Σύνδεση συνδρομητών

Νίτσε, ένας παρεξηγημένος

Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2022 13:09
Edvard Munch  (1863-1944), Φρήντριχ Νίτσε, 1905, λάδι σε καμβά,  201 x 160 εκ.
Thiel Gallery 
Edvard Munch  (1863-1944), Φρήντριχ Νίτσε, 1905, λάδι σε καμβά,  201 x 160 εκ.

Sue Prideaux, Φρίντριχ Νίτσε «Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης». Η βιογραφία, μετάφραση από τα αγγλικά: Νίνα Μπούρη,  Πατάκη, Αθήνα 2021, 456 σελ.

Ο Νίτσε (1844-1900) είναι ένας φιλόσοφος που ακόμα λατρεύεται. Ιδέες του όπως ο θάνατος του Θεού, ο υπεράνθρωπος και η ηθική του δούλου έχουν ορίσει τη δυτική κουλτούρα. Αλλ’ εκείνος είναι ένας από τους πιο παρεξηγημένους φιλοσόφους. Το έργο του συνδυάστηκε με τον ναζισμό – παρά τη θέλησή του, από παρεξηγήσεις κι από μεθοδεύσεις άλλων, κυρίως μάλιστα της αδελφής του. Η Σου Πριντό γράφει τη βιογραφία του με στόχο να διαλύσει τις εδραιωμένες παρεξηγήσεις για τον φιλόσοφο. Και παραδίδει ένα γοητευτικό κείμενο. [τεύχος 126]

Ο Νίτσε υποστήριζε ότι όλη η φιλοσοφία είναι μια αυτοβιογραφία. Αυτή εδώ η βιογραφία του από την Αγγλονορβηγίδα Σου Πριντό θα μπορούσε, αν αντιστρέψουμε τους νιτσεϊκούς όρους, να εκληφθεί ως μια φιλοσοφία. Η Πριντό είναι συγγραφέας πρωτότυπων βιογραφιών. Η παρούσα κρίθηκε από τους Times ως η καλύτερη βιογραφία της χρονιάς για το 2018, τιμήθηκε μάλιστα με το Hawthornden Prize το 2019. Η  Πριντό είχε ήδη υπογράψει άλλες δυο βραβευμένες βιογραφίες, του ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ και του θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ.  

Αυτή εδώ δεν είναι μια συνηθισμένη βιογραφία. Κατά τη γνώμη μου είναι μια «στρατευμένη» βιογραφία. Ας μην τρομοκρατηθούν οι αναγνώστες. Όταν μιλώ για «στρατευμένη» βιογραφία δεν εννοώ πολιτική στράτευση. Εννοώ βιογραφία που, εκτός της περιγραφής της ζωής και της έκθεσης του έργου του βιογραφούμενου, αποσκοπούν και σε κάτι επιπλέον. Εδώ το «κάτι επιπλέον» είναι η απαλλαγή του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου από την πεποίθηση που τον θεωρεί πρόδρομο του ναζισμού, πεποίθηση που την ενισχύει όχι μόνο η ανάγνωση του Υπεράνθρωπου αλλά και η όντως ναζί αδελφή του, Ελίζαμπετ. Όλο το έργο του Νίτσε επιτρέπει λανθασμένες ερμηνείες, αλλά υπήρχαν και σκόπιμες διαστρεβλώσεις του από την αδελφή του, η οποία μάλιστα προτάθηκε τέσσερις φορές για Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ευτυχώς που δεν το πήρε. Η Πριντό φέρνει στην επιφάνεια αυτές τις διαστρεβλώσεις και αποκαλύπτει πώς η σκέψη του Νίτσε περιέχει πολύ διαφορετικά πράγματα απ’ όσα της αποδόθηκαν.

