Ο Τζόναθαν Κόου κρύωνε σε αυτό το ταξίδι του στην Αθήνα. Δεν είχε πάρει μαζί του παλτό, γιατί σκέφτηκε ότι θα άφηνε πίσω του το κρύο του Λονδίνου. Όπως ακριβώς στην ταινία Therebel (1961), ο Τόνυ Χάνκοκ αναχωρεί από το Λονδίνο για την πόλη του Φωτός και πετάει καθ’ οδόν το καπέλο του και την ομπρέλα του. Ο Κόου βρέθηκε σε μια παγωμένη Αθήνα, ο Χάνκοκ είχε βρεθεί σε ένα βροχερό Παρίσι. Είναι δύσκολο να μείνεις ανεπηρέαστος από τα κλισέ που συνοδεύουν σαν τιμητικό άγημα ένα ξένο κράτος, ακόμη και αν πιστεύεις ότι στην ουσία αποτελούν εύκολες γενικεύσεις. Η «βρετανικότητα» του Κόου, για παράδειγμα, είναι ολοφάνερη σε όλους. Για τον ίδιο δεν είναι τόσο αυτονόητη.
Είναι ό,τι αγαπάμε περισσότερο στον Κόου. Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε παγκοσμίως γνωστός με το τέταρτο βιβλίο του, Τι ωραίο πλιάτσικο. Όταν δηλαδή έβαλε το νυστέρι βαθιά μέσα στο κακοποιημένο από τη διακυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ σώμα της βρετανικής κοινωνίας. Σήκωσε μάλιστα το χέρι ψηλά για να δείξει το αποκρουστικό υλικό των ευρημάτων της λεπτομερούς αυτής εξέτασης. Μια κοινωνία έντονων ανισοτήτων, παρά τη φαινομενική ευμάρεια, όπου η αναλγησία των εκκολαπτόμενων γιάπηδων ήταν απλώς ένα πολύτιμο προσόν για γρήγορο κέρδος. Η άπληστη οικογένεια των Γουίνσο με τις αριστοκρατικές καταβολές και τη διείσδυσή της σε νευραλγικούς τομείς λήψης αποφάσεων από τη μία, ο άσημος και απένταρος συγγραφέας Μάικλ Οουεν από την άλλη, στην υπηρεσία τους, ουσιαστικά, ως βιογράφος τους. Αν βλέπαμε την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου θα διακρίναμε την τεράστια απόσταση που τους χωρίζει, από την πρώτη λέξη που θα άρθρωναν. Η προφορά τους και μόνο θα μαρτυρούσε το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο φοίτησαν. Στη Βρετανία, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις τάξεις είναι πολύ ορατές και πάνω τους θεμελιώνονται πολύ γερά παραπετάσματα. Και όχι, δεν πρόκειται για παρεξήγηση. Ο δημοσιογράφος και γενεαλόγος Χιου Μοντγκόμερι-Μάσσινγκμπερντ επέμενε ότι αυτό το ετερόκλητο, εκκεντρικό, παράδοξο συνονθύλευμα ανθρώπων μπορούσε να διαιρεθεί σε 10 τάξεις και υπο-τάξεις. Ο Κόου μειδίασε όταν του το ανέφερα. «Εγώ είμαι μέση-μέση (middle-middle)» σχολίασε ο Κόου, γιος ενός ερευνητή φυσικού και μιας καθηγήτριας που μεγάλωσε στο Μπέρμινγχαμ και σπούδασε στο Καίμπριτζ. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μάρτιν Εϊμις, γιος του διάσημου συγγραφέα Sir Κίνγκλεϋ Έιμις, ανήκε στην ανώτερη-μέση τάξη (upper-middleή μήπως στην upper-lower-middle;) ενώ ο Τζούλιαν Μπαρνς, γιος καθηγητών γαλλικών, μεγάλωσε ως μέλος της κατώτερης-μέσης τάξης (lower-middleή την upper-lower-middle).
