Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του περασμένου Ιανουαρίου στη Γαλλία, η Ένατη Τέχνη επιστρατεύθηκε για να σηματοδοτήσει την έναρξη των εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την κήρυξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, με δύο εκθέσεις στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ. Η μία ήταν αφιερωμένη στο έργο του συγγραφέα και εικονογράφου Γκυς Μποφά, ο οποίος, μετά τον σοβαρό τραυματισμό του στα τέλη της πρώτης χρονιάς της σύγκρουσης, άρχισε να συνεργάζεται με το σατιρικό περιοδικό La Baïonnette, που κυκλοφόρησε το 1915. Η άλλη έκθεση έδινε στους επισκέπτες την ευκαιρία να περιηγηθούν στην κυριολεξία ένα ολόκληρο λεύκωμα του Ζακ Ταρντί: πάνω από διακόσια καρέ του Putainde Guerre (2008, 2009) ήταν κρεμασμένα ένα ένα σε μεγάλα πλαίσια από σανίδες που θα μπορούσαν να θυμίζουν τα τοιχώματα των χαρακωμάτων. Το εικονογραφημένο αυτό χρονικό του Μεγάλου Πολέμου συμπληρωνόταν με σχέδια από παλαιότερες δουλειές του γάλλου δημιουργού, καθώς και αντικείμενα και ντοκουμέντα από την εποχή εκείνη. Το επετειακό αυτό δίπτυχο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ένατη Τέχνη αποτυπώνει τον Μεγάλο Πόλεμο: εδώ και έναν αιώνα, οι δημιουργοί κόμικς επινοούν και ανακυκλώνουν εικόνες για να αφηγηθούν ιστορίες στις οποίες θα μπορούσαν να ανήκουν τα σκίτσα ενός Γκυς Μποφά ή τα σχέδια ενός Όττο Ντιξ.
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι δημιουργοί κόμικς παρακολουθούσαν, σε γενικές γραμμές, την επικαιρότητα, αφού η δουλειά τους δημοσιευόταν στον ημερήσιο ή τον περιοδικό Τύπο. Όμως εκείνοι που την κατέγραφαν πιο συστηματικά ήταν οι γελοιογράφοι, όπως ο Γκυς Μποφά. Πέρα από τις περιστασιακές αναφορές στα γεγονότα που μπορεί να βρει κανείς στα στριπ της εποχής, αξίζει τον κόπο να επισημανθεί Η Βύθιση του Λουζιτάνια, μια σύντομη ταινία με κινούμενα σχέδια που γύρισε ο Ουίνσορ Μακ Κέυ, από τους πιο σημαντικούς πιονιέρους της Ένατης Τέχνης, για να αφηγηθεί το χρονικό του τορπιλισμού του βρετανικού υπερωκεάνιου από ένα γερμανικό υποβρύχιο στις 7 Μαΐου 1915. Η ταινία, που προβλήθηκε το καλοκαίρι του 1918, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα ρεαλιστικού κινούμενου σχεδίου και συνδυάζει το ρυθμό των επικαίρων με το πνεύμα των ειδησεογραφικών σκίτσων στις σελίδες των εφημερίδων. Το κομψό σχεδιαστικό στυλ του Μακ Κέυ, γνωστό στο κοινό από την ονειρική σειρά Little Nemo in Slumberland, είναι άμεσα αναγνωρίσιμο και αυτό θα πρέπει να έκανε την ταινία ακόμα πιο συνταρακτική: η Βύθιση του Λουζιτάνια θα μπορούσε να είναι ένας εφιάλτης σχεδιασμένος από τον δημιουργό των ονειρικών αρ νουβώ τοπίων που εξερευνά στον ύπνο του ο μικρός του ήρωας.
Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, οι αναγνώστες θα πρέπει να ξαφνιάστηκαν από την απρόσμενη στράτευση δύο –ή για την ακρίβεια τεσσάρων– από τις πιο δημοφιλείς φιγούρες του γαλλικού παιδικού κόμικς της εποχής. Από τη μια, η Μπεκασίν, η αφελής μαγείρισσα από τη Βρετάνη που δημιούργησαν το 1905 οι Κωμερύ και Πενσόν για το κοριτσίστικο έντυπο La Semaine de Suzette, σπεύδει να θέσει τον εαυτό της στην υπηρεσία της πατρίδας, με τις ευλογίες της κυρίας της, μόλις μαθαίνει ότι επίκειται πόλεμος με τους «Γερμαναράδες». Από την άλλη, στο αγορίστικο L’Epatant, οι Pieds Nickelés, οι τρεις αδιόρθωτοι κατεργαραίοι του Λουί Φορτόν, έκαναν ανακωχή με την έννομη τάξη και κατατάχτηκαν στο στρατό. Θα ήταν λάθος να σταθεί κανείς στον αφελή πατριωτισμό αυτών των αφηγημάτων –παρ’ όλο που αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για το κλίμα της εποχής–, κυρίως επειδή στις σελίδες τους τονίζεται ένα μοτίβο που θα αποκτήσει κεντρική σημασία στα κόμικς με θέμα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: η ταξική διάσταση της σύγκρουσης. Η υπεράσπιση της πατρίδας κινητοποιεί ολόκληρη την κοινωνία και οι εκπρόσωποι των κατώτερων στρωμάτων, οι γραφικοί αντιήρωες που, ώς τότε, διασκέδαζαν τους αναγνώστες με την αφέλεια ή την κουτοπονηριά τους, μπορούν να παίξουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο: τουλάχιστον στα κόμικς, ο Μεγάλος Πόλεμος είναι μια συλλογική περιπέτεια με πρωταγωνιστές ήρωες ταπεινής καταγωγής, όπως η νεαρή επαρχιώτισσα ή οι τρεις περιθωριακοί.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΟΜΙΚΣ
Τα κόμικς καθαρά πολεμικής και στρατιωτικής θεματολογίας έκαναν ουσιαστικά την εμφάνισή τους στα χρόνια της επόμενης παγκόσμιας σύρραξης και, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, έφτασαν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους στα χρόνια του πολέμου στην Κορέα. Οι αναφορές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό τμήμα μιας πληθωρικής και άνισης παραγωγής, όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σύντομες ιστορίες που δημοσιεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στα έντυπα της ECComics, όπως το Two-Fisted Tales, το Frontline Combat, καθώς και το βραχύβιο Aces High. Ακολουθώντας μια συνταγή που είχαν δοκιμάσει στον χώρο της αστυνομικής περιπέτειας ή του αιμοσταγούς θρίλερ, οι συνεργάτες του οίκου, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Χάρβεϋ Κούρτζμαν, ο Αλ Φελντστάιν, ο Ουίλ Έλντερ, ο Ουάλλυ Γουντ ή ο Τζακ Ντέιβις, θα οικειοποιηθούν τους κώδικες του είδους για να τους ανατρέψουν εκ βάθρων. Στις σελίδες των περιοδικών αυτών, οι αναφορές στον Μεγάλο Πόλεμο, που χαρακτηρίζονται συνήθως από ιδιαίτερη φροντίδα για την ιστορική ακρίβεια, αποτελούν ένα ιδανικό όχημα τόσο για αντιπολεμικά μηνύματα, αλλά και για την μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη δράση στο προσωπικό δράμα των πρωταγωνιστών. Οι δημιουργοί δεν απορρίπτουν τα στερεότυπα του είδους ούτε αποφεύγουν τη μιλιταριστική φλυαρία, ενώ συχνά παρουσιάζουν τον πόλεμο ως αναγκαίο κακό. Όμως η αντιπολεμική στάση τους είναι ξεκάθαρη και, για να μην αφήσουν καμία αμφιβολία γι’ αυτό, δεν διστάζουν να υιοθετήσουν, έστω και άτεχνα, έναν ανοιχτά διδακτικό τόνο. Στη σύντομη ιστορία The Way it was που δημοσιεύτηκε, εικονογραφημένη από τον Τζωρτζ Έβανς στο Aces High τον Μάρτιο του 1955, ένας παππούς, βετεράνος αεροπόρος στον Μεγάλο Πόλεμο, δηλώνει ρητά στον εγγονό του: «ο πόλεμος είναι πάντα ο ίδιος, αγόρι μου. Φέρνει θάνατο και καταστροφή και δυστυχία, όπου, όποτε κι όπως κι αν πολεμάς».
