Σύνδεση συνδρομητών

Γκας Βαν Σαντ, Σπάικ Λι, Άαρον Σόρκιν, Κλιντ Ίστγουντ: τέσσερις κοινωνικοί σκηνοθέτες

Δευτέρα, 14 Ιουνίου 2021 23:13
Κλιντ Ίστγουντ, Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (2019). Ο κόσμος γνώρισε τον Ρίτσαρντ Τζούελ ως τον φύλακα που ανακάλυψε το βομβιστικό μηχανισμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ατλάντα το 1996. Η αναφορά του για τα γεγονότα τον μετέτρεψε σε ήρωα, που εξαιτίας της άμεσης δράσης του, έσωσε αμέτρητες ζωές από βέβαιο θάνατο. Ωστόσο, μέσα σε λίγες μόλις μέρες, ο επίδοξος αστυνομικός γίνεται ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος του FBI. Πρωταγωνιστεί ο Σαμ Ρόκγουελ.
Warner Bros
Κλιντ Ίστγουντ, Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (2019). Ο κόσμος γνώρισε τον Ρίτσαρντ Τζούελ ως τον φύλακα που ανακάλυψε το βομβιστικό μηχανισμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ατλάντα το 1996. Η αναφορά του για τα γεγονότα τον μετέτρεψε σε ήρωα, που εξαιτίας της άμεσης δράσης του, έσωσε αμέτρητες ζωές από βέβαιο θάνατο. Ωστόσο, μέσα σε λίγες μόλις μέρες, ο επίδοξος αστυνομικός γίνεται ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος του FBI. Πρωταγωνιστεί ο Σαμ Ρόκγουελ.

Ο αμερικανικός κινηματογράφος είχε ανέκαθν υποδειγματική σχέση με τον ρεαλισμό και ιδιαίτερες επιδόσεις στην κοινωνικοπολιτική περιπέτεια. Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε τέσσερις από τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες με παρεμβατική γραφή στην πραγματικότητα: Γκας Βαν Σαντ, Σπάικ Λι, Άαρον Σόρκιν, Κλιντ Ίστγουντ.

 

 

Ο Γκας Βαν Σαντ

Ο Γκας Βαν Σαντ ξεκίνησε ως σκηνοθέτης του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου. Κατά συνέπεια, ακολούθησε τα βήματα της ευρηματικής και δροσερής, ανεξάρτητης σκηνής, που γνωρίζει καλά να αφηγείται φρέσκες ρεαλιστικές ιστορίες με νεύρο και στιβαρότητα αλλά και πρωτοτυπία και διάθεση ανανέωσης.

111 milk

Axon Films

Γκας Βαν Σαντ, Milk (2008). 

 

Το Milk ανήκει στην κατηγορία των ρεαλιστικά σκηνοθετημένων, προσιτών στο πλατύ κοινό μυθοπλασιών του Γκας Βαν Σαντ, μαζί με το συγγενές του Ο ξεχωριστός Ουίλ Χάντινγκ (1997), αλλά και τα πιο εμπορικά Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ (Finding Forrester, 2000) και Έτοιμη για όλα (To Die For, 1995). To Milk (2008) δεν είναι μια τυπική, αγιογραφικού τύπου βιογραφία ενός θετικού ήρωα. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη, συγκινητική ιστορία για έναν ειλικρινή, τολμηρό άνθρωπο που αγωνίστηκε για να τον σέβονται, πολύ απλά, γι’αυτό που ήταν· ένας πολιτικοποιημένος, ανοιχτά δηλωμένος ομοφυλόφιλος, στρατευμένος στην υπόθεση των δικαιωμάτων τους. Το φιλμ του Γκας Βαν Σαντ έχει καθαρή και τίμια σκέψη, συναίσθημα, χιούμορ, ειλικρίνεια, γενναιοδωρία, αγάπη και σεβασμό για τον πλησίον μας, γι’αυτό μας κερδίζει. Ο Σον Πεν δίνει μια υπέροχη ερμηνεία βασισμένη στις λεπτομέρειες, στις αποχρώσεις, στη συγκίνηση και στην αλήθεια του ήρωα αλλά και της υποκριτικής μεθόδου του. Ο σκηνοθέτης πλάθει και του αντιπαραθέτει άλλο ένα αληθινό, γνήσιο πρόσωπο, αυτό του δολοφόνου του, του συντηρητικού αντιπάλου του δημοτικού συμβούλου που, τελικά, τον σκοτώνει. Η ανθρωπιστική ποιότητα και η μυθοπλαστική ολοκλήρωση του Milk είναι υψηλού επιπέδου και συνεπαίρνουν με απλό τρόπο, γιατί μιλούν και στην καρδιά και στη νόηση του ώριμου θεατή.

