίζεται από τη ζωώδη φύση του και, στη συνέχεια, χάρη πάντα στην αυθορμησία του, να υπερβαίνει τις καθορίζουσες, κάθε φορά, ιστορικές συνθήκες, των οποίων υπήρξε ο ίδιος ιδρυτής.
Η αρεντική θέση ότι μόνον οι συνθήκες είναι υπαρκτές, ενώ η ανθρωπινότητα δεν ενυπάρχει στο ζωικό είδος ούτε σε μια μεταφυσικά νοούμενη φύση,[16] οδηγεί στη διαπίστωση ότι η επιδίωξη του ολοκληρωτισμού να εξαλειφθεί η έννοια του ανθρώπου[17] δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μέσω της επιβολής πρωτοφανών συνθηκών διαβίωσης και εξόντωσης – αυτών ακριβώς που ίσχυσαν στα στρατόπεδα. Τα τελευταία υλοποίησαν, ακριβώς, το εξωπραγματικό σύμπαν που συνάδει προς τη «λογικότητα» της ολοκληρωτικής ιδεολογίας.[18]
Αυτές τις πραγματωμένες δυστοπίες η Άρεντ τις παραλληλίζει, διαβαθμίζοντάς τις, με τους τρεις τόπους στους οποίους η φαντασία του δυτικού ανθρώπου τοποθέτησε τις ψυχές μετά θάνατον. Άλλωστε, «οι ανθρώπινες μάζες που αποκλείονταν μέσα σ’ αυτές αντιμετωπίζονταν σαν να μην υπήρχαν πια, σαν αυτό που τους συνέβη να μην ενδιέφερε πια κανέναν, σαν να ήταν ήδη νεκροί».[19]
Το πρώτο μέρος είναι ο Άδης, ο οποίος αντιστοιχεί στα στρατόπεδα εκτοπισμού των ανεπιθύμητων. Σε αυτά, οι συνθήκες διαβίωσης είναι σχετικά οι περισσότερο ήπιες. Κατόπιν, κατεβαίνουμε στο Καθαρτήριο, το οποίο αντιπροσωπεύει τα στρατόπεδα εργασίας της Σοβιετικής Ένωσης. Εδώ, εκτός από την πλήρη εξαφάνισή του από τους πάντες, ο κρατούμενος υποβαλλόταν σε καταναγκαστική εργασία, η οποία το μόνο στο οποίο αποσκοπούσε ήταν η συνεχής τιμωρία του.[20]
Με βάση τα στοιχεία που ήρθαν στο φως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, έχει υποστηριχθεί ότι, σε αντίθεση με τα ναζιστικά στρατόπεδα –είτε καταναγκαστικής εργασίας είτε εξόντωσης–, τα σοβιετικά στρατόπεδα, εκτός από τον αφανισμό των ταξικών εχθρών, απέβλεπαν και στην εξυπηρέτηση στόχων της σοβιετικής σταλινικής οικονομίας, ανεξαρτήτως από το πόσο κόστιζε σε ζωές κρατουμένων αυτή η παραγωγή έργων.[21] Η κατάσταση αυτή δεν ήταν άγνωστη στην Άρεντ. Αυτό που η ίδια ισχυρίζεται είναι ότι το κέρδος από την εν λόγω καταναγκαστική εργασία υπήρξε πολύ μικρότερο εκείνου που απέφεραν οι εκτός στρατοπέδου μισθωτοί εργάτες. Στη βάση μάλιστα της απουσίας οποιωνδήποτε ωφελιμιστικών κινήτρων, η Άρεντ εναντιώνεται στη χρήση του όρου «καταναγκαστική εργασία», θεωρώντας αυτές τις αναλογίες παρήγορες μεν, αλλά εντελώς αδικαιολόγητες. Όπως υποστηρίζει, τα καταναγκαστικά έργα αναφέρονται σε καταδίκους οι οποίοι γνωρίζουν τα χρονικά όρια της έκτισης της ποινής τους, ενώ δεν εργάζονται μέχρι θανάτου και με έναν εντελώς αντι-οικονομικό τρόπο.[22]
Τέλος, η Κόλαση, «με την πιο κυριολεκτική έννοια», περιγράφει την πέραν κάθε ανθρώπινης αντοχής βασανιστική ζωή στα ναζιστικά στρατόπεδα. Όπως θα σημειώσει ο Wolfgang Sofsky: «Αυτό που έκανε η Κόλαση στους νεκρούς το στρατόπεδο το επέβαλλε στους ζωντανούς». Από την άλλη, όμως, ο ίδιος επισημαίνει ότι η μεταφορά της Κόλασης δεν είναι, εν προκειμένω, η κατάλληλη, γιατί, σε αντίθεση με τους αμαρτωλούς που η θεία δικαιοσύνη τούς τιμωρεί για τα ανομήματά τους, «κανείς από τους κρατουμένους» δεν υφίστατο όλα αυτά τα βάσανα ως τιμωρία για κάποιο παράπτωμα, γιατί κανείς δεν βρισκόταν εκεί επειδή είχε κριθεί ένοχος για κάποιο έγκλημα.[23] Αυτή την παραγωγή ζωντανών πτωμάτων την περιγράφουν οι συγκλονιστικές φράσεις από το χειρόγραφο που άφησε[24] ο Sonderkommando Zalmen Gradowski. Σε αυτό μας ζητά να χύσουμε ένα δάκρυ για την ήδη εξοντωμένη στα κρεματόρια οικογένειά του· ο ίδιος αδυνατεί, γιατί πώς μπορεί ένας νεκρός να κλάψει έναν νεκρό;[25]
Επιβάλλοντας, ως κανονικές, συνθήκες που ξεφεύγουν από την ανθρώπινη εμπειρία, τα στρατόπεδα μας έφεραν αντιμέτωπους με την παραδοξότητα μιας «μη-ανθρώπινης ανθρώπινης κατάστασης».[26] Mε γνώμονα, δηλαδή, τα όρια που θέτει η εγκόσμια σύσταση των ανθρώπων, το ολοκληρωτικό εγχείρημα δεν παρήγαγε μετασχηματισμένους ανθρώπους, αλλά μη-ανθρώπους: όντα στερούμενα τη δυνατότητα να έχουν έναν βίο –πράγμα που καταδεικνύει και ο ανώνυμος θάνατός τους–, στα οποία επιβλήθηκε επίσης η διαστρέβλωση της ζωής τους ως μελών ενός φυσικού είδους.
