Το βιβλίο της Βάνας Νικολαΐδου-Κυριανίδου Hannah Arendt. O νόμος της γης και η λησμονημένη παράδοση, είναι μια μελέτη που τους τελευταίους μήνες συντροφεύει και την ερευνητική μου δραστηριότητα και τη σκέψη μου πάνω στα γεγονότα της πολιτικής επικαιρότητας. Mάλιστα, μαθαίνοντας πρόσφατα ότι η Χάννα Άρεντ χρησιμοποιεί τον όρο «φίλοι», αναφερόμενη σε πίνακες ζωγραφικής του Καρλ Χαϊντενράιχ που κοσμούσαν τους τοίχους του σπιτιού της −έργα «μαζί με τα οποία είναι υπέροχο να ζει κανείς»−, συνειδητοποίησα ότι ο όρος αυτός περιγράφει ιδανικά και τον δικό μου τρόπο σύνδεσης με αυτή τη μελέτη: είναι ένας καλός μου «φίλος».
Για τη Χάννα Άρεντ, «τα έργα τέχνης, με τα οποία δηλώνεται η ταυτοσημία όντος και φαινομένου, είναι ουσιωδώς εγκόσμια» (Β. Νικολαΐδου- Κυριανίδου, σ. 103) και εξ αυτού, ως προϊόντα της κουλτούρας, «κρίνονται βάσει της “δυνητικής αθανασίας τους”, δηλαδή της ουσιώδους διαφοράς τους από τα καταναλωτικά αγαθά» (σ. 104). Το βασικό κριτήριο αξιολόγησης των βιβλίων δεν διαφέρει πολύ∙ πρόκειται, άλλωστε, για προϊόντα της διαδικασίας της σκέψης και αποκρυσταλλώσεις αυτής της τελευταίας, διασφαλίζοντας τη διάρκεια του κοινού κόσμου ως ανθρώπινου: «Η κουλτούρα σχετίζεται νοηματικά με τη διατήρηση του παρελθόντος ως αποθησαύρισης νοημάτων και καθοδηγητικών αρχών» (σ. 105). Υπ’ αυτούς τους όρους, το βιβλίο της Νικολαΐδου-Κυριανίδου, αναδεικνύοντας την −πολυεπίπεδη και διαχρονικής αξίας− αρεντική έννοια της amor mundi, δηλαδή της αγάπης για τον κόσμο, αποτελεί εξαιρετική επιλογή, όχι μόνο για τους ειδικούς της πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας, αλλά και για όσους έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη ζώσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Δύναμη, εξουσία, βία
Ο κόσμος, με την αρεντική σημασία του όρου, είναι το επίτευγμα της ικανότητας των ανθρώπινων όντων να απο-φυσικοποιούνται, να υπερβαίνουν δηλαδή τη βιολογική τους ύπαρξη, κατασκευάζοντας τα αντικείμενα που, σε αντίθεση με τις φυσικές διαδικασίες, διασφαλίζουν τη διάρκεια της κατοικίας τους πάνω στη γη. Στεγάζουν, έτσι, το πλέγμα των σχέσεων που συνυφαίνουν οι ανθρώπινες πρωτοβουλίες, δηλαδή οι πολιτικές πράξεις. Προϊόν της ανθρώπινης αυθορμησίας, αυτό το πλέγμα βρίσκεται διαρκώς υπό (ανα)διαμόρφωση∙ με τα λόγια της συγγραφέως: «ανάγεται σε ένα πλήθος νοηματικά αυτοτελών ιστοριών, μέσα από τις οποίες αποκαλύπτεται η προσωπική ταυτότητα των πρωταγωνιστών τους» (σ. 26).
Έτσι, η αγάπη για τον κόσμο προϋποθέτει ότι, προκειμένου να συμβάλουν στη διατήρησή του, οι πολίτες είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το τίμημα της αβεβαιότητας, που συνοδεύει εξ ορισμού τα τεκταινόμενα μέσα στη δημόσια σφαίρα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη διάσωση της τελευταίας ως χώρου ελευθερίας.