Το Elephant, γυρισμένο το 2003, είναι το αριστούργημα του Γκας Βαν Σαντ και θα μείνει στην ιστορία του μοντέρνου κινηματογράφου. Ανήκει στην ενότητα των ταινιών του Γκας Βαν Σαντ (Paranoid Park, 2007, Last Days, 2005, Gerry, 2002) που πραγματεύονται με παγερό, μινιμαλιστικό τρόπο τα αδιέξοδα των νέων. Ένας κινηματογράφος της αποξένωσης από τους άλλους ανθρώπους, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι απόγονος της αντονιονικής ματιάς, εξειδικεύοντάς τη στους νέους (το έκανε κι ίδιος ο Αντονιόνι, με το Zabriskie Point και το Blow up). Ο Γκας Βαν Σαντ γίνεται αργότερα ακόμη πιο μοντέρνος, γιατί εδώ παραλλάσσει και πολλαπλασιάζει την αφηγηματική οπτική του, δηλαδή αφηγείται την ιστορία του, την επίθεση δύο οπλισμένων μαθητών στο λύκειό τους (βλέπε το μακελειό στο Columbine), από πολλές οπτικές γωνίες, πολλών προσώπων, θυμάτων ή θυτών. Η πολυπρόσωπη αφήγηση και το παράλληλο μοντάζ του έχουν πολλές ιδιομορφίες: Ο σκηνοθέτης δείχνει και ξαναδείχνει την ίδια σκηνή από διαφορετικές σκοπιές, από τη σκοπιά πολλών παρισταμένων, ξαναπιάνοντας τη σκηνή πολλές φορές απ’ την αρχή, κάνοντας δηλαδή πηδήματα στο χρόνο (η χρονική αφήγησή του δεν εξελίσσεται συνεχώς προς τα εμπρός και δεν είναι γραμμική). Στην ουσία κάνει συνεχή, μικρά άλματα στο χώρο και τον χρόνο, που είναι όμως ικανά να σε παραξενέψουν και να σε αποσταθεροποιήσουν… Καταρχήν, παρακολουθεί τα πρόσωπά του, τους μαθητές, με απανωτά τράβελινγκ που τους ακολουθούν (συχνά με την κάμερα πίσω από την πλάτη τους και άλλες φορές προπορευόμενη ή απ΄το πλάι). Συνολικά το σκηνοθετικό ύφος του είναι ψυχρό, μινιμαλιστικό, μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία εν κινήσει, πανέξυπνα χορογραφημένη, σε έναν χώρο αχανή, δαιδαλώδη, παγωμένο και αντισηπτικό, ένα λαβυρινθώδες λύκειο. Η πολυπρισματική αφήγηση σπάει και τον νατουραλισμό και την απλοϊκή πίστη στην κινηματογραφική αληθοφάνεια.

Αν και η ματιά του είναι εξωτερική, καταδείχνει τα προβλήματα των νέων: προβλήματα με τους γονείς, προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ τους (ή με τους καθηγητές), ανταγωνισμός και συγκρουσιακές σχέσεις των νέων (προσβάλλουν ή κοροϊδεύουν ορισμένους μεταξύ αυτών και τον ένα δολοφόνο, μέσ’ στην τάξη), δυσλειτουργίες στον ερωτικό τομέα, καταφυγή στη βία, εύκολη πρόσβαση στα όπλα (μέσω του ίντερνετ), επίδραση των βίαιων βιντεογκέιμ και των φασιστικών ιδεών.

