Η σάτιρα είναι η αγαπημένη του Τύπου. Γεννήθηκε τον 18ο αιώνα και, ιδιαίτερα στην Αγγλία και τη Γαλλία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διεργασίες της πολιτικής – στην Αγγλία έκανε σχολή το ανυπέρβλητο περιοδικό Punch, που ιδρύθηκε το 1841 από τον Χένρι Μέιχιου (Henry Mayhew) και τον χαράκτη Εμπενίζερ Λάντελς (Ebenezer Landells). Και στη Γαλλία διέπρεψε ο ζωγράφος και γλύπτης Ονορέ Ντωμιέ (Honoré Daumier, 1808 -1879), οι γελοιογραφίες του οποίου υιοθέτησαν το στιβαρό σχέδιο της ζωγραφικής του προεκτείνοντας το στοχασμό του: ο Ντωμιέ, που με το εικαστικό του έργο έφερε στο προσκήνιο τις περιφρονημένες κοινωνικές τάξεις, στα γελοιογραφικά σκίτσα του χλευάζει με άγριο τρόπο τα αξιώματα και την έπαρση, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα των αδυνάτων και την ηθική βάση του δημόσιου λόγου.
Στην Ελλάδα, η σάτιρα διά του Τύπου εμφανίστηκε πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του νέου βασιλείου. Διαδόθηκε ιδιαίτερα όταν προβλέφθηκε, στο Σύνταγμα του 1864, η ελευθερία του Τύπου. Η Λίνα Λούβη, η οποία έχει ασχοληθεί με τη σάτιρα του ελληνικού Τύπου της δεκαετίας του Ασμοδαίου στο βιβλίο της Περιγέλωτος Βασίλειον. Οι σατιρικές εφημερίδες και το εθνικό ζήτημα 1875-1886 (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002) θεωρεί ότι ο τύπος αυτός δημόσιας παρέμβασης επηρέασε την κοινή γνώμη της εποχής, ιδίως σε θέματα που άπτονταν του πατριωτισμού, ενός μεγέθους συνυφασμένου με τη συγκίνηση. Κατά τη Λούβη, «ο πόλεμος "με κάθε θυσίαν" και η ντροπή για την "αναίμακτον και κολοβωμένην" προσάρτηση των νέων περιοχών, η οποία "κατήντησε" την Ελλάδα αντί για "πρότυπον βασιλείου εν τη Ανατολή" –όπως υποσχέθηκε ο Γεώργιος– "πρότυπον περιγέλωτος βασίλειον", αποτελούν την κεντρική ιδέα της αρθρογραφίας των σατιρικών εφημερίδων. Ανταποκρινόμενος στα πιο παράτολμα όνειρα των Ελλήνων, ο σατιρικός Τύπος, στη φάση αυτή, προσεγγίζει τα όρια του εθνικού παραληρήματος». Το ιδίωμα αυτό κριτικής διά της σάτιρας υπηρέτησαν πολλά έντυπα: Ασμοδαίος, Ραμπαγάς, Μη Χάνεσαι, Το Αστυ, Φως, Αριστοφάνης, Παληάνθρωπος και, η πιο γνωστή απ’ όλες, ο Ρωμηός του Γεωργίου Σουρή (που πάντως δεν εμπίπτει στην κατηγορία όλων των υπολοίπων).
