Σύνδεση συνδρομητών

Η πολιτική του ποδοσφαίρου

Δημήτρης Σουρβάνος
Τετάρτη, 19 Νοεμβρίου 2014 00:20
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Αθλητική Ηχώ, που αυτοδιαφημιζόταν ως "η μεγαλυτέρα αθλητική εφημερίς των Βαλκανίων, φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1966.
Αρχείο The Books' Journal
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Αθλητική Ηχώ, που αυτοδιαφημιζόταν ως "η μεγαλυτέρα αθλητική εφημερίς των Βαλκανίων, φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1966.

 

Το λαοφιλέστερο σπορ στον πλανήτη από τη γέννησή του κιόλας (το 1863 ιδρύθηκε η Football Association-FA στην Αγγλία) έγινε ένα «μοναδικό όπλο» στα χέρια της πολιτικής εξουσίας, η οποία το χρησιμοποίησε προς όφελός της, σε αρκετές περιπτώσεις. Το ποδόσφαιρο, 150 χρόνια μετά, έρχεται να υπενθυμίσει στη χώρα μας τον έναν από τους πρωταρχικούς του σκοπούς – τη χειραγώγηση των μαζών.

 

Το ποδόσφαιρο είναι το «όπιο του λαού» έλεγε μια μαρξογενής φράση αφοριστική για το ποδοσφαιρικό θέαμα, τους μύθους και την οικονομία του. Σύμφωνα με την προσέγγιση πίσω από το σύνθημα, το «κεφάλαιο» επέτρεψε στους εργάτες τη δημιουργία συλλόγων ώστε να τους ελέγχει, ενώ, στη συνέχεια, εκκλησία και κράτος συνειδητοποίησαν τη δυναμική του αθλήματος, με αποτέλεσμα να πρωτοστατήσουν στη δημιουργία ομάδων στη Μεγάλη Βρετανία. Τρανταχτά παραδείγματα είναι η Γουέστ Χαμ, που ιδρύθηκε από εργάτες της «Thames Ironworks and Shipbuilding Company» και η Έβερτον, που δημιουργήθηκεαπό την εκκλησία του Άγιου Δομίνικου στο Μέρσισαϊντ.

Η «παγκοσμιοποίηση» του ποδοσφαίρου επέτρεψε και σε πολλές άλλες χώρες να χρησιμοποιήσουν τον «βασιλιἀ των σπορ» για διάφορους πολιτικούς σκοπούς, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.  Οι ομάδες, ανάλογα με την προέλευσή τους (κυρίως την ταξική), εκπροσωπούσαν πολιτικές τάσεις στον αγωνιστικό χώρο. Το ποδοσφαιρικό γήπεδο έγινε, συνεπώς, μια μικρή «κοινωνία πολιτών», στην οποία σε πολλές περιπτώσεις έντεκα παίκτες από τη μία αποτελούσαν την «αριστερά» και έντεκα παίκτες  από την άλλη τη «δεξιά» ή, αντίστοιχα, σε εθνικό επίπεδο, αντιπροσώπευαν ένα ολόκληρο έθνος εναντίον ενός άλλου. Ο πρόσφατος αγώνας Σερβίας-Αλβανίας είχε έντονο αυτό το χαρακτηριστικό.

Το ποδόσφαιρο μέχρι και σήμερα, παρά τη ραγδαία εμπορική του εκμετάλλευση, αποτελεί, συχνά, χώρο συντήρησης κάποιας μακρόχρονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Αρκεί κανείς να επισκεφτεί τα στάδια των Λιβόρνο, Λάτσιο, Ιντεπεντιέντε, Σεντ Πάουλι, κ.α., για να το διαπιστώσει.

Εντούτοις, η διαστρέβλωση του φαινομένου παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες σε κοινωνίες όπου η δυναμική των πολιτικοοικονομικών ιδεών (πχ. νεοφιλελευθερισμός) εξασθενεί. Οι ομάδες αποκτούν έναν «απολίτικο» χαρακτήρα και γίνονται έρμαιο στις ορέξεις του επιτυχημένου ιδιοκτήτη. Η ιστορία μέχρι στιγμής δείχνει πως αυτός ο «απολίτικος» χαρακτήρας ευνοεί τη δημιουργία ενός μορφώματος που μπορεί να αντικαταστήσει τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και ο οποίος θα ρέπει προς αυτό που στην πολιτική επιστήμη ονομάζεται “authoritarianright” (αυταρχική δεξιά).

