Σύνδεση συνδρομητών

O ΄Ιψεν στην Ελλάδα

Πέμπτη, 05 Σεπτεμβρίου 2024 13:12
O Χένρικ Ίψεν (1828-1906).
Εθνική Βιβλιοθήκη Νορβηγίας
O Χένρικ Ίψεν (1828-1906).

Άννα Σταυρακοπούλου, Η πρόσληψη του Ίψεν στην Ελλάδα. Έμφυλες οπτικές και μεταφραστικές προσεγγίσεις, Κάπα Εκδοτική, Aθήνα 2023, 361 σελ.

Δυο επιμέρους ενότητες στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική δραματουργία προσεγγίζει το δημοφιλές θέατρο του Χένρικ Ίψεν εξετάζει στο σχετικό βιβλίο της η Άννα Σταυρακοπούλου. Η πρώτη αφορά τη γυναικεία ερμηνευτική των έργων του νορβηγού θεατρικού συγγραφέα και συνδέεται με το καθοριστικό πέρασμα από τα ελληνικά γράμματα της Ελένης Ουράνη (Άλκης Θρύλος). Η δεύτερη εξετάζει τις μεταφράσεις του, το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον Λέοντα Κουκούλα και τον Βάσο Δασκαλάκη και πιο πρόσφατα από τους Νίκο Καραναστάση / Τάσο Μπαντή και Δημήτρη Τάρλοου. [ΤΒJ]

Σπάνια πέφτει στα χέρια μας ένα επιστημονικό σύγγραμμα το οποίο, ταυτόχρονα με την ερευνητική και επιστημονική του αρτιότητα, πάλλεται και από τη χαρά της γραφής. Η διττή μελέτη της Άννας Σταυρακοπούλου Η πρόσληψη του Ίψεν στην Ελλάδα: Έμφυλες οπτικές και μεταφραστικές προσεγγίσεις, που επιχειρεί αφενός να ερευνήσει και να σχολιάσει την ερμηνεία του Ίψεν (κυρίως των γυναικείων του μορφών) από έγκριτες ελληνίδες λόγιες και αφετέρου να αποτιμήσει τις ελληνικές  μεταφράσεις των έργων του από «επίλεκτους» έλληνες μεταφραστές ανήκει σ’ αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία. Η ζωντάνια της ματιάς της και ο ενθουσιασμός για τα δύο διαφορετικά θέματα που έχει επιλέξει να μελετήσει διαφαίνεται από την πρωτοπρόσωπη απεύθυνση της γραφής της, που της επιτρέπει να κινείται άνετα ανάμεσα στην επιστημονική ανάλυση και τεκμηρίωση από τη μια μεριά και στην προσωπική κρίση και αποτίμηση από την άλλη.

Η υφολογική της προτίμηση για μια ζωντανή γλώσσα, που δεν κρύβει την έμφυλη υποκειμενικότητά της  αλλά και δεν θυσιάζει την αντικειμενικότητα, ακρίβεια και πειθαρχία της επιστημονικής σκέψης, είναι εμφανής από τις πρώτες σελίδες του πονήματος. Η εισαγωγή της είναι νηφάλια, σαφής και χωρίς πλατειασμούς, περιεκτική και οργανωμένη, με πειστική τοποθέτηση, προσωπική άποψη και άνεση λόγου. Εδώ, η Σταυρακοπούλου χαρτογραφεί συνοπτικά το τοπίο των ιψενικών σπουδών στην Ελλάδα, συγκριτικά και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και αιτιολογεί με σαφήνεια και πειστικότητα τις προσωπικές της επιλογές, τη θέση τους και τη χρησιμότητά τους ως «ψηφίδες» (σ. 18) στην πορεία της έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο. Έχοντας απόλυτη επίγνωση της δυσκολίας στην ενοποίηση του ετερογενούς πρωτογενούς υλικού της, δηλαδή το πάντρεμα της φεμινιστικής θεωρίας και κριτικής που διέπει το Α΄ Μέρος του βιβλίου με τις μεταφραστικές σπουδές που κυριαρχούν στο Β΄ Μέρος, επισημαίνει εκ προοιμίου τη διαφορετικότητά τους: «Αυτοί οι δύο κόσμοι είναι διαφορετικοί και οι “χρήσεις” του Ίψεν από τις συγκεκριμένες δύο ομάδες διανοουμένων είναι διακριτές» (σ. 18).  Σπεύδει όμως αμέσως να υποστηρίξει ευθαρσώς ότι οι δύο φαινομενικά αποκλίνουσες θεματικές της αποτελούν δύο κυρίαρχους «κρίκ[ους] βαρύνουσας σημασίας» (σ. 18). Και οι δύο, τονίζει η Σταυρακοπούλου, αναφέρονται σε «ευρύτερα ζητήματα [που] έχουν απασχολήσει τις τελευταίες δεκαετίες και τη διεθνή ιψενική βιβλιογραφία» (σ. 16).