Η οριακή στιγμή της σάτιρας όμως, και η αμφισβήτηση εκ μέρους της της συναισθηματικής και γενικώς εύκολης τοποθέτησης του Τύπου (και) της εποχής στο «πατριωτικό μέτωπο», ήταν όταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μαζί με τον Θέμο Άννινο (και με τον Σουρή συνεργάτη), εξέδωσαν το 1875 τον Ασμοδαίο, εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που κυκλοφόρησε μια δεκαετία, ώς το 1885, με μια διακοπή τον Ιούλιο του 1876. Ο Ασμοδαίος μετέτρεψε τη σάτιρα από άσκηση ευτελών καλαμπουριών σε υπόθεση του πνεύματος. Το χιούμορ της ήταν καυστικό, αλλά ευπρεπές. Δεν έκανε προσωπικές επιθέσεις αλλά είχε συγκεκριμένα μέτωπα εναντίον νοοτροπιών της ελληνικής κακοδαιμονίας (στις οποίες κυριαρχεί τυφλός και ψευδεπίγραφος πατριωτισμός, ουσιαστικά μια πατριδοκαπηλεία) αλλά και κατά της πολιτικής μετριότητας, της αναξιοπρέπειας πολλών πολιτικών εκπροσώπων και της ανεπάρκειας μεγάλης μερίδας του Τύπου. Ενδεικτικό της μοναδικότητας του Ασμοδαίου στον ελληνικό Τύπο της εποχής του, το σχόλιο του Ροΐδη στο κείμενο αποχαιρετισμού, στο τελευταίο φύλλο του περιοδικού:
Σπογγίζων τον κάλαμον ευχαριστώ τους αναγνώστας μου . [...] Τα δημοσιογραφικά όργανα της αγέλης με ονόμασαν εν συναυλία ασεβή άπατριν, χριστομάνον, φατριαστήν και κακοήθη. Ταύτα πάντα αναγιγνώσκομεν γελώντες, αλλ΄ εν τέλει μία των εφημερίδων τούτων αποκαλέσασα τον «Ασμοδαίον» συνάδελφον εύρε το τρωτόν του θώρακός του και ηνάγκασεν αυτόν να ρίψη τον κάλαμον ανακράζων: Έστω προδότης, έστω άπατρις, έστω ασεβής, έστω και κακοήθης. Αλλά και «συνάδελφος» των ανθρώπων τούτων! Απόστρεψον Κύριε απ΄ εμού το ποτήριον τούτο! (Τόμ. 8, Αρ. 342, 1885)
Εναλλακτικό χιούμορ στη μεταπολίτευση
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια, η Ελλάδα έβγαινε από μια περίοδο όπου τη σάτιρα εκπροσωπούσε η γελοιογραφία η οποία προσπαθούσε να βρει τρύπες στη λογοκρισία για να περιγράψει όσα συνέβαιναν – τη στάση αυτή την υπηρετούσαν, κυρίως, οι αφαιρετικοί και μοντέρνοι γελοιογράφοι της εποχής, κυρίως ο Κώστας Μητρόπουλος και ο ΚΥΡ. Η πολιτική γελοιογραφία, ωστόσο, ήταν συνοδευτική της αρθρογραφίας των εφημερίδων και, συχνότατα, εγκλωβισμένη στα πολιτικά στερεότυπα και τις νοοτροπίες της δημοσιογραφίας – που κι αυτή ακολουθούσε το πολιτικό κλίμα. Οι γελοιογράφοι, απλώς, έκαναν αντιπολίτευση.
Η ισοπεδωτική αυτή εργαλειοποίηση της σάτιρας στον Τύπο της μεταπολίτευσης υπονομεύτηκε σοβαρά από λίγους νέους γελοιογράφους που υιοθέτησαν τη φόρμα του σατιρικού κόμικς (Γιάννης Καλαϊτζής, αρχικά στον νεολαιίστικο Θούριο της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και κατόπιν στο Αντί, Γιάννης Ιωάννου στο Αντί και κατόπιν στο Βήμα). Υπονομεύτηκε και από κάποια έντυπα της εναλλακτικής κουλτούρας, που εισήγαγαν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ελευθεριακές νοοτροπίες, στον απόηχο των κινημάτων αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960, με κυριότερο τον γαλλικό Μάη. Περιθωριακή για πολλά χρόνια, σε εκδόσεις κλεψίτυπες, εκτέθηκε αποσπασματικά στο περιοδικό ανθολόγησης κόμικς-που-δεν-ήταν-για-παιδιά Κολούμπρα (τέλη της δεκαετίας του 1970) και πιο συστηματικά, αργότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, στο περιοδικό Μαμούθ και, ιδίως, στα δύο περιοδικά ουσιαστικής μύησης στην τέχνη των κόμικς, στη Βαβέλ της Νίκης Τζούδα και στο Παρά Πέντε (του προσφάτως τεθνεώτος Γιώργου Μπαζίνα). Εκεί δημοσιεύτηκαν κόμικς και γελοιογραφίες που έδιναν έμφαση στη συνολική κριτική του αντικομφορμισμού (στον οποίο περιλαμβάνεται και, συνολικά, το σύστημα άσκησης πολιτικής και πολιτικής εξουσίας) και όχι, απλώς, στους χειρισμούς μιας κυβέρνησης – ανάμεσα στους άλλους, ο Reiser, o Βολινσκί (που βρήκε τραγικό θάνατο πολλά χρόνια αργότερα, στην επίθεση κατά του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo στο Παρίσι), ο Ιταλός Αλτάν, ο Ζυλ Φάιφερ και πολλοί άλλοι.