Ο πολίτης-οπαδός που ζει σε μια κοινωνία με αναποτελεσματικούς πολιτικούς ηγέτες βλέπει στο πρόσωπο του πετυχημένου διοικητικού ηγέτη της ομάδας την ελπίδα που έχει χάσει στην καθημερινή του ζωή. Η απόλυση από τη δουλειά του, οι περικοπές σε κοινωνικά αγαθά και η συνολική απαισιοδοξία για το μέλλον υπερδιογκώνουν μια στιγμιαία αθλητική χαρά την οποία θεωρεί «κτήμα του», ενώ η «τσέπη» του προέδρου του γίνεται, στην φαντασία του, προέκταση της δικιάς του. Το αποτέλεσμα είναι να νιώθει πιο πλούσιος από τον οπαδό μιας άλλης ομάδας, παρά το γεγονός ότι ο άλλος οπαδός ενδέχεται να απολαμβάνει, στην ουσία, περισσότερα αγαθά στην καθημερινή του ζωή.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Ιταλίας στη δεκαετία του 90, όταν οι πολιτικές δυνάμεις φαίνονταν ανήμπορες να εμπνεύσουν τον λαό. Ο Μπερλουσκόνι είχε φροντίσει να φτιάξει το προφίλ ενός επιτυχημένου επιχειρηματία, όντας πρόεδρος της Μίλαν από το 1986 και ιδιοκτήτης πολλών ΜΜΕ που έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία του. Στην οκταετία 1986-1994 η ομάδα του Μιλάνου είχε πάρει τέσσερα πρωταθλήματα Ιταλίας (εξαιρετικό επίτευγμα, δεδομένου του υψηλού ανταγωνισμού στη Serie A) και τρἰα κύπελλα πρωταθλητριών Ευρώπης (είχε μόλις 2 μέχρι το 1986). Ο Μπερλουσκόνι υποστήριζε πως οι νίκες της Μίλαν στην Ευρώπη ήταν ιταλική υπόθεση, δίνοντας έναν εθνικιστικό χαρακτήρα στις συλλογικές επιτυχίες της ομάδας του. Ο Μπερλουσκόνι κατέβηκε στις εκλογές το 1994, αφού πρώτα χρησιμοποίησε ποδοσφαιρική ορολογία, ενώ υποστήριξε πως η οργάνωση της ομάδας του έπρεπε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα για τον ιταλικό λαό (“Gli italiani dovreberro prendere esempio dai miei giocatori” = Οι Ιταλοί πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα των παικτών μου). Άλλωστε, το όνομα του συνδυασμού ήταν καθαρά γηπεδικό (Forza Italia = Πάμε Ιταλία), όπως και το σύνθημά του (Squadra Vincente = Oμάδα Νικήτρια). Επιπλέον, από το 1995 ενίσχυσε τους δεσμούς του με την ακροδεξιά και τον Τζιανφράνκο Φίνι, που ήταν ο ηγέτης του Movimento Sociale Italiano-Destra Nazionale (κόμμα που είχε ιδρυθεί το 1946 από εναπομείναντες υποστηρικτές του Μουσολίνι). Ο Φίνι μάλιστα διετέλεσε και αναπληρωτής πρωθυπουργός (2001-2006), καθώς και υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας (2004-2006). Τέλος, ο Μπερλουσκόνι απέκοψε κάθε σχέση του με τον παλαιοκομματικό χώρο, αφού πρώτα δήλωσε πως δεν είναι πολιτικός και ότι απλώς θέλει να περάσει τις γνώσεις του ως επιχειρηματίας στην πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν το ForzaItalia, στηριζόμενο αρχικά, σε μεγάλο βαθμό, στον οπαδικό κόσμο της Μίλαν (κοντά στους 6.000.000 ενεργούς οπαδούς), να πάρει τη θέση των «κουρασμένων» Χριστιανοδημοκρατών στα δεξιά του πολιτικού άξονα. Όπως είχε εύστοχα γράψει ο JohnFootστο βιβλίο με τίτλο Calcio: A history of Italian football, «Μετά από αρκετές μελέτες, οι σύμβουλοι του Μπερλουσκόνι συνειδητοποίησαν ότι η μοναδική γλώσσα που ενώνει τους Ιταλούς είναι η ποδοσφαιρική...».

Ένα ακόμα παράδειγμα της ίδιας τάσης αποτελεί ο νυν κεντροδεξιός δήμαρχος και πρώην πρόεδρος της Μπόκα Τζούνιορς, Μαουρίσιο Μάκρι. Ο Μάκρι, μάλιστα, ετοιμάζεται να συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές της Αργεντινής του 2015, έχοντας ως «ασπίδα» του το 47% του λαού του Μπουένος Άιρες (παρομοίως με τον Μπερλουσκόνι στο Μιλάνο, το 1993).