Ο Τζόναθαν Κόου δεν ανήκει στην ίδια γενιά με αυτούς, είναι περίπου δέκα χρόνια νεότερος. Δεν έχουν κοινά ως συγγραφείς, δεν κάνουν παρέα και δεν συναντιούνται σε λογοτεχνικά πάρτι. Αυτό δεν οφείλεται βέβαια στις ανεπαίσθητες ταξικές τους διαφορές. «Είμαστε ένα έθνος ατομιστών» εξήγησε ο Κόου, γιατί στη Βρετανία την ιστορία δεν τη γράφουν οι (λογοτεχνικές) παρέες. Τους ενώνει ωστόσο κάτι πολύ δυνατό: η επιλογή τους να ζουν στη μητρόπολη που είναι το Λονδίνο. «Κάτι που δεν επισημαίνεται συχνά όταν μιλάμε για την περίφημη “βρετανικότητα” στη λογοτεχνίαείναι ότιτόσο εγώ όσο και οι άλλοι σύγχρονοι βρετανοί συγγραφείς γράφουμε για το Λονδίνο και όχι για τη Βρετανία» υποστηρίζει. Και, όσοι έχουν ζήσει έστω και λίγο στην Αγγλία, την Ουαλλία ή τη Σκωτία θα συμφωνήσουν μαζί του. «Το Λονδίνο δεν είναι Βρετανία. Δεν είναι καν Αγγλία». Περίπου όπως Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, δηλαδή.
Το Μπέρμιγχαμ ωστόσο, είναι Αγγλία. Εκεί διαδραματίζεται το πολύ επιτυχημένο βιβλίο του Η λέσχη των τιποτένιων, έναν τρόπον τινά prequel του Τι ωραίο πλιάτσικο. Η περιγραφή της διάλυσης των εργατικών συνδικάτων τη δεκαετία του 1970, η αναφορά στους βομβαρδισμούς των παμπ του από τον IRA, η ανικανότητα της κυβέρνησης του Εντουαρντ Χηθ ήταν κάποτε μια βρετανική πραγματικότητα που ξεπερνούσε το τοπικό φολκλόρ και έπαιρνε εθνικές διαστάσεις.
ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΟΥΜΠΕΡ ΑΛΛΕΣ
Είτε μιλάμε για «Britishness» είτε για «Londonishness», γεγονός παραμένει ότι τα βιβλία του Κόου μοιάζουν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο «υπόλοιπος κόσμος», όμως, γνωρίζει καλά την εικονογραφία τους και τη νιώθει οικεία. Από την ιστορία, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, τη μουσική και όλες τις εκφάνσεις της ποπ κουλτούρας, στην οποία οι Αγγλοι ήταν κάποτε βασιλιάδες. Μπορούμε, για παράδειγμα, να φέρουμε στο μυαλό μας το σχέδιο που ζωγραφίζει ο Μπέντζαμιν Τρότερ της Λέσχης των Τιποτένιων στο εξώφυλλο του τετραδίου των αγγλικών του. Είναι: «ένα πόδι καρτούν σαν εκείνο στο τέλος του σήματος των Μόντι Πάιθον». Τα βιβλία του Κόου περιγράφουν κόσμους που μάς ασκούν ιδιαίτερη γοητεία παρ’ όλη τη μιζέρια και την ασχήμια τους. Από τους νοτισμένους δρόμους με τις σειρές των απαράλλαχτων μονοκατοικιών, τα μαγαζάκια με τα λιγδιασμένα fish’n’ chipsκαι τις pubs με τα pints και τα lastorders ξεπήδησε εξ άλλου κάποτε η πανκ, ή το progressiverock, η αγαπημένη μουσική του Κόου (συγκεκριμένα, η σκηνή του Καντέρμπουρι) και διαμορφώθηκε μέρος της παγκόσμιας μουσικής σκηνής όπως την ξέρουμε και την αγαπήσαμε. Είναι τόση η οικειότητά μας με την αγγλική κουλτούρα ώστε είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακόμη και τη γυναίκα που έγραψε μία από τις πρώτες κριτικές για το παρθενικό πόνημά του Κόου, το AccidentalWoman (1987). Πολύ προτού γίνει η αισθησιακή βασίλισσα της μαγειρικής και φιγουράρει στα tabloids εξαιτίας της τρικυμιώδους προσωπικής ζωής της, η Ναϊτζέλα Λόσον έγραφε για το TimesLiterarySupplement και είχε διακρίνει στη γραφή του Κόου «τα σημάδια ενός αυθεντικού ταλέντου στη λογοτεχνία».