 

111do the right thing

Universal

Σπάικ Λι, Κάνε το σωστό (1989)

 

Ο Σπάικ Λι

Το 1989, ο Σπάικ Λι γύρισε μια από τις καλύτερες ταινίες του, το Do the right thing (Κάνε το σωστό), μια σύνθετη προσέγγιση του φυλετικού ζητήματος στη ΝέαΥόρκη και, ειδικότερα, στη συνοικία που μεγάλωσε, το Μπρούκλιν. Ο Σπάικ Λι διασταυρώνει τις διαδρομές διαφορετικών φυλετικών ομάδων τις οποίες περιγράφει, των Αφροαμερικανών που πλειοψηφούν στη γειτονιά, των Ιταλοαμερικάνων, συγκεκριμένα μιας οικογένειας που έχει πιτσαρία, των λίγων φτωχών ντόπιων λευκών, των Πορτορικανών και άλλων ισπανόφωνων, και μερικών Κορεατών που κρατάνε ένα παντοπωλείο. Και οι πέντε φυλετικές ομάδες έχουν συχνές προστριβές μεταξύ τους, πότε πότε τσακώνονται για δευτερεύοντα θέματα. Τσακώνονται γιατί έχουν διαφορετικές συνήθειες και νοοτροπίες, διαφορετική εθνοτική κουλτούρα. Αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία όσους δεν ανήκουν στη φυλή τους, τους θεωρούν παράταιρους, κατώτερους, προβληματικούς κι αμφισβητήσιμους. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα τα πρόσωπα φωνάζουν, παραπονιούνται και μαλώνουν με όλους για προσωπικούς, επαγγελματικούς, ερωτικούς ή εργασιακούς λόγους και συγκροτούν υποομάδες ή παρέες στο πλαίσιο της φυλής τους...

Σε όλη την ταινία τον τόνο δίνουν οι μουσικές (ακούμε αδιάκοπα τον τοπικό ραδιοσταθμό μαύρης μουσικής), οι φωνές, οι προστριβές, τα παιχνίδια των παιδιών, τα φλερτ, το ραχάτι, κυρίως των μαύρων, και τα σούρτα φέρτα στη γειτονιά, κατακαλόκαιρο, μέσα στον καύσωνα, που έχει κάνει τους πάντες να απαυδήσουν και να εκνευρίζονται.  Γι’ αυτό αρκεί μια σπίθα για να πάρει κυριολεκτικά  φωτιά όλη η γειτονιά, να σκοτωθεί ένας μαύρος ο οποίος πηγαινοέρχεται με ένα τεράστιο κασετόφωνο που παίζει δυνατά το “Fight the power” των Public Εnemy και να λεηλατηθεί και να πυρποληθεί η ιταλική πιτσαρία από τους μαύρους. Η βάση για να γίνει η ολέθρια και καταστροφική έκρηξη είναι οι διαφορές αντίληψης και ηθών, που σπέρνουν την αντιπάθεια μεταξύ Ιταλοαμερικανών και μαύρων. Οι αφορμές, που ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους και παίρνουν υπέρμετρες διαστάσεις, είναι η πολύ δυνατή ραπ μουσική που παίζει το μεγάλο κασετόφωνο και το αίτημα ενός Αφροαμερικανού να τοποθετηθούν στον εσωτερικό τοίχο της πιτσαρίας όχι μόνο φωτογραφίες διάσημων Ιταλοαμερικανών αλλά και πετυχημένων Αφροαμερικανών. Επειδή η κάθε πλευρά δεν κάνει καθόλου πίσω, αλλά αντίθετα τεντώνει υπερβολικά το σκοινί, δεν αργούν να πιαστούν στα χέρια και να πλακωθούν γερά στο ξύλο. Όταν, όμως, καταφθάνουν οι αστυνομικοί, παίρνουν το μέρος των λευκών Ιταλοαμερικανών και χτυπούν και πνίγουν μέχρι θανάτου τον μαύρο νεαρό με το κασετόφωνο. Οι καταστροφές, ο εμπρησμός και η λεηλασία είναι αναπόφευκτη: η απάντηση είναι η εκδίκηση για το φόνο του νεαρού Αφροαμερικανού. Η έκβαση αυτή αποτελεί μια μικρογραφία των γεγονότων που έγιναν τον Μάιο του 2020, του φόνου από αστυνομικό του μαύρου Τζορτζ Φλόιντ και την επακόλουθη εξέγερση και διαμαρτυρία που συνοδεύτηκε από βανδαλισμούς.

