Από το Μαζί ποτέ (2004), πρώτη μεγάλη διεθνή επιτυχία του, μέχρι το περσινό Βερολίνο, αντίο, μια από τις υποτιμημένες ταινίες της χρονιάς που πέρασε, ο Γερμανός, τουρκικής καταγωγής, σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν έχει χτίσει μια σταθερά ενδιαφέρουσα φιλμογραφία, γεμάτη αξιαγάπητους χαρακτήρες, που έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας. Ήταν επόμενο, λοιπόν, η καριέρα του σκηνοθέτη να φτάσει κάποια στιγμή και στην Ελλάδα, όπου όχι μόνο διαδραματίζεται αλλά και γυρίστηκε το τρίτο και τελευταίο μέρος της νέας του ταινίας. Μιας ταινίας που εστιάζει ξανά στην τουρκική μειονότητα της Γερμανίας, αυτή τη φορά όμως διαθέτει πιο αιχμηρή και τολμηρή πολιτική ματιά από κάθε άλλη δημιουργία του. Ο 45χρονος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον την τεχνική της κάμερας στο χέρι, προσδίδοντας ένταση στην ιστορία εκδίκησης που αφηγείται.
Από την αρχή μέχρι το τέλος της, η ταινία παίζει με τα μοτίβα του κλασικού φιλμ-νουάρ, του θρίλερ και της αστυνομικής ταινίας. Η Κάτια είναι μια γνήσια νεονουαρική ηρωίδα, που στη θέση των ανδρών ντετέκτιβ του νουάρ αναλαμβάνει την εφαρμογή του νόμου και την απόδοση δικαιοσύνης. Το φιλμ ξεφεύγει, όμως, από την εύκολη κατηγοριοποίηση στο είδος του θρίλερ και, όπως άλλωστε και όλες οι σπουδαίες ταινίες αυτού του συγκεκριμένου είδους, επεκτείνει την προβληματική του στο πολιτικό πεδίο.
Ο νεοναζισμός είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα και σαφώς προσφέρεται για δραματουργική εκμετάλλευση από το σινεμά. Η μέγιστη απειλή που εκπροσωπεί μια τέτοια ιδεολογία μπορεί να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για πολιτικά δράματα τα οποία θα προσφέρουν νέα επιχειρήματα στη συζήτηση εναντίον των οργανώσεων που αναπτύσσονται σε χώρες όπως η Γερμανία κι η Ελλάδα. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ταινίες που θα γυρίζονται με αυτό το θέμα δεν μπορούν να έχουν χιούμορ. Η ταινία του Ακίν, πάντως, δεν διαθέτει χιούμορ, που είναι απαραίτητο προκειμένου το κοινό να παίρνει ανάσες από το δράμα. Σε ορισμένα σημεία, μάλιστα, φλερτάρει αρκετά με το μελόδραμα, όπως στις σκηνές όπου βλέπουμε την ηρωίδα να κλαίει. (Είναι το πιο «εύκολο» πράγμα του κόσμου να δείξεις μια μητέρα να κλαίει επειδή έχασε σύζυγο και παιδί.)
Ωστόσο, η ουσία της ταινίας είναι αυτή στην οποία αξίζει να εστιάσουμε. Παρά τα ελαττώματά της, έχει άποψη και την εκφράζει δυναμικά, μέσα από σκηνές γεμάτες ένταση. Είναι ειλικρινής και τολμηρή. Διαθέτει σε πρώτο επίπεδο μια συναρπαστική ιστορία εκδίκησης και απονομής δικαιοσύνης, αλλά συγχρόνως επιχειρεί να δώσει το έναυσμα για περαιτέρω εμβάθυνση στο θέμα που την απασχολεί. Όπως έχει πει ο σκηνοθέτης, τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να αναδείξει τη σύνδεση των νεοναζιστικών οργανώσεων ανά την Ευρώπη - και ως προς αυτό, τα καταφέρνει: ό,τι αποτελεί το πιο επιτυχημένο στοιχείο δομής του σεναρίου είναι η στενή συνάφεια ανάμεσα στην NSU, τη γερμανική οργάνωση θαυμαστών του Χίτλερ, και τη Χρυσή Αυγή.