Ο Κόου, από την πλευρά του, δεν γνωρίζει τόσο καλά τον κόσμο που απλώνεται έξω από τη Βρετανία. Δεν έχεις απαραίτητα τον ίδιο ζήλο όταν τον έχεις έξω από την πόρτα σου. «Εχοντας δει το Λονδίνο, έχω δει όσα μπορεί να μου δείξει ο κόσμος» έλεγε ο άγγλος συγγραφέας Σάμουελ Τζόνσον από τον 18οκιόλας αιώνα. Ο Κόου δεν έχει αναπτύξει δεσμό αίματος με μια άλλη χώρα όπως έχει κάνει ο Τζούλιαν Μπαρνς με τη Γαλλία, ούτε έχει κληρονομήσει μια εξωτική καταγωγή, όπως ο Σαλμάν Ρούσντι, που θα διεύρυνε αυτομάτως και γεωγραφικά τον ορίζοντα με τις προσλαμβάνουσές του.
Το ενδιαφέρον του Κόου για τις χώρες όπου τα βιβλία του είναι πολύ δημοφιλή, δηλαδή για τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, μοιάζει να έχει περισσότερο ανταποδοτικό χαρακτήρα χάρη στην αβρότητα που τον διακρίνει. Οσο βρέθηκε στην Αθήνα ρώτησε τα πάντα για την πολιτική κατάσταση, για την κρίση, για τη Χρυσή Αυγή με γνήσιο ενδιαφέρον. Θα του κάνει πάντα εντύπωση που οι Έλληνες θα του απευθύνουν ερωτήσεις σχετικές με τις σκέψεις του για την κρίση και την επίλυσή της. «Δεν υπάρχει αντίστοιχη κουλτούρα στην Αγγλία, να ρωτάς τους συγγραφείς τις απόψεις τους για την πολιτική. Δεν το καταλαβαίνω για να πω την αλήθεια. Είναι σαν να ερχόταν ένας έλληνας συγγραφέας στο Λονδίνο και να τον ρωτούσαν οι άγγλοι δημοσιογράφοι ποια είναι η γνώμη του για τον Μπόρις Τζόνσον. Από πού κι ώς πού να έχει άποψη;» αναρωτιόταν λίγο προτού ξεκινήσει η συζήτηση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Κόου μάς έχει δώσει «πάτημα». Ο πολιτικός χαρακτήρας του Πλιάτσικου, η διακωμώδησή και η αποκαθήλωση της Θάτσερ αλλά κυρίως η αγριότητα με την οποία απονέμει σε αυτό τη δικαιοσύνη ο Κόου (αλησμόνητη η εικόνα της Ντόροθι Γουίνσο, η οποία κρέμεται από ένα τσιγκέλι με τους αστραγάλους δεμένους και με μια μικρή τομή στο λαιμό για να πέφτει το αίμα σιγά σιγά μέσα σε έναν κουβά, ακριβώς όπως πέθαιναν τα ζώα του εκτροφείου της προκειμένου να έχουν πιο νόστιμο κρέας) είχε δημιουργήσει προσδοκίες στο ελληνικό κοινό. Ισως να είχε κάτι ανατρεπτικό, κάτι «ακραίο» να προτείνει. Ο προσηνής Κόου που βρέθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, Expo 58, στα ελληνικά, δεν έκανε δηλώσεις αφοριστικού χαρακτήρα, δεν προσποιήθηκε ότι ξέρει αυτά που δεν γνωρίζει. Επειτα, για την πλειονότητα των βρετανών υπηκόων, πολιτικές τύπου «διαίρει και βασίλευε» συνήθως είναι πρώτα απ’ όλα μια τακτική που εφαρμοζόταν από τη διεύθυνση εργοστασίων προκειμένου να αρχίσουν οι συνδικαλιστές να βλέπουν τα πράγματα από την πλευρά της διοίκησης, όπως την αναφέρει ο Κόου στη Λέσχη των Τιποτένιων. Η χρήση του ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής απασχολούσε ανέκαθεν εκείνους που έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες της.
