Στις 4 Απριλίου 1968, με τη χούντα των συνταγματαρχών να συμπληρώνει ένα χρόνο στην ελληνική εξουσία, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να πέφτει νεκρός και τα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης να φουντώνουν σε όλο τον κόσμο, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Παρίσι των παραμονών του Μάη έως την Πράγα λίγο πριν από τη σοβιετική εισβολή, στο Παναθηναϊκό Στάδιο πραγματοποιήθηκε ο τελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων της Ευρώπης, στον οποίο η ΑΕΚ, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, κατάφερε να κερδίσει τη Σλάβια Πράγας με σκορ 89-82. Ακριβώς πενήντα χρόνια από την καθοριστική εκείνη χρονιά, η ηγεσία της ομάδας μπάσκετ της ΑΕΚ πρότεινε στον Τάσο Μπουλμέτη, σκηνοθέτη της Πολίτικης κουζίνας και του Νοτιά, και μπασκετόφιλο, να γυρίσει μια ταινία για την επέτειο εκείνου του σημαντικού αθλητικού γεγονότος.
Ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία για να κάνει ένα φιλμ συγχρόνως προσωπικό (ο ίδιος, ως παιδί, έζησε το θρίαμβο της ΑΕΚ) και εμπορικά φιλόδοξο. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που χρειάζεται ο ελληνικός κινηματογράφος, ο οποίος αδυνατεί, όπως φαίνεται, να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο σινεμά του δημιουργού και στο σινεμά που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Εξαίρεση αυτού του κανόνα αποτελεί ο Μπουλμέτης, οι προηγούμενες ταινίες του οποίου και ικανοποιημένο άφησαν τον ίδιο και τις είδε κόσμος. Στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, λοιπόν, ο σκηνοθέτης υιοθετεί μια ασυνήθιστη, για τα ελληνικά δεδομένα, φόρμα, ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, αναμειγνύοντας ρεπορτάζ από το παιχνίδι και από τα γεγονότα της εποχής στον υπόλοιπο κόσμο, συνεντεύξεις των παικτών της τότε ΑΕΚ, αλλά και φιλάθλων, αθλητών και απλών ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί, με εντελώς μυθοπλαστικούς χαρακτήρες και σκηνές, που απομακρύνουν το φιλμ από το απλό ντοκιμαντέρ και τη στεγνή καταγραφή των γεγονότων. Υπάρχει επίσης αναδρομή στα γεγονότα του 1922, όπου, μετά την Καταστροφή, η ΑΕΚ ιδρύθηκε σε μια προσπάθεια να βρεθούν ενοποιητικά στοιχεία για τους πολυάριθμους πρόσφυγες που συνέρρεαν στην Ελλάδα. Όλα αυτά, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε αχταρμά, ο Μπουλμέτης τα χειρίζεται εξαιρετικά, διατηρώντας τις απαραίτητες ισορροπίες ανάμεσα στις πολυάριθμες ιστορίες που διηγείται.
Αυτή η ανάμειξη ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας αναπάντεχα συμβάλλει στη δημιουργία συγκίνησης. Είναι αναμφίβολα όμορφο να βλέπεις τους αθλητές και των δύο ομάδων να μοιράζονται τις αναμνήσεις τους με χαμόγελα, ή τον Βασίλη Γεωργίου, τον θρυλικό σπίκερ του αγώνα, να περιγράφει τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο στάδιο. Βέβαια, δεν είναι όλες οι ιστορίες το ίδιο επιτυχημένες ή συναρπαστικές, εν τούτοις η ταινία σε αφήνει με ένα ευχάριστο συναίσθημα, καθώς η συγκίνηση που βγάζει δεν είναι εκβιαστική, όπως συμβαίνει σε τόσα και τόσα success story που βλέπουμε στο σινεμά κατά καιρούς. Ο Μπουλμέτης δεν θα σε αναγκάσει να δακρύσεις τοποθετώντας την κάμερα χαμηλά, ώστε να κοιτάζει προς τα πάνω τους ήρωες, με τη συνοδεία μιας πομπώδους μελωδίας, αλλά θα προτιμήσει να κάνει ένα γκρο πλαν ή ένα τράβελινγκ προς τα πίσω, δίνοντάς μας την εντύπωση πως το μεγαλείο των στιγμών που παρακολουθούμε δεν αφορά μόνο τους χαρακτήρες της ταινίας, αλλά και εμάς τους ίδιους.
Ασφαλώς υπάρχουν σημεία όπου η ταινία υστερεί. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να προβλέψουμε την εξέλιξη της πλοκής, για παράδειγμα. Σε κάποιες στιγμές υπάρχει σχηματοποίηση (και σε άλλες ωστόσο εξαιρετική εμβάθυνση στους χαρακτήρες, όπως στη σκηνή με το χαφιέ που υποδύεται ο Ερρίκος Λίτσης). Τέλος, η μουσική επαναλαμβάνει κάποια μοτίβα της Πολίτικης κουζίνας και του Νοτιά. Αυτά τα ήσσονος σημασίας ελαττώματα, όμως, μπορούν να συγχωρηθούν εύκολα μπροστά στις αρετές μιας ταινίας που φτιάχθηκε με αγάπη και αληθινή όρεξη, σε μια χώρα όπου αυτά σπανίζουν.
