Το είδος του κινηματογραφικού τρόμου, αφού γνώρισε μια σημαντική άνθιση στη δεκαετία του 1970 και, κάπως λιγότερο, σε αυτήν του 1980, περιέπεσε σε φάση παρακμής στις επόμενες δύο δεκαετίες, με ταινίες που στην πλειοψηφία τους αναμασούσαν κλισέ και συνταγές για φτηνές ανατριχίλες που όσο εύκολα προκαλούνταν τόσο εύκολα ξεχνιούνταν. Η υπερεκτιμημένη σειρά ταινιών "Σε Βλέπω" είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ωστόσο, τα τελευταία λίγα χρόνια, το είδος φαίνεται να ανθεί ξανά στο αμερικανικό σινεμά, με ταινίες όπως οι "Σε Ακολουθεί", "Η Πρόσκληση", "Η Μάγισσα", "Τρέξε", "Το Αυτό". Μάλιστα, ο μεγάλος αριθμών καλών ταινιών τρόμου που αναμένεται να κυκλοφορήσουν στις αίθουσες μέσα στο 2018 έχουν κάνει ήδη τους κριτικούς να μιλούν για τη "χρονιά του τρόμου". Το ερώτημα είναι, αυτές οι ταινίες προσφέρουν όντως κάτι φρέσκο και πρωτότυπο σε ένα φιλμικό είδος που φαίνεται να έχει εξαντλήσει τους χυμούς του; Στην περίπτωση, τουλάχιστον, της εν λόγω ταινίας του Τζον Κραζίνσκι, η απάντηση είναι θετική. Μολονότι η ταινία συχνά - πυκνά καταφεύγει σε εύκολα jumpscares, το εύρημα της απόλυτης ησυχίας που περιορίζει το διάλογο στα απολύτως απαραίτητα και αυξάνει την εκφραστική δύναμη της εικόνας δίνει τη δυνατότητα στον Κραζίνσκι να παράγει στιγμές γνήσιου οπτικού τρόμου, βασισμένου στο σασπένς και την ατμόσφαιρα. Αυτό, πρέπει να το παραδεχτούμε, δεν το πετυχαίνουν πια εύκολα οι ταινίες του είδους.
Έξυπνα, ο Κραζίνσκι (επίσης πρωταγωνιστής, συν-σεναριογράφος και συμπαραγωγός) δομεί το σενάριό του πάνω στη δράση και στους χαρακτήρες. Είναι σαφής η προσπάθεια να περιοριστεί η παρουσία τους διαλόγου όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη φράση που ακούγεται δυνατά και καθαρά βρίσκεται περίπου στο 50ό λεπτό. Η σκηνοθεσία του, προσεκτική και απέριττη, δεν καταφεύγει σε προβλέψιμες λύσεις και εφετζίδικες ανατριχίλες (συγχωρητέες εξαιρέσεις οι προαναφερθείσες χρήσεις jumpscare). Η κάμερά του κινείται πάντα με άξονα τα συναισθήματα των χαρακτήρων και τις καταστάσεις. Όταν ο Κραζίνσκι θέλει να υποβάλλει την ιδέα πως οι ήρωές του βρίσκονται απροστάτευτοι, εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, ένα τράβελινγκ πίσω, με τους ηθοποιούς στο κέντρο του κάδρου, δίνοντας την αίσθηση πως οι χαρακτήρες είναι μόνοι τους, εντελώς αβοήθητοι. Σημαντική είναι και η βοήθεια που του προσφέρουν οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με κυριότερη τη συμπρωταγωνίστρια και γυναίκα του στην πραγματικότητα Έμιλι Μπλαντ, η οποία για άλλη μια φορά δίνει σάρκα και οστά σε έναν όχι ιδιαίτερα ξεχωριστό χαρακτήρα. Βέβαια, την παράσταση κλέβει ο ίδιος ο Κραζίνσκι, που θα λέγαμε ότι είναι ο πιο εκφραστικός από όλους τους πρωταγωνιστές.