Η εκμηδένιση
Υπ’ αυτούς τους όρους, «αυτό που συνέβη δεν υπερβαίνει μόνο τη φαντασία μας ως απλών παρατηρητών, αλλά ξεπερνά και την φαντασία εκείνων που τους αφορά πολύ βαθιά μέσα τους».[27]
Στηριζόμενη στην πεποίθηση ότι «όλα είναι δυνατά» και επιδιώκοντας έτσι να κατασκευάσει «κάτι που δεν υπάρχει»,[28] δηλαδή να μετατρέψει τα ανθρώπινα όντα σε σώματα χωρίς ψυχή,[29] η ολοκληρωτική κυριαρχία κατέδειξε τον παρανοειδή χαρακτήρα της. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο ο κοινός νους αδυνατεί να ανακαλύψει τη χρησιμότητα αυτών των στρατοπέδων, όπως και να εξηγήσει γιατί ο τρόμος, στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, φθάνει παραδόξως στο απόγειό του, όταν δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης.
Όσον αφορά στην απέκδυση των θυμάτων από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, η Άρεντ διακρίνει τρία στάδια:[30] Πρώτον, την καταστροφή του δικαιικού προσώπου μέσω της απώλειας κάθε νομικής προστασίας. Το συγκεκριμένο στάδιο ολοκληρώνεται με την αυθαίρετη σύλληψη του ατόμου, δεδομένου ότι την τελευταία δεν τη δικαιολογούν ούτε οι πράξεις ούτε τα φρονήματά του. Στη μελέτη του για το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν, ο Κλωντ Λεφόρ θα αναλύσει τη μετατροπή του κατηγορουμένου σε «αντικείμενο μιας συμβολικής εκμηδένισης».[31]
Ακολουθεί η καταστροφή του ηθικού προσώπου, με τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα, τα οποία, σε αντίθεση με τις φυλακές, βρίσκονται, και αυτά, εκτός του ισχύοντος ποινικού συστήματος. Εδώ ο εκτοπισμένος αποκλείεται από τον έξω κόσμο, μάλιστα ακόμη πιο οριστικά και από την αποκοπή που προκαλεί ο θάνατος, εφόσον ακόμη και οι δικοί του άνθρωποι εξαναγκάζονται να τον θεωρούν ανύπαρκτο. Αυτή η διάβρωση κάθε μορφής ανθρώπινης συμπαράστασης και αλληλεγγύης, η πλήρης αδυναμία πληροφόρησης σχετικά με το αν ο έγκλειστος βρίσκεται ακόμη στη ζωή ή αν έχει πεθάνει, εγκλωβίζει τον κρατούμενο στο χιμαιρικό σύμπαν των ζωντανών νεκρών.
Η δημιουργία των συνθηκών απόλυτης ερημίας σημαίνει την προσχεδιασμένη απουσία μαρτύρων, έτσι ώστε κάθε απόπειρα διαμαρτυρίας και αντίστασης να παύει να έχει οποιαδήποτε ιστορική σημασία, παραμένοντας χωρίς κανέναν αντίκτυπο.
Τέλος, η αποσύνθεση του ηθικού προσώπου ολοκληρώνεται με τη ματαίωση της δυνατότητας επίλυσης ηθικών διλημμάτων, εφόσον καμία προσφυγή σε ηθικά κριτήρια και κανόνες δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις αποφάσεις που υποχρεώνεται να λάβει η συνείδηση, δεδομένου ότι αυτές ακυρώνουν, από την ίδια τους τη φύση, τη διάκριση μεταξύ καλού και κακού: «Ποιος μπορεί να λύσει το ηθικό δίλημμα της ελληνίδας μάνας που οι ναζί τής επέτρεψαν να διαλέξει ποιο από τα τρία παιδιά της θα σκότωναν;».[32] Αυτή η κατάλυση των διαχωριστικών γραμμών συστηματοποιήθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα, με τη γενίκευση της συνενοχής στα διαπραττόμενα εγκλήματα, μέσω της εξαναγκαστικής εμπλοκής των κρατουμένων στη διαδικασία εξόντωσης των συγκρατουμένων τους.
