Σύνδεση συνδρομητών

Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού

Δευτέρα, 26 Μαρτίου 2018 14:53
Σκηνή από το "Σπόρο", την ταρκοφσκικού κλίματος νέας ταινίας του Σεμίχ  Καπλάνογλου.
Kaplan Film
Σκηνή από το "Σπόρο", την ταρκοφσκικού κλίματος νέας ταινίας του Σεμίχ Καπλάνογλου.

Σπόρος (Grain). Ασπρόμαυρη δραματική ταινία τουρκικής, γαλλικής και γερμανικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Σεμίχ  Καπλάνογλου. Παίζουν: Ζαν Μαρκ Μπαρ, Ερμίν Μπράβο, Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν, Κριστίνα Φλουτούρ. Διανομή: AMA FILMS. Διάρκεια: 123΄

Ο  Έρολ  Έριν (Ζαν - Μαρκ  Μπαρ)  είναι  ένας  καθηγητής  βιολογίας, ο  οποίος  ζει  σε  έναν  μετα-αποκαλυπτικό, δυστοπικό  κόσμο. Στον  κόσμο  αυτόν, οι  επιζώντες  από  τη  μεγάλη  καταστροφική  Φωτιά  βρίσκονται  διαχωρισμένοι  ανάμεσα  στα  κατάλοιπα  των  πόλεων  και  στις  λεγόμενες  Νεκρές  Ζώνες. Στις  τελευταίες, οι  αρρώστιες  και  η  πείνα  θερίζουν  τους  πρόσφυγες, σκοτώνοντάς  τους  κατά  ορδές. Συγχρόνως, μεγάλοι  εταιρικοί  συνεταιρισμοί  ελέγχουν  οικονομικά  τους  φτωχούς  κατοίκους  τους.

Μιλώντας  για  τον  Σπόρο, τη  νέα  ταινία  του  αξιόλογου  Τούρκου  σκηνοθέτη  Σεμίχ  Καπλάνογλου, επτά  χρόνια  μετά  το  Μέλι, πρέπει  να  αρχίσουμε  οπωσδήποτε  από  την  αισθητική  πλευρά  του  έργου. Ο  Σπόρος είναι  μια  εικαστικά  μεγαλοπρεπής, αισθητικά  αψεγάδιαστη  δημιουργία, γεμάτη  πανέμορφα  κάδρα, που  όμοιά  τους  μόνο  στη  μεγάλη  οθόνη  οφείλουμε  να  βλέπουμε  και  που  το  τουρκικό  σινεμά  μας  δίνει  συχνά (θυμίζουμε  τις  ταινίες  του  Νουρί  Μπιλγκέ  Τζεϊλάν). Ο  συμβολισμός  της  εικόνας, διάχυτος  σε  κάθε  πλάνο  του  Καπλάνογλου, φορτίζει  με  ένταση  τα  κάδρα  του  φιλμ, αιχμαλωτίζοντας  το  θεατή, βυθίζοντάς  τον  στην  ατμόσφαιρα  της  ταινίας  και  κάνοντάς  τον  να  ενδιαφέρεται  περισσότερο  για  την  ομορφιά  της  οπτικής  σύνθεσης  παρά  για  την  ιστορία  αυτή  καθαυτήν.