Τότε εμφανίστηκε από το πουθενά ένας άγνωστος που πήγε στη Βαβέλ μερικά ασπρόμαυρα κόμικς στριπ – σύντομα κωμικά αφηγήματα συνεχείας, κατά κανόνα δύο έως τεσσάρων καρέ, με χαρακτήρες διακριτούς και ολοκληρωμένους, σε ένα αφηγηματικό πρότυπο πολύ παλαιό, που έχει κατά κόρον φιλοξενηθεί αρχικά στον αμερικανικό Τύπο στις αρχές του 20ού αιώνα και στη συνέχεια στον Τύπο όλου του κόσμου. Ο άγνωστος αυτός είχε επιλέξει να παραμείνει άγνωστος. Επέλεξε το ψευδώνυμο Αρκάς, πιθανόν από τον τόπο καταγωγής του, και έτσι υπέγραψε το πρώτο κόμικς στριπ, το οποίο είχε τα ώριμα χαρακτηριστικά και των υπολοίπων, που υπέγραφε στη συνέχεια: ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ζώα που μοιάζουν με ανθρώπους ή και κανονικούς ανθρώπους, συγκρούσεις μεταξύ τους που στην ουσία εκφράζουν συγκρούσεις πολιτιστικών νοοτροπιών και τρόπων ζωής, λιτή και εύστοχη πρόζα, βαθύτατα ενημερωμένο κριτήριο και για τα πολιτικά, και για τα κοινωνικά, και για τα ιδεολογικά, και για τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα.
Η έκρηξη του αντικομφορμισμού
Η ιστορία του Αρκά είναι η ιστορία της ζωής μας. Πρωτοεμφανίστηκε στο τεύχος 7 της Βαβέλ, τον Σεπτέμβριο του 1981, σε ένα τεύχος που έχει εξώφυλλο τη δουλειά ενός άλλου Έλληνα – την Τσιγγάνικη ορχήστρα του Γιάννη Καλαϊτζή, ο οποίος εκείνη την περίοδο αφήνει στην άκρη τη γελοιογραφία και το καρικατουρίστικο γελοιογραφικό κόμικς και επιχειρεί να αφηγηθεί σε συνέχειες την ιστορία ενός ζευγαριού στην Αθήνα, που μεταμορφώνεται στη δική μας μητροπολιτική πρωτεύουσα. Το πρώτο κόμικς στριπ του Αρκά ήταν ο Κόκκορας, ιστορίες ενός σεξουαλικά στερημένου και καταπιεσμένου σεξιστή και φαλλοκράτη αρσενικού στο κοτέτσι. Οι κότες στις οποίες την έπεφτε άτσαλα τον περιφρονούσαν και τον ειρωνεύονταν, το χυδαίο Γουρούνι ήταν ένας φαλλοκράτης επιδειξίας που έκανε επίδειξη χυδαιότητας για να συνθλίψει ακόμα πιο πολύ ψυχολογικά τον Κόκκορα, ακόμα και το Σκουλήκι που σερνόταν μέσα στη γη ήταν γι’ αυτόν ενοχλητικό. Δεν αυτοκτόνησε επειδή είχε ανακαλύψει την ψυχανάλυση – κυρίως εξομολογούμενος τα πάθη του στο κοινό του.
Ο Κόκκορας περιείχε όλα τα συστατικά και της μετέπειτα δουλειάς του Αρκά. Τη λιτότητα και τη συμπύκνωση του κόμικς στριπ, μια ελληνική εικαστική ταυτότητα –καλύτερα μια ελληνική πατίνα διότι, μολονότι το κόμικς στριπ έχει κυρίως αμερικανική καταγωγή, ο Αρκάς το κάνει να παραπέμπει σε λαϊκές pulp εικονογραφήσεις–, στέρεη γνώση και κατανόηση των ιδεολογικών ρευμάτων που συζητιούνταν και αξιοζήλευτα κοινωνικά αντανακλαστικά. Αν προσθέσει κανείς το εύκολα αναγνωριζόμενο στυλ του, που ενσωμάτωνε και χρησιμοποιούσε με ανατρεπτικό τρόπο, υπονομευτικά, και τα εικονογραφικά και τα κοινωνικά στερεότυπα, και την ικανότητά του να κατανοεί και, γι’ αυτό, να κατεδαφίζει πειστικά τα πάντα, εύκολα εξηγεί την επιτυχία του.