Ο Σπάικ Λι δημιουργεί μια υπέροχη, πολύχρωμη, ολοζώντανη τοιχογραφία, όλο νεύρο, δυναμισμό, χιούμορ και κέφι. Εκπληκτική, θερμή φωτογραφία, με πυκνά, «παχύρευστα» και δυνατά χρώματα, ζωντανή κι εντυπωσιακή σκηνογραφία που σου εντυπώνεται. Η εικόνα του Σπάικ Λι σου επιβάλλεται, σε υποβάλλει και σε μαγεύει.

Μα κι ο περίπλοκος προβληματισμός του δεν πάει πίσω σε ενάργεια και ένταση. Θέτει, σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης της μυθοπλασίας, τα ερωτήματα που τριβελίζουν το μυαλό του κατάπληκτου θεατή και διατυπώνονται υποδειγματικά, στο τέλος του φιλμ, με τα λόγια των δυο ηγετών του μαύρου κινήματος: του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Μάλκολμ Χ: Ποιος είναι ο σωστός δρόμος, ποια η σωστή μέθοδος; Διαμαρτυρία με ειρηνικά μέσα (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) ή ακόμη και με τη χρήση επαναστατικής βίας (Μάλκολμ Χ); Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι και οι δύο πολιτικοί ηγέτες των μαύρων δολοφονήθηκαν, ο πρώτος από φασίστες ρατσιστές και ο δεύτερος ίσως από την πλευρά μιας αντίπαλης φράξιας της «μουσουλμανικής αδελφότητας», κάτι που δεν έχει επαληθευτεί οριστικά.  

 

111diki 7

Netflix

Άαρον Σόρκιν, Η Δίκη των 7 του Σικάγου (2020)

 

O Άαρον Σόρκιν

Η Δίκη των 7 του Σικάγου (2020) του έμπειρου σεναριογράφου (κατόχου του Όσκαρ σεναρίου για το The social network) και νέου σκηνοθέτη Άαρον Σόρκιν, είναι η δεύτερη ταινία που σκηνοθέτησε. Διακρίνεται για την ένταση και τη συγκίνηση που ανέδυε, για την αγωνιστική δύναμή της (την τόσο στρεβλωμένη και παρεξηγημένη σήμερα που οι διαδηλώσεις γίνονται ενίοτε για ψύλλου πήδημα ή σχεδόν για πλάκα ή για λάθος λόγους). Αξιόλογη είναι και η πλοκή, η δικαστική ίντριγκα με άξονα μια κρίσιμη πολιτική δίκη, στημένη από την κυβέρνηση Νίξον και τα όργανά της. Η παρουσίαση της εποχής γίνεται ολοζώντανα και μάλιστα δεν λείπουν το χιούμορ, η μουσική ροκ, οι ατομικές αναζητήσεις στον τομέα της underground κουλτούρας και της ελεύθερης ερωτικής διάθεσης των αντισυμβατικών νέων, κατά τη διάρκεια των συναυλιών και των συγκεντρώσεων. Παρακολουθούμε τη γλαφυρή περιγραφή του αγώνα των νεαρών ειρηνιστών, φοιτητών ή πολιτικοποιημένων μαύρων και της άθλιας, καθοδηγούμενης, κυβερνητικής - κρατικής συνωμοσίας και παρωδίας δίκης ώστε να ενοχοποιηθούν ορισμένοι ριζοσπάστες και liberal ηγέτες της τότε σπουδάζουσας νεολαίας (της οργάνωσης “Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία", Students for a Democratic Society, SDS) ή της αμερικανικής Νέας Αριστεράς, οι οποίοι δημιούργησαν το Youth International Party, YIP) ή των Μαύρων Πανθήρων (BPP), που όλοι πρωτοστατούσαν στον αντιπολεμικό αγώνα εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ. Επρόκειτο για μορφές της αμερικανικής αντικουλτούρας και του underground πολιτικού κινήματος. Το 1968 ήταν χρονιά προεδρικών εκλογών για τις ΗΠΑ και μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων, όπως ήταν και το 2020 που το φιλμ βγήκε στις αίθουσες. Το 1968 εξελέγη πρόεδρος ο δεξιός Νίξον, τον Νοέμβριο του 2020 δεν επανεξελέγη ο αυταρχικός, ρατσιστής και σεξιστής, λαϊκιστής παλιάτσος Τραμπ. Οι εικόνες καταστολής των διαδηλωτών από την αστυνομία στην ταινία παραπέμπουν στη σημερινή, ανεξέλεγκτη καταπίεση που ασκεί η αστυνομία του Τραμπ. Η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης θυμίζει πάλι Τραμπ και άλλες ασεβείς προς τη δημοκρατία, σύγχρονες βρώμικες κυβερνήσεις.

