Το καλοκαίρι του 2008, κολλημένη στην Αθήνα, αποφάσισα να ακολουθήσω τους γονείς μου στο Ηρώδειο –το Θέατρο Τέχνης θα αναβίωνε την θρυλική παράσταση των Ορνίθων, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν. Θυμάμαι να χειροκροτάω πολύ, να γελάω λίγο και κάπου εκεί στη μέση να πνίγω πίσω από το χέρι μου ένα χασμουρητό. Δίπλα μου καθόταν η μητέρα μου, που έχει περάσει αμέτρητες ώρες στο Υπόγειο. Χασμουριόταν κι εκείνη.
Δεν ήταν πως η παράσταση ήταν κακή. Αντίθετα, ήταν μια καλοσκηνοθετημένη αρχαία κωμωδία μοντέρνου τύπου, με τρομερή μουσική. Το 1959 έσπαγε κόκαλα και εκνεύριζε τον Τσάτσο, όμως το 2008 ήταν μια απ’ τις πολλές.
Για σχεδόν εξήντα χρόνια η αρχαία κωμωδία είχε εκείνους τους Όρνιθες για μπούσουλα· άλλες φορές τους πλησίαζε και άλλες όχι, δεν έπαψε όμως ποτέ να τους μοιάζει. Κι αν ο Κουν τότε επαναστάτησε ενάντια στην ακαδημαϊκή νοοτροπία του Εθνικού Θεάτρου, όπως έλεγε ο Κουγιουμτζής, τώρα είναι η δική του ματιά που έχει γίνει καθεστώς. Κι όμως, στο κλείσιμο αυτής της δύσκολης χρονιάς για το Φεστιβάλ Αθηνών, βρέθηκαν δυο παραστάσεις που όχι μόνο σπάνε την νόρμα της αρχαίας κωμωδίας, αλλά φέρνουν κάτι νέο στο τραπέζι. Φρέσκο, δροσερό. Αποφεύγουν την ευκολία, πέφτουν στη φάρσα με σκοπό. Είναι παραστάσεις του καιρού τους, χωρίς να αρθρώσουν ούτε μια κουβέντα γι’ αυτόν. Βαθιά πολιτικές χωρίς γροθιές στον αέρα και αριστοφανικές στην ουσία τους. Το καλύτερο απ’ όλα; Όπως κι ο Κουν πριν απ’ αυτούς, οι δύο σκηνοθέτες τους δεν νοιάστηκαν καθόλου αν θα είναι αρεστοί.
Οι Όρνιθες του Νίκου Καραθάνου ήταν πανδαισία για τις αισθήσεις. Εικόνα πάνω στην εικόνα, ήχοι, μουσική και μια ομάδα εξαίρετων ηθοποιών που, έχοντας παίξει ξανά και ξανά μαζί, καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο με τα μάτια. Δεν έχω ξαναδεί Χορό πουλιών χωρίς φτερά, με χαβανέζικα πουκάμισα και τα στήθη έξω, που μοιάζει και ακούγεται σαν αληθινό σμήνος –και ας χαχάνιζαν τα πιτσιρίκια στο κοινό. Ένας καταπληκτικός Άρης Σερβετάλης ως Ευελπίδης συνόδευε τον ρομαντικό Πεισθέταιρο του Καραθάνου, ο Τσαλαπετεινός του Χρήστου Λούλη ήταν απολαυστικός, ενώ ο κούκος-Σωτηρία Μπέλου του Άγγελου Παπαδημητρίου και η Βασίλισσα Ελισάβετ της Αλίκης Αλεξανδράκη, έγιναν σημείο συζήτησης χωρίς οι δύο ηθοποιοί σχεδόν να αρθρώσουν κουβέντα. Η παρουσία του Παραολυμπιονίκη Γιάννη Σεβδικαλή και της Βασιλικής Δρίβα ήταν στρατηγική και δεν έγινε απλά για να γίνει.
Το κείμενο του Αριστοφάνη διασκευάστηκε για να χωρέσει όλα όσα ήθελε να πει ο σκηνοθέτης, τα οποία ίσως ήταν παραπάνω απ’ όσα σήκωνε μια παράσταση. Δεν ήταν ωστόσο ενοχλητικό, γιατί αυτό το «μπούκωμα» με ιδέες χάρισε σκηνές που σε έκαναν να ανατριχιάζεις, όπως οι κραυγές των κύκνων· λίγα λεπτά πριν, το σκετς των τριών γυναικών με τα όπλα (Μ. Διακοπαναγιώτου, Αλ. Αϊδίνη, Εμ. Κολιανδρή) ήταν ζωντανή, σπαρταριστή επιθεώρηση, πράγμα σπάνιο, ειδικά όταν γίνεται καλά.