 

Γυναίκες για τον Ίψεν

Μια από τις εξέχουσες αρετές της μελέτης είναι η ευρύτητα της έρευνας –και αναφορικά με την ξενόγλωσση βιβλιογραφία (κυρίως αγγλική και γαλλική) πέραν της ελληνικής– αλλά και η διεπιστημονικότητά της καθώς συμπλέκει συνεχώς γνώση και πορίσματα από διάφορες επιστήμες και θεωρητικές προσεγγίσεις (φεμινιστική και μεταφραστική κατ’ ανάγκην λόγω του διττού ερευνητικού αντικειμένου αλλά και ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτισμικές σπουδές, ψυχολογία, φιλοσοφία κ. ά.), πάντοτε μεθοδικά και με μέτρο ώστε να μη χάνεται ο ειρμός του νοήματος. Αυτό που εντυπωσιάζει στη μεθοδολογία της είναι το πώς η αντικειμενική επιστημονική της ανάλυση αφήνει ενδιάμεσα  σχισμές για παρενθετικές προσωπικές παρατηρήσεις και προβληματισμούς, τα οποία εμπλουτίζουν το βιβλίο με προσωπικές τοποθετήσεις και κρίσεις για ακαδημαϊκά και πολιτισμικά ειωθότα εντός Ελλάδος και εκτός, χωρίς να διαταράσσουν την εγκυρότητα της έρευνας και της τεκμηρίωσης. Για παράδειγμα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η θέση της γράφουσας, αναφορικά με την «επέλαση» του Ίψεν στην Ελλάδα, ότι «μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στις άλλες “αυτοκρατορικές” ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις  είναι ότι εδώ η κουλτούρα δεν ήταν ούτε “μονολιθική” ούτε “μονόχρωμη”» (19) και η προτροπή της «γιατί να μην αναγνωρίσουμε ότι οι πολύγλωσσοι Έλληνες διανοούμενοι είχαν τη δυνατότητα  να αποτιμούν τα πράγματα συγκριτικά» (σ. 20). Η τοποθέτηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αφενός υπογραμμίζει το εύρος της συγκριτικής μεθοδολογίας του βιβλίου αλλά συγχρόνως αναδεικνύει τη γράφουσα σε μια σημαίνουσα νέα κριτική φωνή με πρωτότυπη σκέψη στο πλαίσιο των νεοελληνικών φιλολογικών σπουδών.

Μέσα στο ίδιο πνεύμα, σε άλλο σημείο της μελέτης, παρεμβαίνει, ενοχλημένη από την πολιτική μεροληψία των ιστορικών, με το εξής αυστηρό σχόλιο: «Καλό θα ήταν οι ιστορικοί να κρατάνε μια πιο νηφάλια στάση στην αποτίμηση του έργου σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων» (σ. 45).

Προχωρώντας στο κύριο σώμα της μελέτης, εκείνο που εντυπωσιάζει στο πρώτο μέρος, το οποίο καταγίνεται με τη γυναικεία ερμηνευτική του Ίψεν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, είναι κατά κύριο λόγο η πρωτότυπη συσχέτιση της ελληνίδας λόγιας και κριτικού Ελένης Ουράνη με τη ρωσογερμανίδα λόγια και ψυχαναλύτρια Λου Aνδρέας-Σαλομέ. Εδώ και πάλι η Σταυρακοπούλου δείχνει την ικανότητά της για παραγωγικό συσχετισμό δύο δύσκολα συγκρίσιμων  προσωπικοτήτων των γραμμάτων και της επιστήμης, αφενός παραδεχόμενη τις ετερογενείς ιστορικές και γεωπολιτιστικές τους συντεταγμένες (σ. 51-52), αφετέρου σφυρηλατώντας μια αναντίρρητη σύγκλιση ως προς στην αστική τους καταγωγή και παιδεία και τη θέση τους στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής τους ως πλαίσιο για τη γυναικοκεντρική τους ανάγνωση του Ίψεν. Η ενδελεχής παράλληλη ανάλυση έξι βασικών ιψενικών ηρωίδων  από τις δύο αυτές πρώιμες μελετήτριες του νορβηγού δραματουργού κλείνει με μια ξεκάθαρη συμπερασματική ενότητα, που μαρτυρά εκ νέου την κριτική εγρήγορση της γράφουσας:

Σε αυτό το κεφάλαιο εστιάσαμε σε έξι από τις σημαντικότερες ηρωίδες του Ίψεν, μέσα από το φακό δύο μελετητριών που τις ανέλυσαν, σε διαφορετικές εποχές και τόπους με τη διαφορετική θεωρητική σκευή που είχε η καθεμία. Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα έχει ενδιαφέρον, καθώς αυτή η συγκριτική προσέγγιση φωτίζει αλλιώς και τις ηρωίδες , αλλά και τις αναγνώσεις τους. (σ. 109)

 

Οι ελληνικές μεταφράσεις του

Το Β΄ Μέρος του βιβλίου χαρακτηρίζεται επίσης από την εξαιρετική οργάνωση του υλικού αλλά και την αγάπη και τον σεβασμό με τον οποίο η Σταυρακοπούλου σκύβει επάνω στο επαχθές έργο του μεταφραστή, ανατρέχοντας στη σύγχρονη θεωρία της μετάφρασης, για να κρίνει με φρέσκια ματιά τις γλωσσικές επιλογές επίλεκτων μεταφραστών των ιψενικών έργων στα ελληνικά, του Λέοντα Κουκούλα και του Βάσου Δασκαλάκη, οι μεταφράσεις των οποίων δημοσιεύτηκαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Και τα δύο αντίστοιχα κεφάλαια κλείνουν αποδίδοντας τα εύσημα στους δύο εμβριθείς και πολυσπουδαγμένους μελετητές του ιψενικού έργου, κρίνοντάς τους μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες στον ελλαδικό και στον ευρωπαϊκό χώρο και επισημαίνοντας συγχρόνως τα κάπως πιο αδύνατα σημεία της δύσκολης ομολογουμένως δουλειάς τους.

Θεωρώ ότι πολύ εύστοχα αποφάσισε η Σταυρακοπούλου να αφιερώσει ένα πέμπτο κεφάλαιο στην παραδειγματική μεταφραστική μελέτη ενός από τα πιο πολυπαιγμένα στην Ελλάδα έργα του Ίψεν, την Αγριόπαπια, όπου ο ίδιος ο δραματουργός έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία στο γλωσσικό ιδιόλεκτο των χαρακτήρων, αποτυπώνοντας στο θεατρικό του κείμενο όλη την κοινωνικοπολιτιστική γκάμα των προσώπων όπως εκδηλώνεται στη λεκτική της εκφορά. Πέρα από τις καίριες θεωρητικές αναφορές και τις ξεχωριστές συζητήσεις όλων των μεταφράσεων, παρατίθενται σε ειδικούς πίνακες, συγκριτικά, οι γλωσσικές επιλογές τεσσάρων διαφορετικών μεταφράσεων (των προγενέστερων Λέοντα Κουκούλα και Βάσου Δασκαλάκη και των πιο σύγχρονων, των Νίκου Καραναστάση / Τάσου Μπαντή και του Δημήτρη Τάρλοου), οι οποίες έτυχαν και σκηνικού ανεβάσματος, σε αντιπαράθεση του νορβηγικού πρωτοτύπου και μιας έγκριτης αγγλικής μετάφρασης. Έτσι δειγματίζονται εμπράγματα οι δυσχέρειες των μεταφραστών αλλά και η ποικιλομορφία των δυνατοτήτων γλωσσικής απόδοσης και ύφους και τίθενται επί τάπητος τα γενικότερα θεωρητικά προβλήματα της ποιητικής της μετάφρασης, στα οποία στέκεται με γνώση και περίσκεψη η γράφουσα, διευρύνοντας την οπτική της μελέτης της.

