Όταν μεταφέρεται στον κινηματογράφο ένα μυθιστόρημα ή ένα ιστορικό γεγονός ή η ζωή ενός ιστορικού προσώπου είναι ζητούμενο η πιστή αναπαραγωγή της εποχής; Προφανώς, υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Ο κινηματογραφιστής είναι πολύ πιο ελεύθερος να αποδώσει όπως εκείνος φαντάζεται τη μαντάμ Μποβαρύ ή τον κόμη Μοντεχρήστο. Οι ήρωες της λογοτεχνίας, είναι μεν αληθινοί αλλά, συνήθως δεν είναι πραγματικοί, καθώς αποτελούν προϊόντα έμπνευσης, φαντασίας, λογοτεχνικής ικανότητας. Τα ιστορικά πρόσωπα όμως και τα ιστορικά γεγονότα περιέχουν την πραγματικότητα του παρελθόντος, δεν είναι αποκυήματα φαντασίας, έχουν γίνει.
Ίσως γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση έχει νόημα να κρίνουμε κατά πόσον το αποτέλεσμα μιας ταινίας δικαιώνει ή όχι τις επιλογές του κινηματογραφιστή να μείνει πιστός ή να αλλοιώσει το λογοτεχνικό έργο ή την ιστορία.
Ιστορία χωρίς ιστορικά πρόσωπα
Η ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, Ναπολέων, με τον Χοακίν Φίνιξ στον πρωταγωνιστικό ρόλο αυτομάτως γεννάει το ερώτημα αν και πόσο πιστή είναι η ταινία στα πραγματικά γεγονότα. Παραπλανητικό ερώτημα.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Στην ταινία Βατερλώ του Σεργκέι Φιόντοροβιτς Μπονταρτσούκ (1970), στη σκηνή όπου ο Ναπολέων συναντά τους στρατιώτες του 5ου Συντάγματος και, με μία κίνηση, τους πείθει όχι μόνο να μην τον πυροβολήσουν αλλά να τον ακολουθήσουν στην πορεία προς το Παρίσι για την ανακατάληψη της εξουσίας, «παρίσταται» και ο πρώην στρατάρχης του Αυτοκράτορα, Μισέλ Νεΰ, ο οποίος είχε υποσχεθεί στο βουρβώνο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄ να του φέρει τον Ναπολέοντα «μέσα σε σιδερένιο κλουβί». Αν και ο Νεΰ, όντως, ήταν μεταξύ των στραταρχών που προσχώρησαν στον Ναπολέοντα –κάτι που πλήρωσε με τη ζωή του, καθώς οι Βουρβώνοι που παλινορθώθηκαν μετά το Βατερλώ τον εκτέλεσαν, στις 7 Δεκεμβρίου 1815– δεν παρίστατο στο συγκεκριμένο περιστατικό. Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία, δεν επηρεάζει σε τίποτα την ένταση και τη δύναμη της σκηνής, ούτε το γενικότερο feeling που αποπνέει. Με δυο λόγια, η ακρίβεια υπάρχει στο πνεύμα, αν και δεν εντοπίζεται στο γράμμα.
Δεν θα ενοχληθεί λοιπόν ο φιλίστωρ θεατής επειδή ο Ναπολέων και η Ιωσηφίνα υπογράφουν με κονδυλοφόρο και όχι με φτερό, όπως κανονικά θα είχε συμβεί. Όπως, προφανώς, δεν ενοχλεί το α λα γκαρσόν κούρεμα της Ιωσηφίνας των χρόνων του Διευθυντηρίου. Ούτε ενοχλεί που η φράση «τι κρίμα ένας τόσο μεγάλος άνδρας να έχει τόσο κακή ανατροφή», μπαίνει στο στόμα ενός βρετανού πρεσβευτή, ενώ –υποτίθεται– διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη της Αμιένης (1802) και όχι στο στόμα αυτού που όντως φέρεται να την είπε, δηλαδή του Ταλλεϋράνδου, ο οποίος ήταν αποδέκτης μιας απίστευτης έκρηξης οργής του Ναπολέοντα όταν, τον Ιανουάριο του 1809, πληροφορήθηκε ότι ο παλιός του υπουργός Εξωτερικών συνωμοτούσε εναντίον του.
Αλλά σίγουρα χτυπάει άσχημα η ατυχής εμφάνιση του Ταλλεϋράνδου, ο οποίος στην ταινία δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε πνεύμα ούτε ευφυΐα. Κι εδώ είναι έλλειμμα ότι η σκηνοθεσία δεν φρόντισε να τον παρουσιάσει όπως ήταν, με την άσπρη περούκα και την ενδυμασία που παρέπεμπε στην αισθητική του Παλαιού Καθεστώτος – αισθητική την οποία αυτός, ο πρώην επίσκοπος και πρώην επαναστάτης, υπερασπίστηκε με τη μνημειώδη φράση: «όποιος δεν έζησε στο Παλαιό Καθεστώς δεν μπορεί να φανταστεί πόσο γλυκιά ήταν η ζωή σε αυτό».