Ακόμη και η αυτοκτονία, η ακατάλυτη εγγύηση ελευθερίας, παρεμποδίζεται με κάθε τρόπο προκειμένου να στερήσει από το άτομο την ελάχιστη έκφανση της ικανότητας για επιλογή και για πράξη.[33]
Όπως έδειξε η Άρεντ –επηρεάζοντας την κοινωνικο-επιστημονική σκέψη–, ο εξοβελισμός των θυμάτων από το πεδίο εντός του οποίου είναι νοητό να εγείρονται ζητήματα ηθικής τάξης αποτελεί προαπαιτούμενο για τη γενοκτονία. Η αποπροσωποποίηση των θυμάτων απενεργοποιεί την ενσυναίσθηση των θυτών, με αποτέλεσμα η συστηματική τους εξόντωση να μην προκαλεί ηθικούς ενδοιασμούς. Αναφερόμενος στα στάδια αυτής της αμοιβαίας απανθρωποποίησης, αναλογιών τηρουμένων, και εστιάζοντας στα ναζιστικά στρατόπεδα, ο Jerome Kohn σημειώνει ότι οι αξιωματικοί των SS, οι υπεύθυνοι για τα στρατόπεδα, παρέμεναν, όπως και οι έγκλειστοι, «εκτός των νόμων όλης της χώρας». Τούτο, δεδομένου ότι μπορεί το Σύνταγμα της Βαϊμάρης να μην είχε καταργηθεί, αλλά οι νόμοι του, σε περίπτωση που ήταν αντίθετοι με τη βούληση του Φύρερ, έπαυαν να ισχύουν στην πράξη. Επίσης, αυτοί όφειλαν να απαλλαγούν από τις επιταγές της συνείδησής τους, ακόμη και από την ενστικτώδη συμπόνια για τα βάσανα του άλλου, προκειμένου να πραγματώσουν το ιδεώδες του υπερανθρώπου. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ενδεικτικό ότι ο Άιχμαν, στην απολογία του, έκανε λόγο για μια υπακοή αντίστοιχη με την απόλυτη απουσία βούλησης που έχουν τα πτώματα.[34]
Για την Άρεντ, η κατάργηση του υποκειμένου δικαίου, όπως και η ηθική δολοφονία του ατόμου, δεν συνιστούν το τελικό στάδιο της απανθρωποποίησης. Η τελευταία επέρχεται με τη συστηματική προσπάθεια εξάλειψης και του τελευταίου ίχνους ατομικής ταυτότητας.[35] Σύμφωνα με την αρεντική πολιτική θεωρία, πρόκειται για την πλήρη κατάργηση των συνθηκών που επιτρέπουν τη φανέρωση του «Ποιος/α είναι» κάποιος/α, σε αντίθεση με το παγιωμένο «τι είναι» αυτός/η. Άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημόσια εμφάνιση, η προσωπική ανεπανάληπτη ταυτότητα του κάθε ανθρώπινου όντος αποκαλύπτεται στους άλλους, μέσω της άσκησης της κορυφαίας ανθρώπινης δραστηριότητας, δηλαδή της πράξης-ομιλίας. Η πράξη είναι πάντοτε σύμπραξη, γιατί τελείται, αποκλειστικά, ενώπιον των άλλων και μαζί με αυτούς, υπό όρους ισοτιμίας.
Υλοποιώντας την ελευθερία με την οποία είναι προικισμένοι οι άνθρωποι, η πράξη –που θεμελιώνεται οντολογικά στη γέννηση– ανάγεται στην αποκλειστική δυνατότητα αυτών των α-φύσικων όντων να φέρνουν στην ύπαρξη «κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις αντιδράσεις στο περιβάλλον».[36] Εξ αυτού, η δυνατότητα τέλεσης αυτής της αμιγώς ανθρώπινης δραστηριότητας αποτελεί τη μόνη εγγύηση για τη διάσωση και την ανανέωση του ανθρώπινου κόσμου ως κοινού. Αυτό σημαίνει ότι η απόπειρα του ολοκληρωτισμού να κατασκευάσει μια άνευ προηγουμένου πραγματικότητα διαφέρει ριζικά από την επαναστατική πράξη ίδρυσης θεσμών πολιτικής ελευθερίας. Αυτό το απέδειξαν, επίσης, τα στρατόπεδα-εργαστήρια εντός των οποίων επιχειρήθηκε η εκμηδένιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.[37] Η τελευταία πηγάζει από την ικανότητα των ανθρώπων να συν-οικοδομούν και να συντηρούν τις οργανωτικές δομές που τους εξασφαλίζουν μια θέση μέσα στον κόσμο – την οποία αναγνωρίζουν οι άλλοι και εγγυώνται γι’ αυτήν.[38]
Η διαδικασία αποπροσωποποίησης ξεκινά με το στοίβαγμα, επί μέρες, μέσα σε βαγόνια προορισμένα για τη μεταφορά ζώων, με το σοκ της υποδοχής στα στρατόπεδα, το ξύρισμα του κεφαλιού, την ομοιόμορφη γελοιοποιητική ριγωτή στολή, καθόσον χωρίς αντιστοιχία με τον σωματότυπο του κρατουμένου, και την αντικατάσταση του ονόματος από ένα «διάστικτο γαλαζωπό νούμερο».[39] Ακολουθεί η κατάργηση κάθε ιδιωτικότητας, μέσω μιας άνευ όρων μαζοποίησης, οι παράλογες και αντιφατικές μεταξύ τους εντολές, ώστε η υπακοή στη μια να επισύρει τιμωρία για την ανυπακοή στην άλλη, η αδικαιολόγητη βία, η διαρκής ταπείνωση, η συνεχής τρομοκράτηση, η έκθεση σε ακραίες καιρικές συνθήκες χωρίς καμία προφύλαξη, οι πέραν των φυσικών αντοχών άσκοπες καταναγκαστικές εργασίες, η χωρίς τέλος και όρια πείνα και δίψα.[40] Έτσι, «μέσω της μονιμότητας και της θεσμοποίησης των βασανιστηρίων»,[41] γίνεται κατορθωτό το να μετατραπούν οι άνθρωποι σε ανδρείκελα τα οποία, όπως ο σκύλος του Παυλώφ, μοιάζουν προγραμματισμένα να αντιδρούν με πανομοιότυπο τρόπο απέναντι στις ίδιες δεδομένες συνθήκες.[42]
