Οφείλουμε, συμβούλευε ο Αντονέν Αρτώ, να εγκαταλείψουμε τη γλώσσα και τους κανόνες της, για να την υποτάξουμε,[1] ώστε να ανακαλύψουμε μια νέα γλώσσα. Το ζήτημα της γλώσσας και κατ’ επέκτασιν της κοινότητας είναι κυρίαρχο στην παράσταση H Δημοκρατία στην Αμερική του Ρομέο Καστελούτσι. Aπό πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, o Ρομέο Καστελούτσι και τα μέλη της τότε ομάδας του «Raffaello Sanzio» αναζητούσαν νέα αλφάβητα και νέους γλωσσικούς κώδικες.
Η επίσημη διαδικασία της επινόησης και πειραματικής εφαρμογής μιας νέας γλώσσας εκκινεί στα τέλη του 1983. Τότε η Κλάουντια Καστελούτσι προτείνει τη Lingua Generalissima [Γενικοτάτη], μία γλωσσική κατασκευή σε υπάλληλα επίπεδα, με την οποία ένα σύνολο οκτακοσίων εννοιών συγχωνεύεται σε τέσσερις όρους: «αγών», «απόθεμα», «μετέωρα», «μπλοκ». H Κλάουντια, εμπνεύστρια και πρώτη διδάξασα της μινιμαλιστικής αυτής γλώσσας εξηγεί: «Η γλώσσα του μέλλοντος, θα συρρικνώσει σαν τον καρκίνο τον λόγο έως το κόκαλο. Ο εγκέφαλος θα πρέπει να περιέχει περισσότερα σύμβολα και λιγότερες λέξεις».[2]
Με την Δημοκρατία στην Αμερική, μεταφερόμαστε στον κοινοτικό βίο των πουριτανών και των ιθαγενών της Νέας Αγγλίας. Ο τίτλος του έργου παραπέμπει στο θεωρητικό σύγγραμμα του Γάλλου διπλωμάτη Αλεξίς ντε Τοκβίλ (1805-1859), στο οποίο, υπό ευρωπαϊκό πρίσμα και με ανατομική ακρίβεια, καταγράφεται το αμερικανικό πολιτειακό σύστημα. Η παράσταση αρχίζει με ένα αληθινό περιστατικό «γλωσσολαλίας», ηχογραφημένο σε μια Πεντηκοστιανή εκκλησία στην Οκλαχόμα των Ηνωμένων Πολιτειών στις 4 Μαρτίου 1980. Διαδοχικοί υπέρτιτλοι προβάλλονται και το νόημα όλο και περισσότερο επεξηγείται: η γλωσσολαλία είναι μία ρέουσα εκφώνηση συλλαβών που προσομοιάζει σε λόγο, στερούμενη, ωστόσο, κάποιου καταληπτού νοήματος. Αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις μέρος μιας θρησκευτικής πρακτικής, κατά την οποία πιστεύεται ότι ο ομιλητής διακατέχεται από μία θεία γλώσσα, άγνωστη σε εκείνον. Η γλωσσολαλία είναι διαδεδομένη στην αμερικανική Εκκλησία της Πεντηκοστής, καθώς και σε άλλες θρησκείες.
Στη συνέχεια προσδιορίζεται η καταγωγή της λέξης από το «γλώσσαις λαλῶ», μία ελληνική φράση προερχόμενη από την Καινή Διαθήκη[3] και σημαίνει ομιλώ σε κάποιες / άλλες / ξένες / ανθρώπινες γλώσσες. Οι υπέρτιτλοι αναφέρουν επίσης ότι η γλωσσολαλία έχει συνδεθεί με τον Αμερικανό μεθοδιστή πάστορα Κάρολο Φ. Πάρχαμ, ο οποίος, στις αρχές του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της διδασκαλίας του στο Κάνσας, τελειοποίησε την τεχνική του «ομιλείν εις γλώσσας».
Η παράθεση των παραπάνω πληροφοριών μοιάζει ανεξήγητη, μέχρι τον τελευταίο υπέρτιτλο-κλειδί όπου πληροφορούμαστε ότι η Αγνή Όζμαν, μαθήτρια του Καρόλου Φ. Πάρχαμ, ήταν η πρώτη που, το 1901, έλαβε το «δώρο των γλωσσών». Η νεαρή γυναίκα περιέπεσε σε ένα είδος καταληψίας και άρχισε να γλωσσολαλεί σε ακατάληπτη γλώσσα. Η εμπειρία αυτή της ενόρασης θεωρήθηκε αργότερα ως η πρώτη απόδειξη του βαπτίσματος στο Άγιο Πνεύμα. Η Ελίζαμπεθ, η ηρωίδα της παράστασης, θα βιώσει μιαν ανάλογη εμπειρία: θα γλωσσολαλήσει, όχι όμως τη στιγμή που επικοινωνεί με τον Θεό, αλλά τη στιγμή που χάνει την πίστη της.