Ο Νίτσε ήταν πέντε χρόνων όταν πέθανε, τυφλός και σχεδόν παράφρων, ο 35 χρόνων προτεστάντης ιερέας πατέρας του. Στην πορεία της ζωής του, τον βασάνιζε η ιδέα ότι και αυτός θα πεθάνει νωρίς, όπως ο πατέρας του. Δυστυχώς, επαληθεύτηκε. Από την αρχή της ενήλικης ζωής του κτυπήθηκε από  σοβαρές αρρώστιες, αρχικά των ματιών. Ένας άνθρωπος που πέθαινε για να διαβάζει και να γράφει, πέθανε γιατί δεν μπορούσε να διαβάζει και να γράφει όσο θα ήθελε. Την παράνοιά του και τον πρόωρο θάνατό του εκμεταλλεύτηκε η αδελφή του για να παρουσιάσει αυτόν τον εχθρό του εθνικισμού («Deutschland, Deutschland über alles, αυτό είναι το τέλος της γερμανικής φιλοσοφίας», έγραφε στο Λυκόφως των ειδώλων) ως πρόδρομο του ναζισμού. Ο αντεθνικισμός ήταν μια συνιστώσα που διέτρεχε εγκάρσια το έργο και τις βασικότερες πεποιθήσεις του. Και όχι μόνο αυτό. Αυτός, ένας Γερμανός, αγαπούσε πολύ τη γαλλική κουλτούρα και τους Γάλλους και θλιβόταν όταν οι στρατοκράτες Πρώσοι κατέστρεφαν το Παρίσι κατά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο, το 1870-71. Αυτός ήρθε σε ρήξη με την κυρίαρχη κοσμοαντίληψη στη Γερμανία που ήθελε την κουλτούρα ή την κοινότητα του λαού της συλλογικής ψυχής και της αυθεντικής ζωής του γερμανικού έθνους να αντιμάχεται τον «θηλυπρεπή» γαλλικό πολιτισμό ή την κοινωνία ως τεχνητή πραγματικότητα.

Από τα νεανικά του χρόνια υπέφερε από ημικρανίες. Ήταν αναγκασμένος να περνά τον περισσότερο χρόνο του σε σκοτεινά δωμάτια, γιατί τον ενοχλούσε ο ήλιος και το φως της ημέρας. Αλλά και όταν ενηλικιώθηκε, ήταν μεν κομψά ντυμένος, αλλά φορούσε πάντα βαριά γυαλιά ηλίου και συχνά ένα καπέλο με γείσο για να μην πέφτουν απευθείας πάνω του οι  αχτίδες του ήλιου.  Αυτός όμως ήταν που στο Λυκόφως των ειδώλων έγραψε –λίγους μήνες πριν η τρέλα τον κυριεύσει ολοκληρωτικά– πως «ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Και όντως, όλες οι ασθένειές του, μέχρι να τον σκοτώσουν, τον είχαν κάνει πιο δυνατό. Είναι δυνατόν οι παθήσεις του αλλά και η φρενοβλάβεια να οφείλονται σε σύφιλη από μια επίσκεψη του, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, σε οίκο ανοχής στην Κολωνία αλλά και σε εγκεφαλικούς όγκους; Αυτό, γράφει η βιογράφος του, δεν θα το μάθουμε ποτέ, αφού δεν του έγινε νεκροψία.

 

Ο κόσμος της γνώσης

Ο δωδεκαετής Νίτσε ζούσε στο Νάουμπουργκ και ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Οι πρώτες θρησκευτικές αμφιβολίες τον κυρίευσαν όταν φοιτούσε στην μονή Πφόρτα της κιστερκιανής αδελφότητας, μαζί με παιδιά οι γονείς των οποίων είχαν υπηρετήσει την πρωσική Εκκλησία. Ο διευθυντής του σχολείου το περιέγραφε ως «σχολείο-κράτος»: Αθήνα το πρωί, Σπάρτη το απόγευμα. Τότε άρχισαν να τον εμπνέουν οι καταιγίδες και, γενικά, ο σκοτεινός καιρός. Την ίδια όμως στιγμή φοβόταν τα σύννεφα, επειδή πίστευε πως αυτά μετέδιδαν ηλεκτρική ενέργεια. Οι πρώτες του αναζητήσεις, πέραν των θρησκευτικών αγωνιών, ήταν η σκέψη του Έμερσον, του Εμπεδοκλή και του Χαίλντερλιν. Το βιβλίο όμως του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού, κλόνισε τις θρησκευτικές του βεβαιότητες. Άρχισε λοιπόν να μεταφέρει την πίστη του από τον Θεό στην επιστήμη. Στα 20 του αποφοιτά από το Πφόρτα και ξεκινά σπουδές θεολογίας στο