Η εξόντωση της αυθορμησίας
Για την Άρεντ, επομένως, το απόλυτο κακό των Απαρχών του ολοκληρωτισμού ταυτίζεται νοηματικά με την κατάργηση της ανθρώπινης αυθορμησίας – το σημαντικότερο από τα εμπόδια στο οποίο θα προσκρούει πάντα κάθε απόπειρα απόλυτης εξουσίασης του ανθρώπινου όντος: «Η ολοκληρωτική εξόντωση του ανθρώπου καθ’ ο άνθρωπος είναι η εξόντωση της αυθορμησίας του».[43]
Συνακόλουθα, το τελικό στάδιο της απανθρωποποίησης ισοδυναμεί με την πλήρη αδρανοποίηση των ικανοτήτων που προσιδιάζουν στους ανθρώπους καθ’ ο κάτοικοι της γης. Υπό το φως της θεμελιώδους αρεντικής σχέσης μεταξύ πολιτικής συνύπαρξης και ανθρωποποίησης, γίνεται σαφές ότι η ολοκληρωτική κυριαρχία καταστρέφει το ανθρώπινο status, επειδή ακριβώς δεν εγκαθιδρύεται παρά σε συνθήκες οργανωμένης ερημίας.[44]
Ο μετασχηματισμός των ανθρώπων του παρόντος στον «νέο άνθρωπο» του μέλλοντος τον οποίο φαντασιώθηκαν οι ολοκληρωτισμοί δεν συνίσταται παρά στον εξοβελισμό της ελευθερίας από το παράδοξο μείγμα που συγκροτεί τα ανθρώπινα όντα, με αποτέλεσμα την απολυτοποίηση των καθορισμών. Έτσι, η εμπειρία αυτών των «εργαστηρίων της ανθρωπότητας χωρίς ανθρώπους»[45] επιβεβαίωσε, a contrario, την αρεντική διαλεκτική σχέση μεταξύ αυθορμησίας και προκαθορισμών.
Προκύπτει από τα παραπάνω ότι η παντελής αλυσιτέλεια των στρατοπέδων δεν είναι παρά φαινομενική, εφόσον απεικονίζουν τον τρόπο διατήρησης της ολικής κυριαρχίας. Έτσι, παρότι αυτά δεν επινοήθηκαν από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, εντούτοις μόνον εδώ αποτέλεσαν μια σταθερή δομή του συστήματος. Διατηρώντας κεντρικό ρόλο, ακόμη και μετά την εξάλειψη κάθε αντιπαλότητας και αντίστασης, λειτούργησαν ως το πιλοτικό πρόγραμμα μετάλλαξης του ανθρώπινου κόσμου σε τόπο των ζωντανών νεκρών. Για τον λόγο αυτό, παραμένουν ο βασικός θεσμός της γνήσιας ολοκληρωτικής οργανωτικής ισχύος.[46]
Αυτήν ακριβώς την υπαρξιακή διάσταση δείχνει να την αγνοεί η κριτική που ασκεί ο Emmanuel Faye[47] στην αρεντική προσέγγιση των στρατοπέδων. Μη λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική ανθρωπολογία της και τις οντολογικές αντιλήψεις που τη θεμελιώνουν, ο συγγραφέας τής καταλογίζει την ανιστόρητη απουσία διάκρισης μεταξύ στρατοπέδων συγκέντρωσης και στρατοπέδων εξόντωσης. Σε διάλεξή της, πάντως, η Άρεντ τονίζει ότι «[μ]όνον οι Εβραίοι οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων∙ οι άλλοι δούλευαν κάποιες φορές μέχρι θανάτου, αυτό είναι αλήθεια, όμως τους ήταν επιτρεπτό να πεθάνουν με φυσικό, ας πούμε, θάνατο. Αυτοί ήταν μονάχα δούλοι, μόνον οι Εβραίοι, με τις γυναίκες και τα παιδιά, ήταν a priori καταδικασμένοι σε θάνατο».[48]
Όπως επισημαίνει η Μartine Leibovici, το γεγονός ότι η Άρεντ, στον Ολοκληρωτισμό, δεν επιμένει στη σαφή διάκριση μεταξύ των δύο μορφών στρατοπέδων –η γενοκτονία των Εβραίων έρχεται στο κέντρο της προσοχής της από τη δίκη του Άιχμαν και ύστερα– οφείλεται κυρίως στο ότι ο στόχος της εδώ είναι η ανάδειξη των δομικών στοιχείων ενός συστήματος για το οποίο η διάπραξη τερατωδών εγκλημάτων παύει να είναι αδιανόητη.[49]
Αναφερόμενος κυρίως στην πρώτη έκδοση των Απαρχών, ο R.T. Tsao επισημαίνει ότι η Άρεντ ήρθε αντιμέτωπη με τον κόσμο των στρατοπέδων, μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου The Dark Side of the Moon, το οποίο περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στα σταλινικά γκουλάγκ. Άλλωστε, με βάση τη φράση της «η πραγματική φρίκη άρχισε, όταν ανέλαβαν τη διοίκηση των στρατοπέδων τα Ες Ες […]∙ o θάνατος απεφεύγετο ή ανεστέλλετο επ’ αόριστον»,[50] ο Tsao σημειώνει ότι, προφανώς, εκείνη την εποχή, η Άρεντ είχε στο νου της τα παλαιότερα ναζιστικά στρατόπεδα επί γερμανικού εδάφους και όχι εκείνα της μαζικής εξόντωσης, τα οποία ιδρύθηκαν στην Πολωνία μετά το 1941.[51]
Όπως έχει σωστά επισημανθεί,[52] αυτό που η Άρεντ, ζητεί να κατανοήσουμε δεν είναι τα χωρίς σκοπό και τέλος βάσανα τα οποία υπέστησαν οι έγκλειστοι αυτών των στρατοπέδων. Είναι το γεγονός ότι εδώ επιβλήθηκαν συνθήκες υπό τις οποίες οι άνθρωποι καθ’ ο άνθρωποι «δεν θέλουν να ζουν πια».[53] Καθιστώντας τους «μάρτυρες και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων απ’ ό,τι ο θάνατος»,[54] ο ολοκληρωτισμός μεθόδευσε, με τα εκτελεστικά του όργανα, τη μετατροπή τους σε ζώα που υποφέρουν.