Ο Αρκάς ήταν ανίερος. Δεν τον σταμάταγε τίποτα. Η πολιτική ορθότητα δεν είχε ακόμα επινοηθεί και ο σαρκασμός του συνδύαζε τη λαϊκή ελληνοπρέπεια του στυλ του με το άγριο σατιρικό κόμικς μιας ελευθεριακής ευρωπαϊκής σχολής.
Το χόμπι του Αρκά έγινε επάγγελμα μάλλον απροσδόκητα. Η επιτυχία του ήταν μεγάλη – και φάνηκε αμέσως.Σύντομα έκανε το πρώτο εξώφυλλο με τον Κόκκορα και επίσης σύντομα κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή με τις ιστορίες του σε ξεχωριστό άλμπουμ – θα ακολουθούσαν κι άλλες. Ωστόσο, οι ελληνικές εφημερίδες άργησαν λίγο να τον συναντήσουν. Οι πρώτοι που κατάλαβαν στην ευρύτερη αγορά του Τύπου ότι το δικό του ιδίωμα είχε όλα τα φόντα να βρει ευρύτερο κοινό ήταν οι πρωτεργάτες του αριστερού περιοδικού Σχολιαστής, όπου και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισε να δημοσιεύει τη σειρά Show Business, ένα ακόμα κόμικς στριπ (μεγαλύτερο από τον Κόκκορα, κάθε επεισόδιο ολοκληρωνόταν σε δύο γραμμές). Περιέγραφε τις περιπέτειες ενός αρκουδιάρη και της αρκούδας του (του καλλιτέχνη Χλέμπουρα, που έβγαζε το ψωμί του χάρη στις τούμπες του Βαγγέλη), που έπρεπε να ανταγωνίζονται στη σκληρή αγορά του θεάματος ένα μικρό τσίρκο – το τσίρκο της Θέκλας, της σταρ, του κοριτσιού με τα γένεια και το τσιγκελωτό μουστάκι, που είχε στη δούλεψή της τον Ασώματο (μια ασώματη κεφαλή στερεωμένη σε ένα σκουπόξυλο, που για βάση είχε έναν μηχανισμό με ροδάκια), τον δαμαστή άγριων ερπετών Κυριάκο, τη Ρίτα που ήταν το δικό του άγριο ερπετό, και τον θαυματοποιό Γαβρίλη ο οποίος καταπίνει φωτιές. Όλοι στο σόου πρέπει να εργάζονται για τη Θέκλα – κι αλίμονο σε όποιον δεν τη χειροκροτεί, με πρώτον τον κακομοίρη τον Ασώματο!
Μια εύκολη ανάλυση θα έλεγε ότι είναι μια σάτιρα του αδυσώπητου κόσμου του θεάματος, της ιεραρχίας των σχέσεων, του καταναλωτισμού, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Μια τέτοια ανάλυση, προφανώς, θα μπορούσε να είναι ένα καρέ σε ένα, οποιοδήποτε, στριπ του Αρκά. Και οι Show Business, όπως και όλα τα κόμικς του, ήταν ένα παιχνίδι με τα στερεότυπα. Όλα τα στερεότυπα. Τα λαϊκά, τα δεξιά, αλλά και τα αριστερά. Αν τύπωνε σήμερα τις ιστορίες του, εύκολα θα μπορούσε να γίνει στόχος των οπαδών της πολιτικής ορθότητας. Μα να μη σέβεται τη γυναίκα, τους ανάπηρους, τα ζώα – ούτε καν τις μεγάλες αφηγήσεις του αριστερού συνδικαλισμού ή, έστω, τις αριστερές τελεολογίες...
