Ο μόνος καλός λόγος για να μην ακούσει κανείς τη Φιλαρμονική του Βερολίνου στην έδρα της, την περίφημη «Φιλαρμονία» του Χανς Σαρούν, είναι ότι η εμπειρία της ακουστικής της τελειότητας ενδεχομένως να τον στοιχειώνει σε κάθε μεταγενέστερη «εκτός έδρας» επαφή με την ορχήστρα· ιδίως μάλιστα όταν το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον της συναυλίας είναι τέτοιο που να μη θέλεις να χάσεις τον παραμικρό ήχο. Τέτοια, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, μπορεί να θεωρηθεί η συναυλία που έδωσε η βερολινέζικη ορχήστρα στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής, την Κυριακή 16 Οκτωβρίου, υπό τη διεύθυνση του Ρώσου – από τη βόρειο Οσσετία – αρχιμουσικού Τουγκάν Σοχίεφ, σε συνέχεια τριών συναυλιών με το ίδιο πρόγραμμα και σύνθεση που είχαν δοθεί στο Βερολίνο.
Η βραδιά ξεκίνησε με το συμφωνικό ποίημα Ο καταραμένος κυνηγός του Σεζάρ Φρανκ, έργο του 1882. Ήδη με την εναρκτήρια εξαγγελία των κόρνων φάνηκε η τονική σιγουριά της ορχήστρας, η ηχοχρωματική ποιότητα, αλλά και η ζωντάνια και η αφηγηματική διάθεση του αρχιμουσικού, οι οποίες επαληθεύτηκαν σε όλη τη διάρκεια του κομματιού, και όλης της βραδιάς γενικότερα. Η κίνηση του αρχιμουσικού φέρνει αμέσως στον νου τον Γιούρι Τεμιρκάνοφ, του οποίου άλλωστε υπήρξε μαθητής, όπως και του Ηλία Μούσιν. Μοιάζει με μουσόληπτο τροχονόμο που σκίζει τον αέρα με τις ευθείες παλάμες, δίνοντας ταυτόχρονα τον ρυθμό αλλά και πλάθοντας τη γραμμή της μουσικής φράσης. Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να ζητήσει μια λιγότερο γρήγορη ανάγνωση, λιγότερη «συνεχή ροή» και περισσότερες στάσεις σε συγκεκριμένα γεγονότα, μια πιο βαριά απόδοση του ήχου, ενδεχομένως ακόμα και ένα χαμηλότερο κούρδισμα, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν ήταν μια προσεγμένη ερμηνεία γεμάτη σφρίγος.
Στο δεύτερο έργο, τη Ραψωδία σε ένα θέμα του Παγκανίνι του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, συνέπραξε ο Νικολάι Λουγκάνσκι, Ρώσος δεξιοτέχνης που έχει συνδέσει το όνομά του κατ’ εξοχήν με αυτόν τον συνθέτη. Αν και διάσημος εδώ και μια εικοσιπενταετία περίπου, αυτή η σειρά συναυλιών ήταν η πρώτη του σύμπραξη με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Το ξεκάθαρο, μεγαλόπρεπο, αντικειμενικό, ίσως ακόμα και λίγο σκληρό παίξιμο, σίγουρα ταιριάζει με το έργο και τον συνθέτη. Ο αρχιμουσικός πάντως προτίμησε μια πιο ευαίσθητη και πιο εκλεπτυσμένη ερμηνεία, με αποτέλεσμα μια σχετική υφολογική διαφοροποίηση σολίστ και ορχήστρας.
Εκτός προγράμματος ο Λουγκάνσκι έπαιξε, προτρέχοντας λίγο, τον «Νοέμβριο» από τις Εποχές του έτους του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.
Το δεύτερο μέρος ήταν αφιερωμένο στη συμφωνική σουίτα Σεχραζάτ του Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ. Ο αρχιμουσικός εκμεταλλεύτηκε πλήρως τις σολιστικές δυνατότητες των μουσικών της ορχήστρας, με πρώτο και καλύτερο βέβαια το πρώτο βιολί, Αντρέας Μπούσατς, για να αναδείξει πολλές γραφικές λεπτομέρειες σε μια ευγενική και εκλεπτυσμένη ερμηνεία που συχνά είχε ποιότητες μουσικής δωματίου, ποιότητες περισσότερο μουσικές παρά ατμοσφαιρικές, χωρίς όμως να χάνει τη γενική αφηγηματική εικόνα.
Πάντως δεν θα ήταν κακό να ανατρέξει κανείς στις ηχογραφήσεις ενός Γεβγένι Σβετλάνοφ, απλά για να έχει μια ιδέα της ερμηνευτικής δύναμης στην οποίο μπορεί να φτάσει η Σεχραζάτ.