Αναφορικά με την Κόλαση, δηλαδή τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης –εδώ που η αλλόκοτη συνένωση ανορθολογισμού και τεχνο-επιστήμης μετέτρεψε πλήθος γιατρών σε προστάτες της χιτλερικής υγιεινής, ωθώντας τους να οργανώσουν με αξιοζήλευτο επαγγελματισμό «τη βιομηχανική παραγωγή και τη βιομηχανική εξάλειψη πτωμάτων»–[55], δεν μπορούμε παρά να επαναλαμβάνουμε το ερώτημα του Hans Jonas: «Τι είδους Θεός θα μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο;».[56]
Το πρόβλημα του κακού
Υπερβαίνοντας κάθε νοητή μορφή ανθρώπινης συνύπαρξης, η στερούμενη νοήματος πραγματικότητα των στρατοπέδων κατέστησε δυνατή την διάπραξη εγκλημάτων που «οι Δέκα Εντολές δεν είχαν προβλέψει»[57] και τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να συγχωρήσουν ούτε να τιμωρήσουν: «Τι νόημα έχει η έννοια του φόνου, όταν είμαστε αντιμέτωποι με τη μαζική παραγωγή πτωμάτων;».[58] Η πεποίθηση ότι «όλα είναι δυνατά» δεν οδήγησε παρά σε εγκλήματα που οι άνθρωποι, έως τότε, θεωρούσαν αδύνατα.[59]
Λέγοντας η Arendt ότι «αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει συμβεί»,[60] υποχρεώνει τη σκέψη να αντιμετωπίσει μια τρομακτική πρόκληση, να κατανοήσει το γιατί συνηθισμένοι άνθρωποι υπήρξαν έτοιμοι να μετατραπούν σε εντελώς απαθείς δήμιους: «πώς γίνεται να χτυπάς κάποιον χωρίς να είσαι θυμωμένος;»[61]
Η αδυναμία ικανοποιητικής απάντησης σε αυτό το ερώτημα θέτει σε αμφισβήτηση την αμιγώς ανθρώπινη δυνατότητα αναζήτησης νοήματος. Τούτο μάλιστα στο μέτρο που αυτοί οι κανονικοί άνθρωποι, έχοντας απέναντί τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους και χωρίς να εκτελούν εντολές ανωτέρων, προέβησαν σε αδιανόητες εκδηλώσεις μίσους, τέτοιες που μας έκαναν ορατά «τα απύθμενα βάθη της πιο διαβολικής διαστροφής».[62] Με τα λόγια της Άρεντ:
Η πραγματικότητα είναι ότι οι Ναζί είναι άνθρωποι όπως εμείς∙ ο εφιάλτης είναι ότι έδειξαν, απέδειξαν πέραν κάθε αμφιβολίας αυτό για το οποίο ο άνθρωπος είναι ικανός. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα του κακού θα είναι το θεμελιώδες ζήτημα της μεταπολεμικής πνευματικής ζωής στην Ευρώπη – όπως ο θάνατος έγινε το θεμελιώδες πρόβλημα μετά τον τελευταίο πόλεμο.[63]
Υπό το φως αυτής της τρομερής διαπίστωσης, το βάρος μετατίθεται από την κατανόηση της ιδεολογικής σκέψης στις πράξεις στις οποίες αυτή οδήγησε, όπως και στην ανάλυση των συνθηκών που επέτρεψαν το εγχείρημα συμμόρφωσης της πραγματικότητας προς τις έσχατες συνέπειες του παραγωγικού ιδεολογικού συλλογισμού.