Δυόμισι δεκαετίες αργότερα, ο Άγγλος Πατ Μιλς θα οδηγήσει την επιλογή αυτή στα άκρα της στη σειρά Charley’s War, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Battle από το 1979 ώς το 1985, σε σχέδιο του Τζο Κόχουν. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μάλλον αγαθούλης δεκαεξάχρονος από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, που κατατάσσεται εθελοντής τον Ιούνιο του 1916 και φτάνει στην πρώτη γραμμή για να πάρει μέρος στη Μάχη του Σομ. Η αφέλειά του δεν αργεί να πάρει τραγική χροιά από τις πρώτες κιόλας συνέχειες, καθώς το ρεαλιστικό σχέδιο και η καταιγιστική δράση υπογραμμίζουν τη φρίκη του πολέμου, ενώ οι δημιουργοί δεν αποσιωπούν κάποιες ελάχιστα ένδοξες σελίδες, από τους αυτοτραυματισμούς ώς τις εκτελέσεις για παραδειγματισμό: για τον Πατ Μιλς, ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα μια ταξική σύγκρουση, με θύματα τα κατώτερα στρώματα στα οποία ανήκουν ο ήρωας και οι συμπολεμιστές του και νικητές τις ανώτερες τάξεις. Όμως, η σειρά δεν ξεχωρίζει τόσο για την πρωτοτυπία αυτής της ανάγνωσης, όσο για τον επιδέξιο τρόπο που οι δημιουργοί χειρίζονται τους κώδικες του πολεμικού, αν όχι πολεμοχαρούς, κόμικς για να στήσουν ένα συγκλονιστικό αντιπολεμικό αφήγημα.
ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΖΑΚ ΤΑΡΝΤΙ
Στην απέναντι όχθη της Μάγχης, ο Ζακ Ταρντί είχε ανάλογες προθέσεις, όμως δεν είχε καμία διάθεση να σεβαστεί αυτούς τους κώδικες. Το αντίθετο, μάλιστα: σκοπός του ήταν η ανασκευή μιας εικονογραφίας η οποία, κατά τη γνώμη του, απηχούσε μια επίσημη πατριωτική εκδοχή του Μεγάλου Πολέμου. Η στάση αυτή δεν ήταν διόλου υπερβολική, αφού οι αντιστάσεις ήταν σθεναρές ακόμα και μετά τον Μάη του ’68: δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γάλλοι κινηματογραφόφιλοι χρειάστηκε να περιμένουν ώς το 1975 για να δουν τους Σταυρούς στο μέτωπο του Στάνλεϋ Κιούμπρικ.
Όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Ταρντί χτύπησε την πόρτα του Pilote, του περιοδικού του Ρενέ Γκοσινύ, η πρώτη του πρόταση για μια ιστορία εμπνευσμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες: μια από τις δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι ιθύνοντες ήταν το γεγονός ότι το ακοίμητο μάτι των εκπαιδευτικών παρακολουθούσε άγρυπνα το περιοδικό... Ευτυχώς, ο συντηρητικός αλλά ανοιχτόμυαλος Γκοσινύ έδωσε μια ευκαιρία στον νεαρό σχεδιαστή, ο οποίος, από την πλευρά του, ανακύκλωσε το σενάριό του σε μια σύντομη ιστορία που δημοσιεύτηκε στη Libération τον Μάιο του 1975. Άλλωστε, ήδη από την προηγούμενη χρονιά, είχε καταφέρει να δημοσιεύσει στο Pilote μια άλλη σύντομη ιστορία, στο οποία ο Λυσιέν Μπρενταβουάν, ο κεντρικός πρωταγωνιστής μιας πολυσέλιδης περιπέτειας που μόλις είχε ολοκληρωθεί, έπαιρνε το δρόμο για το μέτωπο. Στα επόμενα χρόνια, ο Ταρντί θα συνεχίσει να δημοσιεύει σύντομες ιστορίες, εμπνευσμένες εν μέρει από τις εμπειρίες του παππού του από τον Μεγάλο Πόλεμο, οι οποίες θα συμπεριληφθούν το 1993 στο άλμπουμ C’était la guerre des tranchées. Εν τω μεταξύ, ήδη από το 1980, ο απόηχος του πολέμου μπήκε και στο καθαρά μυθοπλαστικό κομμάτι του έργου του, όταν ο Μπρενταβουάν, μονόχειρας πλέον μετά τον αυτοακρωτηριασμό που του επέτρεψε να ξεφύγει από την κόλαση του μετώπου, προστέθηκε στο καστ των φανταστικών περιπετειών της Αντέλ Μπλαν-Σεκ, της πιο δημοφιλούς ηρωίδας του Ταρντί.