Η τυραννία της ηθογραφίας
Τα ίδια και με τον Ισοβίτη, την επόμενη σειρά που ο Αρκάς έκανε ως καθημερινό κόμικς στριπ στην εφημερίδα Πρώτη. Κι εκεί επαναλαμβάνεται το δίπολο του δυστυχούς και του κυνικού σχολιαστή της δυστυχίας του. Το ρόλο του πρώτου παίζει ο Ισοβίτης, εγκάθειρκτος από δικαστική πλάνη, που παρά την ατυχία του θέλει να είναι θετικό πρότυπο και να βοηθάει τους υπόλοιπους στον άγριο κόσμο της φυλακής. Το ρόλο του δεύτερου παίζει ένα ποντίκι που γεννήθηκε στη φυλακή, ο Μοντεχρήστος (καμιά σχέση με τον ήρωα του Αλέξανδρου Δουμά). Όταν ο Ισοβίτης σε μια κρίση οικουμενικής μεγαθυμίας σχολιάζει την καταπίεση και την αδικία του κόσμου, που είναι ευρύτερη αυτού που συμβαίνει στη φυλακή, ο Μοντεχρήστος τον προσγειώνει: «Ξέρεις, Ισοβίτη...», του λέει. «Για μένα η φυλακή είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ενώ για σένα ολόκληρος ο κόσμος είναι μια φυλακή».
Θες επειδή η σειρά δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα και άρα πιθανόν υπήρχε ένα φρένο καθωσπρεπισμού, θες επειδή η εφημερίδα υποστήριζε τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου τα χρόνια γύρω από το 1989, θες διότι πλέον ο Αρκάς δεν περιοριζόταν στα περιορισμένα κοινά των περιοδικών κόμικς ή, έστω, του Σχολιαστή, θες διότι η ανάγνωση του Ισοβίτη γινόταν όχι υπό το πρίσμα της ελευθεριότητας που χαρακτηρίζει το δημιουργικό πνεύμα του Αρκά αλλά από την πλευρά της ηθικοπλαστικής ηθογραφικής σκοπιάς (πιθανόν με τον καταγγελτικό των συστημάτων επιτήρησης αντιαυταρχισμό της προσέγγισης του Φουκώ στις υποθέσεις της φυλακής), ο Αρκάς άρχισε να προσλαμβάνεται ως σατιρικός της Αριστεράς, ως ο κωμικός ηθογράφος της αριστερής ματιάς στα πράγματα. Δεν ήταν.
Η αντίληψη αυτή ενισχύθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, του 1990, όταν ο Αρκάς προσελήφθη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, για να φτιάξει το κόμικς της τελευταίας σελίδας του περιοδικού Έψιλον, του πρώτου glossyπεριοδικού που μπήκε ένθετο σε εφημερίδα. Οι Χαμηλές πτήσεις, οι ιστορίες δυο σπουργιτιών, του χωρισμένου πατέρα, ταλαίπωρου και αμήχανου, και του ασεβούς γιου του, ήταν το πρώτο κόμικς που δημοσιευόταν εξ αρχής έγχρωμο – αλλά και το πρώτο κόμικς του Αρκά που εξ αρχής προσλήφθηκε ως ηθογραφία. Τι έχει μια ηθογραφία; Έτοιμα σχήματα: έναν ηττημένο πατέρα, έναν «αναρχικό» γιο, διάφορους ακόμα ήρωες με έναν εκ των προτέρων επιθετικό προσδιορισμό αντλημένο από τον περιρρέοντα κοινωνικό χώρο. Οι κριτικοί του Αρκά, συνήθως, εργάστηκαν αόκνως για να τον φέρουν στα μέτρα του μεγάλου κοινού μιας εφημερίδας που, τότε, πουλούσε περί τα 150.000 αντίτυπα.
Προφανώς, ο Αρκάς είχε συναίσθηση ότι απευθύνεται στο κοινό μιας «οικογενειακής» εφημερίδας. Αλλά, προφανώς, δεν μετατράπηκε σε ηθογράφο. Παρέμεινε αντικομφορμιστής, αναζητώντας στο ηθογραφικό φόντο το ίδιο πάντα πνεύμα της αντικομφορμιστικής κωμωδίας: την κατανόηση των στερεοτύπων και, κατόπιν, την υπονόμευσή τους. Και είναι αξιοσημείωτο ότι παρέμεινε ο εαυτός του στο δημιουργικό περιβάλλον της εφημερίδας, ένα δημιουργικό περιβάλλον εκφραστικής ενσωμάτωσης.