Το φιλμ αφηγείται, αναδρομικά, την περίφημη, μεγάλη διαδήλωση προς το Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 1968 στο Σικάγο, που θα εξέλεγε τον πρώην αντιπρόεδρο του Λύντον Τζόνσον, μη ειρηνόφιλο Χ. Χάμφρεϊ, επικεφαλής του κόμματος (κόμμα το οποίο είχε βαριές ευθύνες για την κλιμάκωση του πολέμου επί προεδρίαςΤζόνσον).

Η ταινία, διασκεδαστική, μαχητική και σκωπτική, περιγράφει αδρά κι αποτελεσματικά τα γεγονότα, τις πορείες, τα ενορχηστρωμένα επεισόδια και τους ξυλοδαρμούς των ειρηνιστών και των νέων. Ο Σόρκιν φτιάχνει πάλι μια πολιτική ιστορία όπου, όμως, ο λαός και οι συλλογικότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Το φιλμ του μας φέρνει στο νου ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο της  non-fiction novel και της “νέας δημοσιογραφίας” στην αμερικανική πεζογραφία, για μια άλλη, καθοριστική και μεγάλη διαδήλωση εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, Οι στρατιές της νύχτας του σπουδαίου Νόρμαν Μέιλερ, που αναφέρεται στην επεισοδιακή πορεία του 1967, ένα χρόνο πριν από αυτή που περιγράφει στη Δίκη των 7 του Σικάγο, ο Σόρκιν.

Ο σεναριογράφος–σκηνοθέτης μάς εκθέτει με πολύ χρώμα και σπιρτάδα τους χαρακτήρες όσων πρωτοστάτησαν στη δίκη, νεαρών επαναστατών και νομικών. Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν εξαιτίας του εγκάθετου δικαστή (φοβερός ο Φρανκ Λανγκέλα). Όμως στο Εφετείο αθωώθηκαν. Ο Άμπι Χόφμαν (που τον υποδύεται έξοχα ο Σάσα Μπάρον Κοέν), αντιπολεμικός και αντιρατσιστής, ελευθεριακός ακτιβιστής, οικολόγος, μια εποχή στην παρανομία με ψευδώνυμο, περφόρμερ, κωμικός και ηγέτης του YIP (εξ ου και “yippie”, όχι hippie, και βέβαια καθόλου yuppie, γιάπης), πέθανε στα 53 του μετά από μεγάλη ταλαιπωρία λόγω των διώξεών του, από overdose, ορισμένοι λένε αοτοκτόνησε, εξουθενωμένος. O Τομ Χέιντεν (τον υποδύεται πειστικά ο οσκαρούχος Μ. Ράιλαντς), ειρηνιστής αντιπολεμικός ακτιβιστής, ηγέτης του SDS, αφού παντρεύτηκε την Τζέιν Φόντα, εξελέγη στη Βουλή και τη Γερουσία της Καλιφόρνια και πέθανε στα 77 του, με αναγνώριση και σεβασμό προς την πολυετή και πολύμορφη, προοδευτική πολιτική δράση του. Ο Τζέρι Ρούμπιν, ο έτερος ηγέτης του YIP, ακτιβιστής εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ και υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ελεύθερης έκφρασης, έγινε συγγραφέας και αργότερα καινοτόμος επιχειρηματίας, και σκοτώθηκε στο δρόμο από μια διερχόμενη μοτοσικλέτα, στα 56 του. Ο Μπόμπι Σιλ (Yahya Abdul-Mateen II), ιδρυτής και ηγέτης των Μαύρων Πανθήρων, που φιμώθηκε και δέθηκε στη θέση του σύμφωνα με την εντολή του προέδρου του δικαστηρίου επειδή διαμαρτυρόταν και έβριζε γιατί στερείτο δικηγόρου, συνέχισε επί μακρόν να αγωνίζεται, ενίοτε διωκόμενος, για τα δικαιώματα και τη μόρφωση των μαύρων κι εναντίον των φυλετικών διακρίσεων.