Στην αφήγησή της, η ταινία φαίνεται εκ πρώτης όψεως εξαιρετικά απλή και κάθε θεατής μπορεί να την παρακολουθήσει ευχάριστα.
Ωστόσο, όσο περνάει η ώρα, ο Μπουλμέτης μάς αποκαλύπτει πως η ταινία του δεν έχει σκοπό να αφηγηθεί απλά και μόνο μια μεγάλη ελληνική νίκη, ώστε να εκθειάσει το «ελληνικό πνεύμα» και την «ψυχή του Ρωμιού» (ο κ. Σμαραγδής να τη δει πολλές φορές), αλλά υπογραμμίζει την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία του, με εύγλωττα συμπεράσματα: τη μέρα του παιχνιδιού, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έπεφτε νεκρός από σφαίρες. Ένα μήνα μετά, στο Παρίσι ξεσπούσαν τα γεγονότα του Μάη του '68. Δεν άργησε και η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, ενώ πολύ σύντομα ήρθαν και τα πανεπιστημιακά κινήματα αμφισβήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα αυτά τα γεγονότα δεν μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορη την Ελλάδα, που τότε βρισκόταν κάτω από τη διακυβέρνηση της χούντας. Στη σκηνή αμέσως μετά τον αγώνα, ο Μπουλμέτης μοντάρει παράλληλα τον μπασκετμπολίστα Αμερικάνο να χορεύει με επίκαιρα από τα γεγονότα της εποχής, υπονοώντας πως στη χώρα μας η νίκη της ΑΕΚ λειτούργησε κι αυτή σαν επανάσταση, σαν μια συμβολική ένωση όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης. Ίσως το καλύτερο εύρημα της ταινίας είναι ο ρόλος που παίζει ο Στέλιος Μάινας (σε ένα μικρό αλλά σπαρακτικό ρόλο), στοιχείο που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να μοιάζει άσχετο με την πλοκή της ταινίας, με μια δεύτερη ματιά όμως αποδεικνύεται ουσιώδες και ιδιαίτερα σημαντικό.
Σεναριακά, ο Μπουλμέτης κατέχει την ικανότητα να αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες, χάρισμα που δεν έχουν πολλοί έλληνες σκηνοθέτες. Άλλωστε, ξέρουμε ότι είναι ίσως ο μόνος δημιουργός της χώρας μας που ξέρει να βάζει σε φιλμ τα βιώματά του, μετατρέποντάς τα σε ιστορία που αφορά σε ένα μεγάλο κοινό. Η σκηνοθεσία του είναι επιβλητική και σε αυτό βοηθά η καλοστημένη παραγωγή, που εντυπωσιάζει για τα ελληνικά δεδομένα. Χωρίς ιδιαίτερα ευρήματα μεν, χωρίς λάθη και ψεύτικους εντυπωσιασμούς δε, η κάμερα του Μπουλμέτη μένει αμέτοχη εκεί όπου χρειάζεται (όταν δίνει το λόγο στους πρώην αθλητές) και συμμετέχει ενεργά στην υπόλοιπη ταινία, μέσω κινήσεων με έντονη συγκινησιακή και πλαστική δύναμη. Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των ρόλων τους αξιοπρεπέστατα. Αν και κανένας ρόλος δεν είναι αβανταδόρικος ή μεγάλος σε έκταση, οφείλουμε να επαινέσουμε τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη που είναι πολύ καλός, τον Γιώργο Μητσικώστα ο οποίος, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση και μάλιστα σε δραματικό ρόλο, είναι αναπάντεχα καλός, τον Στέλιο Μάινα που, όσο μικρή κι αν είναι η συμμετοχή του, είναι ίσως η πιο συγκινητική της ταινίας, καθώς και τον Ορφέα Αυγουστίδη, που είναι μάλλον ο κωμικός της υπόθεσης.
Το 1968 είναι μια ταινία που εξ αρχής παίρνει τον σωστό δρόμο: μένοντας πιστή στο όραμα του δημιουργού της, ανοίγει την αγκαλιά της στο ευρύ κοινό. Αφηγείται ένα success story από αυτά που μας έχει δώσει πολλές φορές το Χόλλυγουντ, αλλά του προσδίδει την απαραίτητη πολιτικοκοινωνική διάσταση. Είναι σινεμά του δημιουργού που θέλει να επικοινωνήσει με τους θεατές του και όχι να παραμείνει ερμητικά κλεισμένο στον εαυτό του. Και γι' αυτό, αν μη τι άλλο, αξίζει τον έπαινο.
Σημείωση: στο επόμενο τεύχος, 85, Μάρτιος 2018, ο καθηγητής Βασίλης Βαμβακάς αναλύει την ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, 1968.