Στα στρατόπεδα εξόντωσης, η εγελιανή συμφιλίωση του πνεύματος με την πραγματικότητα, στη βάση της οποίας οικοδομήθηκε η σχέση πολιτικής και Ιστορίας, διερράγη αμετάκλητα. Οι εμπειρίες που βιώθηκαν μέσα σ’ αυτά τα εργαστήρια εξάλειψης των νοημάτων και των κατανοητών αφηγήσεων κατέδειξαν ότι η διαλεκτική σχέση μεταξύ καλού και κακού δεν υπάρχει, εφόσον το τελευταίο αναφάνηκε αδιαπέραστο από κάθε θετικότητα, δηλαδή μη αναγώγιμο στην αισιόδοξη αντίληψη περί Σύνθεσης.[64]
Από την άλλη, στο μέτρο που δεν υπάρχει Ιστορία, αλλά ιστορίες που γεννιούνται μέσα από τη συνύφανση, τη χωρίς προσχέδιο, των ανθρώπινων πεπραγμένων, αυτή η διάλυση των οδηγητικών μίτων αξιώνει μια εκ νέου προσέγγιση της ανθρώπινης κατάστασης, καλώντας στην επανίδρυση των καθοδηγητικών αρχών της εγκοσμιότητας.
Ριζωμένοι στην επίγεια πραγματικότητα, οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι όταν εκμηδενίζουν και μηδενίζονται. Αντίθετα, είναι ελεύθεροι στο μέτρο που δεν είναι υπερκόσμιοι, δηλαδή δεν έχουν την αυταπάτη ότι είναι παντοδύναμοι. Καταλύοντας τις συνθήκες πραγμάτωσης της συνέργειας, και επομένως υλοποίησης της ανθρώπινης ελευθερίας, αυτή η ψευδαίσθηση καθιστά την επιδίωξη αλλαγής του κόσμου ταυτόσημη με τη συστηματική προσπάθεια της ερήμωσής του. Πρόκειται για μια αυτoαναιρούμενη κατασκευαστική δραστηριότητα η οποία καταδεικνύει ότι ο ολοκληρωτισμός είναι πέραν ακόμη και των πλέον ανελεύθερων οραμάτων. Προϋποθέτοντας την απροϋπόθετη συνύπαρξη, η ανθρώπινη ιδιότητα θεμελιώνεται στην επίγνωση του γεγονότος ότι, ως γήινα όντα, δεν δρούμε εν κενώ, όπως ο ένας και μόνος Θεός. Έτσι, δεν είναι όλα επιτρεπτά, επειδή ακριβώς δεν είναι όλα δυνατά. Ως ανθρωπινότητα και ως το σύνολο των διαφόρων και διαφορετικών λαών, η humanitas εγγυάται ένα πλήθος από νέες ιστορίες χωρίς τέλος, αλλά, πάντα, με διττά εννοούμενη αρχή.
Το όλο εγχείρημα της Άρεντ μπορεί να ιδωθεί ως μια μετάβαση «από μια φαινομενολογία του τρόμου και της ακοσμίας σε μια φαινομενολογία της εγκόσμιας ελευθερίας, από την άρνηση στην κατάφαση»[65]. Με γνώμονα αυτή την πορεία της σκέψης της, η άποψη ότι η όλη κριτική της ενάντια στη νεωτερικότητα στοχεύει στη θεμελίωση της εξομοίωσης της ολοκληρωτικής με τη μετα-ολοκληρωτική κοινωνία είναι εντελώς αστήρικτη. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν συμβιβάζεται με τη θέση της για τον απολύτως καινοφανή χαρακτήρα του ολοκληρωτισμού, η έλευση του οποίου δεν ήταν αναγκαία. Έτσι η απόπειρα εξομοίωσης που της καταλογίζεται αντίκειται στην πάγια εναντίωσή της στην ύπαρξη συνέχειας μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, την οποία πάντοτε θα τη διαψεύδει η ικανότητα των ανθρώπων να πράττουν.
Στο μεταγενέστερο έργο της Η ανθρώπινη κατάσταση, προβαίνοντας στην ιεράρχηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, και έχοντας ως κεντρικό της θέμα «το να σκεφθούμε τι κάνουμε»,[66] μας επιβεβαιώνει ότι δεν είναι άκριτα αισιόδοξη, όπως και ότι δεν ανήκει στους υποστηρικτές μιας αναπόφευκτης καταστροφής.[67] Σύμφωνα με την ίδια, «η ανάδυση των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι ένα φαινόμενο μέσα στον πολιτισμό μας»,[68] ώστε η απειλή εκβαρβάρωσης του σύγχρονου κόσμου να παραμένει διαρκής. Όμως, χάρη στο θαύμα της γέννησης, αυτή δεν θα είναι ποτέ αμετάκλητα συντελεσμένη.
Bundesarchiv, Bild 183-R69919 / CC-BY-SA 3.0
1945. Γυαλιά θυμάτων στο Άουσβιτς.
[1] Βλ. Ενδεικτικά, Α. Mineau, SS Thinking and the Holocaust, Άμστερνταμ - Νέα Υόρκη 2012, σελ. 35 επ. Επίσης, Φραντς Νόυμαν, Βεεμώθ. Η δομή και η πρακτική του εθνικοσοσιαλισμού, 1933-1944, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 76 επ. Ακόμη, Η. Arendt, “At Table with Hitler”, Ιδ., Essays in Understanding 1930-1954. Formation, Exile and Totalitarianism. Edited and with an Introduction by Jerome Kohn, Νέα Υόρκη 1994, σελ. 295.
[2] Η. Arendt, Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού, Τρίτο μέρος Ολοκληρωτισμός, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 216 [εφεξής Ολοκληρωτισμός].