Βέβαια, η ταινία δεν έχει μόνο προτερήματα. Ο Κραζίνσκι έχει μεν όραμα και την ικανότητα να το μεταδίδει σε ένα ευρύ αριθμητικά κοινό. Αυτό, όμως, εμπεριέχει τον κίνδυνο να καταστεί η ταινία απλοϊκή και τα μηνύματα που θέλει να περάσει υπερβολικά εύληπτα, σχεδόν πομπώδη. Αυτή την παγίδα δεν την αποφεύγει πάντοτε η ταινία, που ναι μεν έχει έναν προβληματισμό και κάποια καίρια σχόλια για τη σύγχρονη οικογένεια, όμως δίνει την εντύπωση ότι διστάζει να εμβαθύνει σε αυτά. Δεν μπορούμε να πούμε ότι διακρίνουμε σε αυτό το φιλμ όσα επίπεδα ανάγνωσης θα θέλαμε (θυμηθείτε τις ταινίες τρόμου του Κάρπεντερ στη δεκαετία του '70 ή τη "Λάμψη" του Κιούμπρικ), ενώ, με εξαίρεση το φινάλε, δε φαίνεται η ταινία να έχει στόχο τη διατύπωση ερωτημάτων και την πυροδότηση προβληματισμών, αλλά το πέρασμα ενός ξεκάθαρου μηνύματος. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και μόνο το γεγονός πως ένα χολιγουντιανό στούντιο (και μάλιστα με επικεφαλής τον Μάικλ Μπέι) αποφάσισε να εγκρίνει το σενάριο μιας σχεδόν βωβής ταινίας εν έτει 2017 είναι αξιοσημείωτο και ίσως δε θα έπρεπε να ζητάμε πολλά περισσότερα.
Κάτι ακόμα στο οποίο δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα η ταινία είναι οι χαρακτήρες της. Προς το τέλος μόνο συναντάμε μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη του, η οποία θα ήταν επαρκής εάν δε λυνόταν με έναν τρόπο ελαφρώς κοινότοπο και προβλέψιμο. Από την άλλη, το φιλμ καταφέρνει να σκιαγραφήσει σωστά τη στάση των χαρακτήρων απέναντι στις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν, θυμίζοντας στο σημείο αυτό τις ταινίες με ζόμπι του Τζορτζ Ρομέρο (από τις οποίες πολύ πιθανόν να εμπνεύστηκε ο Κραζίνσκι την πρώτη σκηνή της ταινίας του).
Στα θετικά της ταινίας πρέπει να συμπεριλάβουμε την αποφυγή της σοβαροφάνειας που συναντάμε στις ταινίες ενός Τζέιμς Γουάν ή της ελαφρότητας που βρίσκουμε σε ταινίες τρόμου που ξεκινούν ως παρωδίες άλλων ταινιών και καταλήγουν παρωδίες του εαυτού τους ("Scary Movie"). Ο Κραζίνσκι ξέρει καλά να ισορροπεί τον τρόμο με την ανθρωπιά και τα γνήσια συναισθήματα. Πριν και μετά από κάθε ανατριχιαστική σκηνή, τοποθετεί μια τρυφερή σκηνή, ένα ευχάριστο στιγμιότυπο που χαλαρώνει την ένταση και προσφέρει ανάσες στο κοινό πριν την επόμενη σκηνή τρόμου. Χωρίς, ωστόσο, να γίνεται γλυκερός ούτε λεπτό, ούτε καν στη σκηνή που οι δύο σύζυγοι χορεύουν ακούγοντας μουσική από ακουστικά.
Αναμφίβολα στη μνήμη μένουν οι δύο πρώτες σκηνές της ταινίας, όπου ο Κραζίνσκι προσφέρει ένα ισχυρό σοκ από την αρχή, καθηλώνοντας με άνεση το κοινό του. Το "Ένα Ήσυχο Μέρος", τρίτη σκηνοθετική δουλειά του 39χρονου Τζον Κραζίνσκι (και πρώτη του απόπειρα στο είδος του τρόμου) είναι μια καλή ταινία, που δίνει ελπίδες για το μέλλον του δημιουργού της καθώς και του είδους που υπηρετεί και το οποίο, όπως αποδεικνύεται, δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη.
Α! Και κάτι προσωπικό...μπαίνοντας στην κινηματογραφική αίθουσα όπου παιζόταν η ταινία και παίρνοντας τη θέση μου, όπως πάντα, στο όγδοο κάθισμα της τρίτης σειράς, ακούω πίσω μου, ένα ολοφάνερα αναστατωμένο κορίτσι γύρω στα 10 να ενημερώνει τη μητέρα του πως "έφυγε η Αλεξάνδρα από το power of love". Κι αναρωτιέμαι, άνθρωποι που μεγαλώνουν με "poweroflove", τι είδους σινεμά μαθαίνουν να βλέπουν; Ωφελούν οι προσπάθειες του Κραζίνσκι να φτιάξει μια ουσιαστική ταινία; Θέλω να ελπίζω πως ναι. Αλλιώς, τι αντίλογος θα υπάρχει; Αν το σκεφτείτε, το ενδεχόμενο να υπάρχουν μόνο θεάματα σαν το "poweroflove" είναι πιο τρομακτικό από κάθε σκηνή της ταινίας.