Γενικά, είναι αλήθεια πως πρόκειται για μια παράσταση προσωπική, αντίσταση απέναντι στον φόβο. Αν είσαι φαν, θες να την ξαναδείς. Αν όχι, έχασες. Αυτό όμως είναι αποκλειστικά θέμα γούστου. Γιατί είναι κακό να είναι μια παράσταση προσωπική; Τι σημαίνει «δεν αποτύπωσε τον Αριστοφάνη»; Ο Καραθάνος έφτιαξε μια κωμωδία με τον τρόπο του. Από πότε σταματήσαμε να κρίνουμε αυτό που βλέπουμε και αρχίσαμε να καταπιανόμαστε με το δικαίωμα του καθενός να «διαβάζει» ένα κείμενο όπως θέλει; Ωστόσο ο Καραθάνος είναι τυχερός. Ο κόσμος που έφυγε από την Επίδαυρο ήταν μεν μπερδεμένος, αλλά όχι αρνητικός. «Δεν κατάλαβα και πολλά, αλλά μ’ άρεσε», είπε ένας κύριος στην σύζυγό του. «Δεν με πείραξαν τα βυζιά καθόλου», άκουσα μια κοπέλα από πίσω μου. Η αισθαντικότητα της παράστασης την έκανε προσιτή στο μεγάλο ακροατήριο, ακόμη κι αν αυτό δεν έμεινε εντελώς ευχαριστημένο.
Η Λυσιστράτη του Μαρμαρινού, μια παράσταση, κατά την γνώμη μου, πιο ολοκληρωμένη από άποψη φόρμας και σε κάθε περίπτωση ορόσημο για την αριστοφανική κωμωδία, δεν είχε την ίδια τύχη. Τα σχόλια εκεί δεν συγχωρούσαν τίποτα. «Ο Λαζόπουλος θα την έκανε καλύτερα» –αυτό έλεγαν, μέσα σ’ άλλα απαξιωτικά, δύο μεσήλικες κυρίες στην ουρά της εξόδου.
Ο Μαρμαρινός πήρε την Λυσιστράτη όπως την έφτιαξε ο Αριστοφάνης, της αφαίρεσε όλες τις θεωρίες που της φόρεσε η σύγχρονη εποχή και έδωσε τον ομώνυμο ρόλο στην Λένα Κιτσοπούλου, που παίζει την αποδόμηση στα δάχτυλα. Με βοηθό την υπέροχη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη και γελώντας με τις αρχαιοπρέπειες του κειμένου δημιούργησε μια παράσταση που δεν φοβάται να μιλήσει τόσο για την εμφύλια σύγκρουση, όσο και για τις έμφυλες διαφορές –μια παράσταση στον πυρήνα της φεμινιστική, χωρίς να το προσπαθεί στο ελάχιστο. Ο Χορός των ηθοποιών μοιράζεται τους υπόλοιπους ρόλους. Όπως και η ίδια η Κιτσοπούλου, τους αφηγούνται, σχολιάζοντας πάνω στο κείμενο. Υπάρχουν στιγμές που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό και άλλες που κλαις από τα γέλια. Η συσκώτιση με την οποία αποδόθηκε η νύχτα στην Ακρόπολη επέτρεψε στους θεατές της Επιδαύρου να δουν θέατρο κάτω από το φυσικό φως των αστεριών και φαντάζομαι ότι θα είναι το ίδιο μαγική σε κάθε ανοιχτό θέατρο.
Ο θίασος λάμπει μέσα σ’αυτό που του δόθηκε να κάνει. Δεν περιμέναμε βέβαια την Λυσιστράτη για να μάθουμε τι πάστα ηθοποιοί είναι η Σκουλά, η Παππά, η Δροσάκη και οι υπόλοιπες, ούτε την σκηνή του Πρόβολου για να δούμε πώς τα βγάζει πέρα στην Επίδαυρο ο Χειλάκης. Αυτό όμως που μας έμαθε αυτή η Λυσιστράτη είναι πως η πρόοδος έχει όνομα –και την λένε Γιάννη Βογιατζή. Σχεδόν 90 χρονών, απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου, ο Βογιατζής όχι μόνο επιλέγει συστηματικά «δύσκολες» παραστάσεις και ρόλους μακριά από τον ασπρόμαυρο, κινηματογραφικό του εαυτό, όχι μόνο θυμάται όλα του τα λόγια, αλλά ακούγεται καμπάνα στο άνω διάζωμα, αποδίδοντας ό,τι του ζητάει ο σκηνοθέτης του. Η παρουσία του και μόνο απαντά σε όλους αυτούς που αρνούνται να δουν την Λυσιστράτη του Μαρμαρινού ως αυτό που είναι: μια εξελιγμένη ανάγνωση, μια νέα πρόταση που ξεφεύγει από τα όρια του Κουν, αλλά είναι αρκετά αποστασιοποιημένη ώστε κανείς να μην την πει «προσωπική».
Οι δύο παραστάσεις έχουν κοινά σημεία. Δεν φοβούνται να σοβαρέψουν, δεν καλύπτουν το γυμνό σώμα και θυμούνται τους φίλους τους: «Στον Μηνά» έπιναν στην Λυσιστράτη, έναν «Λούκο» είδε να καταφθάνει ο Πεισθέταιρος. Οι δυο τους σκηνοθέτες, με μαθηματική ακρίβεια, θα κατηγορηθούν για «μεταμοντερνιές». Τουλάχιστον αν κάποιος τους πει ότι η δουλειά τους «αποτέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου» θα πρέπει να χαρούν. Τα ίδια άκουγε και ο Κάρολος και είδαμε πώς κατέληξε.