Οι δύο αυτές περιπτώσεις χωρών που σε αρκετές μελέτες έχουν συσχετισθεί με την Ελλάδα (η μεν Ιταλία ως προς την πολιτική διαφθορά, η δε Αργεντινή ως προς τα οικονομικά αδιέξοδα) προμηνύουν τη νέα μορφή δεξιάς, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τα αποτελέσματα των εκλογών του περασμένου Μαΐου που ανέδειξαν τη δυναμική υποψηφίων με παρελθόν και παρόν σε τοπικές ποδοσφαιρικές ομάδες, καθώς και την παγίωση ενός προβλήματος, με τη συνεχιζόμενη αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής (ΧΑ).

Η έντονη παρουσία κάποιας μορφής εθνικιστικής δεξιάς (πιο ήπιας από τη σημερινή) στον Πειραιά είχε φανεί αρχικά στις δημοτικές εκλογές του 2010, όταν ο Πέτρος Μαντούβαλος είχε αναδειχθεί η πιο πετυχημένη επιλογή του Γιώργου Καρατζαφέρη, λαμβάνοντας το ποσοστό του 18,83% στον Α᾽ γύρο (μόλις 4,1% λιγότερο από τον μετέπειτα δήμαρχο, Βασίλη Μιχαλολιάκο). Στις ευρωεκλογές του 2014 τα ποσοστά της ΧΑ στην Α᾽ Πειραιώς και Β᾽ Πειραιώς ήταν 10,65%, και 11,35%, αντίστοιχα. Εντούτοις, το ποσοστό του υποψηφίου δημάρχου της ΧΑ, Νίκου Κουζήλου, μια βδομάδα πριν (Α᾽ γύρος δημοτικών εκλογών), ήταν 5,67%. Συνεπώς, ένα μεγάλο ποσοστό των υποστηρικτών της ΧΑ απορροφήθηκε από τους υποψηφίους του Πειραιά, την πρώτη εβδομάδα των δημοτικών εκλογών. Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε ποιοι από τους υποψηφίους απορρόφησαν το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων της ΧΑ, όμως το σίγουρο είναι πως στον Πειραιά η ανεξάρτητη (κομματικά) υποψηφιότητα του Γιάννη Μώραλη περιόρισε την παρουσία της ΧΑ στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Αθήνα ο υποψήφιος της ΧΑ, Ηλίας Κασιδιάρης, έλαβε το ποσοστό του 16,12%, τη στιγμή που το ποσοστά του κόμματος στις ευρωεκλογές ήταν 10,38% στην Α᾽ Αθηνών και 8,36% στη Β᾽ Αθηνών. Το γεγονός ότι στην μία περίπτωση το κόμμα επέλεξε τον προβεβλημένο από τα ΜΜΕ Ηλία Κασιδιάρη και στην άλλη τον άσημο Νίκο Κουζήλο (ο οποίος, μάλιστα, παραιτήθηκε πριν λίγες μέρες από το δημοτικό συμβούλιο της πόλης), πιθανότατα να αποτέλεσε το λόγο αυτής της μεγάλης διαφοράς στην εκλογική επίδοση της ΧΑ στους δύο μεγάλους δήμους. Ταυτόχρονα όμως φέρνει στο προσκήνιο την «πολιτική του ποδοσφαίρου», που στη συγκεκριμένη περίπτωση περιόρισε την εκπροσώπηση της επίσημης ακροδεξιάς στο δήμο του Πειραιά, αλλά δεν φαίνεται να μείωσε την πραγματική δυναμική της, όπως αποδεικνύει το ποσοστό της στις ευρωεκλογές. Το νικητήριο ψηφοδέλτιο του συνδυασμού «Πειραιάς Νικητής», με επικεφαλής τον επί χρόνια επιτυχημένο διοικητικό παράγοντα της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Γιάννη Μώραλη, είχε στις πρώτες πέντε θέσεις δύο ανθρώπους της ίδιας εταιρείας (ιδιοκτήτη, βοηθό προπονητή) και δύο γόνους πρώην προέδρων της ομάδας.

Τα πρόσφατα ιταλικά δημοσιεύματα για πιθανή επιλογή του Βαγγέλη Μαρινάκη (νυν δημοτικού συμβούλου του Πειραιά και ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Ολυμπιακός) για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ενδέχεται να είναι ψευδή, όμως σίγουρα δεν είναι τυχαία, καθώς αυτό που στην Ελλάδα φαίνεται απίθανο, στην Ιταλία είναι δοκιμασμένο.

 

 

ΔημήτρηςΣουρβάνος. Πολιτικόςεπιστήμονας, κάτοχος MSc Political Economy of Europe του London School of Economics and Political Science (LSE). Από τον Απρίλιο του 2014 εργάζεται ως ερευνητής στο Hellenic Observatory του LSE στο Λονδίνο.

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.