Ήταν θυμάμαι η εποχή που η εφημερίδα (στην οποία εργαζόμουν κι εγώ, έχω λοιπόν προσωπική γνώμη από την προσωπική εκτίμησή μου) φιλοξενούσε τις προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη αλλά και το απολίτικο mainstreamτης Αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό, το περιοδικό Έψιλον φιλοξενούσε τακτικά συνεντεύξεις αριστερών στελεχών, που συχνότατα φωτογραφίζονταν στα εξοχικά τους των πλούσιων προαστίων, σε σαλόνια με πολυτελείς καναπέδες, διακοσμητικά έργα τέχνης, μπροστά από τζάκια. Η Αριστερά ζούσε σε μια ηθογραφική σαπουνόπερα, τη δική της, ηθικολογώντας και απολαμβάνοντας τη νομή της εξουσίας – συνδικαλιστικής, πρωτίστως, αλλά όχι μόνο. Και ο Αρκάς ήταν ένα ωραίο λάφυρο για τους εκπροσώπους εκείνων των αναγνώσεων. Ο ανίερος διαβαζόταν ως ηθικολόγος.
Εκεί, στη σφαίρα του αριστερού mainstream, οι αριστεροί θεώρησαν ότι ο Αρκάς αφουγκράζεται όχι τις ανάγκες τους αλλά τις ζωές τους. Το βρωμόπαιδο διαβάστηκε σαν αναρχικός. Ο συνεπής στις υποχρεώσεις του πατέρας διαβάστηκε σαν το κορόιδο, ο άχρηστος, ο ανεπρόκοπος. Ο Αρκάς που αποδέχτηκε το μεγάλο κοινό, αλλά δεν παραδόθηκε ποτέ στα γούστα του, έγινε το είδωλο μιας παρεξηγημένης σχέσης. Μιας σχέσης που, επιλεκτικά, ενέταξε όλο το κόρπους της δουλειάς του. Αν αναρχικός το αύθαδες κωλόπαιδο, γιατί όχι αναρχικός και ο δηλητηριώδης Μοντεχρήστος, η κομπλεξική Θέκλα, το κυνικό Γουρούνι; Στο κάτω κάτω, ζούμε στη χώρα όπου ο αναρχισμός είναι δημοφιλής, ζήτω η αναρχία και η πλούσια ζωή.
Και κάπως έτσι, πέρασαν περισσότερα από 35 χρόνια. Και η χώρα χρεοκόπησε.
Ο Μοντεχρήστος στην εξουσία
Τα τελευταία χρόνια, ο Αρκάς μετακινήθηκε λίγο από την περιοχή της σατιρικής μυθοπλασίας. Οσα γίνονται στη χώρα μετά τη χρεοκοπία της, αλλά και η καταλυτική εισβολή των socialmedia στη ζωή μας, τον οδήγησαν στην πολιτική και στις πολιτικές κουλτούρες – και στη σάτιρά τους. Ο πάντα πολιτικός αφηγητής των κόμικς αποδεικνύεται οξυδερκής και ουσιαστικός. Σαρκάζει, πάντα με το αναγνωρίσιμο στυλ του, τον λαϊκισμό και τους πολιτικούς που τον χρησιμοποιούν. Κοροϊδεύει τους πολίτες που πέφτουν θύματα των λαοπλάνων. Το χιούμορ του, αναπαραγόμενο αμέσως δωρεάν στα socialmedia, φτάνει στην κυβέρνηση, στις νοοτροπίες της, στις πρακτικές της - και ασφαλώς στον πρωθυπουργό, τον οποίο περιβάλλει με σατιρική απαξία.
Αυτό ενοχλεί πολύ – ιδίως τους συριζαίους και τους συριζαίους με πολιτικά. Εύλογο. Ηθικολόγοι που δεν τον κατάλαβαν ποτέ, που τον έφεραν στα μέτρα τους ως ηθογράφο, φοβούνται να αντικρίσουν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη – στις πολιτικές γελοιογραφίες του.