Πανεπιστήμιο της Βόννης. Εγκαταλείπει τη Βόννη γρήγορα για να σπουδάσει κλασική φιλολογία στη Λειψία. Εκεί  ανακαλύπτει τον Σοπενχάουερ. Μετά, αρχίζει να εξελίσσεται γρήγορα. Στα 25 του διορίζεται έκτακτος καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και, την ίδια περίοδο, μαγεύεται από τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο και επισκέπτεται στο σπίτι του, στο Τρίμπσεν της Λουκέρνης. Έκτοτε ήταν στενές οι σχέσεις του με τον Βάγκνερ και την ερωμένη του Κόζιμα. Αυτή ήταν παντρεμένη με τον μουσικό διευθυντή, μαέστρο του Λιστ αλλά και του Βάγκνερ, αλλά και φίλο του Νίτσε. Αργότερα χώρισαν και η Κόζιμα παντρεύτηκε τον Βάγκνερ, με τον οποίο έζησε στο Μπαϋρόυτ. Οι σχέσεις του Νίτσε με το ζευγάρι αποτυπώνονται βαθιά στη σκέψη και στο χαρακτήρα. Αν και ήρθαν σε ρήξη μερικά χρόνια αργότερα, ο αντισημιτισμός του ζεύγους άρχισε να συνοδεύει –παντελώς άδικα και άστοχα– και τον Νίτσε.