Ο 54χρονος Κόου δεν είναι ο 33χρονος Κόου του Πλιάτσικου. Ο νεαρός που αντιμετώπιζε τη ζωή με απόλυτες βεβαιότητες έχει μεγαλώσει, είναι πατέρας δυο παιδιών και αποφεύγει την οξεία καυστικότητα γιατί φοβάται την επικίνδυνη γειτνίασή της με τον κυνισμό. Στο Expo 58 έκανε μάλιστα και το πρώτο βήμα μακριά από τη «βρετανικότητα» που του προσάπτουν. Εστειλε τους ήρωές του εκτός Αγγλίας, στην Παγκόσμια Εκθεση των Βρυξελλών.
Αυτή ήταν μια απρόβλεπτη στροφή προς τον κοσμοπολιτισμό εκτός των συνόρων του Λονδίνου. Ψυχρός πόλεμος, τεταμένες διεθνείς σχέσεις, ιστορία μυστηρίου. «Είναι ένα βιβλίο πολιτικό υπό την ευρεία έννοια του όρου. Αφορά την εθνική ταυτότητα, την ιδέα της Ευρώπης, την ένταση μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ενωσης. Δεν είναι “πολιτικό” όπως τα παλιότερα βιβλία μου από την άποψη ότι δεν πραγματεύεται θέματα κοινωνικής ανισότητας», είπε και ξαναείπε. «Παρ’ όλα αυτά, περισσότερο από ένα βιβλίο για την ιστορία και την πολιτική, πιστεύω ότι το Expo 58 είναι μια (θλιμμένη) ιστορία αγάπης» θα ήθελε επίσης να πει ο Κόου αλλά δεν του δόθηκε η ευκαιρία. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, Τόμας Φόλεϊ, ένας άνδρας που δυσκολεύεται να εκφράσει τα συναισθήματά του στη Βρετανία της δεκαετίας του 1950, είναι παντρεμένος και έχει ένα παιδί. Θα ενδώσει στον πειρασμό της εξωσυζυγικής σχέσης αλλά δεν θα μπορέσει να κάνει την υπέρβαση και να μην επιστρέψει στην οικογενειακή εστία και τις ευθύνες τους.
Είναι άραγε ο πρωταγωνιστής του, μια μυθιστορηματική εκδοχή του εαυτού του όπως ο Μάικλ Οουεν ή ο Μπέντζαμιν Τρότερ; Στο Expo 58, ο χαρακτήρας του Τόμας είναι βασισμένος στον πατέρα του και τη σχέση που είχε εκείνος με τη μητέρα του. Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει στο βιβλίο, αν μπορούσε να συνοψιστεί σε μια φράση θα ήταν η εξής: δυστοκία στην έκφραση συναισθημάτων.
Ο Κόου είχε παρ’ όλα αυτά, ή ακριβώς εξαιτίας αυτής της απουσίας έντασης στο οικογενειακό του περιβάλλον, μια πολύ φυσιολογική παιδική ηλικία. «Σχεδόν αφύσικα φυσιολογική», όπως έχει πει. Ισως αυτός είναι ένας από τους λόγους που τον συναρπάζει η «κανονικότητα», και τον οδηγεί να γράψει ακόμη και ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή τον άχρωμο και άοσμο χαρακτήρα του, Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ. Ο ίδιος ο Κόου ήταν ένας ντροπαλός έφηβος, κλεισμένος στον εαυτό του και σε ασφαλή απόσταση από τα γεγονότα για να μπορεί να τα παρατηρεί. Μολονότι είπε στη Στέγη ότι «είναι μεγάλο λάθος να πιστεύεις ότι οι απόψεις που εκφέρονται σε ένα βιβλίο συμπίπτουν με αυτές του συγγραφέα», λογικά δεν θα είχε μεγάλη αντίρρηση αν συμπεραίναμε ότι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Λέσχη των τιποτένιων (σε μετάφραση του Γιώργου Τσακνιά) είναι αμιγώς αυτοβιογραφικό:
Το νεανικό επαναστατικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του στη δική του περίπτωση διοχετευόταν στο θαυμασμό του για τον Χάρντινγκ και για το διαβολικό, αναρχικό χιούμορ του. Ο Μπέντζαμιν μπορούσε να είναι μόνον παραβάτης δι’ αντιπροσώπου.