Η λησμονημένη παράδοση, φράση που αντλούμε από τον τίτλο του βιβλίου, είναι αυτή ακριβώς που μας υπενθυμίζει ότι το νόημα της πολιτικής έγκειται στη μέριμνα για τον κόσμο και μας καλεί να επανεξετάσουμε τις αντιλήψεις μας για την πολιτική, όπως τις εγκαθίδρυσε ο εχθρικός προς τη ζωή της δράσης φιλοσοφικός στοχασμός, αρχής γενομένης με τον Πλάτωνα.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την έννοια της εξουσίας. Η συγγραφέας αναπτύσσει με τρόπο εξαιρετικά διαφωτιστικό και ακριβή την αρεντική ταυτοσημία μεταξύ δύναμης/δύνασθαι και εξουσίας, από την οποία προκύπτει η ασυμβατότητα της τελευταίας με τη βία. Επισημαίνει λοιπόν ότι «η ἐξουσία νοείται ως η διαρκώς ενεργοποιούμενη δύναμις των ατόμων να θεσπίζουν, να αλλάζουν ή να διατηρούν μια πολιτική πραγματικότητα», εφόσον η δύναμη, «δύναμις/potentia, ως δύνασθαι/posse», δηλώνει ακριβώς «τη δυνατότητα ενεργοποίησης της ικανότητας των ανθρώπων να παρεμβαίνουν στη μορφοποίηση της πραγματικότητας» (σ. 170).
Το ότι η εξουσία δεν είναι παρά ἐνεργείᾳ δύναμη και ειδικότερα «ισχύς-εν-τη-ενώσει», σημαίνει ότι η νομιμοποίησή της αντλείται από τη συναίνεση του μεγάλου αριθμού ατόμων που εμπνέονται από την αρχή και το πρόταγμα της πολιτικής ελευθερίας. Συνακόλουθα, η εξουσία ορίζεται ως πολιτική στο μέτρο που αποκόπτεται από τον καταναγκασμό. Ο τρόπος κατά τον οποίο τούτη η πληθύς φτάνει να συνιστά ένα συνεκτικό σύνολο πολιτικών φίλων, συνοψίζεται ευρηματικά στη φράση της συγγραφέως: η Χάννα Άρεντ «συναντά, σε ρωμαϊκό έδαφος, τον Αριστοτέλη» (σ. 181). Δίνεται έτσι έμφαση στην αρεντική αντίληψη περί του τι είναι ο λαός στη διάκρισή του από τη μάζα και τον όχλο.
Για τη Χάννα Άρεντ, στη γη κατοικούν οι άνθρωποι στον πληθυντικό, ίσοι ως προς τη μοναδικότητά τους. Με βάση λοιπόν το ότι η πολιτική θεμελιώνεται στο γεγονός της πληθύος, η οποία είναι ο νόμος της γης, προκύπτει ότι η συγκρότηση μιας πολιτικής κοινότητας σηματοδοτεί την πολιτικοποίηση της ανθρώπινης διαφορετικότητας – ή, με άλλα λόγια, τη θεσμική προστασία του πλήθους. Ανάγοντας την πολιτική συνύπαρξη στην αίσθηση του γούστου, ως προϋπόθεσης της πολιτικής κουλτούρας, η Χάννα Άρεντ, σύμφωνα με τη συγγραφέα, καθιστά σαφές ότι οι άνθρωποι μπορούν να συν-έλθουν υπό το φως της δημόσιας σφαίρας κατ’ επιλογή, και ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών τα οποία προκαθορίζουν τι είναι ο καθένας εξ αυτών, όπως λ.χ. η καταγωγή τους, το θρήσκευμα, το φύλο τους , ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους κ.λπ. Πρόκειται για γνωρίσματα τα οποία δεν εξαλείφονται στο όνομα ενός αποσαρκωμένου εαυτού, ωστόσο δεν αξιολογούνται πολιτικά. Το ποιος/ποια είναι ο καθένας και η καθεμιά, στη διάκρισή του από το τι είναι, αποκαλύπτεται μέσα από τις πράξεις τους. Φανερώνοντας αυτές πώς τους φαίνεται ο κόσμος συμβάλλουν στη διαμόρφωση του φαίνεσθαι του κόσμου. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολιτική απο-ηθικοποιείται.
Το βιβλίο της Βάνας Νικολαΐδου-Κυριανίδου είναι πλούσιο σε θεματικές, διεξοδικές αναλύσεις, εύστοχες παρατηρήσεις και ευρηματικές συνδέσεις, που φωτίζουν κάθε πτυχή της αρεντικής σκέψης και, επιπλέον, κτίζουν πάνω σε αυτή. Ο αναγνώστης έχει κάθε φορά την εντύπωση ότι γίνεται κι εκείνος ένας δύτης προς αναζήτηση μαργαριταριών, στα χνάρια της συγγραφέως που αλιεύει πολύτιμο υλικό από το βυθό του αρεντικού έργου − μια δεξιότητα που η ίδια η Άρεντ αναγνώριζε στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και πολλοί μελετητές της αποδίδουν σε εκείνη. Πάντως, τα σημεία στα οποία επέλεξα να εστιάσω εδώ έχουν διαχρονική σημασία, και επιπλέον, στο φόντο της ουκρανικής τραγωδίας, φαντάζουν εξαιρετικά επίκαιρα.