Απουσιάζει επίσης, σχεδόν πλήρως, η οικογένεια του Ναπολέοντα. Μια οικογένεια την οποία, με σχεδόν μικροαστική αντίληψη και νοοτροπία, ο Κορσικανός φρόντισε σχολαστικά, τακτοποιώντας τα ουκ ολίγα αδέλφια του (Ιωσήφ, Λουκιανός –ο μόνος που εμφανίζεται στην ταινία στο πραξικόπημα της 18ης Μπρυμαίρ–, Λουδοβίκος, Ιερώνυμος, Παυλίνα, Καρολίνα, Ελίζα), χαρίζοντας σε σχεδόν όλα βασιλικούς θρόνους και δουκάτα, ενώ αντίστοιχα φρόντισε τα θετά του παιδιά, τον Ευγένιο και την Ορτανσία Μπωαρναί (ο Ευγένιος, ο πλέον ικανός και ευγνώμων από τους συγγενείς του, έγινε αντιβασιλιάς της Ιταλίας, η δε Ορτανσία νυμφεύτηκε τον αδελφό του Ναπολέοντα, Λουδοβίκο, και έγινε βασίλισσα της Ολλανδίας). Ώς και τον ιερωμένο θείο του φρόντισε ο Κορσικανός, ο οποίος έγινε καρδινάλιος και αρχιεπίσκοπος της Λυών.
Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει στην ταινία, ούτε βλέπουμε τις σχέσεις των αδελφών μεταξύ τους καθώς και με τον Αυτοκράτορα των Γάλλων. Εμφανίζεται μόνο η μητέρα του Ναπολέοντα, η Λαιτίσια Ραμολίνο, η οποία, ναι, είναι σαφές πως δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα την Ιωσηφίνα Μπωαρναί, αλλά ήταν μια παραδοσιακή Ιταλίδα της Κορσικής, αξιοπρεπής, και σε καμία περίπτωση δεν αναλάμβανε ρόλο ματρώνας που θα έσπρωχνε στο κρεβάτι του γιου της κάποια μόνο και μόνο για να διασταυρωθεί αν ο Ναπολέων μπορούσε ή όχι να κάνει παιδιά.
Στην ταινία βλέπουμε αυτό να αποτελεί –μαζί με τις απιστίες της Ιωσηφίνας– το βασικό πρόβλημα του ζεύγους. Κι είναι καλύτερα να αποφύγουμε να σχολιάσουμε τις on camera συνευρέσεις τους, από κάθε άποψη (αλλά όχι από σεμνοτυφία) ανάξιες λόγου από κάθε άποψη. Σχεδόν από τις αρχές του γάμου του ζεύγους, η ταινία λέει ότι το ζήτημα της απόκτησης διαδόχου φαίνεται πως ετέθη επιτακτικά. Με βάση τις πηγές, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε· ο Ναπολέων ήταν ακόμη στρατηγός, δεν υπήρχε καμία ανάγκη σώνει και καλά να αποκτήσει «διάδοχο», εφόσον δεν υπήρχε διακύβευμα. Το ζήτημα δεν φαίνεται να τον απασχολεί ούτε όταν, στο Αούστερλιτς –τη μία από τις συνολικά τρεις μάχες που δείχνει η ταινία–, μετά τη νίκη του που συμπίπτει με την πρώτη επέτειό του στον γαλλικό θρόνο, απευθυνόμενος στους στρατιώτες του, είπε: «δώστε το όνομά μου στα παιδιά σας – κι αν ανάμεσά τους βρεθεί κάποιο αντάξιό μας, του κληροδοτώ όλα μου τα αγαθά και τον κάνω διάδοχό μου». Γιατί; Επειδή, απλούστατα, για τον πρώην στρατηγό της Επανάστασης, που σε αυτήν –όπως και στη μεγαλοφυΐα του– χρωστούσε την άνοδό του, σημασία είχε η αξία και όχι το αίμα. Το επιβεβαίωσε καλά όταν προσπάθησε να χτίσει αυτό το δίκτυο από μοναρχίες στην Ευρώπη με επικεφαλής τους αδελφούς του, προσπάθεια που του επισώρευσε τα περισσότερα προβλήματα επειδή οι συγγενείς του, πλην Ευγενίου και Λουκιανού, αποδείχτηκαν ανάξιοι της αποστολής που τους ανέθεσε.