«Δεν λέω ψέματα, απλώς λέω αλήθειες που τις βγάζω απ’ το μυαλό μου». Η δήλωση είναι ενός παιδιού που όταν μεγαλώσει θα γίνει πρωθυπουργός. Και γίνεται σε ένα πολιτικό κόμικς συνεχείας που δημοσιεύεται καθημερινά, πλην σε άτακτα διαστήματα, όταν προκύπτει νέα βινιέτα, στο facebook και αναπαράγεται με καταιγιστικούς ρυθμούς: στα Παιδικά χρόνια ενός πρωθυπουργού, που ήδη κυκλοφόρησε ως τόμος, ένθετος στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα – αν κρίνει κανείς μάλιστα από τη νεότερη παραγωγή ιστοριών, ετοιμάζεται κι ένας δεύτερος τόμος.
Ποιο είναι αυτό το παιδί που θα γινόταν πρωθυπουργός; Το σχέδιό του δεν θυμίζει κανέναν, ή μάλλον θυμίζει τα πρόσωπα που σχεδιάζει ο γελοιογράφος/κόμικς αφηγητής: ένα περίγραμμα με μονοκονδυλιά, μια μυτόγκα, δυο μάτια στρογγυλά, δυο αυτιά. Μια τούφα μαλλιά. Κι ένα στόμα ανοιχτό. Κυρίως όμως θυμίζει έντονα τους κυνικούς και τους χυδαίους των κόμικς σπριπ των προηγούμενων χρόνων. Το παιδί που θα γινόταν πρωθυπουργός δεν διαφέρει σε τίποτα από τη θεώρηση του κόσμου που έχει το Γουρούνι στον Κόκκορα, η Θέκλα στη ShowBusiness, oΜοντεχρήστος στον Ισοβίτη, ο μικρός σπουργίτης στις Χαμηλές πτήσεις.
Οι ατάκες του πιτσιρίκου που όταν μεγαλώσει θα γίνει πρωθυπουργός βγαίνουν από την ίδια αφηγηματική συνταγή που έβγαιναν και οι ατάκες του Γουρουνιού στον Κόκκορα. Απέναντί του, κι αυτός έχει ηττημένους, ανήμπορους, παραδομένους – αλλά δεν τον νοιάζει επειδή αυτός έχει μάθει να κερδίζει τη ζωή με το έτσι θέλω, χωρίς προσόντα, χωρίς προσπάθεια, αλλά αποκλειστικά με το θράσος του. Ιδού μερικές χαρακτηριστικές ατάκες του πιο τυπικού ήρωα στο σύμπαν του Αρκά, που επιβεβαιώθηκαν στην πράξη:
«Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να μάθω γράμματα, αφού δεν θα μου χρειαστούν!.. Εγώ θα γίνω πρωθυπουργός!» «Πρέπει να ξέρεις ότι δεν έλεγα πάντα ψέματα! [Αρχισα να λέω] στα 2! Όταν έμαθα να μιλάω!» «Όσοι έρθουν στη δική μου ομάδα θα τους κάνω υπουργούς»…
Ό,τι προαναγγέλλει ο νεαρός πρωθυπουργός βλέπουμε να έχει υλοποιηθεί, σαν να ήταν εκπληρούμενη προφητεία, στη σημερινή πραγματικότητα. Στην πολιτική πραγματικότηγτα. Και εύλογα καταλαβαίνει κανείς ποιος είναι ο μικρός που θα γινόταν πρωθυπουργός. Είναι ο Αλέξης Τσίπρας.
Κανείς σιωπηλός
Χάρη στις δουλειές του παρελθόντος, που ήδη περιγράφτηκαν, και σε πολλές ακόμα που λόγω χώρου δεν γίνεται να αναφερθούν, ο Αρκάς έγινε λαοφιλέστατος. Ήταν και παραμένει εύστροφος. Μιλούσε σε ένα μοντέρνο κοινό που, τότε, ταυτιζόταν με την αριστερή θεώρηση του κόσμου – κι ας γελοιογραφούσε ανελέητα όλα τα προοδευτικά κλισέ της εποχής: το φεμινισμό, τη σεξουαλική απελευθέρωση, την ψυχανάλυση, την οικολογία… Συχνότατα η σάτιρά του κατέληγε στο ιερό φετίχ της πολιτικής ορθότητας, το λαό. Κι όμως. Για λόγους που εξηγήθηκαν, οι πάντες ορκίζονταν στο όνομά του.
