Γνώμες
Ηγέτις. Η μόνη γυναίκα αρχηγός κόμματος σε αυτή τη Bουλή, όπως τονίζει, σε κάθε ευκαιρία. Το κόμμα μετείχε στις πρώτες εκλογές, μάζεψε ψήφους και σταυρούς, στη δεύτερη εκλογή η ηγέτις έκανε στα ψηφοδέλτια μια κάποια εξυγίανση: η κοινοβουλευτική oμάδα είναι, έλεγε, σαν την ποδοσφαιρική, ο προπονητής (sic)* εχει την ευθύνη να επιλέξει τους ικανότερους παίκτες, ντρημ τημ. Σαν σε όνειρο τώρα ακούγονται οι φωνές μέσα από αυτό το dream για το πώς η Πλεύση, λ.χ., αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να προχωρήσει λίγο πιο δυναμικά.
«Πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ» δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, παραμερίζοντας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, είπε, πρέπει να αλλάξει ριζικά, να αναδιοργανωθεί άμεσα και χωρίς καμιά χρονοτριβή, χωρίς να χαθεί ούτε μια μέρα στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση της ΝΔ. Βιάζεται να αντιπαρατεθεί, δεν είπε όμως τι πρέπει να αλλάξει και πώς πρέπει να αλλάξει. Δεν είπε τί σημαίνει «νέος ΣΥΡΙΖΑ».
Μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, παρατηρούμε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φαινόμενο στη δημόσια παρουσία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν σε τηλεοπτικές –κυρίως– εκπομπές. Ο καταποντισμός του κόμματός τους στην κάλπη γέννησε –αναπόφευκτα– ερωτήματα από πλευράς δημοσιογράφων, σχετικώς με τις αιτίες που οδήγησαν στην εκλογική καταβαράθρωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παρότι θα ανέμενε κανείς τα προβεβλημένα στελέχη να δίνουν έστω και ελάχιστα διαφορετικές ερμηνείες για την ήττα τους, εντούτοις είδαμε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ ομονοούσαν σε ένα βασικό κύριο αφήγημα: ότι η ήττα ήταν η άμεση συνέπεια της ανιδιοτελούς προσήλωσής του στην «απλή αναλογική» που ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος (ιδίως η κεντροαριστερά, βλ. το ΠΑΣΟΚ) δεν είχε την ωριμότητα και την ευρύτητα σκέψης να αποδεχθεί. Κώφευσε, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ στα γενναιόδωρα καλέσματα του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στην πρόσκλησή του να υψώσουν από κοινού ένα ισχυρό ανάχωμα απέναντι στη Δεξιά. Κατ’ αποτέλεσμα, επήλθε η εκλογική κατάρρευση των ποσοστών της αντιπολίτευσης, λόγω υπερβάλλουσας καλοσύνης και (αφελούς) ιδεαλισμού. Έχασε, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί παραήταν «αγνός» για το υπάρχον πολιτικό σύστημα (too good for this world).
Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου ανέδειξαν, όπως είχε προδιαγραφεί ήδη από τον Μάιο, αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και μια οκτακομματική βουλή με κατακερματισμένη αντιπολίτευση, τόσο τη μείζονα όσο και την ελάσσονα. Η συζήτηση φυσικά περιστρέφεται κάπως πυρετωδώς γύρω από την είσοδο στο ελληνικό Κοινοβούλιο εθνολαϊκιστικών κομμάτων, ωστόσο νομίζω πως υποκινείται εντέχνως από τους ξεκάθαρα ηττημένους των εκλογών, ήτοι τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από την ήττα τους, ανάγοντας την είσοδο των προαναφερθέντων κομμάτων σε πρώτης τάξεως ζήτημα υπό τη μορφή μάλιστα απειλής για τη Δημοκρατία.
Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης έχει λόγο και για την τρέχουσα πολιτική ρητορεία. Όταν υπάρχει υπερπροσφορά του προϊόντος, όταν ανεξέλεγκτος ο αυτοματισμός των μηχανών τις βάζει να παράγουν και να συσσωρεύουν αμέτρητα παρόμοια πράγματα, όταν δηλαδή κάθε μέρα τα φορτηγά αδειάζουν τόνους κινδυνολογίας και καταγγελίας μπροστά στην πόρτα μας, μαζί με την τιμή του προϊόντος πέφτει και η εκτίμηση σε αυτό.
Η αριστερά αναρωτιέται απορημένη, πώς, με τόσο μεγάλο όγκο καταγγελίας δεν επηρεάζεται το εκλογικό σώμα εναντίον της ΝΔ: σαν σε μαγική εικόνα χωρίς εικόνα, το ερώτημα περιέχει ήδη την απάντηση σε αυτό.
Αυτή τη στιγμή διεξάγεται μια έντονη συζήτηση σχετική με τα σενάρια για τον τερματισμό, ή τουλάχιστον το πάγωμα, της επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Οι περισσότεροι παρατηρητές αναγνωρίζουν ότι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας μπορούν να γίνουν μόνο έπειτα από μια επιτυχημένη ουκρανική (αντ)επίθεση. Ωστόσο, αναδύεται ένα χάσμα μεταξύ της Ουκρανίας και ορισμένων από τους ξένους εταίρους της όσον αφορά το μέλλον της Κριμαίας. Η πλειονότητα των μη ουκρανικών φορέων χάραξης πολιτικής και διαμόρφωσης τείνει να αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της αντιστροφής των δύο προσαρτήσεων ουκρανικού εδάφους από τη Ρωσία το 2014 και το 2022.