Ούτε οι στρατάρχες του φαίνεται να παίζουν κανένα ρόλο στην ταινία του Σκοτ. Πήραμε μια μικρή τζούρα από Κωλαινκούρ (που ήταν περισσότερο διπλωμάτης παρά πολιτικός) και ήταν ασήμαντη η εμφάνιση του Ζυνό, αυτού που ενημέρωσε στην Αίγυπτο για τις απιστίες της Ιωσηφίνας. Εδώ είναι αναγκαίο να κάνουμε μια παρένθεση. Ο Ναπολέων δεν εγκατέλειψε το στρατό της Αιγύπτου επειδή του σφύριξαν πως η Ιωσηφίνα τον απατά. Εγκατέλειψε την Αίγυπτο γιατί α) η εκστρατεία είχε φτάσει σε τέλμα, β) η στρατιά του Ρήνου είχε νικηθεί, γ) όλο το οικοδόμημα που είχε δημιουργήσει στην Ιταλία (μέσα από μια λαμπρή εκστρατεία την οποία δεν βλέπουμε στην ταινία) και είχε οδηγήσει στη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο κατέρρευσε έπειτα από συνεχείς ήττες του γαλλικού στρατού, δ) κυριαρχούσε στη Γαλλία –και ο Ναπολέων το είχε πληροφορηθεί– απογοήτευση για το Διευθυντήριο και χάος. Γι’ αυτό επέστρεψε, εξαιτίας αυτού στο Διευθυντήριο δεν είχαν περιθώριο να δικάσουν τον φυγάδα στρατηγό ως λιποτάκτη.
Ορθώς, πάντως, η εκδοχή του Σκοτ είδε ότι η παρουσία του Ναπολέοντα στη Βουλή δεν πήγε καλά: όντως, εκεί, ο στρατηγός έχασε την ψυχραιμία και το θάρρος του, ενώ αποδοκιμάστηκε ο λόγος που προσπάθησε να εκφωνήσει. «Μα πού νομίζεις πως μιλάς, στους Μαμελούκους σου;», φαίνεται πως τον ρώτησε θυμωμένος ο Λουκιανός πριν αναλάβει να σώσει την κατάσταση. Βέβαια, από το σημείο αυτό μέχρι του να τρέχει σαν κατσίκι με τους βουλευτές να τον έχουν πάρει στο κατόπι, υπάρχει δρόμος πολύς. Ας είναι.
Επανερχόμαστε στους στρατάρχες. Ούτε ένα όνομα δεν ακούγεται στην ταινία. Νταβού, Λαν, Μπερτιέ, Μυρά, Σουλτ, Ουντινό, Μπερναντότ, Σουσέ, ονόματα που έρχονται απευθείας στο νου όποιου, έστω και για μια φορά, έχει μελετήσει την ιστορία της περιόδου, δεν αναφέρονται πουθενά. Α, υπάρχει κάπου ένας μαύρος στρατηγός ή στρατάρχης. Ο μόνος στο επιτελείο του Ναπολέοντα που θα μπορούσε να έχει χαρακτηριστικά τα οποία να παραπέμπουν σχετικά ήταν ο μιγαδικής καταγωγής, Θωμάς Αλέξανδρος Δουμάς, πατέρας του συγγραφέα. Πλην όμως ο Δουμάς πέθανε το 1806 και, συν τοις άλλοις, έπεσε νωρίς σε δυσμένεια, μάλιστα φυλακίστηκε. Μόνο στην Ιταλία (1796-1797) πρόλαβε να έχει κάποια δράση, για την οποία όπως ελέχθη πριν δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά. Βεβαίως δεν αναφέρονται ούτε μάχες σε τόπους όπως Αρκόλα, Μαρένγκο, Ουλμ, Ιένα, Εϋλάου, Φρίντλαντ, Βάγκραμ. Απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην εκστρατεία στην Ισπανία. Υποστηρίχθηκε ότι βλέπουμε τον Ναπολέοντα από «βρετανική σκοπιά». Γιατί τότε δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά στη ναυμαχία του Αμπουκίρ ή του Τραφάλγκαρ (1805), μια από τις μεγαλύτερες νίκες στη βρετανική Ιστορία;
Απουσιάζουν ακόμη και οι αντίπαλοι του Ναπολέοντα. Υποτίθεται πως βλέπουμε τη μάχη του Μποροντίνο (1812) και την εκστρατεία της Ρωσίας αλλά ούτε ακούμε ούτε βλέπουμε τον τεράστιο Κουτούζοφ, πόσο μάλλον άλλους στρατηγούς όπως ο αυστριακός αρχιδούκας Κάρολος.
