Ο Πόλεμος των Άστρων γεννήθηκε τη δεκαετία του 1970 στο μυαλό του Τζορτζ Λούκας, σαν ένα b-movie επιστημονικής φαντασίας που θα συνδύαζε την αγάπη του δημιουργού του για τις ιαπωνικές ταινίες με σαμουράι, τα γουέστερν και βέβαια το ίδιο το sci-fi. Το πώς κατέληξε ο γαλαξίας που οραματίστηκε ο Λούκας να μετατραπεί στο πιο συναρπαστικό, αλλά και καλλιτεχνικά καταξιωμένο, franchise στην ιστορία του Χόλιγουντ είναι μια μεγάλη ιστορία. Με δύο σίκουελ στην αρχική ταινία (Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται και Η Επιστροφή των Τζεντάι) να ολοκληρώνουν μια εκπληκτική τριλογία, ο Λούκας παραλίγο να διαλύσει τα πάντα με μια δεύτερη τριλογία, που λειτούργησε σαν πρίκουελ της πρώτης και κυκλοφόρησε το διάστημα 1999-2005. Με εξαίρεση το εν μέρει επιτυχημένο τρίτο μέρος αυτής της τριλογίας, έχουμε να κάνουμε με έναν ορυμαγδό άχρηστων οπτικών εφέ, που αποσκοπούν μόνο στον φτηνό εντυπωσιασμό. Όταν, μια δεκαετία περίπου αργότερα, και κάτω από τη στέγη της Disney, ανακοινώθηκε η αναβίωση της σειράς, με σίκουελ της Επιστροφής των Τζεντάι, ο ενθουσιασμός ήταν αναμφισβήτητος, αλλά σκιαζόταν από την αποτυχία της δεύτερης τριλογίας. Παρ' όλα αυτά, ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς, σκηνοθέτης της νέας ταινίας, τα κατάφερε: σεβόμενος απόλυτα την παράδοση και τους χαρακτήρες, ανανέωσε τη μυθολογία, έφερε νέους συναρπαστικούς χαρακτήρες, εμβάθυνε στους παλιούς και έθεσε τα θεμέλια για τη φρενίτιδα που ακολούθησε. Πλέον είμαστε σε θέση να απολαμβάνουμε μία ταινία το χρόνο με τους μέχρι τώρα σταθμούς να είναι οι εξής: RogueOne(2016), spin-off που μας δείχνει πώς κλάπηκαν τα σχέδια του Άστρου του Θανάτου (από εκεί ξεκινούσε η πρώτη πρώτη ταινία), Επεισόδιο 8: Οι Τελευταίοι Τζεντάι (2017), το αριστουργηματικό φιλμ που παρέδωσε ο Ράιαν Τζόνσον πέρυσι και, τώρα πια, το Σόλο, που μας αφηγείται τις περιπέτειες του Χαν Σόλο πριν από τα γεγονότα των αρχικών ταινιών. Η ταινία του Ρον Χάουαρντ, ενός άνισου και μάλλον απρόσωπου σκηνοθέτη που έχει ανεξήγητα βραβευθεί δύο φορές με Όσκαρ, χωρίς να πρωτοτυπεί ή να στέκεται δίπλα στα κανονικά "Επεισόδια" της σειράς, αποτελεί μια καλή ευκαιρία να γνωριστούμε βαθύτερα με έναν από τους πιο επιτυχημένους χαρακτήρες.