[3] Η. Arendt, “Civil Disobedience”, Ίδ., Crises of the Republic. Lying in Politics. Civil Disobedience. On Violence. Thoughts and Politics and Revolution, Σαν Ντιέγκο, Νέα Υόρκη, Λονδίνο 1972, σελ. 79.
[4] Η. Arendt, “On the Nature of Totalitarianism: An Essay of Understanding”, Ίδ., Essays in Understanding, ό.π., σελ. 342.
[5] Στο ίδιο, σελ. 348.
[6] Charlotte Beradt, Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, μτφρ. Γ. Καλιφατίδης, Αθήνα 2015, σελ. 67. Βλ. επίσης, Sh. Fitzpatrick, Everyday Stalinism. Ordinary Life in Extraordinary Times: Soviet Russia in the 1930s, Οξφόρδη 2000, εκδ. kindle, empl. 4004 επ.
[7] Ολοκληρωτισμός, σελ. 215.
[8] Φραντς Κάφκα, «Στη σωφρονιστική αποικία», στου Ιδ., Η μεταμόρφωση και άλλες ιστορίες, μτφρ. Α. Στραγαλινός, Αθήνα 2019, σελ. 163.
[9] Hannah Arendt / Karl Jaspers, Briefwechsel 1926-1969, herausgegeben von L. Kӧhler & Η. Saner, Μόναχο, Ζυρίχη 1993, σελ. 148.
[10] Ως γνήσια ολοκληρωτικά συστήματα η Άρεντ χαρακτηρίζει το ναζιστικό καθεστώς μετά το 1938, κυριότατα κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, όπως και το σταλινικό καθεστώς μετά το 1929, κυρίως μετά τις δίκες της Μόσχας. Βλ. Η. Arendt, “Authority in the Twentieth Century”, The Review of Politics, 18, 1956, σελ. 403. Επίσης, βλ. Ιδ., Essays in Understanding, ό.π., τα δοκίμια “Mankind and Terror”, σελ. 297, καθώς και “On the Nature of Totalitarianism: An Essay of Understanding”, σελ. 348. Ακόμη, Ολοκληρωτισμός, σελ. 161, και 150 επ.
[11] Η. Arendt, “Totalitarian Terror”, The Review of Politics, 11/1, January 1949, σελ. 115.
[12] Ολοκληρωτισμός, σημ. 159 στη σελ. 204.
[13] Bλ. B. Bettelheim, The Informed Heart. A study of the psychological consequences of living under extreme fear and terror, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 1991, σελ. 109 επ.
[14] Ολοκληρωτισμός, σελ. 207.
[15] Στο ίδιο, σελ. 206.
[16] É. Tassin, Le trésor perdu. Hannah Arendt l’intelligence de l’action politique, Παρίσι 1999, σελ. 155.
[17] Hannah Arendt / Karl Jaspers, Briefwechsel 1926-1969, (Επιστολή 17/12/1946), ό.π., σελ. 106.
[18] Για την ολοκληρωτική ιδεολογία, βλ. Ολοκληρωτισμός, σελ. 212 επ.
[19] Στο ίδιο σελ. 193.
[20] Στο ίδιο σελ. 16.
[21] F. Boily, «Réflexions autour du phénomène concentrationnaire à partir de l’œuvre de Hannah Arendt», στο D. Dagenais (επιμ.), Hannah Arendt, le totalitarisme et le monde contemporain, Παρίσι 2003, σελ. 135-166 και ιδίως σελ. 151 επ.
[22] H. Arendt, “The Hole of Oblivion”, Jewish Frontier, July 1947, σελ. 23-26 και ιδίως σελ. 24. Επίσης, Ιδ., “Totalitarian Terror”, The Review of Politics, 11/1, January 1949, σελ. 112-115 και ιδίως σελ. 114. Βλ. και Cl. Lefort, Un homme en trop. Réflexions sur «L’Archipel du Goulag», Παρίσι 1986, σελ. 50-51 και 108.
[23] W. Sofsky, L’organisation de la terreur, μτφρ. O. Mannoni, Παρίσι 1995, σελ. 349.
[24] Βλ. A. Wieviorka, Άουσβιτς. 60 χρόνια μετά, μτφρ. Σ. Ταμπώχ, Αθήνα 2006, σελ. 119.
[25] Ζ. Gradowski, Au cœur de l’enfer. Témoignage d’un Sondercommando d’Auschwitz 1944, μτφρ. Β. Baum, Παρίσι 2001, σελ. 110.
[26] M. Revault d’Allonnes, «À l’épreuve des camps: L’imagination du semblable», Philosophie, no 60 (1998), σελ. 63-78 και ιδίως σελ. 64 (τα πλάγια είναι της συγγραφέως).
[27] “Remarks to European Jewry”, Essays and lectures –“Remarks to European Jewry,” lecture– n.d. (Series: Speeches and Writings File, 1923-1975, n.d.), § 2.
[28] Ολοκληρωτισμός, σελ. 184.
[29] Στο ίδιο. σελ. 187 επ.
[30] H. Arendt, «Οι τεχνικές των κοινωνικών επιστημών και η μελέτη των στρατοπέδων συγκέντρωσης», μτφρ. Β. Ιακώβου, Σύγχρονα Θέματα, 83 (2003), σελ. 44-51 και ιδίως σελ. 48, όπως και Ολοκληρωτισμός, σελ. 196 επ.
[31] Cl. Lefort, Un homme en trop, ό.π., σελ. 117 επ.
[32] Ολοκληρωτισμός, σελ. 202.