 

 

O Κλιντ Ίστγουντ

Με το Σκοτεινό ποτάμι (2003), ο Κλιντ Ίστγουντ μπαίνει πια καθαρά στην πιο κοινωνική ενότητα του έργου του. Τον απασχολούν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα της αμερικανικής κοινωνίας με ηθικές ή πολιτικές προεκτάσεις. Ο Ίστγουντ πιστεύει πως μπορούμε να υλοποιήσουμε, αγωνιζόμενοι σύμφωνα με τα ιδανικά μας, το αισιόδοξο και καρποφόρο, φιλελεύθερο και δημοκρατικό (όχι με την έννοια της πολιτικής του Δημοκρατικού Κόμματος) κοινωνικό αμερικάνικο όνειρο. Από τα τελευταία έργα του να σημειώσουμε ακόμη το γενναιόψυχο, κριτικό, πολύ ανθρώπινο κι ανθρωπιστικό Sully (2016) και το αντιρατσιστικό και σκωπτικό Gran Torino (2008), στα οποία  πρωταγωνιστεί, σπαρταριστός, ο ίδιος ο αειθαλής δημιουργός–ηθοποιός. Αναφέρουμε το επίσης αντιρατσιστικό Ανίκητος για τη Νότια Αφρική (2009) και το απομυθοποιητικό J. Edgar (2011) για τον Χούβερ, αμφιλεγόμενο διευθυντή του FBI.

Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ, του κλασικού πλέον σκηνοθέτη Κλιντ Ίστγουντ, καταπιάνεται με την (κωμικο)τραγική ιστορία ενός χοντρού, καλοπροαίρετου και πατριώτη σεκιουριτά (ευαίσθητη κι εκφραστική, λεπτών αποχρώσεων η ερμηνεία του Πολ Γουόλτερ Χάουζερ), που η ασίγαστη επιθυμία του είναι να γίνει αστυνομικός για να προστατεύει τους ανθρώπους από το κακό, την εγκληματικότητα και τα δεινά, και πιστεύει ακράδαντα στην παροχή υπηρεσιών προστασίας σε όλους τους πολίτες και στην τάξη και την ασφάλεια.

Ο Ρίτσαρντ Τζούελ ήταν αυτός που ανακάλυψε τη βόμβα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1966, κρυμμένη κάπου στο χώρο των αγώνων και των εορταστικών εκδηλώσεων. Πρόλαβε μάλιστα να απομακρύνει πολύ κόσμο, με δυο λόγια υπήρξε δηλαδή ένας τυπικός ανώνυμος ήρωας της αμερικανικής κοινωνίας. Δεν πέρασαν όμως παρά λίγες μέρες επευφημιών και συγχαρητηρίων στον καλοκάγαθο χοντρούλη και τα πράγματα αντιστράφηκαν πλήρως, εξαιτίας μιας πονηρής, ανενδοίαστης δημοσιογράφου (η σπιρτόζα, αισθησιακή Ολίβια Γουάιλντ) και ενός ξεροκέφαλου και χοντροκέφαλου αξιωματικού του FBI (Τζον Χαμ), που τον μετέτρεψαν στον υπ’ αριθμόν ένα ύποπτο. Δίπλα του θα σταθούν υποστηρικτικοί και θα του συμπαρασταθούν ενεργά η μητέρα του (η πειστική, συγκινητική Κάθι Μπέιτς) και ο πολυμήχανος, δραστήριος κι αμφισβητίας δικηγόρος του (λαμπρός, δαιμόνιος και σπινθηροβόλος ο Σαμ Ρόκγουελ).

