H ιδέα ότι η φύση οργανώνεται από έναν θεϊκό νου εμφανίζεται για πρώτη φορά στην αρχαία φιλοσοφία στο πλαίσιο μιας διαμάχης. Το ένα μέτωπο αυτής της διαμάχης αφορά τους πρώτους φυσικούς φιλοσόφους (που συμβατικά περιγράφονται ως Προσωκρατικοί). Ο ριζοσπαστικός προσανατολισμός της δικής τους έρευνας χαρακτηρίζεται από τον αποκλεισμό οποιασδήποτε αναφοράς στις υπερφυσικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στις παραδοσιακές αντιλήψεις (ας θυμηθούμε τον Όμηρο και τον Ησίοδο), και από την ίδρυση ενός νέου πεδίου, του πεδίου της φύσης, που συνιστά το αντικείμενο της μελέτης τους. Κατ’ εξοχήν εκφραστής της αντίπαλης φιλοσοφικής παράδοσης είναι ο Σωκράτης (κατά τη μαρτυρία του Πλάτωνα αλλά και του Ξενοφώντα). Κανείς από τους φυσικούς φιλοσόφους, θα πει στον Φαίδωνα, λίγες ώρες προτού πεθάνει, δεν είχε κατορθώσει να μιλήσει ικανοποιητικά για την αιτία της γένεσης και της φθοράς, καθώς όλοι τους είτε αγνόησαν τελείως είτε απέτυχαν στο να εξηγήσουν τον ρόλο μιας ανώτερης αρχής που ξεπερνά και ρυθμίζει τα φυσικά σώματα, που οργανώνει και εγγυάται την ίδια τη φυσική τάξη. Η αποτυχία αυτής της εξήγησης χρεώνεται ιδιαιτέρως στον Αναξαγόρα, ο οποίος ναι μεν μίλησε για τον ρόλο του Νου, δεν κατόρθωσε, ωστόσο, σύμφωνα με τον Σωκράτη, να δείξει πώς πραγματικά αυτός επιδρά στον φυσικό κόσμο. Το πρόγραμμα που οραματίζεται εδώ ο Σωκράτης –χωρίς φυσικά να είναι σε θέση να το φέρει εις πέρας, καθώς ο θάνατος του πλησιάζει– είναι αυτό που θα συνεχίσει ο χαρισματικός του μαθητής, ο Πλάτων, παίρνοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη σκυτάλη από το δάσκαλό του.
Καθοριστική στο πλατωνικό εγχείρημα είναι η σύλληψη ενός θείου Δημιουργού ο οποίος, σύμφωνα με το κοσμολογικό κείμενο του Πλάτωνα, τον Τίμαιο, συμβολίζοντας την έλλογη, νοήμονα διαδικασία που απουσίαζε από τις προσωκρατικές εξηγήσεις, θα παραλάβει ένα άναρχο προκοσμικό χάος και θα το μετατρέψει σε κόσμον. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του μύθου, ο Πλάτων τελικά θα δείξει ότι ο Νους δεν μπορεί παρά να κυριαρχεί επί της Ανάγκης, μιας «δύναμης» που αντιπροσωπεύει το πεδίο της τυφλής αιτιότητας που χαρακτηρίζει την υλική πλευρά του κόσμου. Τόσο η μορφή του κειμένου (πρόκειται για εἰκότα μύθο, τον οποίο παρουσιάζει στον Σωκράτη ένας σικελός πολιτικός, φιλόσοφος και αστρονόμος) όσο και η μακρά ερμηνευτική του παράδοση (θεωρείται ότι το κείμενο αυτό επηρέασε τη φιλοσοφική σκέψη όσο κανένα άλλο πλατωνικό έργο) έχουν οδηγήσει σε μια τεράστια δεξαμενή αναγνώσεων αλλά και λύσεων ποικίλων προβλημάτων τα οποία επανέρχονται στη σχετική έρευνα, συχνά αντικατοπτρίζοντας διαφορετικούς μεθοδολογικούς προσανατολισμούς αλλά και καθιστώντας την αναμέτρηση με τη σχετική βιβλιογραφία εγχείρημα ιδιαίτερα απαιτητικό.