Γνώμες
Η Μαρίν Λεπέν είναι εκείνη μέσα από την οποία η γαλλική κοινωνία αναγνωρίζει το βάθος της κρίσης της. Αναγνωρίζει την υποχώρηση του ρεπουμπλικανικού μοντέλου οργάνωσης της σχέσης κράτους-πολίτη και τη διάβρωσή του από μια λανθάνουσα εκδοχή πολυ-κοινοτισμού που εμφανίζεται ως πολυπολιτισμικότητα. Και παραγνωρίζει την πραγματικότητα, τα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας – στην οποία η Ευρώπη και η Γαλλία δεν μπορούν να κατέχουν τη δεσπόζουσα θέση του παρελθόντος και να απολαμβάνουν τη μεγάλη ευημερία που την συνόδευε.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Με την ευκαιρία αυτή, το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι σε συνεργασία με την Ομοσπονδιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Εθνοτήτων (FUEN - ευρωπαϊκή ΜΚΟ με συμμετοχικό καθεστώς στο Συμβούλιο της Ευρώπης και συμβουλευτικό καθεστώς στον ΟΗΕ https://www.fuen.org/about-us/facts/), οργάνωσαν συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με θέμα «Οι τουρκικές μειονότητες στην Ελλάδα και οι συστάσεις των διεθνών οργανισμών», για τις 9 Δεκεμβρίου, στην ΕΣΗΕΑ.
Άραγε υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από τον φαύλο και ανατροφοδοτούμενο κύκλο της οικονομικής καχεξίας, της πολιτικής αφυδάτωσης και των χαμηλών προσδοκιών; Πιστεύουμε πως υπάρχει. Η διέξοδος όμως δεν θα βρεθεί στην προσχηματική συνεννόηση των κομμάτων για τη διαχείριση του πολιτικού κόστους της προσαρμογής. Αντίθετα, πρέπει να αναζητηθεί στη διαμόρφωση εθνικής συναίνεσης στη βάση ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» που θα δεσμεύσει το πολιτικό σύστημα σε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, θα ενστερνιστεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, θα απελευθερώσει τις χειμαζόμενες παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, θα κατανείμει δίκαια τα βάρη της προσαρμογής και θα στηρίξει αποτελεσματικά τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ την έκθεση φωτογραφίας Τ(ρ)όποι Λατρείας του Τάσου Βρεττού στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Συνιστώ σε οποιονδήποτε έχει κοινωνιολογικά, θρησκειολογικά και γενικότερα ενδιαφέροντα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών να την επισκεφθεί. Πήγα να κλάψω από συγκίνηση 4-5 φορές αλλά τελικά συγκρατήθηκα. Πρόκειται για ένα φωτογραφικό πανόραμα των λατρευτικών πρακτικών των προσφυγικών και μεταναστευτικών κοινοτήτων που διαβιούν στην Αθήνα.
Η κατάρριψη του ρωσικού Su-24 στη μεθόριο της Συρίας με την Τουρκία, δεν είναι απλά ένα «δυσανάλογο χτύπημα - απάντηση» της δεύτερης στην «κάθοδο» της πρώτης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Δηλώνει την ανατροπή ενός ολόκληρου μοντέλου σχέσεων μεταξύ των δύο πρώην αυτοκρατοριών, της Ρωσο-Σοβιετικής και της Οθωμανικής-Κεμαλικής.
Στην ξένοιαστη αλλά χρεοκοπημένη Ελλάδα του 2009 είχε δημιουργηθεί ένα κλίμα πολιτικής και οικονομικής εξωστρέφειας, ουσιαστικά όμως οίησης και ψευδαίσθησης, όπου μερίδα πεφωτισμένων ακαδημαϊκών κύκλων προσκαλούσε την επιχειρηματική κοινότητα να στραφεί για επενδύσεις προς την Αφρική, καθ’ όσον για τους εν Ελλάδι ιλλουμινάτι η Αφρική ήταν η επόμενη αναπτυσσόμενη τίγρης. Λίγα χρόνια αργότερα, η χρεοκοπημένη Ελλάδα γλείφει τις πληγές της και η αφρικανική ήπειρος αντιμετωπίζει το φάσμα της ισλαμικής (και όχι μόνο) τρομοκρατίας.
Την Παρασκευή συνεχίζεται στο Ρέθυμνο η δίκη του γερμανού καθηγητή ιστορίας, Χάιντς Ρίχτερ, για τις επιστημονικές απόψεις του. Και μάλιστα με τον λεγόμενο αντιρατσιστικό νόμο, και ειδικά τις διατάξεις του άρ. 2 του Ν. 927/1979. Το συγκεκριμένο άρθρο δεν χρησιμοποιήθηκε για την δίωξη κάποιου αρνητή του Ολοκαυτώματος, κάποιου αναθεωρητή ιστορικού ή κάποιου νεοναζί πολιτικού, κάθε άλλο. Η πρώτη πανελλήνια δίωξη και παραπομπή αφορά τον γνωστό καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Μάννχαϊμ, συνεργάτη του Books’ Journal και επιφανή φιλέλληνα Χάιντς Ρίχτερ.
Αν έκρινε κανείς από την κατανάλωση, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν το 2008 μία χώρα με ΑΕΠ περίπου 320 δισεκατομμυρίων ευρώ. (Εάν δε, αντ’ αυτού, έβλεπε τον πίνακα της World Bank που μετρά την κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη σε «Ισοδύναμες Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης» (Purchasing Power Parity) ανά χώρα, θα θεωρούσε, επίσης, την ελληνική –με κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ισοδύναμη με 17.900 δολάρια– σαν μία από τις πλουσιότερες οικονομίες της ηπείρου, αφού μόνο τρεις ή τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες την ξεπερνούσαν στον δείκτη αυτό).