Η Ελάιζα (Σάλι Χόκινς) είναι μια άλαλη γυναίκα που ζει στην Αμερική της δεκαετίας του 1960, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται σε έξαρση. Μένει σε μια πολυκατοικία δίπλα σε έναν καλόκαρδο ομοφυλόφιλο διαφημιστή, επισκέπτεται τακτικά το συνοικιακό σινεμά και εργάζεται σε ένα επιστημονικό εργαστήριο ως καθαρίστρια, μαζί με τη φίλη της, Ζέλντα (Οκτάβια Σπένσερ). Μια μέρα, στο εργαστήριο φτάνει ένα αλλόκοτο πλάσμα, το οποίο επιβλέπει ο κυνικός Ρίτσαρντ Στρίκλαντ (Μάικλ Σάνον). Η Ελάιζα είναι η μόνη που κερδίζει την εμπιστοσύνη του "τέρατος" και, ενώ Αμερικάνοι και Ρώσοι προσπαθούν να αποσπάσουν το πλάσμα για να το μελετήσουν και συγχρόνως να το στερήσουν από τους αντιπάλους τους, η ηρωίδα θα επιχειρήσει να το σώσει, ξεκινώντας μαζί του μια καταδικασμένη ερωτική σχέση.
Στη νέα του ταινία, ο 53χρονος Μεξικανός σκηνοθέτης Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο (Στη Ράχη του Διαβόλου, Ο Λαβύρινθος του Πανός, Πορφυρός Λόφος) μένει πιστός στα στιλιστικά και θεματικά του μοτίβα. Σκοτεινές αλληγορίες, έντονοι συμβολισμοί, ατμόσφαιρα τρόμου και μια φωτογραφία λουσμένη στο πράσινο χρώμα. Αρχίζοντας και τελειώνοντας με ένα voice over, η ταινία υιοθετεί απροκάλυπτα τη φόρμα του παραμυθιού, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές μέσα στη διάρκεια του φιλμ που ο ρεαλισμός υποχωρεί, για να δώσει τη θέση του στο φανταστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόδραση στην ψευδαίσθηση στη σκηνή όπου η Ελάιζα ονειρεύεται πως ξαναβρίσκει τη φωνή της και τραγουδά χορεύοντας με τον αγαπημένο της.
Το μεγαλύτερο, όμως, πλεονέκτημα της φιλμογραφίας του οραματιστή δημιουργού είναι η επιδεξιότητά του στο να ταξιδεύει στην Ιστορία μέσω του παραμυθιού (ή και αντίστροφα), αναμειγνύοντας τα δύο αυτά εντελώς αντίθετα είδη αφήγησης και εναρμονίζοντάς τα άψογα. Καλύτερο παράδειγμα από το Λαβύρινθο του Πανός δεν θα μπορούσαμε να βρούμε: μέσα από μια αλληγορία τοποθετημένη στην περίοδο του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο Ντελ Τόρο αφηγήθηκε την ενηλικίωση της ηρωίδας του, της χώρας ολόκληρης και εμμέσως και της ανθρωπότητας. Στο νέο δημιούργημά του, έρχεται η σειρά της ψυχροπολεμικής Αμερικής. Η ιστορία που σκαρφίστηκαν ο Ντελ Τόρο και οι συνεργάτες του έδωσε την ευκαιρία για μια κατάδυση στην κοινωνία της εποχής, με τους έντονους αναβρασμούς της και τα βαθιά ριζωμένα υπαρξιακά της αδιέξοδα. Από το θεσμό της οικογένειας και τα όρια της επιστήμης μέχρι το ρατσισμό και την πολιτική συνείδηση, η ταινία του Ντελ Τόρο θίγει εύστοχα μια ολόκληρη γκάμα ζητημάτων. Πάνω απ' όλα, όμως, αναλύει τον ίδιο τον άνθρωπο και αποδεικνύει πως ο ίδιος είναι ένα τέρας, καθόλου διαφορετικό από το "πλάσμα" του φιλμ.
