Την εκδήλωση προλόγισε ο κ. Βλαντιμίρ Γιακούνιν, πρόεδρος της ρωσικής ΜΚΟ «Κέντρο για την εθνική δόξα της Ρωσίας», ο οποίος αναφέρθηκε σε σημαντικές ιστορικές στιγμές των Ελληνορωσικών σχέσεων, με έμφαση στην προσωπικότητα της Βασίλισσας Όλγας. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ενώ η προσέλευση του κοινού ήταν πολύ ικανοποιητική.
Το πρόγραμμα της βραδιάς άνοιξε με εμβληματικά αποσπάσματα από το ρωσικό ρεπερτόριο με τα οποία μας παρουσιάστηκαν οι τέσσερεις τραγουδιστές της βραδιάς, και συνέχισε με ένα ιταλικό κυρίως πρόγραμμα, με δημοφιλείς άριες, τραγούδια, ακόμα και ναπολιτάνικες καντσονέτες.
Πρωταγωνιστής του κουαρτέτου ήταν αδιαμφισβήτητα ο τενόρος Γεγβένι Ακίμοφ. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η τελευταία φορά που ακούσαμε τενόρο αντίστοιχου διαμετρήματος στην Αθήνα ήταν κατά την επίσκεψη του Γιόνας Κάουφμαν τον Μάιο του 2014 – αν και εντελώς διαφορετικού ύφους. Φωνή μεγάλη και όμορφη με σωστή προβολή, είχε μουσικότητα και συναίσθημα, αλλά με τον… ρώσικο τρόπο. Στην περίφημη άρια του Λένσκι «Για λιουμπλιού βας» (Σας αγαπώ) από τον Ευγένιο Ονιέγκιν του Τσαïκόφσκι η ερωτική εξομολόγηση ακουγόταν σαν στρατιωτικά παραγγέλματα – όμως ακουγόταν πολύ καλά. Το ίδιο και η άρια "La donna è mobile" από τον Ριγολέτο.
Οι δύο κυρίες της ομάδας επίσης αποδείχτηκαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Η υψίφωνος Όλγα Τριφόνοβα τραγούδησε με εξαιρετική επιτυχία Ριγκολέτο ("Caro nome"), Τζάννι Σκίκι ("O mio babbino caro"), και ντουέττι με τον Γεβγένι Ακίμοφ (Μποέμ, "O soave Fanciula"· Ριγκολέτο, "Signorné principe"). Η μεσόφωνος Έλενα Τσβέτκοβα επικεντρώθηκε σε άριες του μπελκάντο, όπως η άρια της Ροζίνας "Una voce pocofa" από τον Κουρέα της Σεβίλλης του Ροσσίνι, ή η άρια "Il segreto peres sere felici" από τη Λουκρητία Βοργία του Ντονιτσέτι. Η τελευταία αν και δεν είχε άνεση στην υψηλή περιοχή, είχε όμως εκπληκτική ευλυγισία και ταχύτητα στα ποικίλματα, και ήταν συνολικά μια απολαυστική τραγουδίστρια, πάντα με έντονη ρωσική προφορά, ιδιαίτερα αισθητή στα φωνήεντα.
Την ομάδα συμπλήρωσε παραδόξως όχι ένας μπάσος –και μάλιστα Rώσος, τι ωραία που θα ήταν– αλλά ένας ακόμα τενόρος, ο Ντανιίλ Στόντα. Με σαφείς ηχοχρωματικές και τεχνικές ποιότητες, δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει πραγματικά στις δύσκολες άριες που τραγούδησε.
Εκτός από τραγούδι το γκαλά περιέλαβε και χορό, αφού η ορχήστρα είχε τοποθετηθεί λίγο πιο πίσω αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για την Μοσχοβίτισσα Σοφία Γκουμέροβα, πρώτη χορεύτρια από το 1995, και τον Λευκορώσο Ιγκορ Κολμπ, που χόρεψαν το Βαλς αρ. 7 από τη Σοπενιάνα και το Grand Adagio από την Ωραία Κοιμωμένη. Όσο μπορούμε να κρίνουμε από κλασικό μπαλέτο, έκαναν μια θαυμάσια εμφάνιση, που συνδύαζε χάρη και δύναμη.
Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών διηύθυνε ο Γκάβριελ Χάινε, Αμερικανός που όμως σταδιοδρομεί στη Ρωσία, πλάι στον Βαλέρυ Γκέργκιεφ, και υπήρξε όπως και αυτός μαθητής του ονομαστού δασκάλου Ηλία Μούσιν – μάλιστα ήταν ο τελευταίος του, όταν αυτός ήταν ήδη 95 ετών. Η απόδοση της ορχήστρας υπήρξε εκπληκτική – σε βαθμό που να δημιουργεί μια κάποια μελαγχολία όταν τη συγκρίνει κανείς με την συνήθη απόδοση της στις τακτικές εμφανίσεις της. Στην εισαγωγή «Ρουσλάνος και Λουντμίλα» του Γκλίνκα, που άνοιξε τη συναυλία, τα έγχορδα έπαιξαν σε διαστημικές ταχύτητες, άψογα συγχρονισμένα, αποδίδοντας άριστα την αίσθηση του ρυθμού, και όλη τη βραδιά δεν χάθηκε νότα από τα πνευστά, ξύλινα και χάλκινα, ακόμα και τα κόρνα.
Ο αρχιμουσικός αντιμετώπισε επίσης και τα πρόκαιρα χειροκροτήματα του κοινού με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο. Στην εισαγωγή της Κάρμεν όταν ξέσπασαν χειροκροτήματα στο τέλος του θριαμβευτικού πρώτου μέρους, σταμάτησε τη μουσική, υποκλίθηκε σαν να τελείωνε το κομμάτι πράγματι εκεί, και προχώρησε στο επόμενο του προγράμματος. Μας χρωστάει μισή εισαγωγή ακόμα.