Η μετανάστευση μπήκε στην ατζέντα της πολιτικής συζήτησης με τον πλέον λανθασμένο τρόπο και από τον πλέον επικίνδυνο δρώντα. Η Χρυσή Αυγή έφερε το θέμα στην επικαιρότητα συνδέοντας το με την εγκληματικότητα. Τα αποτελέσματα ήταν καταστρεπτικά, το πολιτικό σύστημα, αλλά και τα ΜΜΕ, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, σύρθηκαν πίσω από την ατζέντα που επέβαλε η Χ.Α. και άλλοι ακραίοι διαμορφωτές απόψεων και πολιτικής, αντιδρώντας με τους δύο χειρότερους δυνατούς τρόπους, είτε προσπαθώντας να ξεπεράσουν σε σκληρή και ρατσιστική στάση και τους πλέον ρατσιστές και ξενοφοβικούς , είτε υιοθετώντας τις πλέον ανεδαφικές και μαξιμαλιστικές θέσεις της «προόδου» και της «υποστήριξης» των μεταναστών.
Όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, μέσα σε αυτό το περιβάλλον κυριάρχησε η έννοια του παράτυπου μετανάστη, για να ακριβολογούμε του μετανάστη που εισήλθε παράνομα στη χώρα, χωρίς να υπάρχει ούτε η διάθεση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ούτε και η γνώση, για να προχωρήσουν όλοι αυτοί που τοποθετούνται δημοσίως στους απαραίτητους διαχωρισμούς ανάμεσα σε πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, παράτυπους μετανάστες, οικονομικούς μετανάστες, που είναι μόνο ορισμένες από τις ιδιαίτερες κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι αναζητούν, τις περισσότερες φορές εξαναγκασμένοι, μία καλύτερη ζωή σε κάποια άλλη χώρα. Κάποιος απλοϊκά και φοβικά, όπως συνηθίζουμε να προσεγγίζουμε το ζήτημα, θα μπορούσε να ρωτήσει: έχει σημασία το πώς τους αποκαλούμε; Όλοι τους δεν έχουν μπει παράνομα στη χώρα μας;
Έχει σημασία, και μάλιστα σημαντικότατη. Όχι σε όρους καθωσπρεπισμού, αλλά κυριολεκτικά. Είναι διαφορετικά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός πρόσφυγα, διαφορετικά ενός παράτυπου μετανάστη που δεν έχει το καθεστώς του πρόσφυγα, και πολύ διαφορετικά ενός οικονομικού μετανάστη. Έχει μεγάλη σημασία και για τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζει το κράτος. Που όμως μέσα σε αυτό το δυσώδες καθεστώς που έχει δημιουργηθεί για το ζήτημα να αναζητηθεί η ψυχραιμία για να συζητήσουμε σοβαρά;
Και αν οι φοβικοί και οι ρατσιστές δεν αφήνουν τις ορθολογικές φωνές και τις στοχευμένες πολιτικές, οι άλλοι, οι «μεταναστολάγνοι», που υποτίθεται πως ενδιαφέρονται σε υπερβολικό βαθμό για τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων, κάνουν μεγαλύτερο κακό και από τους ακραίους ρατσιστές. Φαίνεται πως η υπόθεση της Υπατίας δεν τους έδωσε κάποιο μάθημα για το πώς πρέπει να χειριστείς τις πτυχές του μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα του σήμερα. Μακάρι να ζούσαμε στον Καναδά και να μπορούσαμε ελεύθερα να κάναμε τις πιο προωθημένες και μαξιμαλιστικές ασκήσεις ανθρωπιάς όλοι μαζί. Δυστυχώς όμως ζούμε στην Ελλάδα, όπου το θέμα της μετανάστευσης έχει τόσα πολλά δηλητηριασμένα πλοκάμια που ακόμη και μία καλοπροαίρετη κίνηση μπορεί να ρίξει το όποιο νερό έχει απομείνει για να γυρίσει πλήρως ο τροχός του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Όταν δε αυτή η κίνηση είναι στοχευμένη και έχει σκοπό να προκαλέσει θόρυβο τα αποτελέσματα είναι δραματικά. Αλήθεια, θεωρούν πως βοηθούν τους απεργούς πείνας Σύρους πρόσφυγες με τις θέσεις τους; Θεωρούν πως μπορούν να βοηθήσουν αμφισβητώντας τη διαδικασία ασύλου του Ελληνικού κράτους, μία διαδικασία χρονοβόρα και με ατέλειες, αλλά θεσμική διαδικασία. Θεωρούν πως θα λύσουν το προσφυγικό πρόβλημα και τη σύρραξη στη Συρία ζητώντας μία ειδική διαδικασία για τους συγκεκριμένους πρόσφυγες; Για αυτούς που θα έρθουν αύριο και μεθαύριο; Θα ζητήσουμε ξανά μία ειδική λύση; Μήπως έτσι τους κάνουμε τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη;
Το μεταναστευτικό ζήτημα, η τραγωδία των προσφύγων και των συγκρούσεων λύνονται με συνολικές, συλλογικές και συγκροτημένες λύσεις. Λύσεις που θα αναζητηθούν μέσω της Ε.Ε. σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς το μεταναστευτικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί, να αντιμετωπιστεί σε ένα βαθμό μπορεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά σε παγκόσμιο και με όλες τις χώρες που εμπλέκονται σε αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο. Ας προσπαθήσουμε ως Ελλάδα να βοηθήσουμε τους Σύρους πρόσφυγες, και όχι να τους καταστήσουμε μέρος του γενικότερους πολιτικoύ μας προβλήματος και των κενών μικροκομματικών και ψευδοιδεολογικών αντιπαραθέσεων μας. Ο ανθρωπισμός δεν έχει σχέση με την εργαλειοποίηση ψυχών και ελπίδων.