Ο Ντμίτρι Μουράτοφ, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης ρώσος δημοσιογράφος, περιγράφει σε φόρουμ της Ντόιτσε Βέλε την κατάσταση στη Ρωσία μετά την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» (η λέξη Πόλεμος στη Ρωσία απαγορεύεται) στην Ουκρανία, μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες. Από πότε η Εκκλησία της ειρήνης ευλογεί τις συρράξεις, πού είναι ο Ερυθρός Σταυρός, γιατί δεν ακούγονται όσοι διαφωνούν, πόσα χρόνια φυλακή αποτιμάται η δημόσια εκφορά της πρώτης λέξης του αριστουργήματος του Τολστόι, πώς ο Καρα-μουρζά καταδικάστηκε από καταδικασθέντα δικαστή, γιατί μπήκαν φυλακή οι δύο βραβευμένες συγγραφείς με το μεγαλύτερο θεατρικό βραβείο της Ρωσίας, τι σημαίνει το σλόγκαν «Ρωσία – αντρική κοινωνία», γιατί οι φυγάδες εκτός Ρωσίας είναι η μόνη ελπίδα της χώρας; [ΤΒJ]
Δεν χρειάζεται διδασκαλία για να μάθουμε να επιχειρηματολογούμε. Επιχειρηματολογούμε από τη στιγμή που χειριστήκαμε για πρώτη μας φορά το «γιατί»: «θα μου πάρεις παγωτό!» - «όχι» - «θα μου πάρεις παγωτό, γιατί αλλιώς δεν θα σε αγαπάω / γιατί αλλιώς δεν θα είσαι καλός μπαμπάς», κ.ο.κ.
Ούτε και το να επιχειρούμε να πείσουμε «κλέβοντας το λόγο στο ζύγι» χρειάζεται εκπαίδευση. Και αυτό από μικρά το κάνουμε, και το συνεχίζουμε, είτε συνειδητά είτε επειδή μας εξαπατά η επιθυμία μας να έχουμε δίκιο. Θέλεις να είσαι καλός μπαμπάς - δεν μπορείς να το αρνηθείς αυτό. Επομένως, θα πρέπει να μου πάρεις παγωτό.
Το «επομένως», που θέλει να συνδέσει τα δύο πράγματα, εδώ δεν ισχύει, στη θέση του υπάρχει ένα κενό. Όμως όταν είναι εμφατικά αληθές ή και πολύ λαμπερό αυτό που επικαλείσαι, μπορεί η λάμψη του αυτή να κρύβει το κενό.
Παρεμβαίνοντας τις προάλλες, για τα περί Ροδόπης, ο καθ’ ύλην αρμόδιος καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος επικαλείται το καταληκτικό κείμενο της διάσκεψης (1990) του ΟΑΣΕ:
να ανήκει κανείς σε μια εθνική μειονότητα είναι θέμα ατομικής επιλογής του ανθρώπου και κανένα μειονέκτημα δεν μπορεί να προκύπτει από την άσκηση αυτής της επιλογής.
Να δούμε τώρα και τι συμπέρασμα εξάγει από το κείμενο αυτό, που και ισχύει και αυτονόητα είναι σωστό, ο κ. Χριστόπουλος:
από τη στιγμή που η ελληνική πολιτική στη Θράκη άλλαξε και από πολιτική διακρίσεων έγινε «ισονομία - ισοπολιτεία» οι διάφοροι μηχανισμοί ελαφρού και βαθέος κράτους βάλθηκαν να μας πουν ότι η μειονότητα δεν είναι ένα ενιαίο συμπαγές τούρκικο πράμα αλλά δύο και τρεις εθνοτικές ομάδες, «πομάκων, τσιγγάνων και τουρκογενών».
Πού πήγε και κρύφτηκε η ατομική επιλογή, πώς μπόρεσε και μετασχηματίστηκε σε ενιαίο συμπαγές «πράμα»[2]; Πώς μπόρεσε η αρχή της ατομικής επιλογής να καταντήσει, στα χέρια πολιτικού επιστήμονα, σε αρχή καταστολής, αφανισμού των άλλων μειονοτήτων; Διότι περί αυτού πρόκειται. Όταν θα θελήσει ο τσιγγάνος να κάνει χρήση του δικαιώματος, της επιλογής, να πει είμαι Έλληνας τσιγγάνος, ο πολιτικός επιστήμονας υπηρεσίας, κατά τον κ. Χριστόπουλο θα του πει «είσαι προϊόν κατασκευής του βαθέος κράτους», δεν υπάρχει αυτό που θέλεις να επιλέξεις να είσαι, δεν υπάρχει αυτό που είσαι.
Αυτό το συμπέρασμα βγάζει από το καταληκτικό κείμενο της διάσκεψης του ΟΑΣΕ, ο καλός πολιτικός επιστήμων.
Non sequitur, ανακολουθία ονομάζεται στη λογική, ετούτο το "κλέψιμο στο ζύγι", διασκεδαστικό σε ένα μικρό παιδί, απροσεξία στην καθημερινή χρήση του λόγου, στην επιστήμη και στην πολιτική μπορεί να είναι και ιδιοτελές και αποκρουστικό, όπως είναι και η απάτη του εμπόρου.
[1] (φιλοσ.) η ~ είναι είδος εσφαλμένου επιχειρήματος (:απουσία λογικής σύνδεσης μεταξύ προτάσεων και συμπεράσματος). Λεξικό της Ακαδημίας.
[2] Δυστυχώς δεν παρακολουθώ τις δημοσιεύσεις του κ. Χριστόπουλου (vita brevis, γαρ) – φαντάζομαι ωστόσο να έχει διευκρινίσει αυτό το «πράμα» – που για ορολογία της πολιτικής επιστήμης δεν μου μοιάζει. Ούτε πάλι πιστεύω πως ένας επιστήμων της δικής του εμβέλειας λέει «πράμα» για να αποφύγει να πει κάποιον καθιερωμένο όρο, όπως «μειονότητα».