Επηρεασμένος ολοφάνερα από τα b-movies της δεκαετίας του 1950, τα οποία δεδηλωμένα λατρεύει, ο Ντελ Τόρο συνθέτει ένα σύμπαν που διέπεται τόσο από καλοσύνη όσο και από κυνισμό, από μια ανθρωπιά απίστευτη αλλά και από μια βία αποκρουστική. Ένα σύμπαν που δεν επιτρέπει να αναπτύσσονται ερωτικές ιστορίες όπως αυτή της ταινίας. Τουλάχιστον όχι στο φως της ημέρας. Γι' αυτό οι ήρωες καταφεύγουν στο σκοτάδι, και μάλιστα στο ιδανικότερο σκοτάδι για μια ερωτική σχέση: αυτό μιας κινηματογραφικής αίθουσας. Σε μια συγκλονιστική σκηνή ανθολογίας, βλέπουμε την Ελάιζα και το "τέρας" να αγκαλιάζονται με φόντο μια βιβλική ταινία που παίζεται στην οθόνη. Εικόνα σουρεαλιστική μα πέρα για πέρα συγκινητική.
Όπως σε όλες του τις ταινίες (εξαιρείται ο Λαβύρινθος του Πανός), ο Ντελ Τόρο φλερτάρει ελαφρώς με τη σχηματοποίηση. Υπάρχει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός καλών και κακών και τα νοήματα διατυπώνονται κάποιες φορές με μια ορισμένη αφέλεια. Όμως, αυτά είναι συστατικά στοιχεία κάθε παραμυθιού και συναποτελούν τη γοητεία του. Είναι από τις λίγες φορές στο σινεμά που μπορούμε να πούμε πως δε μας πειράζει να τελειώνει το φιλμ με ένα ποίημα. Ο Ντελ Τόρο κατορθώνει να κάνει την ταινία του απλή και κατανοητή, χωρίς να θυσιάσει ούτε μία από τις ιδέες του. Βεβαίως, τις πιο οξείες παρατηρήσεις του τις κρατά καλά καμουφλαρισμένες, όπως η επίθεσή του στην υποκρισία και την επίφαση ευτυχίας του λεγόμενου "επιτυχημένου ανθρώπου" καθώς και στην επιστήμη που υπερβαίνει τα όριά της.
Το σενάριο της ταινίας, επομένως, δεν είναι ό,τι πιο πρωτότυπο έχει γραφτεί στο Χόλιγουντ. Υιοθετεί μια κλασική φόρμα (με συχνές, ωστόσο, "φυγές" στο ονειρικό) και αναπαράγει πολλά γνώριμα μοτίβα των παραμυθιών. Εντούτοις, η σκηνοθεσία του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο βοηθά την ταινία να απογειωθεί και να συναρπάσει. Η κάμερά του "πετά" στην κυριολεξία, κινείται με δεξιοτεχνία όπου και όπως πρέπει. Καμία φιγούρα, κανένας φτηνός εντυπωσιασμός. Η χρήση των εφέ υποτάσσεται στην αφήγηση της ιστορίας και η πλανοθεσία θυμίζει αρκετά το κλασικό χολιγουντιανό σινεμά, από το νουάρ και το μιούζικαλ ως την επιστημονική φαντασία και τον τρόμο. Η Σάλι Χόκινς χαρίζει μια θαυμάσια ερμηνεία που πρέπει να ανταμειφθεί με πολλούς επαίνους και βραβεία, ο Μάικλ Σάνον ζωντανεύει με επιδεξιότητα έναν κάπως μονοδιάστατο χαρακτήρα και ο Μάικλ Στούλμπαργκ συνθέτει το πορτρέτο ενός ανθρώπου σε δίλημμα.
Η "Μορφή του Νερού" είναι μια ταινία που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Καλογυρισμένη, καλοπαιγμένη και εξαιρετικά απολαυστική, διαθέτει μια γνήσια ανθρωπιά και μια αίσθηση του μοιραίου που λυγίζουν και τους πλέον σκληρούς θεατές. Το τέλος της ταινίας χαρίζει δάκρυα λύτρωσης, χαράς και ανακούφισης. Με τους δύο εραστές να επιστρέφουν, ζωντανοί ή νεκροί, στο θαλασσινό νερό που θα φιλοξενεί για πάντα, απρόσκοπτα, την αγάπη τους, ο ντελ Τόρο διατυπώνει μια αλληγορία για την προέλευση του ανθρώπινου είδους. Βαθιά τρυφερό, το φιλμ του κλείνει στέλνοντας την Ελάιζα και τον αγαπημένο της εκεί όπου οι ουλές εξαφανίζονται, οι πληγές γίνονται νερό και οι σφαίρες δεν φτάνουν. Πεντάμορφη και Τέρας σε μια αλά Μπόνι και Κλάιντ εκδοχή, σε μια ερωτική ιστορία χωρίς προορισμό, χωρίς σχήμα, χωρίς μορφή.