Η ελληνική περίπτωση φαίνεται να διαψεύδει μία από τις πλέον διαδεδομένες υποθέσεις της πολιτικής οικονομίας, η οποία θέλει τις οικονομικές κρίσεις να προηγούνται των μεταρρυθμίσεων (crisishypothesis). Για τους οπαδούς της θεωρίας της «καλής κρίσης», τα αδιέξοδα της οικονομίας προσφέρουν σημαντική ευκαιρία μεταβολής των δεδομένων θεσμικών ισορροπιών. Αλλά και για τους πολέμιους των μεταρρυθμίσεων (ανάμεσά τους και οι εγχώριοι αριστερο-δεξιοί συνωμοσιολόγοι θιασώτες ενός κακοχωνεμένου μαρξισμού), μια «κακή κρίση» επιτρέπει στις κυρίαρχες εθνικές και διεθνείς ελίτ να προωθήσουν τα συμφέροντά τους σε βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων διευρύνοντας και ενισχύοντας την εξουσία τους.
Ωστόσο, η παραπάνω συλλογιστική καθώς και η πλούσια διεθνής εμπειρία προγραμμάτων προσαρμογής δεν επαληθεύονται στην περίπτωση της χώρας μας. Έξι δραματικά χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, το μεταρρυθμιστικό έλλειμμα παραμένει καταθλιπτικά δυσθεώρητο. Το πολιτικό σύστημα της χώρας αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε αλλαγή που μπορεί να μεταβάλει έστω και οριακά τις μεταπολιτευτικές ισορροπίες οι οποίες οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα.
Ανάμεσα στις πιθανές εξηγήσεις-παράγοντες που μας προσφέρει η εκτενής διεθνής βιβλιογραφία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της ηγεσίας και της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, η πολιτική συναίνεση της αντιπολίτευσης, η ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αξίζει όμως να σταθούμε σε ακόμη δύο παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματική προώθηση των μεταρρυθμίσεων:
*Πρώτον, σύμφωνα με τους πολιτικούς οικονομολόγους Alesina και Drazen, ο βαθμός «κοινωνικής συνοχής» επηρεάζει το μέγεθος της προσαρμογής. Καθώς καμία μεταρρύθμιση δεν είναι ελεύθερη βαρών, η κατανομή του (άνισου) κόστους ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες καθορίζει την αναγκαία κοινωνική υποστήριξη στις μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα της (καταγεγραμμένης σε ευρωπαϊκό επίπεδο) ακραίας οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, όπου παράλληλα απουσιάζει η κοινωνική ευθύνη καθώς καθένας αδιαφορεί για οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από το στενό ορίζοντα της συντεχνίας του, όλοι επιδίδονται σε έναν «πόλεμο φθοράς» προκειμένου να περάσει το κόστος των προωθούμενων αλλαγών στους άλλους.
*Δεύτερον, οι πολιτικές και οικονομικές ιδέες που κυριαρχούν σε μία κοινωνία επηρεάζουν την ανάγνωση της κρίσης από τους πολίτες και συνεπώς καθορίζουν τις επιλογές τους. Για παράδειγμα, στις επιτυχημένες οικονομικές και θεσμικές προσαρμογές των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, το κομμουνιστικό σύστημα είχε απολέσει τη νομιμοποίησή του πολύ καιρό πριν τον οριστικό ενταφιασμό του. Είχε απαξιωθεί κοινωνικά και ηθικά πριν από την αναπόδραστη πολιτική και οικονομική του καθίζηση, γεγονός που διευκόλυνε τη μετάβαση στην ανοιχτή οικονομία. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί για την αποτυχία του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού καθεστώτος, «οι πολίτες προσποιούνταν ότι εργάζονταν και οι κυβερνώντες ότι τους πλήρωναν». Αντίθετα, για την ελληνική κοινωνία η κρίση αποτέλεσε μία μάλλον απροσδόκητη εξέλιξη, μια απρόσμενη διάψευση των υπέρμετρων προσδοκιών που είχαν αδικαιολόγητα καλλιεργηθεί από ένα ανεύθυνο πολιτικό προσωπικό. Στις παρακμάζουσες κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης οι δοκιμαζόμενοι πολίτες είχαν πλήρη επίγνωση των κακώς κειμένων των χωρών τους. Αντίθετα, στην προ κρίσης Ελλάδα πολλοί ήταν εκείνοι που συμμετείχαν αμέριμνα στην αναπαραγωγή του σημερινού χρεοκοπημένου συστήματος θυμίζοντας τους Τρώες στην Αινειάδα του Βιργιλίου, όπου «με τραγούδια και χαρές, έφεραν μέσα τον θάνατο, την απάτη και την καταστροφή».
Το σημερινό μεταρρυθμιστικό αδιέξοδο συμπυκνώνεται στο απλουστευτικό (πλην όμως αποκαλυπτικό) ερώτημαπου κυριαρχεί στην πολιτική συζήτηση, αν η κρίση έφερε το Μνημόνιο ή το αντίστροφο. Αν και η στοιχειώδης γνώση των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, ειδικά της περιόδου 2008-10, θα αρκούσε για να επαληθεύσει την ορθότητα της πρώτης άποψης (με την αναγκαία επισήμανση πως η χρηματοπιστωτική ασφυξία που επέβαλε το Μνημόνιο σίγουρα βάθυνε την ύφεση), η λανθασμένη ευρεία υιοθέτηση της δεύτερης άποψης από το πολιτικό σώμα καθόρισε το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών.
Τελικά, η επιτυχής προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων προϋποθέτει τη δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής καθώς και την ορθή προσέγγιση του οικονομικο-κοινωνικού περιβάλλοντος, μακριά από τις αστόχαστες ιδεοληψίες που δεσπόζουν στο δημόσιο διάλογο. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, οι προσπάθειες μεταρρύθμισης του οικονομικού μας συστήματος είναι μάλλον καταδικασμένες να αποβούν άκαρπες, καταπίνοντας αχόρταγα οικονομικούς πόρους, δανειακές συμφωνίες και διαδοχικές κυβερνήσεις.