Έχοντας αναλάβει τα καθήκοντά του από την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο, ο Ιταλός αρχιμουσικός έχει δηλώσει την πρόθεσή του να δώσει έμφαση στη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης. Το πρόγραμμά της συναυλίας οργανώθηκε ουσιαστικά ως έκθεση μιας εξελικτικής πορείας, της οποίας οι συνθέτες της δεύτερης σχολής της Βιέννης θεωρούνται από πολλούς το αποτέλεσμα, αν όχι η κορύφωση.
Η βραδιά ξεκίνησε λοιπόν από τον πρώτο τολμητία αμφισβητητή της τονικότητας Ρίχαρντ Βάγκνερ, συνέχισε με τον Γκούσταβ Μάλερ, του οποίου ο χρωματισμός δεν είναι πλέον αμφισβήτηση μιας ήδη υπέρμετρα διευρυμένης τονικότητας, αλλά τρόπος σύνθεσης, και κατέληξε στην απόλυτη κατάργηση - υπέρβαση αυτής με τον ατονικό συνθέτη Άλμπαν Μπεργκ.
Λογικά θα περίμενε κανείς η συναυλία να ανοίξει με το ρηξικέλευθο πρελούδιο από τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, η πρώτη συγχορδία της οποίας παραμένει η πηγή του κακού για τη διευρυμένη τονικότητα και ακόμα ψάχνουμε να βρούμε που στέκεται αρμονικά. Αντί για αυτό άνοιξε με το πρελούδιο από τους Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, μια κατά κάποιο τρόπο κωμική όπερα, και μάλλον η πιο προσιτά γραμμένη του συνθέτη. Εδώ συνέπραξαν νέοι μουσικοί μέλη της ΜΟΥSΑ (Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης) που μοιράστηκαν τα αναλόγια με τους μουσικούς της ολλανδικής φάλαγγας, αφού σε αυτή την περιοδεία της η Κονσέρτχεμπαου θα επισκεφτεί και τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και σε καθεμία από αυτά θα συμπράξει με μια τοπική ορχήστρα νέων.
Από την πρώτη μεγαλόπρεπη συγχορδία της εισαγωγής αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη ότι ο αρχιμουσικός και το σύνολό του παραμένουν ασυγκίνητοι απέναντι στον συρμό που θέλει οι ορχήστρες να ενισχύουν υπέρμετρα την υψηλή περιοχή για να βγάζουν λαμπρότερο ήχο – όπως έκαναν, για παράδειγμα, τόσο ο Ζούμπιν Μέτα με τη Φιλαρμονική του Ισραήλ όσο και ο Τουγκάν Σοχίεφ με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου – προς εκμαυλισμό του κοινού που έχει καλομάθει σε αυτόν τον σαμπανιζέ ήχο.
Εδώ αντίθετα μέση και χαμηλή περιοχή της ορχήστρας ακούγονταν ωραιότατα με όλο τον ηχητικό τους πλούτο, αναδεικνύοντας όλα τα επίπεδα της μεγαλειώδους εισαγωγής του Βάγκνερ. Ενδεχομένως ο αρχιμουσικός να υπερέβαλε και λίγο στην ισότιμη παρουσίαση όλων των φωνών, διότι κάποια επανερχόμενα θέματα που βρίσκονταν σε ασθενείς θέσεις μέτρων τονίστηκαν υπερβολικά δημιουργώντας παροδικά μια μικρή σύγχυση στον ακροατή σχετικά με την ακριβή ρυθμική αγωγή. Η ένταξη των νέων μουσικών έγινε με απόλυτη επιτυχία, και ήταν σίγουρα ένα σπουδαίο μάθημα και μια πολύτιμη εμπειρία για όλη την περαιτέρω σταδιοδρομία τους.
Το πρώτο μέρος συνεχίστηκε με αποσπάσματα από το Λυκόφως των Θεών, τελευταία όπερα της τετραλογίας του Δαχτυλιδιού των Νίμπελουγκ. Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι στις όπερες του Βάγκνερ πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η ορχήστρα και σίγουρα τα επιλεγμένα αποσπάσματα που ακούσαμε είναι πραγματικά συμφωνικά ποιήματα. Ο Γκάτι, έμπειρος βαγκνεριστής που έχει διευθύνει και στο Μπάιροϊτ, δεν δυσκολεύτηκε να αναδείξει την μουσική με ενάργεια και δραματικότητα, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη παράδοση Ιταλών αρχιμουσικών στη βαγκνερική ερμηνεία – Αρτούρο Τοσκανίνι, Βίκτορ ντε Σάμπατα, Τζαναντρέα Γκαβατσένι…
Παρεμπιπτόντως απέδειξε και την δύναμη επιβολής της προσωπικότητας του – μόλις ολοκληρώθηκε ο Βάγκνερ ξέσπασε χειροκρότημα – μια κίνηση του δεξιού χεριού προς τα πίσω χωρίς ο ίδιος να στραφεί ήταν αρκετό για να επικρατήσει και πάλι σιγή στην αίθουσα, ώστε αμέσως μετά να επιτρέψει ο ίδιος να ξεκινήσει το χειροκρότημα. Στο υπόλοιπο της συναυλίας η εξουσία του επί του χειροκροτήματος δεν ξανααμφισβητήθηκε.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούσαμε το Αντάτζιο από τη δέκατη ημιτελή συμφωνία του Μάλερ. Η ημίωρη σύνθεση θα ήταν απλώς το πρώτο από τα αρκετά μέρη του έργου – είναι βέβαια άγνωστο ποια θα ήταν η τελική μορφή που θα διατηρούσε ο συνθέτης… Ερμηνεία πολύ ωραία, με πραγματική ευαισθησία, αν και σίγουρα χωρίς την υπαρξιακή αγωνία που θα περίμενε κανείς από το έργο ενός ανθρώπου που γνωρίζει τον επερχόμενο θάνατό του.
Η μάλλον αναλυτική αυτή προσέγγιση ήταν σε σχετική αντίθεση με την πιο φορτισμένη προσέγγιση στα τρία κομμάτια για ορχήστρα έργο 6, ουσιαστικά συμφωνία, του Άλμπαν Μπεργκ. Αν η ανάδειξη μουσικών θεμάτων με την παραδοσιακή έννοια δεν είναι ακριβώς δυνατή σε αυτή την σύνθεση, η μουσική χειρονομία αναδείχθηκε με ενάργεια ενώ από την ορχήστρα σε πλήρη σύνθεση (112 μουσικοί!) ο αρχιμουσικός εκμαίευσε έναν απίστευτα άρτιο ήχο, μια αψεγάδιαστη δεξιοτεχνία. Φάνηκε εδώ να είναι απολύτως στο στοιχείο του, παρασύροντας στο τέλος σε ξέφρενα χειροκροτήματα ένα κοινό που συνήθως πιστεύουμε ότι δεν ενδιαφέρεται για συνθέσεις οι οποίες δεκαετίες μετά την ολοκλήρωσή τους παραμένουν δύσκολες και απαιτητικές στην ακρόαση.