Κρύοι και ξινοί
Υποστηρίχθηκε πως η ταινία παρουσιάζει την «ανθρώπινη πλευρά» του Ναπολέοντα, προσεγγίζοντας τον Κορσικανό μέσα από τη σχέση του με την Ιωσηφίνα. Ούτε αυτό ευσταθεί. Οι σκηνές ανάμεσα στο ζευγάρι δεν έχουν ούτε ένταση ούτε ρυθμό. Yποτίθεται πως υπάρχει ένας μεγάλος έρωτας ο οποίος στην ταινία δεν προκύπτει από πουθενά. Δύο κρύοι άνθρωποι, οι οποίοι υποτίθεται πως αγαπιούνται και που η τρυφερότερη σκηνή τους είναι όταν ο Ναπολέων πηγαίνει κάτω από το τραπέζι την ώρα του γεύματος και ζητά από την Ιωσηφίνα να κάνουν σεξ. Το παιχνίδι υποταγής, πέραν του ότι από καμία πηγή δεν τεκμαίρεται, είναι μεταξύ σάχλας και γκροτέσκ. Το διαζύγιο του ζεύγους δεν έλαβε χώρα προ του 1807 (η ταινία παρουσιάζει τον Ναπολέοντα διαζευγμένο, κατά τις συνομιλίες του με τον τσάρο στο Τίλσιτ) αλλά τον Ιανουάριο του 1810, αφού ο Ναπολέων έχει αποκτήσει την «ψύχωση» απόκτησης «νόμιμου» διαδόχου, ενώ βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος του. Εξυπακούεται επίσης ότι είναι αδύνατον η Ιωσηφίνα να περίμενε την επάνοδο του Ναπολέοντα από την Έλβα, δεδομένου ότι ο Ναπολέων αποβιβάζεται στις Κάννες την 1η Μαρτίου 1815 και η Ιωσηφίνα έχει πεθάνει σχεδόν ένα χρόνο πριν, στις 29 Μαΐου 1814, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την παραίτησή του Ναπολέοντα στο Φονταινεμπλώ.
Αστεία βεβαίως είναι και η παρουσία του Ουέλινγκτον στην ταινία, καθώς ο σκηνοθέτης μάλλον μπέρδεψε την ξινίλα με το φλέγμα. Η σύγκριση με τον Ουέλινγκτον που υποδύθηκε ο Κρίστοφερ Πλάμερ στο Βατερλώ του 1970 είναι καταθλιπτική – για να μη μιλήσουμε για τον ανυπέρβλητο Ροντ Στάιγκερ ο οποίος αποδίδει με ενάργεια όλες τις λεπτές αποχρώσεις των σκέψεων, των κινήτρων και των συναισθημάτων του Αυτοκράτορα των Γάλλων. Α, και ασφαλώς ποτέ δεν συναντήθηκαν, ούτε στο Πλύμουθ ούτε πουθενά αλλού, ο Ουέλινγκτον με τον Ναπολέοντα, ούτε ποτέ ο βρετανός στρατηγός (και μετέπειτα πρωθυπουργός) απέτρεψε κατά τη μάχη του Βατερλώ οποιονδήποτε «ελεύθερο σκοπευτή» από το να σημαδέψει και να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Αστειότητες.
Το κυρίαρχο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι δεν κατορθώνει ούτε τη σχέση Ναπολέοντα και Ιωσηφίνας να σκιαγραφήσει, ούτε το ανθρώπινο πρόσωπο του κορσικανού στρατηλάτη να παρουσιάσει, ούτε τις αδυναμίες και τα πάθη του να εκθέσει. Η ταινία είναι απίστευτα φλύαρη, επίπεδη, χωρίς να μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκινήσει. Ο Ναπολέων του Σκοτ (όπως και η Ιωσηφίνα του) δεν είναι συμπαθής ή αντιπαθής: είναι αδιάφορος.
Η ταινία αποτυγχάνει απολύτως κι αυτό φαίνεται όταν ο θεατής φεύγει από τον κινηματογράφο χωρίς να μπορεί σε καμία περίπτωση να εξηγήσει τί ήταν αυτό που έκανε αυτόν τον άνθρωπο σημαντικό, γιατί η Ιστορία του απέδωσε τον τίτλο του Μεγάλου. Για ποιο λόγο, σε τελική ανάλυση, μεγάλο μέρος των Γάλλων τον τιμά ακόμη και σήμερα. Τι στην ευχή είχε κι οι στρατιώτες του ήταν αφοσιωμένοι σε αυτόν μέχρι θανάτου, πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν από τις πεδιάδες της Ιταλίας μέχρι την έρημο της Αιγύπτου και από την Ιβηρική μέχρι τις παγωμένες στέπες της Ρωσίας;