Το 1879 παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και έκτοτε ζούσε, για πολλά χρόνια, με το πενιχρό εισόδημα που λάμβανε από το Πανεπιστήμιο. Αρχίζει να περιπλανιέται σε όλη την Ευρώπη για να βρει την Αρκαδία του, αλλά πουθενά δεν έριχνε άγκυρα. Λόγω του Κολόμβου αγάπησε τη Γένοβα αλλά και το Τορίνο. Γενικά, άλλωστε, του άρεσε να ζει σε μικρές πόλεις και να περνά το χρόνο του στη φύση, κυρίως σε σκοτεινά δάση και λίμνες. Δεν τα πήγαινε όμως καλά στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Πολλές προσπάθειές του να παντρευτεί απορρίπτονταν και πολλοί έρωτές του, κορυφαίος αυτός με την περίφημη ρωσίδα καλλονή Λου Σαλομέ, έμειναν ανεκπλήρωτοι. Με τους άντρες τα πήγαινε καλύτερα. Όταν αρρώστησε υπήρξαν πολλοί παλιοί φίλοι του που προσπάθησαν να τον βοηθήσουν. Η συγγραφέας αναφέρεται αναλυτικά σ’ αυτούς, αλλά κυρίως στον ισόβιο υποστηρικτή του, τον μουσικό Χάινριχ Κέζελιτς, και τον Φραντς Όβερμπεκ. Αρχικά βρήκε εκδότη για τα βιβλία του, τα οποία όμως δεν ξεπερνούσαν τα εκατό - εκατό πενήντα αντίτυπα σε πωλήσεις. Τελικά, μετά το 1884, ανέλαβε μόνος του τα έξοδα έκδοσής τους. Το 1888, λίγο πριν να εκδηλωθεί η παράνοιά του συνοδευόμενη από  κρίσεις μεγαλείου, έγραψε τέσσερα βιβλία. Βιαζόταν φαίνεται να προλάβει το «πέρα από το πολύ καλό και το πολύ κακό» που ερχόταν. Ευρισκόμενος στο Τορίνο στις 3 Ιανουαρίου 1889, αγκάλιασε ένα γέρικο άλογο που το κτυπούσε ο αμαξάς –αγαπούσε πολύ τα ζώα– και έτσι ξέσπασε η αρρώστια του. Οι φίλοι του τον πήγαν σε κλινική. Η διάγνωση ήταν «προϊούσα παράλυση λόγω συφιλιδικής μόλυνσης». Στο μυαλό του αναγνώστη έρχονται εδώ οι αντιεπιστημονικές και κακεντρεχείς απόψεις του Βάγκνερ, ο οποίος μετά τη ρήξη τους έγραφε πως οι παθήσεις του Νίτσε οφείλονταν στους συχνούς αυνανισμούς του. Τα πιστεύουν κάτι τέτοια ακόμη και τα μεγαλύτερα μυαλά. Παίρνει εξιτήριο αλλά βυθίζεται όλο και περισσότερο στην παραφροσύνη και στην παράλυση. Χάνει τα λογικά του και την ικανότητα λόγου. Τον αναλαμβάνει η μητέρα του και, στη συνέχεια, η αδελφή του, η οποία είχε επιστρέψει από ένα αποτυχημένο πείραμα του ρατσιστή συζύγου της, Μπέρνχαρντ Φέρστερ, να κτίσουν από κοινού μια αποικία καθαρών Αρίων στην Παραγουάη. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως η απήχηση του έργου του, με τη συνδρομή και πολύ σοβαρών ανθρώπων όπως του κορυφαίου κριτικού λογοτεχνίας Γκέοργκ Μπράντες και του ευρισκόμενου πολύ υψηλά στους κοινωνικούς και πολιτικούς κύκλους Χάρρυ Κέσλερ, ξεκινά τη στιγμή που ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τίποτα. Ο Κέσλερ πάντως εγκατέλειψε τη Γερμανία όταν οι ναζί ανήλθαν στην εξουσία ενώ η αδελφή του, Ελίζαμπετ, τους παρέδωσε το Αρχείο Νίτσε. Έτσι, οι ναζί χρησιμοποιούσαν το έργο του φιλόσοφου για τους δικούς τους αποτρόπαιους σκοπούς. Στην απήχηση που είχε η σκέψη του Νίτσε συνέβαλε και η τέχνη. Ο Ρίχαρντ Στράους συνέθεσε το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, και ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ έγραψε τη Δεσποινίδα Τζούλια. Εδώ, ο υπηρέτης (ο σκλάβος) αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο με τη δύναμη της βούλησής του. Αυτός είναι ο υπεράνθρωπος. Η εργοδότριά του, από την άλλη, η δεσποινίς Τζούλια, εκπροσωπεί τη θνήσκουσα αριστοκρατία του αίματος που, με τη φιλισταϊκή ηθική της, εμποδίζει την πρόοδο. Αυτή είναι η υπάνθρωπος. Πρόκειται για μεγάλο θεατρικό έργο που ακόμη και σήμερα συγκλονίζει όποιον το βλέπει και το ξαναβλέπει, ένα νιτσεϊκό έργο. Και ο Έντβαρντ Μουνκ, μεταθανάτια, ζωγράφισε έναν επιβλητικό Νίτσε, η γιγάντια μορφή του οποίου δεσπόζει πάνω από μια μικρή εκκλησία που χάνεται στους ορίζοντες. Ο Νίτσε, όπως και η μορφή της Κραυγής, στηρίζεται σ’ ένα κιγκλίδωμα που διατρέχει διαγωνίως τον καμβά, μέχρι το άπειρο.

 