Η  τελευταία, άλλωστε, δεν  είναι  τόσο  πρωτότυπη  όσο  πλασάρεται. Μια  δυστοπική  διήγηση  επιστημονικής  φαντασίας  που  δεν  αργεί  να  μετατραπεί  σε  υπαρξιακή  καταβύθιση  στην  ψυχή  του  ήρωά  της  είναι  κάτι  που, όσο  συναρπαστικό  κι  αν  ακούγεται, το  έχουμε  ξαναδεί  στο  σινεμά  και  μάλιστα  με  ακόμα  καλύτερο  τρόπο, για  παράδειγμα  στις  ταινίες  του  Ταρκόφσκι, τις  αναφορές  του  στον  οποίο  ο  Καπλάνογλου  καθιστά  προφανέστατες. Βέβαια, ο  Ταρκόφσκι  δημιούργησε  τις  δικές  του  ταινίες  sci-fi  στη  δεκαετία  του  '70, όταν  τα  ψηφιακά  εφέ  δεν  είχαν  κατακτήσει  ολοκληρωτικά  το  είδος, μετατρέποντας  την  πλειοψηφία (αλλά  όχι  και  το  σύνολο) της  παραγωγής  του  σε  έναν  ορυμαγδό  CGI  αστειοτήτων. Επομένως, είναι  αναπάντεχο  αλλά  ευχάριστο  να  βλέπουμε  ότι  γυρίζονται  ακόμα  ταινίες  που  στηρίζουν  τη  δύναμη  και  την  ικανότητά  τους  να  συναρπάσουν  καθαρά  στην  κινηματογραφική  τους  γραφή. Ο  Σπόρος είναι  μια  ταινία  γυρισμένη  με  τα  πιο  απλά  υλικά, με  ελάχιστα  εφέ  και  γι' αυτό  τουλάχιστον  αξίζει  το  θαυμασμό  μας.

Από  την  άλλη, η  σοβαροφάνεια  που  διακατέχει  την  ταινία  είναι  κατά  διαστήματα  κουραστική. Τα  θέματα  τα  οποία  πραγματεύεται  το  φιλμ  είναι  σοβαρά  και  φλέγοντα, αλλά  κάτι  τέτοιο  δε  σημαίνει  ότι  θα  έβλαπτε  μια  περισσότερο  "χαλαρή" προσέγγιση. Ειδικά  όταν  οι  ήρωες  αμπελοφιλοσοφούν  τις  νύχτες, έχεις  την  αίσθηση  ότι  ο  σκηνοθέτης  προσπαθεί  μάταια  να  προσδώσει  βάθος  στην  ταινία  του, εκεί  που  θα  ήταν  ασφαλώς  καλύτερα  να  αφήσει  τις  εικόνες  να  μιλήσουν  από  μόνες  τους.

Πραγματικά, ο  λόγος  είναι  αυτός  που  περιπλέκει  την  ταινία  και  συχνά  αποπροσανατολίζει  το  κοινό. Σκέφτομαι, μάλιστα, ότι  ίσως  θα  ήταν  καλύτερα  ο  Καπλάνογλου  να  είχε  γυρίσει  αυτή  την  ταινία  βωβή. Οι  εικόνες  έχουν  τόση  διαλεκτική  δύναμη  και  ομορφιά, που  δε  χρειάζεται  να  τους  προσθέσεις  τίποτα. Ωστόσο, ο  σκηνοθέτης  φαίνεται  να  προτιμά  να  τηρήσει  τις  αποστάσεις  του  από  το  κοινό, μην  παρέχοντας  όλες  τις  κατευθύνσεις  για  να  αποκωδικοποιήσει  κανείς  το  γρίφο  που  θέτει  το  έργο  του. Το  αποτέλεσμα  είναι  μια  ταινία  που  όλοι  μπορούν  να  θαυμάσουν  αλλά  ελάχιστοι  μπορούν  να  αισθανθούν, τουλάχιστον  μέχρι  το  ελαφρώς  πιο  λιτό  φινάλε.

Η  ταινία  διαθέτει  αργούς  ρυθμούς, όπως  αρμόζει  σε  ένα  τέτοιο  θέμα  και  παίρνει  το  χρόνο  της, προκειμένου  να  πλάσει  μια  ατμόσφαιρα  που  σε  υποβάλλει  και  σε  στοιχειώνει. Ωστόσο, η  σκηνοθετική  ματιά  του  Καπλάνογλου  χαραμίζει  αρκετές  από  τις  δυνατότητες  του  σεναρίου, καθώς  παραμένει  σε  όλη  τη  διάρκεια  της  ταινίας  αποστασιοποιημένη  ακόμα  και  από  τον  κεντρικό  ήρωα, του  οποίου  τις  σκέψεις  υποτίθεται  ότι  θέλει  να  ιχνηλατήσει. Έτσι, ο  πρωταγωνιστής, ερμηνευμένος  εξαιρετικά  από  τον  Γάλλο  Ζαν - Μαρκ  Μπαρ, φαντάζει  κάπως  μακρινός, το  κοινό  δεν  μπορεί  πραγματικά  να  τον  καταλάβει.