Πέρα από τις σκηνοθετικές αρετές της, τη γνωστή, καθιερωμένη πλέον, κλασική φόρμα, το ρεαλιστικό στυλ ακριβείας, δύναμης, αφηγηματικής ευρωστίας και πειθούς του Ίστγουντ, μεγάλη αξία προσδίδουν στο φιλμ και άλλα χαρακτηριστικά: η ευρεία κριτική της αμερικανικής κοινωνίας και των συντεταγμένων της, ευρεία με την έννοια πως το φιλμ κριτικάρει και αμφισβητεί ένα μεγάλο πεδίο λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας, από την προβληματική και καταπιεστική υπόσταση των αμερικανικών θεσμών ασφαλείας, του FBI και της αστυνομίας της Ατλάντα, έως τον κιτρινισμό και τον ύποπτο, βρώμικο και κερδοσκοπικό ρόλο των ΜΜΕ. Το φιλμ κρίνει, επίσης, τον σχηματικό, αφελή κι ευκολόπιστο τρόπο σκέψης του μέσου Αμερικανού και την απλουστευτική, χοντροκομμένη ιδεολογία και κοσμοαντίληψή του. Ο Κλιντ Ίστγουντ υπογραμμίζει με έμφαση τον κωμικοτραγικό χαρακτήρα του απλοϊκού Ρίτσαρντ Τζούελ και, κυρίως, την αντίφαση του γεγονότος πως οι κρατικοί θεσμοί ασφαλείας στοχοποιούν, αυθαίρετα, έναν πονόψυχο και γενναιόδωρο ανθρωπάκο που πιστεύει τυφλά στο νόμο και όχι έναν σκεπτικιστή ή αμφισβητία (όπως τον δικηγόρο του, που από τη μία αυτός και από την άλλη τα αδιάσειστα συμβάντα, τελικά ανοίγουν τα μάτια του Τζούελ σχετικά με το δήθεν αδιάβλητο των αστυνομικών μηχανισμών).

Αυτή η κραυγαλέα και σπαρακτική αντίφαση είναι, νομίζουμε, όλα τα λεφτά: Ένας ανοιχτόκαρδος τυπάκος που πιστεύει στο νόμο και στην τάξη, μετατρέπεται σε θύμα τους, υποφέρει κι αυτός κι η οικογένειά του τα πάνδεινα, δυσφημείται, προπηλακίζεται και διασύρεται σε όλα τα ΜΜΕ ως αισχρός, επικίνδυνος κι ύπουλος παραβάτης του Νόμου, ως (ακροδεξιός) τρομοκράτης!...

 

 

 

Θόδωρος Σούμας

Συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου, αρθρογράφος και δοκιμιογράφος. Έχει γράψει 10 βιβλία, πολλές κινηματογραφικές κριτικές, βιβλιοκριτικές, πολιτικά και ιδεολογικοκοινωνικά  άρθρα και άρθρα για το μπάσκετ. Τα τελευταία 5 βιβλία του είναι: Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή (2019), Κινηματογραφικοί δημιουργοί (2021), Ο Βασίλης -ψευδώνυμο Γιάννης- στην αριστερά (1971-2008) (2023), Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες (συμπληρωμένη κι αναθεωρημένη έκδοση, 2023), Παράλογοι συνήθεις πόθοι (2024).

 
 

 

 

Σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου. Βιβλία του: Κινηματογράφος και σεξουαλικότητα-ερωτισμός (1983), Έρωτας, ψυχολογία και αισθητική στο χολλυγουντιανό σινεμά (1992), 12 Ευρωπαίοι σκηνοθέτες (1999), Η Κλαίρη και η θάλασσα (2001), Κινηματογράφος και έρωτας (2005), Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες (2009).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.