Ο Ρομέο Καστελούτσι τοποθετεί στο επίκεντρο της παράστασης, ως σπόρο της αμφιβολίας, τη γυναίκα, η οποία έρχεται να σκιάσει την αψεγάδιαστη πουριτανική καθαρότητα. Η Ελίζαμπεθ, μέλος της κοινότητας, πρώτη θα αμφισβητήσει τη θεία πρόνοια και τη ρήση «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν», ζητείστε και θα σας δοθεί: η νέα μητέρα-γη είναι άγονη. Αντί για τους προσδοκώμενους καρπούς, η «γη της επαγγελίας» αποφέρει στους νεοφερμένους εποίκους της πέτρες, βράχια, φίδια, κάρβουνο.
Εγκλωβισμένη σε αυτόν τον στείρο, αφιλόξενο τόπο, η Ελίζαμπεθ μεταβαίνει σε ένα υπερβατικό επίπεδο επικοινωνίας και παραληρεί, εκφέροντας λέξεις στη γλώσσα των ιθαγενών, μία γλώσσα που δεν κατέχει. Ο λόγος της αρχίζει να χάνει προοδευτικά το νόημα του. Η αποσύνθεση της γλώσσας εκφράζεται με ερμητικές λέξεις και συμμείγματα που διαχέουν τη σημασία τους προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Σταδιακά ο λόγος περιορίζεται σε μονοσύλλαβα ή μονοφωνηματικά εκφωνήματα, ενώ εγκαταλείπονται η γραμματική και η συντακτική δομή. Κατά τούτο, ο λόγος της προσφέρεται για αναρίθμητες ανοιχτές ερμηνείες και δύναται να αναλυθεί σε πολλά επίπεδα.
Φαίνεται ότι στο βάθος της δημιουργίας, ο εκτροχιασμός αυτός του κειμένου παραπέμπει ευθέως στον Αντονέν Αρτώ και το «Για να τελειώσουμε με την κρίση του θεού», ένα ποίημα πλούσιο σε γλωσσολαλίες, στο οποίο, εκτός των άλλων, ασκείται κριτική στον αμερικανικό επεκτατισμό και μιλιταρισμό. Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε σε ραδιοφωνική εκπομπή το 1947· ήταν αφιερωμένο στην ινδιάνικη φυλή των Ταραχουμάρα και στην τελετουργία του πεγιότλ, γνωστή και ως «Τουτουγκούρι: Η Τελετουργία του Μαύρου Ήλιου». Το 1936 ο Αρτώ είχε ταξιδέψει στο Μεξικό, για να επισκεφθεί από κοντά τους ιθαγενείς της Σιέρρα Ταραχουμάρα, προσδοκώντας να ανακαλύψει το μυστικό μιας ποίησης συμβολικής, σωματικής και ζωντανής. Εκφωνώντας, ή μάλλον εκστομίζοντας το ποίημα στο ραδιόφωνο, με φόντο ήχους από κρουστά, ο Αρτώ μεταμορφώνεται σε μάγο Ταραχουμάρα που, υπό την επήρεια του παραισθησιογόνου κάκτου πεγιότλ, κραυγάζει με όλη του τη δύναμη, τη στιγμή που ο ήλιος πέφτει από τον ουρανό.[4]
Στην Δημοκρατία στην Αμερική οι ιθαγενείς γνωρίζουν τα μυστικά της φύσης και της γης τους, σαν «εκείνη τη γριά Ινδιάνα» που ανέστρεψε τον ρου του ποταμού. Όπως και στoν αρχαίο ελληνικό κόσμο, ο οποίος είναι παρών στην παράσταση με τη σκηνική παρουσία της ζωφόρου του Τηλέφου από το ναό της Περγάμου, η γυναίκα σχετίζεται με τη χθόνια θρησκεία και το μητριαρχικό δίκαιο. Η θηλυκή αρχή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, νοείται ως δεκτική ύλη, ως χώρα και δεξαμενή γενέσεως, τόπος από τον οποίον ο νεκρός εξέρχεται με την ευκαιρία της γέννησης και επιστρέφει και πάλι μετά τον θάνατο.[5]
Από την άλλη, στην Παλαιά Διαθήκηη γυναίκα-προμήτωρ φέρει το βάρος της αμαρτίας και της θνητότητας. Στην παράσταση, η Ελίζαμπεθ εκδηλώνει παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και γι’ αυτό καθίσταται αποσυνάγωγη, στιγματίζεται και αποβάλλεται. Γίνεται φaρμακός, όπως στις πρώιμες κοινωνίες της ελληνικής αρχαιότητας, τότε που ο αποδιοπομπαίος τράγος έπρεπε να θανατωθεί, ή να εξορισθεί για να καθαρθεί η πόλη. Αντιστοίχως, για την προστασία της πουριτανικής κοινότητας η γυναίκα επιβάλλεται να τιμωρηθεί παραδειγματικά.