Η έννοια της αλληλεγγύης
Πρώτα απ’ όλα, μέσω της ανάλυσης της αρεντικής έννοιας της αλληλεγγύης, στην οποία προβαίνει η συγγραφέας, θεωρώ ότι διαυγάζεται και ο επιτακτικός χαρακτήρας μιας γενικευμένης στήριξης προς τον ουκρανικό λαό. Για τη Χάννα Άρεντ, η αλληλεγγύη συνδέεται με την έννοια της ανθρωπότητας, όχι στη βάση της αγάπης για το ανθρώπινο γένος, αλλά στο μέτρο που «συνιστά έκφραση της ανθρωπινότητας των ανθρωπίνων όντων» (σ. 258). Με άλλα λόγια, η αλληλεγγύη κρίνει, αναγνωρίζοντας ως κοινό τόπο μεταξύ των εθνών «τις ιδέες –το μεγαλείο, την τιμή, την αξιοπρέπεια» (σ. 258) και τις κοινές καθοδηγητικές αρχές της ανθρώπινης σύμπραξης.
Ο σημερινός ουκρανικός αγώνας για ελευθερία και αυτοδιάθεση έρχεται να προστεθεί στη –γνήσια αρεντική– επαναστατική δράση του ουκρανικού λαού, ο οποίος, στο πρόσφατο παρελθόν, υπερασπίστηκε τις φιλοευρωπαϊκές αρχές του, ενάντια στη φιλορωσική στάση της τότε κυβέρνησής του. Ο αγώνας αυτός λοιπόν δεν μπορεί παρά να κριθεί με δημοκρατικά κριτήρια, ως άξιος υποστήριξης χάριν του ανθρώπινου κόσμου. Μπορούμε στο σημείο αυτό να επικαλεστούμε και πάλι τη συγγραφέα, που τονίζει ότι «η δυνατότητα της αλληλεγγύης να καθίσταται –λόγω του εγκόσμιου χαρακτήρα της– οικουμενική, την ανάγει σε σημαντική προϋπόθεση για την τήρηση του “νόμου επί γης”» (σ. 258), τον οποίο απειλεί κάθε σύγχρονος πόλεμος.
Όπως γράφει η συγγραφέας, αναφερόμενη στην αρεντική αντίληψη για τον νόμο: « Ο τρόπος εννόησης της ρωμαϊκής lex ως βάσης για την κοινοπραξία των λαών καθιστά σαφές ότι ο αρεντικός “νόμος της γης” παραμένει ασύμβατος με τους αποκλεισμούς που απορρέουν από τους μεγαλοϊδεατισμούς των ανθρώπινων κοινοτήτων» (σ. 387-8). Διαβάζοντας το παράθεμα αυτό, λόγου χάρη, δεν μπορώ παρά να αναλογιστώ τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία −προϊόν του μεγαλοϊδεατισμού του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν− ως το κατεξοχήν σύγχρονό μας παράδειγμα απόπειρας καταστροφής του νοητού και απτού χώρου εντός του οποίου μπορεί κανείς, ασκώντας την ελευθερία του, να διεκδικήσει τη διακριτότητά του.
Στην προκειμένη περίπτωση, απειλείται τόσο ο κόσμος που σχηματίζεται μεταξύ των κατοίκων περιοχών της ουκρανικής επικράτειας τις οποίες διεκδικεί η Ρωσία, όσο και ο υπό διαμόρφωση χώρος που αναδύεται μεταξύ της Ουκρανίας και του κόσμου από τα δυτικά της. Με άλλα λόγια, επιδιώκεται η αποκοπή της Ουκρανίας από την πληθύ των πολιτικών κοινοτήτων. Έτσι, θα μπορούσαμε να δανειστούμε τα παρακάτω λόγια που η συγγραφέας εκφέρει σε διαφορετικό νοηματικό πλαίσιο, για να συμπεράνουμε ότι ο φρικτός αυτός πόλεμος πλήττει «την απροσχεδίαστη εμφάνιση της πληθύος που παραμένει σύγχρονη με την ανάδυση του εν-τω-μεταξύ, το οποίο “είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας”» (σ. 182).