Το σενάριο που υπέγραψαν από κοινού οι Λόρενς και Τζέικ Κάσνταν, έμπειροι στο σύμπαν του Πολέμου των Άστρων, είναι τυπικής χολιγουντιανής συνταγής, αποτελεσματικότατα εκτελεσμένης. Ο χαρακτήρας που πήρε σάρκα και οστά με τη μορφή του Χάρισον Φορντ και αγαπήθηκε όσο λίγοι στο σύμπαν της σειράς αναμφίβολα δικαιούνταν τη δική του ταινία. Μετά την απόλυση των αρχικών σκηνοθετών, Φιλ Λορντ και Κρίστοφερ Μίλερ, λόγω καλλιτεχνικών διαφωνιών με το στούντιο, τη θέση τους πήρε ο Ρον Χάουαρντ, ένας σκηνοθέτης που χαίρει της εμπιστοσύνης των παραγωγών, απλούστατα, επειδή δεν έχει προσωπικό όραμα. Ένας bythebook ικανός διεκπεραιωτής, που ποτέ δεν θα προβληματιστεί με τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Αυτό είναι και το κυριότερο ελάττωμα μιας ταινίας που πάσχει από ρυθμό και σασπένς, μιας και από την πρώτη ώς την τελευταία στιγμή δεν υπάρχει ενότητα ύφους. Στο αμήχανο πρώτο 40λεπτο, το Σόλο θυμίζει επικίνδυνα FastandFurious, αν και στη συνέχεια βρίσκει κάπως τα πατήματά του και αναμφίβολα αυξάνει το ενδιαφέρον προοδευτικά. Επιτυχημένη και η επιλογή του Άλντερν Ερενράιχ στο ρόλο του κεντρικού ήρωα. Ο 29χρονος ηθοποιός κατορθώνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός χαρακτήρα που τον έχει αγκαλιάσει η ποπ κουλτούρα.
Το Σόλο, περισσότερο από τις κανονικές ταινίες της σειράς αλλά και από το έτερο spin-off, το RogueOne, είναι μια ταινία φτιαγμένη για το ευρύ κοινό. Έχει ξεκάθαρη στόχευση στα ταμεία και αυτό ακριβώς έχει στο νου του ο Χάουαρντ όταν στήνει κάθε σκηνή. Δεν ενδιαφέρεται να δώσει στην ιστορία του περισσότερες της μίας διαστάσεις, όπως έκαναν ο Λούκας, ο Κέρσνερ (Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται), ο Έιμπραμς ή ο Τζόνσον. Κάθε πλάνο είναι αυτό που βλέπεις, δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ή αλληγορίες. Συγχρόνως, ελάχιστες σκηνές είναι γυρισμένες με αισθητικά άρτιο τρόπο, ενώ οι σκηνές δράσης αποσκοπούν ξεκάθαρα στον εντυπωσιασμό, με μοναδική εξαίρεση τη ληστεία του κοαξίου και την απόδραση, που είναι φιλμαρισμένες με κάποια εικαστική ευαισθησία. Όλες οι υπόλοιπες σκηνές μάχης διαθέτουν έναν οχετό εικόνων, τις οποίες ο αμφιβληστροειδής δυσκολεύεται να εξετάσει επαρκώς.
Αλλά κάπου εδώ ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε στην ταινία και προτερήματα. Ο χαρακτήρας του Χαν Σόλο διευρύνεται σχετικά χάρη στο προσεγμένο σενάριο των Κάσνταν, μαθαίνουμε πράγματα για τα οποία είχαμε απορίες και συγχρόνως καταλαβαίνουμε κάτω από ποιες συνθήκες γεννήθηκε το κίνημα της Αντίστασης. Ο Τσουμπάκα, το Μιλένιουμ Φάλκον και ο Λάντο Καλρίζιαν (Ντάνι Γκλόβερ) είναι στοιχεία που αγαπήθηκαν στις άλλες ταινίες, οπότε μας είναι ευχάριστη η επιστροφή τους σε αυτό το φιλμ.
Επιπλέον, πρέπει να αναγνωρίσουμε στην ταινία το χιούμορ της, που την προφυλάσσει από τη σοβαροφάνεια. Ο Χαν Σόλο ήταν ανέκαθεν ένας χαρακτήρας που διακρινόταν για το χιούμορ και τον κυνισμό του, οπότε η ταινία που θα ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά σε αυτόν δεν θα μπορούσε να μην υπηρετεί πιστά τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Ακόμα και οι πιο σοβαρές σκηνές υποσκάπτονται από ένα λεπτό, καλόγουστο χιούμορ που δημιουργεί καλή ισορροπία.
Συνοψίζοντας, το Σόλο είναι μια ταινία με την οποία θα περάσει καλά τόσο ένας φαν του Πολέμου των Άστρων, όσο και κάποιος που δεν έχει ξαναδεί καμία ταινία. Δεν είναι ακριβώς αυτό που θα θέλαμε για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, εν τούτοις πρέπει να ξέρουμε και τι ζητάμε από ένα φιλμ το οποίο έχει ξεκάθαρα διατυπωμένες τις προθέσεις του. Και μακάρι όλα τα μπλοκμπάστερ να είχαν τις αρετές που σίγουρα έχει το Σόλο.