Η παρεξήγηση

Πώς θεωρήθηκε ο Νίτσε πρόδρομος του εθνικοσοσιαλισμού; Εκτός από τη σχέση του με τον Βάγκνερ, τη μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτό φέρνει η αδελφή του. Ιδρύοντας στη Βαϊμάρη το Αρχείο Νίτσε και καλώντας ναζί να το στελεχώσουν, έκοψε και έραψε μεταθανάτια το έργο του, τις σημειώσεις του, τις επιστολές του, όπως αυτή ήθελε. Έκρυψε ό,τι θεωρούσε πως την έθιγε προσωπικά, άλλα σημεία τα παραποίησε και τον ίδιο τον παρουσίασε ως αντισημίτη και φίλο της λεγόμενης γνήσιας γερμανικότητας. Η περίφημη δύναμη της θέλησης έγινε γνωστή όπως αυτή την παραποίησε, η οποία εξέδωσε ολόκληρο βιβλίο με τον τίτλο Θέληση για δύναμη, που το απέδωσε στον Νίτσε. Ο πραγματικός Νίτσε όμως ήταν τόσο αντισημίτης που, σε επιστολή του στον μεγάλο ιστορικό και φιλόλογο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, έγραφε: «Εκτελώ όλους τους αντισημίτες». Αλλά ακόμη και ο εξέχων ναζί ιδεολόγος Ernst Kreik σάρκαζε όσους παρουσίαζαν τον Νίτσε ως εθνικοσοσιαλιστή πριν τον εθνικοσοσιαλισμό. Έγραφε ότι «αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως ο Νίτσε δεν ήταν σοσιαλιστής, εθνικιστής και πολέμιος της φυλετικής σκέψης, θα γινόταν κορυφαίος στοχαστής του εθνικοσοσιαλισμού». Εξάλλου ο ίδιος ο Νίτσε, στη διάρκεια της έλλογης ζωής του –πριν χάσει δηλαδή τα λογικά του, το 1889– υποστήριζε ότι «αυτός που σκέπτεται πολύ είναι ακατάλληλος για μέλος κόμματος: πολύ γρήγορα περνά στην άλλη πλευρά». Θα πρόσθετα εδώ ότι η πολιτική στράτευση απαιτεί δεσμεύσεις και σταθερές απόψεις, αλλά για τον Νίτσε «μια άποψη που ήταν σταθερή, ήταν νεκρή, ένας νους που έχει ήδη διαμορφώσει άποψη ήταν ένας νεκρός νους, άξιζε λιγότερο από ένα έντομο· έπρεπε να ποδοπατηθεί και να καταστραφεί τελείως» (σ. 235).

Αφοριστικές εκφράσεις σαν αυτή επέτρεψαν σε πολλούς είτε να τον παρανοήσουν είτε να τον διαστρεβλώσουν. Στις κατηγορίες κατά του Νίτσε συνέβαλε και το αφοριστικό στυλ της γραφής του. Ένα ύφος που ίσως δεν το επέλεξε εντελώς ελεύθερα, αφού η σύνθετη γραφή επέβαλε προσπάθειες που τον καταπονούσαν λόγω του προβλήματος με τα μάτια και τις ημικρανίες του. Ούτως ή άλλως, υποστήριζε πως και «οι αφορισμοί είναι μια μορφή αιωνιότητας». Αυτοί που έγραψε αυτός ίσως είναι μια σημαντική παράμετρος και για τη δική του αιωνιότητα. Τίποτα όμως απ’ όσα έκανε η αδελφή του, Ελίζαμπετ, την οποία αποκαλούσε «το Λάμα μου», τίποτα κι απ’ όσα προσπάθησαν οι ναζί να οικειοποιηθούν δεν είναι ικανό να εκτρέψει τους σοβαρούς μελετητές και βιογράφους του Νίτσε –και η Πριντό ανήκει σ’ αυτούς– από την παρουσίαση ενός Νίτσε εχθρού της ανελευθερίας.