Η εμμονή με τον Μεγάλο Πόλεμο έχει στοιχίσει στον γάλλο δημιουργό μεγάλο δούλεμα εκ μέρους των φίλων και των ομότεχνών του, που, όπως ομολογεί ο ίδιος, τον ρωτούν συνέχεια πότε σκοπεύει να βγει επιτέλους από το χαράκωμά του. Περισσότερο, όμως, τον ενοχλεί η αναγόρευσή του σε αυθεντία, η οποία κατέληξε σε μια πρόταση για συνεργασία εκ μέρους της κρατικής οργανωτικής επιτροπής των εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια από την κήρυξη του πολέμου. Ο Ταρντί αρνήθηκε τελικά να συνεργαστεί δηλώνοντας ότι νιώθει πιο κοντά στους λιποτάκτες παρά στους ήρωες. Από την πλευρά του, ο διευθυντής της επιτροπής αναγνώρισε ότι δεν ήταν δυνατόν να δεχτεί να μετατρέψει τις εκδηλώσεις σε εγκώμιο της ανυπακοής... Όμως αν το έργο του Ταρντί έχει αποκτήσει κομβική θέση στην παρουσίαση του Μεγάλου Πολέμου ακόμα και πέρα από τα όρια των κόμικς, η αναφορά στον Μεγάλο Πόλεμο αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, τη ραχοκοκκαλιά του έργου του. Η αναρχίζουσα προσέγγισή του δεν είναι απαραίτητα λιγότερο σχηματική από τη μαρξίζουσα οπτική του Πατ Μιλς: παρά την ιδιαίτερη φροντίδα για τη ρεαλιστική απεικόνιση της εποχής, η δουλειά του είναι πρωτίστως μια ανάγνωση του χτες με γνώμονα μια πολιτική σκέψη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Μια τέτοια στάση είναι, ίσως, αντίθετη με τη μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας, όμως η προσπάθεια του Ταρντί να κατανοήσει και να απεικονίσει, με τα μέσα της τέχνης του, την προσωπική περιπέτεια των θυμάτων του πολέμου, τον οδηγεί σε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον. Ίσως το κλειδί για την κατανόηση των επιλογών του θα πρέπει να αναζητηθεί στις σελίδες της πιο πρόσφατης δουλειάς του, του άλμπουμ Moi, René Tardi, Prisonnier de guerre au Stalag IIB (2012): μετά τις αναμνήσεις του παππού του, ο Ταρντί εικονογραφεί την ιστορία της ζωής του πατέρα του μέσα από μια φανταστική συνομιλία μαζί του που δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει όσο διεξοδικά θα ήθελε. Από την άποψη αυτή, ο Μεγάλος Πόλεμος είναι ένας κεντρικός άξονας αναφοράς σε ένα πολυδιάστατο έργο, που συνδυάζει στενά τη μυθοπλασία με μια αυτοβιογραφική διάσταση. Αν διαβαστεί στο σύνολό του, το έργο του Ταρντί αποτελεί μια προσωπική μαρτυρία για την ένταση ανάμεσα στη γενιά του 1914-18 –τη γενιά του Φιλίπ Πεταίν– και τη γενιά του 1939-45 –τη γενιά της Παράξενης Ήττας που έζησε και κατέγραψε ο μεγάλος ιστορικός Μαρκ Μπλοκ– από την οπτική γωνία της γενιάς του 1968 – της γενιάς του, κατά ένα χρόνο μεγαλύτερού του, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ.
ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ
Στα έντυπα της EC Comics ή στις σελίδες του Πατ Μιλς, οι κώδικες του πολεμικού κόμικς εξυπηρετούν ένα φιλειρηνικό μήνυμα. Ο Ζακ Ταρντί χρησιμοποιεί έναν ιδιόμορφο ρεαλιστικό εξπρεσιονισμό, αλλά και κάποιες νότες μαύρου χιούμορ, για να αντικαταστήσει την εικονογραφία πατριωτικής έμπνευσης με μια νέα, πολύ πιο σκοτεινή εικονογραφία, στην υπηρεσία μιας αντιπολεμικής στράτευσης. Μαζί με κάποιους από τους σύγχρονούς του –όπως ο Πιερ Κριστέν που ζήτησε, το 1976, από τον σχεδιαστή Ζαν Κλωντ Μεζιέρ να σχεδιάσει ένα διαστημόπλοιο μπροστά στα χαρακώματα σε ένα επεισόδιο της σειράς επιστημονικής φαντασίας Valérian–, ο Ταρντί άνοιξε νέους δρόμους για την απεικόνιση του Μεγάλου Πολέμου στα κόμικς. Η πληθωρική παραγωγή της τελευταίας εικοσιπενταετίας έχει κινηθεί σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, αν και με αποτελέσματα άνισου ενδιαφέροντος, ανακυκλώνοντας εδραιωμένα αφηγηματικά και εικονογραφικά μοτίβα σε καινούργια πλαίσια. Η χιουμοριστική προσέγγιση παραμένει περιθωριακή, παρά το σύντομο πέρασμα του μεγάλου βεζύρη Ιζνογκούντ από το θέατρο του Μεγάλου Πολέμου στο Enfin Calife! (1989) του Ζαν Ταμπαρύ. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκοτεινοί χιουμοριστικοί αναχρονισμοί του Μανού Λαρσενέ, ο οποίος έστειλε τον Βαν Γκογκ στα χαρακώματα στο άλμπουμ La Ligne de front (2004). Στο War Idyll (1990), ο Τζωρτζ Πραττ δανείστηκε έναν αντιήρωα της δεκαετίας του 1950, τον γερμανό άσο των αιθέρων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από την εξαιρετική σειρά Enemy Ace του Τζο Κιούμπερτ και του Ρόμπερτ Κάνιγκερ, και τον έφερε αντιμέτωπο με έναν βετεράνο του Βιετνάμ. Στον Arrowsmith (2003), ο Κουρτ Μπούζιεκ και ο Κάρλος Πατσέκο τοποθέτησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε έναν παράλληλο κόσμο εμπνευσμένο από την φιλολογία μαγικο-γοτθικής θεματολογίας. Ο Γάλλος Νταβίντ Μπ. είχε κινηθεί σε ανάλογη κατεύθυνση, αλλά σε τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα, με την Lecture des Ruines (2001), μια ιστορία που συνδυάζει στοιχεία φανταστικού και κατασκοπικής περιπέτειας δοσμένα με μια προσωπική και ποιητική εκδοχή του σχεδιαστικού στυλ της «καθαρής γραμμής». Σε πιο ανάλαφρο ύφος, οι δύο τόμοι του Silas Corey (2013) σε σχέδιο του Πιερ Αλάρ και σενάριο του Φαμπιέν Νουρύ, ενός από τους πιο χαρισματικούς αφηγητές της γενιάς του, τοποθετούν έναν κυνικό και δυναμικό ήρωά στο ατμοσφαιρικό σκηνικό της γαλλικής πρωτεύουσας στα χρόνια του πολέμου: ο πρωταγωνιστής φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις ενός Ζακ Ταρντί ή ενός Πατ Μιλς, όμως καταφέρνει παραδόξως να τις συμφιλιώσει με έναν πατριωτισμό μάλλον τζαιημσμποντικής κοπής. Μια προσέγγιση που ήταν επίκαιρη και ρηξικέλευθη πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, μπορεί να ανακυκλωθεί σήμερα ως κοινός τόπος ελαφρώς συνομωσιολογικής υφής.