Ο ήσυχος και σεμνός Τζόναθαν επανεφηύρε τον εαυτό του και σατίρισε ανηλεώς όσα (δεν) έζησε, ξεκινώντας βεβαίως από τον ίδιο. Δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί, ούτε όσοι απορρίπτουν τα βιβλία του μετά την πανθομολογούμενη επιτυχία τους (Τι Ωραίο Πλιάτσικο, Λέσχη των Τιποτένιων, Σπίτι του Ύπνου). Ο Τζόναθαν Κόου έχει χιούμορ και δεν φοβάται να το χρησιμοποιήσει.
ΣΑΡΚΑΣΤΙΚΟΣ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΥΝΙΚΟΣ
Είναι το δίχως άλλο «αγγλικό» και διακωμωδεί με δηκτικό τρόπο τα αγγλικά/λονδρέζικα ήθη. Ακούσια, βαδίζει πάνω στα χνάρια μιας παράδοσης που αριθμεί αιώνες καλής κωμωδίας και σατιρικής προδιάθεσης. Ο Σαίξπηρ είχε χιούμορ, είναι εμφανές στη 12η Νύχτα και στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ είναι περισσότερο μια σάτιρα για τις ανθρώπινες επιθυμίες και την ύβρη και λιγότερο ένα παραμύθι. Ο Κόου έχει γράψει μάλιστα τη δική του εκδοχή του διάσημου βιβλίου, ειδικά για παιδιά. Ο Χένρι Φίλντινγκ, ο αγαπημένος συγγραφέας του, πάνω στον οποίο έκανε και τη διδακτορική διατριβή του, είχε το δίχως άλλο χιούμορ. Στο Expo 58, ο Τόμας θυμίζει αμυδρά τον Τομ Τζόουνς, τον καλόκαρδο, περιπετειώδη αλλά αφελή ήρωα του Φίλντινγκ ο οποίος μπαίνει σε πειρασμούς και υποκύπτει στη γοητεία των γυναικών. O Κάρολος Ντίκενς είχε χιούμορ και είναι και αυτός ένας από τους «ήρωες» του Κόου. Στο Τι ωραίο πλιάτσικο!, οι μονοδιάστατα «κακοί» Γουίνσο και ο «καλός» Μάικλ Όουεν θυμίζουν ηθογραφία στα πρότυπα του άγγλου μυθιστοριογράφου της βικτωριανής εποχής.
Στο TheaccidentalWoman, ο Κόου έχει επηρεαστεί και από τον παντελώς άγνωστο εκτός Αγγλίας, συγγραφέα και ποιητή, Μπ. Στ. Τζόνσον. Ο Τζόνσον, ένας οργισμένος Λονδρέζος της εργατικής τάξης, οπαδός του Τζόυς και του ακραίου μοντερνισμού, πίστευε ότι πειραματισμός και καινοτομία είναι το παν. Για παράδειγμα, σε ένα βιβλίο του είχε ανοίξει τρύπες στις σελίδες για να μπορούν οι αναγνώστες «να βλέπουν το μέλλον». Αυτοκτόνησε το 1973 πικραμένος που δεν γνώρισε ποτέ εμπορική επιτυχία, και θα είχε λησμονηθεί εντελώς εάν ο Κόου, ο οποίος ξέρει να τιμά τις επιρροές του, δεν έγραφε το 2004 τη βιογραφία του, LikeafieryElephant. Ισως ένας μακρινός απόηχος του θαυμασμού του για τον Τζόνσον να έπαιξε ρόλο στην επιλογή του απροσδόκητου, και ολίγον άστοχου φινάλε του βιβλίου Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ. Κάποιες φορές είναι οι ίδιοι οι πειραματισμοί που μπορεί να έχουν κωμικό αποτέλεσμα.