Οι αδυναμίες του σεναρίου δεν είναι, δυστυχώς, λίγες. Ενώ τα δύο πρώτα μέρη είναι αρκετά σφιχτοδεμένα και καλοδουλεμένα, το τρίτο μέρος είναι φλύαρο και ενδεχομένως αχρείαστο. Οπωσδήποτε έχει ευκαιρίες να δώσει ένα τέλος νωρίτερα απ' ό,τι τελικά το κάνει και πιθανότατα θα ήταν καλύτερα έτσι. Το τέλος που επέλεξε τελικά ο Ακίν ομολογώ πως με άφησε κάπως αμήχανο, καθώς δεν μπορώ με ακρίβεια να το συνδέσω με την προβληματική της υπόλοιπης ταινίας. Πάντως, η σκηνοθεσία είναι σε όλο το φιλμ εξαιρετική. Οι σκηνές του δικαστηρίου είναι θαυμάσιες και υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα λήψη που υποψιάζομαι (μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά και πάλι είναι υπέροχο) πως είναι διπλοτυπία. Βλέπουμε σε πρώτο πλάνο την Κάτια και στο βάθος το δικηγόρο της να μιλά, αλλά η αντίθεση ανάμεσα στις δύο φιγούρες δίνει την εντύπωση της διαφορετικής λήψης. Σε κάθε περίπτωση, η τεχνική αυτής της λήψης μας βοηθά να αντιληφθούμε την κατάσταση με τα μάτια της ηρωίδας. Η τελευταία ερμηνεύεται θεσπέσια από τη βραβευμένη στις Κάννες, Κρούγκερ, η οποία πλαισιώνεται από ένα σύνολο καλών ηθοποιών. Αξιοσημείωτη η εμφάνιση του έλληνα σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη στο ρόλο του χρυσαυγίτη.
Η ταινία εστιάζει σωστά στα συναισθήματα της ηρωίδας, αν και κάποιες στιγμές το παρακάνει. Πολύ καλή είναι η σκηνή που η φίλη της, Κάτια, της φέρνει τον νεογέννητο γιο της και εμείς καταλαβαίνουμε τη θλίψη της ηρωίδας, που συνειδητοποιεί ότι η ίδια δεν έχει πια παιδί. Από την άλλη, η ταινία δεν αποφεύγει εντελώς την εύκολη συγκίνηση και τη σχηματοποίηση, ειδικά στις σκηνές όπου βλέπουμε την Κάτια να κλαίει.
Για τη μεγαλύτερη διάρκειά της, η ταινία θέτει ερωτήματα πολύ ενδιαφέροντα. Πώς πρέπει να απαντήσουμε στη βία και στην αδικία του νεοναζισμού; Με τα ίδια μέσα, μιας και η επίσημη δικαιοσύνη αδυνατεί να επέμβει, ή εμμένοντας στις δημοκρατικές αρχές, που συχνά αυτοπεριορίζονται; Το αμφιλεγόμενο φινάλε δίνει απαντήσεις που δεν είναι σαφείς. Ίσως αυτό να είναι καλό, γιατί σκοπός μιας ταινίας δεν είναι να αφήσει ένα δίδαγμα, αλλά νομίζω πως δε δίνονται επαρκείς κατευθύνσεις για να συνεχίσει ο κάθε θεατής την περισυλλογή μόνος του.
Το Μαζί ή Τίποτα διαθέτει αρετές που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Είναι στέρεο αφηγηματικά, στιβαρό σκηνοθετικά και έχει τη δυνατότηα να συναρπάσει το κοινό όλων των γούστων. Κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο και έχει την απαιτούμενη ένταση. Είναι μια καλή, αν και όχι σπουδαία, ταινία, που αξίζει την προσοχή μας, κυρίως λόγω του φλέγοντος ζητήματος με το οποίο θαρραλέα καταπιάνεται.