Αυτή η σχέση λατρείας διαταράχτηκε τα χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως λαϊκιστικό πολιτικό μόρφωμα πια, στηριγμένο σε ψέματα και αυταπάτες, σε πολιτικές παρέλκυσης, στη βία και σε πρακτικές πολιτικού διχασμού έβαλε πλώρη για τη διακυβέρνηση. Ο Αρκάς, από το 2014, άρχισε να καταφέρεται κατά της εξουσίας που εγκαθίδρυε ο Τσίπρας. Χωρίς να αλλάξει το στυλ του, χρησιμοποιώντας πότε μορφές που παρέπεμπαν σε καθημερινούς ανθρώπους, επινοώντας και μερικά καινούργια πρόσωπα όπως ο Προφήτης, άρχισε να επικρίνει πρακτικές του λαϊκισμού και τα πρόσωπα που βρίσκονταν πίσω από αυτές τις πρακτικές.
Δεν είναι σύμπτωση. Η κριτική του Αρκά είναι ουσιαστική, προκύπτει από την πολιτική οξύνοια ενός σατιρικού που δεν χρειάζεται να ακολουθήσει τη γραμμή κανενός, επειδή έχει τη δική του γραμμή. Όπως ο Ροΐδης,ο Αρκάς δεν είναι ετερόφωτος. Έχει δική του, στέρεα ανάλυση – την κατέθεσε μάλιστα στην ιστοσελίδα του, απαντώντας στις επιθέσεις εναντίον του από socialmediaαλλά και από αρθρογράφους σε εφημερίδες:
Ο Αρκάς θεωρεί ότι ο πολιτικός αμοραλισμός, ο κομματικός τυχοδιωκτισμός και η ανενδοίαστη εξαπάτηση υπήρχαν πάντα, άλλα έχουν φτάσει στον κολοφώνα τους μ’ αυτήν την κυβέρνηση, τόσο ώστε να τον αναγκάσουν να σχολιάζει αυτό που πάντα σιχαινόταν: την κεντρική πολιτική σκηνή. Απέναντι σ’ αυτή την αθλιότητα κανένας έντιμος άνθρωπος δεν δικαιούται να παραμείνει σιωπηλός.
Στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ ένιωσαν αμηχανία. Νωρίτερα, είχαν αντιδράσει έντονα για γελοιογραφίες που τους ενοχλούσαν, όπως οι σκληρές πολιτικές βινιέτες του Δημήτρη Χαντζόπουλου – ενώ ο συνεταίρος τους, Πάνος Καμμένος, είχε στείλει στα δικαστήρια τον Ανδρέα Πετρουλάκη. Αλλά ο Αρκάς τους πονούσε περισσότερο, επειδή έως πρόσφατα τον θεωρούσαν έναν από αυτούς – επειδή θεωρούσαν ότι τον είχαν διαβάσει σωστά και, τώρα, διαπιστώνουν ότι δεν σατίριζε ό,τι κι αυτοί επιθυμούσαν, απλώς μπορούσαν να καθρεφτίζονται επιλεκτικά σε κάποιες, έστω στις περισσότερες, από τις γενικεύσεις του.
Και επειδή δεν αντέχεται αίφνης ένας που τον θεωρείς δικό σου να σου δείχνει στον καθρέφτη το δικό σου άσχημο πρόσωπο, το κυβερνητικό στρατόπεδο, εκτός από τις επιθέσεις εναντίον του σατιρικού (που κυρίως ενορχηστρώνονται στα social media), άρχισε να κυκλοφορεί διάφορες φήμες: ότι οι νέες γελοιογραφίες δεν είναι του Αρκά, ότι πλέον άλλοι διαχειρίζονται το brand Αρκάς. Μαζί, φυσικά, άρχισε και η απαξίωση: δήθεν, ο Αρκάς έχει χάσει την έμπνευσή του, έχει στερέψει, αυτό δεν είναι χιούμορ. Πολλοί συριζαίοι με πολιτικά υιοθέτησαν αυτές τις κατηγορίες.
Τέτοιες απόψεις, προφανώς, σε χαλυβδώνουν – ιδίως όταν εσύ είσαι ο παραγωγός νοήματος και όχι οι επικριτές σου. Όταν σε κυνηγάνε για τη δουλειά σου, και να μη θέλεις γίνεσαι πιο επινοητικός. Κάπως έτσι προέκυψε η νέα σειρά με ήρωα έναν κυνικό νεαρό που όταν μεγαλώσει θα γίνει πρωθυπουργός.