Γνώμες
Ο τίτλος του κειμένου αυτού δεν είναι πρωτότυπος. Ήδη το 1842 ο Μαξ Στίρνερ, ένας από τους φιλοσοφικούς μου ήρωες, είχε δημοσιεύσει ένα κείμενο με τον ίδιο τίτλο, όπου ασκούσε δριμεία κριτική στο γερμανικό σχολικό σύστημα, το οποίο παρέπαιε ανάμεσα σε έναν στείρο διανοητισμό, που ο Στίρνερ αποκαλεί «ουμανισμό», και σε έναν αντιουμανιστικό σχετικιστικό ινστρουμενταλισμό – τον ρεαλισμό. Οι θέσεις του Στίρνερ μου διέσχισαν τη σκέψη όταν διάβασα στα κοινωνικά μέσα για την υπόθεση μιας υποψηφίου των πανελλαδικών εξετάσεων η οποία, όπως καταγγέλλει, δεν μπόρεσε να μπει στην σχολή της προτίμησής της –την Αρχιτεκτονική του Πανεπιστημίου Αθηνών– γιατί δεν κατάφερε να περάσει την ελάχιστη βάση εισαγωγής στο αντικείμενο του ελεύθερου σχεδίου, ενώ στα υπόλοιπα μαθήματα είχε πολύ καλές επιδόσεις και έναν πολύ μεγάλο αριθμό μορίων.
Ηγέτις. Η μόνη γυναίκα αρχηγός κόμματος σε αυτή τη Bουλή, όπως τονίζει, σε κάθε ευκαιρία. Το κόμμα μετείχε στις πρώτες εκλογές, μάζεψε ψήφους και σταυρούς, στη δεύτερη εκλογή η ηγέτις έκανε στα ψηφοδέλτια μια κάποια εξυγίανση: η κοινοβουλευτική oμάδα είναι, έλεγε, σαν την ποδοσφαιρική, ο προπονητής (sic)* εχει την ευθύνη να επιλέξει τους ικανότερους παίκτες, ντρημ τημ. Σαν σε όνειρο τώρα ακούγονται οι φωνές μέσα από αυτό το dream για το πώς η Πλεύση, λ.χ., αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να προχωρήσει λίγο πιο δυναμικά.
«Πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ» δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, παραμερίζοντας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, είπε, πρέπει να αλλάξει ριζικά, να αναδιοργανωθεί άμεσα και χωρίς καμιά χρονοτριβή, χωρίς να χαθεί ούτε μια μέρα στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση της ΝΔ. Βιάζεται να αντιπαρατεθεί, δεν είπε όμως τι πρέπει να αλλάξει και πώς πρέπει να αλλάξει. Δεν είπε τί σημαίνει «νέος ΣΥΡΙΖΑ».
Μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, παρατηρούμε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φαινόμενο στη δημόσια παρουσία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν σε τηλεοπτικές –κυρίως– εκπομπές. Ο καταποντισμός του κόμματός τους στην κάλπη γέννησε –αναπόφευκτα– ερωτήματα από πλευράς δημοσιογράφων, σχετικώς με τις αιτίες που οδήγησαν στην εκλογική καταβαράθρωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παρότι θα ανέμενε κανείς τα προβεβλημένα στελέχη να δίνουν έστω και ελάχιστα διαφορετικές ερμηνείες για την ήττα τους, εντούτοις είδαμε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ ομονοούσαν σε ένα βασικό κύριο αφήγημα: ότι η ήττα ήταν η άμεση συνέπεια της ανιδιοτελούς προσήλωσής του στην «απλή αναλογική» που ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος (ιδίως η κεντροαριστερά, βλ. το ΠΑΣΟΚ) δεν είχε την ωριμότητα και την ευρύτητα σκέψης να αποδεχθεί. Κώφευσε, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ στα γενναιόδωρα καλέσματα του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στην πρόσκλησή του να υψώσουν από κοινού ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι στη Δεξιά. Κατ’ αποτέλεσμα, επήλθε η εκλογική κατάρρευση των ποσοστών της αντιπολίτευσης, λόγω υπερβάλλουσας καλοσύνης και (αφελούς) ιδεαλισμού. Έχασε, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί παραήταν «αγνός» για το υπάρχον πολιτικό σύστημα (too good for this world).
Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου ανέδειξαν, όπως είχε προδιαγραφεί ήδη από τον Μάιο, αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και μια οκτακομματική βουλή με κατακερματισμένη αντιπολίτευση, τόσο τη μείζονα όσο και την ελάσσονα. Η συζήτηση φυσικά περιστρέφεται κάπως πυρετωδώς γύρω από την είσοδο στο ελληνικό Κοινοβούλιο εθνολαϊκιστικών κομμάτων, ωστόσο νομίζω πως υποκινείται εντέχνως από τους ξεκάθαρα ηττημένους των εκλογών, ήτοι τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από την ήττα τους, ανάγοντας την είσοδο των προαναφερθέντων κομμάτων σε πρώτης τάξεως ζήτημα υπό τη μορφή μάλιστα απειλής για τη Δημοκρατία.
Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης έχει λόγο και για την τρέχουσα πολιτική ρητορεία. Όταν υπάρχει υπερπροσφορά του προϊόντος, όταν ανεξέλεγκτος ο αυτοματισμός των μηχανών τις βάζει να παράγουν και να συσσωρεύουν αμέτρητα παρόμοια πράγματα, όταν δηλαδή κάθε μέρα τα φορτηγά αδειάζουν τόνους κινδυνολογίας και καταγγελίας μπροστά στην πόρτα μας, μαζί με την τιμή του προϊόντος πέφτει και η εκτίμηση σε αυτό.
Η αριστερά αναρωτιέται απορημένη, πώς, με τόσο μεγάλο όγκο καταγγελίας δεν επηρεάζεται το εκλογικό σώμα εναντίον της ΝΔ: σαν σε μαγική εικόνα χωρίς εικόνα, το ερώτημα περιέχει ήδη την απάντηση σε αυτό.
Αυτή τη στιγμή διεξάγεται μια έντονη συζήτηση σχετική με τα σενάρια για τον τερματισμό, ή τουλάχιστον το πάγωμα, της επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Οι περισσότεροι παρατηρητές αναγνωρίζουν ότι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας μπορούν να γίνουν μόνο έπειτα από μια επιτυχημένη ουκρανική (αντ)επίθεση. Ωστόσο, αναδύεται ένα χάσμα μεταξύ της Ουκρανίας και ορισμένων από τους ξένους εταίρους της όσον αφορά το μέλλον της Κριμαίας. Η πλειονότητα των μη ουκρανικών φορέων χάραξης πολιτικής και διαμόρφωσης τείνει να αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της αντιστροφής των δύο προσαρτήσεων ουκρανικού εδάφους από τη Ρωσία το 2014 και το 2022.