Άρα, το  ψυχογράφημα  που  αποπειράται  να  κάνει  ο  Καπλάνογλου  δεν  είναι  εντελώς  επιτυχημένο. Ο  μεγάλος  αριθμός  γενικών  πλάνων, η  απουσία  γκρο  πλάνων  και  η  συχνή  μεταβολή  οπτικής  γωνίας (ποτέ  δεν  εστιάζει  η  κάμερα  στην  οπτική  γωνία  του  ήρωα, κάτι  που  σίγουρα  θα  βοηθούσε  την  ταινία) κρατούν  το  κοινό  σε  απόσταση  και  δεν  του  επιτρέπουν  να  αισθανθεί  δίπλα  στον  ήρωα, κάτι  που  κατάφερναν  οι  ταινίες  του  Ταρκόφσκι. Η  σύγκριση  δε  γίνεται, φυσικά, για  να  αποδείξουμε  πως  ο  Ταρκόφσκι  είναι  ο  σπουδαιότερος  σκηνοθέτης  κι  ότι  όλες  οι  ταινίες  πρέπει  να  είναι  σαν  τις  δικές  του, αλλά  επειδή  η  ίδια  η  δημιουργία  του  Καπλάνογλου  κάνει  έκδηλες  τις  επιρροές  της  από  το  σινεμά  του  μεγάλου  Ρώσου  κινηματογραφιστή.

Πάντως, παρά  την  επανάληψη  θεματικών  μοτίβων  από  άλλες  ταινίες, τα  ερωτήματα  που  θέτει  το  έργο  του  Καπλάνογλου, από  τη  φύση  τους  αναπάντητα  και  ως  εκ  τούτου  πάντοτε  ενδιαφέροντα, συναρπάζουν. Ποια  είναι  η  ουσία  του  ανθρώπου, που  μένει  μετά  το  θάνατό  του; Το  πνεύμα  ή  η  ύλη; Το  σιτάρι  ή  η  ανάσα, όπως  αλληγορικά  εκφράζεται  στην  ταινία. Η  ύλη  ασφαλώς  εξαφανίζεται  μετά  το  θάνατο, αλλά  και  για  το  πνεύμα  δεν  είμαστε  σε  θέση  να  γνωρίζουμε  αν  υπάρχει  ούτε  μπορούμε  να  το  ορίσουμε  με  ακρίβεια. Ποια  είναι  η  ευθύνη  του  ανθρώπου  απέναντι  στη  ζωή  του; Υπάρχει  προπατορικό  αμάρτημα; Όλα  αυτά  φυσικά  δεν  απαντώνται, αλλά  τίθενται  στο  θεατή  μέσα  από  μια  αλληλλουχία  αινιγματικών  σεκάνς  και  μεγάλης  διάρκειας  πλάνων.

Ο  Σπόρος δεν  είναι  μια  ταινία  που  μπορούν  να  απολαύσουν  οι  πάντες. Είναι  ένα  φιλμ  για  όσους  θέλουν  πότε-πότε  να  κάνουν  κινηματογραφικά  ταξίδια  που  μπορεί  να  μη  βγάλουν  πουθενά, αλλά  η  διαδρομή  είναι  αυτή  που  θα  μείνει  στη  μνήμη. Είναι  μια  δημιουργία  που  δεν  ξεχνιέται, που  αποτυπώνει  στο  μυαλό  του  κοινού  τις  έξοχες  εικόνες  της. Ωστόσο, θυμήθηκα  βγαίνοντας  από  την  αίθουσα  τη  φράση  του  Φρανσουά Τρυφφώ:

Ο  κινηματογραφιστής  δεν  έχει  τίποτα  να  πει, έχει  να  δείξει.

Ο  Σπόρος είναι  μια  ταινία  που  έχει  πολλά  να  πει, αλλά  όχι  τόσα  πολλά  να  δείξει. Είναι  μια  καλή  ταινία, που  θα  μπορούσε  να  γίνει, αλλά  δεν  έγινε  τελικά,  αριστούργημα.

The Books' Journal

Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.