Το Expo 58 είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία του Κόου. Το γέλιο βγαίνει αβίαστα, οπότε πετυχαίνει να αποσπάσει από τον αναγνώστη αυτό που εκείνος θεωρεί ως την «πιο άμεση και πιο σωματική ανταπόκριση που μπορεί να έχει ένα βιβλίο», όπως έλεγε παλιότερα. Δεν αφήνει, ωστόσο, την ίδια πικρή επίγευση με τα πρώτα βιβλία του, είναι σαφέστατα ένα πιο ανάλαφρο ανάγνωσμα. Όταν ρωτήθηκε από το κοινό της Στέγης σχετικά με τις επιρροές του, ο Κόου ανέφερε και το όνομα του Νταίηβιντ Λοτζ, γνωστού μεταξύ άλλων για τα περίφημα «campusnovels» του. Η Παγκόσμια Εκθεση των Βρυξελλών με τα εθνικά της περίπτερα και τις χαριτωμένες παρεξηγήσεις μεταξύ των εκπροσώπων των κρατών που συμμετέχουν σε αυτή θυμίζει τα εξίσου πολύ αστεία Μικρός που είναι ο κόσμος και Αλλάζοντας θέσεις του Λοτζ, όπου ο πανεπιστημιακός κόσμος ταξιδεύει σε διεθνή συνέδρια, ερωτοτροπεί και εκτίθεται ανεπανόρθωτα στις διαφορές του αλλά και τις φαινομενικά ανύπαρκτες ομοιότητές του.
Το Expo 58, όμως, πρώτα απ’ όλα κλείνει το μάτι στις κωμωδίες των EalingStudios και στις ταινίες του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Στο site του, ο Κόου συνοψίζει:
Το τελευταίο μου βιβλίο μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους: σαν ένα κλασικό «κωμικό μυθιστόρημα» στην παράδοση του Χένρι Φίλντινγκ, του Μάικλ Φρέιν και του Κίνγκσλεϋ Έιμις. Σαν ένα hommage στις βρετανικές κωμικές ταινίες από τις δεκαετίες του 1930, του 1940 και του 1950, σαν μια παρωδία των βιβλίων κατασκοπείας του Ψυχρού Πολέμου και σαν το τελευταίο κεφάλαιο σε ένα δίκτυο από μυθιστορήματα και διηγήματα τα οποία γράφω τις τελευταίες δυο δεκαετίες.
Υψηλή λογοτεχνία και popculture αναφορές. Το μυστικό της επιτυχίας του Τζόναθαν Κόου.
ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ
Το κοινό του στην Αθήνα πάντως σίγουρα το γοήτευσε. Βοήθησαν σε αυτό οι κωμικές αναφορές στις άστοχες μεταφράσεις του τίτλου Τι ωραίο πλιάτσικο!, η ιστορία της παρεξήγησης που δημιουργήθηκε με τους συνοίκους στο κτίριο όπου βρίσκεται το γραφείο του (τον πεθερό του τον λένε Ιαν Μακ Γιούαν και το επίθετό του αναγράφεται στην πόρτα), αλλά και η τρυφερή αναφορά στις τελευταίες μέρες του πατέρα του και τη μανία του με το Πενήντα αποχρώσεις του Γκρι. Δεν μπορείς να έχεις απέναντί σου τον Τζόναθαν Κόου και να μην διερωτηθείς «γιατί έχουν οι Άγγλοι τόσο καλό χιούμορ;». Και γιατί το επιστρατεύουν με τόση συχνότητα; Είναι ένας τρόπος να θάβουν τα συναισθήματά τους, θα έλεγε ένας αποστασιοποιημένος παρατηρητής βλέποντάς τους σφιγμένους να αντιμετωπίζουν ακόμη και τις πιο επώδυνες καταστάσεις με το περίφημο «stiffupperlip». «Πόσο πολλά συναισθήματα καταφέρνουμε να κρύψουμε πίσω από ένα φλιτζάνι τσάι, πόσο πολλές υπεκφυγές καταφέρνουμε να μεταμφιέσουμε σε ένα φλιτζάνι τσάι», γράφει ο Κόου.