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί η σημαντική συμβολή του Στήβεν Μενν, στο βιβλίο του Ο Πλάτων για τον Θεό ως Νου,που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά. Ξεκινώντας από τον πλατωνικό Φαίδωνα, ο συγγραφέας παρακολουθεί τις περιπέτειες και τον μετασχηματισμό της έννοιας του νου, από τις πρώτες της αναφορές στην προσωκρατική φιλοσοφία μέχρι τον Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τον Μενν, ο Πλάτων αναλαμβάνει να απαντήσει στην πρόκληση του Σωκράτη ταυτίζοντας τον θεό με τον νου, και βλέποντάς τον ως αυθυπόστατη αρετή. Ο όρος «νους» (ο οποίος παραμένει αμετάφραστος στον πρωτότυπο τίτλο) κατά τον Μενν ταυτίζεται με το λόγο (με την έννοια του reason) αλλά και (ανεξάρτητα από το μυθικό πλαίσιο στο οποίο αυτός εγγράφεται) με τον ίδιο τον Δημιουργό. Ακόμη και αν κανείς δεν συμφωνεί με την τολμηρή ερμηνεία του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να ωφεληθεί από την υποδειγματική καθαρότητα της γραφής του, από τη σύνθεση που προκύπτει καθώς ο Μενν (καθηγητής στα Πανεπιστήμια Humboldt και McGill, από τους πιο σημαντικούς μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας της γενιάς του, με ερευνητικά ενδιαφέροντα που εκτείνονται στη μεσαιωνική –ισλαμική και δυτική– παράδοση) εξετάζει προσεκτικά τις σχετικές πηγές (από την πρώιμη φιλοσοφία ως τον Αριστοτέλη, φωτίζοντας ιδιαίτερα πλατωνικούς διαλόγους όπως ο Φίληβος, ο Πολιτικός, οι Νόμοι και φυσικά ο Τίμαιος) και αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της συζήτησης (που συνδυάζει τη θεολογία με την κοσμολογία) στη διαμόρφωση της ιστορίας της φιλοσοφίας.
Δημοσιευμένο αρχικά το 1995, το βιβλίο συμπληρώνεται από μια μεταγενέστερη μελέτη, για το αριστοτελικό κινούν ακίνητο, μια έννοια που κατευθύνει την όλη πραγμάτευση του συγγραφέα. Λόγω του θέματος αλλά και των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται, δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η διαπίστωση αυτή ωστόσο μετριάζεται, αν λάβουμε υπ’ όψη μας, εκτός από την άρτια μετάφραση του Παντελή Γκολίτση και την εξαιρετικά κομψή νεοελληνική έκδοση που επιμελήθηκε ο Θανάσης Σαμαρτζής για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, την πρόκληση που αντιμετωπίζει πια το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό καθώς αρχίζει και έχει στη διάθεσή του μια σχετικά πλούσια βιβλιογραφία, βασική συνθήκη για την πολύπλευρη εξοικείωση με τα κεντρικά ζητήματα του βιβλίου. Η συναφέστερη αναφορά εδώ είναι η μετάφραση του ίδιου του Τίμαιου (που κυκλοφορεί σχολιασμένη από τον μεταφραστή της, Βασίλη Κάλφα). Ιδιαίτερη μνεία, ωστόσο, αξίζει σε ένα σημαντικό κείμενο της δευτερεύουσας βιβλιογραφίας, που αξιοποιείται στο βιβλίο του Μενν, του Kurtvon Fritz, «‘Νόος’ ‘νοεῖν’ και τα παράγωγά τους στην προσωκρατική φιλοσοφία», δημοσιευμένο στο περιοδικό Παλίμψηστον, τεύχη 3 και 4· ενώ έχει προγραμματιστεί και η έκδοση μιας πιο πρόσφατης μελέτης, του David Sedley, με τίτλο Ο Δημιουργισμός και οι επικριτές του στην αρχαιότητα, από το ΜΙΕΤ (μετάφραση: Σταύρου Κουλουμέντα).
Τη Δευτέρα 16 Μαϊου, στις 7 το απόγευμα ο Στήβεν Μενν θα συζητήσει με αφορμή το βιβλίο του στο νέο κτίριο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (Θουκυδίδου 4, Πλάκα), μαζί με τον Παντελή Γκολίτση (ΑΠΘ) και τον Σπύρο Ράγκο (Πανεπιστήμιο Πατρών). Η συζήτηση θα γίνει στα αγγλικά.