Η απεικόνιση του Μεγάλου Πολέμου χαρακτηρίζεται από μια γενικότερη τάση που είναι αισθητή στα εικονογραφημένα αφηγήματα ιστορικής έμπνευσης των τελευταίων χρόνων. Οι δημιουργοί προτιμούν να δίνουν μια σκοτεινή εικόνα του χτες, συχνά ως οιωνό για ένα ακόμα πιο σκοτεινό μέλλον. Τους χαρισματικούς ήρωες έχουν αντικαταστήσει φιγούρες που χαρακτηρίζονται από έναν ιδιόρρυθμο ηρωικό, αλλά ατομοκεντρικό, αντικομφορμισμό. Η προσέγγιση αυτή δεν συμβαδίζει απαραίτητα με τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της ιστορικής επιστήμης, όμως αυτό δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Για μια τέχνη όπως τα κόμικς, μεγαλύτερη σημασία έχουν οι δυνατότητες που προσφέρουν στους δημιουργούς τα κλισέ και οι κώδικες που κληρονομούν από τους προκατόχους τους. Από την άποψη αυτή, τα πράγματα γίνονται πιο ενδιαφέροντα όταν τα στερεότυπα που έχουν πλέον συσχετιστεί με τον Μεγάλο Πόλεμο, σαφώς πιο γόνιμα από εκείνα που χρειάστηκε να ανατρέψει η γενιά του Ταρντί, εντάσσονται με πιο νηφάλιο τρόπο σε ιστορίες με τελείως διαφορετικό θέμα. Το Quintett (2005-2007) του Φρανκ Ζιρού είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι με βάση μια ιστορία που διαδραματίζεται στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 1916, με φόντο ένα τοπίο πολύ πιο φωτεινό από το συνηθισμένο σκοτεινό σκηνικό των χαρακωμάτων στη βόρεια Γαλλία: ακριβώς επειδή στα κόμικς με θέμα τον Μεγάλο Πολέμο το ενδιαφέρον εστιάζεται στον τρόπο που βιώνεται σε προσωπικό επίπεδο μια συλλογική περιπέτεια, η περίοδος αυτή είναι μια ιδανική επιλογή για έναν σεναριογράφο που αφηγείται τέσσερις φορές την ίδια ακριβώς ιστορία, δίνοντας κάθε φορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα από τα τέσσερα κεντρικά πρόσωπα. Στην Unastoria (2013), ο ιταλός Τζίπι επιλέγει ως ήρωα έναν συγγραφέα ο οποίος ανακαλεί κάποιες αναμνήσεις ενός προγόνου του από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο ήρωας βρίσκεται σε μια θέση παρόμοια με εκείνη ενός δημιουργού σαν τον Ταρντί ή ενός αναγνώστη του έργου του, που αναζητά στα θραύσματα από το χτες των παλιότερων, κάποια κομμάτια της δικής του ταυτότητας. Στο Mauvais Genre (2013), η Κλοέ Κρυσωντέ αφηγείται μια εξωφρενική αλλά πραγματική ιστορία που είχε σκανδαλίσει κάποτε τη γαλλική κοινή γνώμη, με ήρωα και θύμα έναν παλιό λιποτάκτη που δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του το 1939. Οι εφιαλτικές σκηνές από τον Μεγάλο Πόλεμο στο πρώτο μέρος, ρίχνουν τη σκιά τους στη ζωή των προσώπων που αναζητούν το στίγμα τους έπειτα από την ανατροπή κάθε ταξικού, προσωπικού και σεξουαλικού σημείου αναφοράς. Η γαλλίδα δημιουργός δεν είχε ακόμα γεννηθεί όταν ο Ταρντί δημοσίευσε τις πρώτες του ιστορίες για τον Μεγάλο Πόλεμο, όμως αν η δουλειά της παίρνει διαφορετικό δρόμο, η αφετηρία είναι η ίδια: «όλα ξεκινούν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», έγραφε τον περασμένο Φεβρουάριο ο ιστορικός Πασκάλ Ορύ, παρουσιάζοντας το Mauvais Genre στο περιοδικό L’Histoire, «που άλλαξε, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, τις μοίρες των ανθρώπων, σκοτώνοντας τους μεν, τραυματίζοντας τους δε, και αποκαλύποντας τον καθένα στον ίδιο του τον εαυτό».