Η Πριντό τονίζει ότι ο υπεράνθρωπος δεν είναι αυτός που επιβάλλεται στους συνανθρώπους του τους οποίους θεωρεί κατώτερους, αλλά αυτός που επιβάλλεται στον εαυτό του. Αυτός που απελευθερώνει τον εαυτό του από τα δεσμά της θρησκείας και της φιλισταϊκής ηθικής. Αυτός που  γεννιέται από το θάνατο του Θεού και όχι αυτός που επιβάλλεται σ’ ανθρώπους τους οποίους θεωρεί υπάνθρωπους. Ο υπεράνθρωπος είναι αυτός που αρνείται την «ηθική του δούλου». Αυτός που αρνείται τη βούληση για ζωή την οποία είχε επιβάλει ο χριστιανισμός. Αυτός που αρνείται τη μνησικακία των ανίσχυρων πικραμένων που «στερούνται (ή απολαμβάνουν τη στέρηση) των μέσων να απαλλαγούν από την πικρία παίρνοντας εκδίκηση» (σ. 286-287). Αυτός που ανακαλύπτει τη χαρούμενη κατάφαση στην ίδια τη ζωή και πιστεύει στο “amor fati” («αγάπησε το πεπρωμένο σου»). Αλλά και το περίφημο «ξανθό κτήνος», που αναδεικνύεται ως κεντρική ιδέα στη Γενεαλογία της ηθικής, δεν έχει καμία σχέση με τη δήθεν φωτογραφία του γερμανικού έθνους ως κατακτητή των μαυριδερών φυλών. Για τον Νίτσε, αυτό το «ξανθό κτήνος» υπάρχει στον πυρήνα όλων των ευγενών φυλών. Αυτό το «κτήνος» είναι ό,τι αναλαμβάνει να οικοδομήσει τα πρώτα κράτη, είναι ο άγριος πρόγονος που υπάρχει σε κάθε φυλή. Αλλά και η φράση του πως «η φιλευσπλαχνία είναι παρακμή» δεν έχει να κάνει με την απόρριψη των ασθενέστερων, αλλά με την υποκριτική και φιλισταϊκή ηθική που κρύβουν οι ισχυροί πίσω απ’ αυτήν. Ο Νίτσε υποστήριζε ότι οι άνθρωποι χρειάζονται να τους δίνουν χαρά και όχι ελεημοσύνες. Η φιλευσπλαχνία είναι παρακμή και όχι βοήθεια. Μόνο οι κατηγορίες για τον μισογυνισμό του έχουν βάση. Με τη Λου Σαλομέ και το φιλόσοφο Πάουλ Ρέε δημιούργησαν ένα άρρωστο και ατελές ερωτικό τρίγωνο. Χαρακτηριστική ήταν η φωτογραφία που έβγαλαν οι τρεις τους, με τον Νίτσε και τον Ρέε να σέρνουν ένα μικρό καρότσι και τη Σαλομέ πάνω σ’ αυτό να κρατά ένα καμτσίκι. «Πηγαίνεις σε γυναίκες; Μην ξεχνάς το καμτσίκι», έγραφε στο πρώτος μέρος του Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Αν και, κατά την Πριντό, ακόμη και ο μισογυνισμός του Νίτσε είναι αμφιλεγόμενος. Αυτός ψήφισε υπέρ της εισόδου των γυναικών στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και πολλές φεμινίστριες της εποχής ήταν φίλες του. Πάντως, και ο ίδιος είχε υποψιαστεί την κακή χρήση του έργου του. «Γνωρίζω τη μοίρα μου. Μια μέρα το όνομά μου θα συνδεθεί με την ανάμνηση ενός φοβερού γεγονότος – μιας κρίσης που όμοιά της δεν ξαναείδε η γη», έγραφε στο Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος) τον Νοέμβριο του1888,  λίγο πριν τρελαθεί. 

Αυτή η βιογραφία αποκαλύπτει πόσο πολλή παραποίηση υπάρχει πίσω από το έργο του Νίτσε. Έργα όπως Η γέννηση της τραγωδίας (1872), οι τέσσερις Παράκαιροι στοχασμοί (1873-1875), Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϋρόυτ (1876), Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο (1878), Χαρούμενη επιστήμη (1882), Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, Πέρα από το καλό και το κακό (1886), Ο Αντίχριστος (1888), Το λυκόφως των ειδώλων (1888), Ίδε ο άνθρωπος (1888) κ.ά. δεν μπορούν να χαριστούν σε ιδεολογίες φυλετικού μίσους και απανθρωπισμού. Ο Νίτσε όντως ήταν δυναμίτης που οι ναζί και οι ακροδεξιοί χρησιμοποίησαν για να ανατινάξουν τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτός όμως ήταν δυναμίτης για να ανοίξουν δρόμοι που θα απελευθέρωναν τους ανθρώπους από την «ηθική του δούλου».

Εξαιρετική η μετάφραση της Νίνας Μπούρη. Το βιβλίο, χάρη πρωτίστως στην Πριντό αλλά και χάρη στη μεταφράστρια, διαβάζεται σαν μυθιστόρημα-ποταμός. Η έκδοση συνοδεύεται από ένα παράρτημα με τους πιο γνωστούς αφορισμούς του Νίτσε, από χρονολόγιο και από ένα πολύ χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.