Συνακόλουθα, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα όσα επισημαίνει η συγγραφέας για τον «κίνδυνο απο-νοηματοδότησης των πολιτικών αξιών» τον οποίο ενέχει η πιθανότητα πυρηνικής καταστροφής (σ. 299). Αποσκοπώντας στον αφανισμό της ανθρώπινης κατάστασης, ο πυρηνικός πόλεμος ωθεί «το άτομο να ανάγει τη διατήρησή του στη ζωή στην ύψιστη προτεραιότητά του» (σ. 299). Έτσι, προκαλεί την κατάλυση της πολιτικής αρετής κατεξοχήν που, για τη Xάννα Άρεντ, είναι το θάρρος να υπερασπίζεσαι τις καθοδηγητικές αρχές ενός κόσμου, μέσα στον οποίο αξίζει να ζει κανείς. Όπως η Νικολαΐδου-Κυριανίδου επιτρέπει να κατανοήσουμε, η επικράτηση του πάθους για αυτοσυντήρηση εις βάρος της αγάπης για τον κόσμο προαναγγέλλει, για τη Χάννα Άρεντ, την απανθρωποποίηση του τελευταίου. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορούμε να μην αναλογιστούμε και πάλι τους ουκρανούς πολίτες, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπων που επιμένουν να μάχονται, όχι απλώς για την επιβίωσή τους αλλά και για τη «διάσωση του φιλόξενου χαρακτήρα του κόσμου» (σ. 300).
Θέλησα με τα παραπάνω να αναδείξω τον επίκαιρο χαρακτήρα του βιβλίου, ο οποίος πάντως επιτυγχάνεται χωρίς αναφορές σε αυτά τα συμβάντα εκ μέρους της συγγραφέως. Έγκειται στο επίτευγμά της να καταστήσει το βιβλίο της όχι ένα εγχειρίδιο επεξήγησης της πραγματικότητας εκκινώντας από την αρεντική σκέψη, αλλά μια πλούσια πηγή κινήτρων και ερεθισμάτων που μας ωθούν να ενδιαφερθούμε εκ νέου για ό,τι συμβαίνει στο πεδίο της πράξης και να επανεξετάσουμε τις δικές μας αντιλήψεις για τον ανθρώπινο κόσμο.
Το έργο αυτό αποτελεί επίσης σημαντική υπενθύμιση των καθοδηγητικών αρχών του δημοκρατικού κόσμου. Η Χάννα Άρεντ προέβαλλε «τη θεμελιώδη σχέση μεταξύ ανθρωπινότητας και πολιτικής συνύπαρξης» (σ. 158), και η Νικολαΐδου-Κυριανίδου μας παρακινεί εδώ να (ξανα)σκεφτούμε πολιτικά, εκκινώντας από την κατανόηση της πολιτικής ως «συμμετοχής σε μια δομή συνύπαρξης» και ως «αυθορμησίας» (σ. 160). Πρωτίστως βέβαια, η συγγραφέας μας προσφέρει ένα βιβλίο αναφοράς για ζητήματα που απασχόλησαν διαχρονικά την πολιτική φιλοσοφία εν γένει, και για την αρεντική σκέψη ειδικότερα.
Είναι γνωστή η θέση της Χάννα Άρεντ, σύμφωνα με την οποία η συγγραφή εντάσσεται στη διαδικασία της κατανόησης, όπου εμπλέκεται τόσο ο συγγραφέας όσο και ο αναγνώστης. Η ίδια έγραφε για να καταλάβει και μετέδιδε το απαύγασμα της σκέψης της στο αναγνωστικό κοινό της, βοηθώντας κι άλλους να καταλάβουν τον κοινό τους κόσμο. Η γραφή της Νικολαΐδου-Κυριανίδου φανερώνει ότι η ίδια έχει αδιαμφισβήτητα εξαιρετική εποπτεία όλου του –μεγάλου– εύρους του αρεντικού έργου. Επίσης, επιτυγχάνει και εκείνο που χάριζε στη Χάννα Άρεντ μια ικανοποίηση παρόμοια με την αίσθηση του να «βρίσκεται κανείς στην πατρίδα του»: βοηθά δηλαδή τον αναγνώστη να εξοικειωθεί με τη σκέψη της Χάννα Άρεντ. Μάλιστα, όχι μόνο του δίνει όλα τα απαραίτητα εφόδια ώστε να την κατανοήσει, αλλά ενισχύει και την επιθυμία του να το καταφέρει.