[33] H. Arendt, “The Hole of Oblivion”, ό.π., σελ. 24.
[34] J. Kohn, « Le mal et la pluralité. La voie de Hannah Arendt vers La Vie de l'esprit», στο É. Tassin (επιμ.), L’humaine condition politique. Hannah Arendt, Παρίσι 2001, σελ.185-226 και ιδίως σελ. 204.
[35] Βλ. ενδεικτικά, R. Antelme, Το ανθρώπινο είδος, μτφρ. Τ. Βεκιαρέλλη - Σ. Μπενβενίστε, Αθήνα 2008, σελ. 157.
[36] Ολοκληρωτισμός, σελ. 205
[37] Στο ίδιο, σελ. 209.
[38] Στο ίδιο, σελ. 231.
[39] Βλ. Primo Levi, Εάν αυτό είναι άνθρωπος, 19 επ. και 31. Επίσης, ΟΛ, σελ. 203.
[40] Βλ. J.-F. Bossy, La philosophie à l’épreuve d’Auschwitz. Les camps nazis, entre Mémoire et Histoire, Παρίσι 2014, σελ.110 επ.
[41] H. Arendt, «Οι τεχνικές των κοινωνικών επιστημών και η μελέτη των στρατοπέδων συγκέντρωσης», ό.π., σελ. 48.
[42] Η. Arendt, “Mankind and Terror”, ό.π., σελ. 304.
[43] Η. Arendt, Denktagebuch 1950 bis 1973 herausgegeben von Ursula Ludz und Ingeborg Nordmann, I-II, München 2002, Απρίλιος 1951 [17], σελ. 66.
[44] Στο ίδιο σελ. 234
[45] A. Finkielkraut, L’Humanité perdue. Essai sur le ΧΧe siècle, Paris 1996, σελ. 111.
[46] Ολοκληρωτισμός, σελ. 185.
[47] Em. Faye, Arendt et Heidegger. Extermination nazie et destruction de la pensée, Παρίσι 2016, σελ. 149 επ. Επίσης, Ιδ., «Arendt, Heidegger et le ‘déluge’ d’Auschwitz», Revue d’histoire de la Shoah 2017/2 (no 207), σελ 97-114 και ιδίως σελ. 103 επ.
[48] “Remarks to European Jewry”, ό.π, § 5.
[49] M. Leibovici, Hannah Arendt, une Juive. Expérience politique et histoire, Paris 1998, σελ. 146 επ.
[50] Ολοκληρωτισμός, σελ. 204.
[51] R.T. Tsao, «The Three Phases of Arendt’s Theory of Totalitarianism», Social Research, Vol. 69, No 2 (2002), σσ. 579-619, σελ. 601 και σημ. 27-28.
[52] Μ. Leibovici, Hannah Arendt, une Juive, ό.π., σελ. 162 επ. Επίσης, Ιδ., «Auschwitz n’aurait jamais dû arriver. Réponse à Jerome Kohn», στο É. Tassin (επιμ..), L’humaine condition politique. Hannah Arendt, ό.π., σελ. 227-241 και ιδίως σελ. 232.
[53] Ολοκληρωτισμός, σελ. 189.
[54] «Εμείς οι πρόσφυγες», ό.π., σελ. 15.
[55] Ε. Traverso, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας. Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Ν. Κούρκουλος, Αθήνα 2013, σελ. 54.
[56] Χ. Γιώνας, Η έννοια του Θεού μετά το Άουσβιτς. Μία από Ιουδαίων φωνή, μτφρ. Κ. Μαντέλλου - Ντ. Σαμοθράκη, Αθήνα 200, σελ. 17.
[57] H. Arendt, «Οι τεχνικές των κοινωνικών επιστημών και η μελέτη των στρατοπέδων συγκέντρωσης», ό.π., σελ. 49.
[58] Ολοκληρωτισμός, σελ. 187.
[59] “The Aftermath of Nazi Rule: Report from Germany”, Ιδ, Essays in Understanding, σελ. 248.
[60] Η. Arendt, “Some questions of Moral Philosophy”, Ιδ., Responsibility and Judgment. Edited and with an Introduction by J. Kohn, Νέα Υόρκη 2003, σελ. 109.
[61] Primo Levi, Εάν αυτό είναι άνθρωπος, ό.π., σελ. 18.
[62] Vladimir Jankélévitch, «Les années se sont écoulées», Revue d’Histoire de la Shoah, 20017/2, No 207, σελ. 207. Πρβλ. Η. Arendt, “Auschwitz on Trial”, Ιδ. Responsibility and Judgment, ό.π., σελ. 247.
[63] H. Arendt, “Nightmare and Flight”, Ιδ. Essays in Understanding, ό.π., σελ. 134.
[64] “Concern with Politics in Recent European Philosophical Thought”, Ιδ. Essays in Understanding, ό.π., σελ. 444 επ.
[65] D. R. Villa, “Totalitarianism, Modernity, and the Tradition” στο St. E. Aschheim (επιμ.), Hannah Arendt in Jerusalem, Μπέρκλεϋ, Λος Άντζελες, Λονδίνο 2001, σελ. 124-145 και ιδίως σελ. 145.
[66] Η. Arendt, Η ανθρώπινη κατάσταση (vita activa), μτφρ. Στ. Ροζάνης - Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα 1986, σελ. 17.
[67] Η. Arendt, Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού, Πρώτο μέρος, Αντισημιτισμός, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 10.
[68] Στο ίδιο, σελ. 54.