Στις δώδεκα δεκαετίες της ιστορίας τους, τα κόμικς έχουν αναπτύξει μια προνομιακή σχέση με το αστικό τοπίο, μια σχέση που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Ρίτσαρντ Άουτκωλτ επέλεξε μια φτωχογειτονιά στην καρδιά της Νέας Υόρκης ως σκηνικό για τις εικονογραφημένες σελίδες με το Yellow Kid. Στα Εξάρχεια. L’Orange amère, το εικονογραφημένο αφήγημα σε σχέδιο του Δημήτρη Μαστόρου με βάση ένα σενάριο που ἐγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Nicolas Wouters, το ντεκόρ είναι το κέντρο της Αθήνας.
Ο εικοσιεπτάχρονος σχεδιαστής, που γεννήθηκε και σπούδασε στις Βρυξέλλες αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, γνωρίζει καλά το τοπίο και τον μικρόκοσμο που απεικονίζει στις σελίδες του. Η υπόθεση της εξαιρετικής πρώτης του δουλειάς είναι σχετικά απλή: ο Νίκος, που έλειπε στο εξωτερικό για σπουδές, επιστρέφει στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές του διακοπές και, πριν πάρει το πλοίο για την Πάρο, πηγαίνει να δει τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον υποδέχεται πίσω από τον πάγκο του καφενείου που διατηρεί στα Εξάρχεια, αλλά σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ο Νίκος αποφασίζει να μείνει για λίγο στην Αθήνα για να δώσει ένα χεράκι στη θεία Ναταλία, όμως τα πράγματα περιπλέκονται επειδή η παλιά πολυκατοικία του θείου έχει καταληφθεί από μετανάστες... Τα επεισόδια και τα στιγμιότυπα που συγκροτούν την πλοκή είναι εμπνευσμένα από μια επικαιρότητα που βιώνεται σαν πολλαπλή κρίση, από τις εκδηλώσεις συμπαράστασης σε συλληφθέντες καταληψίες ως το εμπόριο ναρκωτικών, τη σκιά της Χρυσής Αυγής, τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις με την αστυνομία ή τη μετατροπή ενός πάρκινγκ σε παιδική χαρά. Όλα αυτά θα ήταν απλώς κοινότοπα –τουλάχιστον για τον Αθηναίο αναγνώστη–, αν η ελλειπτική αφήγηση, άλλοτε ρεαλιστική κι άλλοτε ονειρική, δεν ήταν ένα πρόσχημα για να παρασυρθεί ο αναγνώστης και ο ήρωας σε μια περιήγηση στην καρδιά μιας μεσογειακής μεγαλούπολης.
Ξεφυλλίζοντας τα Εξάρχεια, οι έλληνες φίλοι των κόμικς δεν μπορούν να μη θυμηθούν την Τσιγγάνικη Ορχήστρα του Γιάννη Καλαϊτζή (απ' όπου το επόμενο καρέ): ο θείος Χρήστος και η θεία Ναταλία θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στην ευρύτερη παρέα του Κώστα Φαναρτζή και της Έφης.
Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που ο τότε γελοιογράφος της Αυγής άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες την περιπλάνηση του ήρωά του στην Αθήνα της μεταπολίτευσης στις σελίδες της Βαβέλ, πριν κυκλοφορήσει ο πρώτος και μοναδικός τόμος του οριστικά πια ημιτελούς αφηγήματός του από το Πολύτυπο του Χρήστου Παπουτσάκη το 1984. Τα Εξάρχεια κυκλοφόρησαν στη Γαλλία από τον ιστορικό οίκο Futuropolis που αποτελεί πλέον τμήμα των ακόμα πιο ιστορικών εκδόσεων Gallimard. Η απόσταση ανάμεσα στο σκληρό ασπρόμαυρο σχέδιο, χωρίς φωτοσκιάσεις, της Τσιγγάνικης Ορχήστρας και τις εξπρεσιονιστικές σέπια σελίδες των Εξαρχείων είναι εκείνη που χωρίζει την εποχή του (À Suivre) από το σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμικς. Άλλωστε, οι αναφορές των κεντρικών ηρώων, που και στις δύο περιπτώσεις είναι ομότεχνοι των δημιουργών τους, στην τέχνη τους, είναι χαρακτηριστικές: μια ηρωίδα προτείνει στον Νίκο να ζωγραφίσει στην παιδική χαρά της γειτονιάς, «κάτι πολύχρωμο για τα παιδιά... τίποτα ζωάκια... έναν Τοτόρο ή κάτι τέτοιο»· τρεις δεκαετίες νωρίτερα, πίσω από το ταξί που έφερνε τον Κώστα στο Τουρκολίμανο, διακρινόταν ανάμεσα στα κατάρτια των πλοίων ο Κόρτο Μαλτέζε. Πιο σημαντική είναι ίσως η διαφορά στη στάση των ηρώων και των δημιουργών απέναντι στην πόλη και τα όσα διαδραματίζονται στο ντεκόρ των εικονογραφημένων περιπετειών τους. Ο Καλαϊτζής ανήκει σε μια γενιά που δεν δίσταζε να σαρκάσει τον εαυτό της και τις καταβολές της, τους ήρωές της και τις στρατεύσεις της, όπως άλλωστε ο θείος Νίκος που αντιμετωπίζει την αρρώστια και τον θάνατο με στωικό χιούμορ. Ο δημιουργός των Εξαρχείων ανήκει σε μια γενιά με παραπλήσιες ανησυχίες αλλά αισθητά διαφορετική ιδιοσυγκρασία· αντί για τη διφορούμενη αποστασιοποίηση που απορρέει σχεδόν αυτόματα από τα αφηγηματικά ρεφλέξ ενός επαγγελματία χιουμορίστα, φαίνεται να επιλέγει να παρουσιάσει το αστικό τοπίο που απεικονίζει, σαν αυτό που μια σύγχρονη αριστερά αποκαλεί zone à défendre: στην εποχή των Εξαρχείων, το κέντρο της πόλης της Τσιγγάνικης Ορχήστρας είναι μια διατηρητέα εστία αντίστασης...
Τρεις δεκαετίες χωρίζουν αυτά τα δύο εντυπωσιακά πρωτόλεια και οι όποιες συγγένειες και διαφορές τους αποτελούν τμήμα της ιστορίας του ιδεολογικού χώρου στον οποίο εγγράφουν οι δημιουργοί τα έργα τους –ο οποίος ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον ιδεολογικό χώρο στον οποίο εγγράφονται τα Εξάρχεια των Εξαρχείων–, της ιστορίας της τέχνης τους και κυρίως της ιστορίας της πόλης που απεικονίζουν, δίνοντάς της μια θέση στον μεγάλο άτλαντα των υπαρκτών και ανύπαρκτων μεγαλουπόλεων που έχουν αποτελέσει το σκηνικό ή την αφετηρία για τις περιπέτειες των ηρώων των κόμικς, από τη Νέα Υόρκη ενός Ουίλ Άισνερ και το Παρίσι ενός Ζακ Ταρντί ως τη Λιμνούπολη του Καρλ Μπαρκς ή τις Σκοτεινές Πόλεις των Πέετερς και Σκόιτεν. Αν η Τσιγγάνικη Ορχήστρα ήταν μια νυχτερινή οδύσσεια χωρίς Ιθάκη στους δρόμους της Αθήνας, τα Εξάρχεια είναι μια ποιητική εξερεύνηση του ερέβους στην καρδιά της.