Ολοκληρώνοντας το εκτενές Β΄ Μέρος του βιβλίου για τις σημαντικές μεταφράσεις του Ίψεν στην ελληνική σκηνή, η Σταυρακοπούλου καταλήγει σε μια συγκεντρωτική αποτίμηση της ερευνητικής  της αναζήτησης, επισημαίνοντας πέντε βασικούς άξονες στην εξαγωγή των συμπερασμάτων της. Τα πορίσματά της ιεραρχούνται από τα πιο συγκεκριμένα και ειδικά (γλώσσα και χαρακτήρες, σ. 196-197) έως γενικότερα θεωρητικά ζητήματα (όπως η διατήρηση του κωμικού στοιχείου στη μετάφραση, ο συσχετισμός μεταφραστή/σκηνοθέτη, η πιστότητα της μετάφρασης και η διαπολιτισμική μεταφορά, σ. 198-200).

Στον σύντομο επίλογό της, η Σταυρακοπούλου ανακεφαλαιώνει χωρίς επαναλήψεις και πλεονασμούς τις προθέσεις και τα επιτεύγματα της διττής μελέτης της, τονίζοντας την υπερ-τριακονταετή της εντρύφηση στο έργο του Ίψεν, στην παγκόσμια απήχησή του, το ενδιαφέρον της «για τα επιμέρους ζητήματα της πρόσληψής του στην Ελλάδα» και την προσοχή της ιδιαίτερα σε αυτά «τα οποία δεν είχαν ακόμη μελετηθεί» (σ. 213). Κάνοντας μια τελευταία ονομαστική μνεία αγάπης και σεβασμού στα πρόσωπα λογίων και μεταφραστών που την απασχόλησαν στο πολυσχιδές της πόνημα, κλείνει με μια αναπάντεχη λογοτεχνική αναφορά στην πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα, που το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, εν είδει παιγνιώδους απολογίας για τους καρπούς του δικού της πνευματικού μόχθου:

Τίποτε δε συμβαίνει δυο φορές: η θλιβερή αλήθεια είναι ότι φτάνουμε εδώ αυτοσχεδιάζοντας και φεύγουμε χωρίς τη δυνατότητα εξάσκησης. (σ. 217)

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την προσθήκη λεπτομερούς και απόλυτα εκσυγχρονισμένης βιβλιογραφίας και δύο ευρετηρίων (κυρίων ονομάτων και θεατρικών έργων). Επιπλέον εμπλουτίζεται  με την προσθήκη στο τέλος ενός  μακροσκελούς παραρτήματος (άνω των εκατό σελίδων), όπου παρατίθενται δύο πολύ σημαντικές πρωτογενείς πηγές προς διευκόλυνση των πιο εμβριθών ερευνητών/αναγνωστών του βιβλίου: Πρόκειται για τη σειρά πέντε διαλέξεων της Ελένης Ουράνη «Οι γυναίκες στο θέατρο του Ίψεν» (αναδημοσίευση από το περιοδικό Νέα Εστία κάτω από το γνωστό ψευδώνυμό της, Άλκης Θρύλος) και η εισαγωγή του Βάσου Δασκαλάκη στη μετάφραση του Μικρούλη Έγιολφ, η οποία για τη γράφουσα αποτελεί «δοκίμιο για τις ελληνικές μεταφράσεις του Ίψεν», ένα είδος «μανιφέστο[υ] για τη θεατρική μετάφραση» (σ. 149).

Εν κατακλείδι, το ερευνητικό εγχείρημα της Άννας Σταυρακοπούλου αποτελεί υπόδειγμα επιστημονικής εργασίας από πολλές απόψεις: την πρωτοτυπία και τον συνθετικό χειρισμό του θέματος, την οργανωτική ικανότητα του υλικού, την επιχειρηματολογική δεινότητα και τεκμηρίωση, την ειλικρίνεια στα γκρίζα σημεία της έρευνας και την ευθύτητα της κρίσης. Επιπροσθέτως –κάτι μάλλον σπάνιο στις επιστημονικές μελέτες– διαπνέεται από ένα ρεύμα ευφορίας και ενθουσιασμού στη διαδικασία της έρευνας και της γραφής που περνάει άμεσα και στο αναγνωστικό κοινό, λειτουργώντας όχι μόνο ως επικοινωνία μιας καινούργιας γνώσης αλλά, κυριότατα, και ως μια απόλαυση  της ανάγνωσης!

 

Έλση Σακελλαρίδου

Ομότιμη καθηγήτρια θεατρικών σπουδών του τομέα Αγγλικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία της: Pinter’s Female Portraits (1988), Σύγχρονο Γυναικείο Θέατρο (Β’ έκδοση, 2012), Θέατρο - Αισθητική - Πολιτική: Περι-Διαβάζοντας τη Βρετανική Σκηνή στο γύρισμα της χιλιετίας (2012).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.