Στο αξιακό σύστημα του πουριτανισμού, επί του οποίου έχει θεμελιωθεί, σύμφωνα με τον Τοκβίλ, η αμερικανική δημοκρατία, ο βιβλικός εξισωτισμός και ο θρησκευτικός δογματισμός έχουν πλέον υποκαταστήσει τη δημοκρατική λειτουργία της πόλεως και την εμπειρία της αττικής τραγωδίας, της υπέρτατης, κατά Καστελούτσι, μορφής αυτοσυνείδησης και πολιτικής ταυτότητας του ατόμου. Η αρχαία Αθήνα ήταν η πόλη η οποία επινόησε και δέχθηκε στους κόλπους της το θέατρο, το σπέρμα της αμφισβήτησης και της κριτικής σκέψης. Το θέατρο, ως πεδίο αντιπαράθεσης της πολιτικής και της ηθικής της ίδιας της πόλης που το γέννησε, κοινώνησε στον αθηναϊκό δήμο το φάρμακον, δηλαδή το δηλητήριο και συνάμα το αντίδοτο του. «Ο τρώσας και ιάσεται», όπως ο αρχαίος Τήλεφος, από τη ζωφόρο του οποίου αναδύονται οι μορφές της παράστασης.
Στο τελευταίο μέρος, μέσα από το κέλυφος της ζωοφόρου θα ξεπροβάλουν δύο Ινδιάνοι που προσπαθούν να μάθουν αγγλικά, τη γλώσσα των νέων εποίκων. Σταδιακά η όψη και τα σώματα τους θα αλλάξουν, καθώς θα απεκδυθούν των δερμάτων τους και θα μεταμορφωθούν σε λευκές γυναίκες της Δύσης που θα δημιουργήσουν άλλες, νέες γενεές ανθρώπων, όπως διδασκόμαστε στην Παλαιά Διαθήκη. Η γλωσσική επικοινωνία, ο λόγος θα αλλοτριωθεί και η κοινότητα των Ινδιάνων θα εκποιηθεί.
Ο Ρομέο Καστελλούτσι αρνείται να συνδέσει άμεσα την παράσταση με την επικαιρότητα και μας καλεί να συλλογιστούμε μέσα από το πρίσμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, στους κόλπους της οποίας το θέατρο αποτελούσε θεσμό της πόλης άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Αν η τραγωδία νοείται ως ένας καθρέφτης της πόλης, είναι ένας σπασμένος καθρέφτης, όπως υποστηρίζουν οι Jean-PierreVernant και PierreVidal-Naquet. Είναι σαν να τοποθετούμε ένα αντικείμενο μπροστά από έναν καθρέφτη και να το μετατοπίζουμε συνεχώς. Ο μύθος διασπάται και διαχέεται στο εμείς, στο ανώνυμο πλήθος και απευθύνεται στον καθένα μας ξεχωριστά, τροφοδοτώντας το παρόν. Έτσι εμείς οι θεατές μεταβαίνουμε σε πολλές περιοχές του πραγματικού που μόνο το θέατρο μας επιτρέπει.
Με τον ίδιο τρόπο, η παράσταση Η Δημοκρατία στην Αμερική λειτουργεί σαν σπασμένο κάτοπτρο που, όπως και στην αρχαιότητα, αντανακλά αινίγματα, σκέψεις και πολλαπλές ερμηνείες για το σήμερα. Πρόκειται για έναν προβληματισμό που ο Ρομέο Καστελούτσι θέτει συχνά: «Ίσως κάποια μέρα οι απόγονοί μας θα αποκαλούν την εποχή μας ‘νοσηρή εποχή της επικοινωνίας’. Έχει επικρατήσει η κενή, νεκρή γλώσσα, σε αντίθεση προς τον Λόγο της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Λόγος ήταν η πόλη, ο κοινός οίκος. Όλος ο κόσμος μπορούσε να συνεννοηθεί συνδέοντας τις λέξεις. Σήμερα όμως ο λόγος ανακυκλώνεται, όντας κενός».[6]
Προτάσεις για περαιτέρω μελέτη
Αντονέν Αρτώ, Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού, Αθήνα: Αιγόκερως, 2001.