Σε παλιότερη συνέντευξη είχε πει ότι«μία από τις βασικές αντιδράσεις μας όταν κάτι πάει στραβά, όταν δεν είμαστε ευτυχισμένοι, είναι να καταφεύγουμε στο χιούμορ. Αυτό είναι ένα υπέροχο δώρο, επειδή σε βοηθάει να επιβιώνεις στη ζωή. Οι Βρετανοί χρησιμοποιούν το χιούμορ ως μέθοδο αποσυμπίεσης από την αίσθηση του ανικανοποίητου». Συνήθως είναι μια αποτελεσματική μέθοδος. Ορισμένες φορές δεν αρκεί από μόνη της. Ο προαναφερθείς Τόνι Χάνκοκ της αγαπημένης ταινίας του Κόου Therebel, τελικά αυτοκτόνησε. Κάποιοι προσπαθούν να ξορκίσουν το θάνατο. Οι γηραιοί αλλά ολοζώντανοι Μόντι Πάιθον, ανακοίνωσαν την επανένωσή τους για ένα και μοναδικό live τον ερχόμενο Ιούλιο. Ο Γκράχαμ Τσάπμαν έχει πεθάνει εδώ και καιρό, οπότε το σλόγκαν για την προώθηση του «gig» είναι: «Οnedown, fivetogo». Ο δήμαρχος του Λονδίνου από την άλλη, Μπόρις Τζόνσον (καμία η σχέση του με τον αυτόχειρα συγγραφέα), εμφανίζεται σε εκπομπές σατιρικού περιεχομένου και αυτοσαρκάζεται σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ο Kόου έγραψε μάλιστα ένα άρθρο για το LondonReviewofBooks με αφορμή τη συχνή συμμετοχή του μονίμως αχτένιστου Μπόρις στη σατιρική εκπομπή HaveIgotnewsforyou, του BBC. O τίτλος του άρθρου ήταν: «Sinking giggling into the sea». Ηταν ένα σχόλιο για την τάση των Βρετανών να κάνουν καλή σάτιρα και να εφησυχάζουν, μια και πιστεύουν ότι η πολιτικοποίησή τους αρχίζει και τελειώνει στην άκακη γελοιοποίηση των πολιτικών. Ο Μπόρις Τζόνσον ξέρει τους κανόνες του παιχνιδιού. «Πιστεύει ότι είναι ανώτερος από τους άλλους οπότε είναι ο πρώτος που θα σατιρίσει τον εαυτό του για να προλάβει όσους θελήσουν να το κάνουν. Αυτό τον καθιστά σχεδόν απρόσβλητο στην κριτική», σύμφωνα με τον Κόου.
Ο Νταίηβιντ Κάμερον δεν έχει την αίσθηση χιούμορ του Τζόνσον. Όταν χρησιμοποίησε την ατάκα «Calmdowndear!», από μια δημοφιλή διαφήμιση για ασφάλεια αυτοκινήτου προκειμένου να κατευνάσει μέσα στο Κοινοβούλιο μια γυναίκα, μέλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ελάχιστοι γέλασαν. Ο νεαρότερος πρωθυπουργός τα τελευταία 200 χρόνια στη χώρα εκπροσωπεί το συντηρητικό, το σεξιστικό, το ξενέρωτο πρόσωπό της. Θα έρθει και η σειρά του. Στην «εποχή Κάμερον» θα ξετυλίξει την πλοκή του επόμενου βιβλίου του ο Κόου. «Ο Κάμερον δεν είναι αρκετά σημαντικός ώστε να καθορίσει με το όνομά του μια ολόκληρη εποχή. Ούτε “εποχή του Τζον Μέιτζορ” υπάρχει. Μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την “εποχή της Θάτσερ” και “την εποχή του Μπλερ”» θα με διορθώσει. Επιστροφή στο παρόν λοιπόν για τον Κόου. Εξάλλου, όπως έγραψε ένας αγαπημένος ποιητής του:
Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος / Είναι ίσως και οι δυο παρόντες στοn μελλούμενο χρόνο. / Κι ο μελλούμενος χρόνος περιέχεται στον περασμένο χρόνο.