Ζαν Πιέρ Βερνάν-Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα Ι & ΙΙ, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος-Δαίδαλος, 1988.
Ρενέ Ζιράρ, Το εξιλαστήριο θύμα: Η βία και το ιερό, Αθήνα: Εξάντας, 1972.
Αλεξίς Ντε Τοκβίλ, Η Δημοκρατία στην Αμερική, Αθήνα: Στοχαστής, 2008.
Έλενα Παπαλεξίου, Romeo Castellucci | Socìetas Raffaello Sanzio: Όταν ο λόγος μετατρέπεται σε ύλη, Αθήνα: Πλέθρον, 2009.
Γιώργος Πεφάνης, Θιασώτες και Φιλόσοφοι (ιδίως το κεφ. 8), Αθήνα: Παπαζήσης, 2016.
Δημήτρης Τσατσούλης, «H γλωσσολαλία ως υπερπολιτισμική ‘ευρυθμία’ επί ευρωπαϊκής σκηνής: Artaud, Castellucci, Τερζόπουλος, Fabre», ΘΕΑΤΡΟγραφίες 21 (2016): 78-86.
-------------------------------------------------------------
Τα στοιχεία της παράστασης
Ρομέο Καστελλούτσι – SocÌetas Raffaello Sanzio, Democracy in America
Σκηνοθεσία – Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Ρομέο Καστελλούτσι
Κείμενα: Claudia Castellucci, Ρομέο Καστελλούτσι
Μουσική: Scott Gibbons
Βοηθός σκηνοθέτης: Maria Vittoria Bellingeri
Maître répétiteur: Evelin Facchini
Γλυπτά και μηχανισμοί: Istvan Zimmermann, Giovanna Amoroso
Εκτέλεση κοστουμιών: Grazia Bagnaresi
Υποδήματα: Collectif d’Anvers
Διεύθυνση σκηνής: Pierantonio Bragagnolo
Φροντιστές: Andrei Benchea, Giuliana Rienzi
Τεχνικοί φωτισμού: Giacomo Gorini, Andrea Sanson
Ήχος: Paolo Cillerai
Φύλαξη κοστουμιών: Elisabetta Rizzo
Φωτογράφος: Guido Mencari
Τεχνική διεύθυνση: Eugenio Resta
Τεχνικοί παραγωγοί: Carmen Castellucci, Francesca Di Serio, Gionni Gardini, Daniele Magnani
Διακοσμητής: Silvano Santinelli
Επίβλεψη παραγωγής: Benedetta Briglia
Προώθηση: Valentina Bertolino, Gilda Biasini
Βοηθός παραγωγής: Giulia Colla
Διαχείριση: Michela Medri, Elisa Bruno, Simona Barducci
Οικονομικός σύμβουλος: Massimiliano Coli
Παίζουν: Olivia Corsini, Giulia Perelli, Gloria Dorliguzzo, Evelin Facchini, Stefania Tansini, Σοφία Δανάη Βορβίλα, και δώδεκα χορευτές (Αθηνά Κυρούση Salvucci, Στέλλα Τριπολιτάκη, Μαρίνα Χριστοδουλάκη, Κωνσταντίνα Βασιλάκη, Άντρια Δημητρίου, Χριστίνα Ζαχαριά, Ραλλού Καρέλλα, Βενετσιάνα Καλαμπαλίκη, Μαρίνα Βαρβάρα Ζέρβα, Μαρίνα Τσαπέκου, Ελένη Βλάχου, Όλγα Σπυράκη)
Χορογραφικές παρεμβάσεις: Evelin Facchini, Gloria Dorliguzzo, Stefania Tansini, Sophia Danae Vorvila
[1] Antonin Artaud, Œuvres complètes IX, Paris: Gallimard, 1976-1994, 170.
[2] Claudia Castellucci, όπως μεταφέρεται από τον Federico Tiezzi, «L’ anima mentale e l’ anima passionale», We Stuff 5 (1 Σεπτεμβρίου 1986): 68.
[3] Προς Κορινθίους Α, 14.2-28.
[4] Évelyne Grossman, «Préface», στο Antonin Artaud, Pour en finir avec le jugement de dieu, Paris : Gallimard, 2003, 10.
[5]Αριστοτέλης, Μεταφυσικά, 1024α.
[6]Ρομέο Καστελούτσι, συνέντευξη με την Έλενα Παπαλεξίου, στο Romeo Castellucci | Socìetas Raffaello Sanzio: Όταν ο λόγος μετατρέπεται σε ύλη, Αθήνα: Πλέθρον, 2009, 118.