Η διάκριση έγκειται στο γεγονός ότι αρνούμαστε να δεχτούμε πως μία κοινωνική ομάδα (ή μειονότητα) έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει κάτι που για μας είναι κεκτημένο - εν προκειμένω, την αναγνώριση της αυταξίας της ίδιας μας της ύπαρξης. Επειδή δεν το ζητάμε εμείς, θεωρούμε ότι δεν πρέπει να το ζητούν και άλλοι. Αυτό είναι ιδιαίτερα άδικο κι άνισο, όταν η δική μας ομάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τις υπόλοιπες.
Αν πάρουμε, για παράδειγμα, την αγορά εργασίας, υπάρχουν πολλές έρευνες που περιγράφουν συστηματικούς αποκλεισμούς και σαφώς χαμηλότερους μισθούς σε γυναίκες, μετανάστες και ομοφυλόφιλους. Αυτές οι ομάδες, πολλές φορές, πρέπει να διεκδικήσουν προνόμια και ειδική μεταχείριση, ακόμη και σε αυτονόητα πράγματα, μόνο και μόνο για να μειώσουν το χάσμα που τις χωρίζει από τις άλλες ομάδες. Κάποιες απαιτήσεις μπορεί να φαίνονται ανάρμοστες σε ορισμένους, αλλά χωρίς συγκεκριμένα ευνοϊκά μέτρα υποστήριξης των αδικημένων ομάδων το χάσμα θα διευρύνεται.
Η απόλυτα ίση μεταχείριση των άνισων ομάδων (άνισων από κοινωνικές πρακτικές και όχι από τη φύση τους) διαιωνίζει τη διάκριση και εξυπηρετεί τις προκαταλήψεις των ανθρώπων που διάκεινται αντίθετα σε αυτές. Άλλωστε, σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, δεν θεωρείται πρέπον να εναντιώνεσαι ανοιχτά σε μια κοινωνική ομάδα. Ειδικά σε θέματα ρατσισμού, δηλαδή διάκρισης που είναι βασισμένη στη φυλή ή στο χρώμα, οι απροκάλυπτες επιθέσεις είναι ακόμη και παράνομες. Επομένως, αν κάποιος θέλει να εναντιωθεί σε μια ομάδα αλλά να τηρήσει τα προσχήματα, πρέπει να κρύβεται πίσω από ένα προπέτασμα ισότητας. Αυτή είναι μία πρακτική «μοντέρνας» διάκρισης.
Οι άνθρωποι που προβαίνουν σε «μοντέρνες» διακρίσεις δεν χρειάζεται να καθυβρίζουν γυναίκες, ομοφυλόφιλους ή μετανάστες. Αρκεί να αρνούνται ότι αυτές οι ομάδες πρέπει να έχουν ειδική μεταχείριση. Αρκεί να αντιστέκονται στις απαιτήσεις τους και να εναντιώνονται στην ειδική μέριμνα για τα δικαιώματά τους. Θεωρούν μάλιστα κάθε παρέμβαση υπέρ μειονοτικών ομάδων τόσο άδικη ώστε, αν πραγματοποιηθεί μία τέτοια παρέμβαση, οι ίδιοι να δηλώνουν θύματα διάκρισης.
Οι ομοφυλόφιλοι από την πλευρά τους έχουν επί μακρόν υπομείνει το κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει τις προτιμήσεις τους. Αυτό είναι κάτι που δεν έχουν υπομείνει οι ετεροφυλόφιλοι και γι' αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν τις διεκδικήσεις των ομοφυλόφιλων. Σε μία προσπάθεια εξισορρόπησης αυτής της ανισότητας, οι ομοφυλόφιλοι δηλώνουν «γκέι και περήφανοι» ώστε να διεκδικήσουν το αυτονόητο: την προστασία της αυτοεκτίμησής τους, την αναγνώριση της αυταξίας της ίδιας τους της ύπαρξης.
Αυτό το «προνόμιο» της υπερηφάνειας για την σεξουαλική ταυτότητα δεν το ζητούν βέβαια οι ετεροφυλόφιλοι. Επειδή λοιπόν δεν το ζητούν αυτοί, θεωρούν ότι δεν πρέπει να το ζητούν και άλλοι. Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα στους γκέι να δηλώσουν κάτι που δεν έχουν ανάγκη να δηλώσουν οι ίδιοι, δεν είναι όμως δείγμα ισότητας. Αντίθετα, είναι σύμπτωμα του αγώνα να μην κλείσει το χάσμα που χωρίζει ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους. Είναι λοιπόν μία πρακτική μοντέρνας διάκρισης.
Η προσπάθεια υπονόμευσης των δηλώσεων των ομοφυλόφιλων δείχνει ότι η κοινωνία συνεχίζει να αντιμάχεται την ισότητα ακόμη κι αν το επιχείρημα είναι: «Και τι έγινε που είσαι γκέι; Αδιάφορο τι κάνει ο οποιοσδήποτε στο κρεβάτι του. Δεν ξεχωρίζεις με κάποιο τρόπο». Το νόημα που συχνά υποκρύπτουν αυτοί που αντιτείνουν την παραπάνω δήθεν θέση ισότητας είναι ότι οι γκέι πρέπει να παραμείνουν στη θέση που βρίσκονται, μία θέση υποβαθμισμένη σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους.
Η άρνηση στους γκέι του «προνομίου» να δηλώνουν περήφανοι για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις δεν υπηρετεί την ισότητα, αλλά αποσκοπεί στη διαιώνιση της ανισότητας. Αν αναζητείτε κάπου ένα δείγμα ισότητας, αυτό θα το βρείτε κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον, όταν οι αντιδράσεις του κόσμου θα είναι ίδιες στις δηλώσεις «Είμαι γκέι και περήφανος» και «Είμαι στρέιτ και περήφανος». Μέχρι τότε, η ισότητα υπηρετείται με την ενθάρρυνση των γκέι να δηλώνουν περήφανοι γι' αυτό που είναι. Ακόμη κι αν οι στρέιτ δεν είναι.
Γκέι, ισότητα και μοντέρνα διάκριση

Μετά την πρόσφατη ανακοίνωση του αφεντικού της Apple, Τιμ Κουκ, για τη σεξουαλική του ταυτότητα, πολλοί θα πουν «μπράβο» ή «συγχαρητήρια» με περισσή δόση ειρωνείας. Γι΄ αυτούς, είναι ακατανόητη η ανάγκη κάποιου ομοφυλόφιλου να δηλώσει δημόσια τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. «Βγαίνω εγώ να διακηρύξω τι κάνω στο κρεβάτι μου;» λένε. Επειδή δεν το κάνουν οι ίδιοι λοιπόν, δεν πρέπει να το κάνουν και οι άλλοι. Όσο και να φαίνεται περίεργο, αυτή είναι μία μορφή «μοντέρνας» διάκρισης.

Αλέξιος Αρβανίτης
Διδάκτωρ κοινωνικής ψυχολογίας. Διδάσκει στο τμήμα ψυχολογίας του Οικονομικού Κολλεγίου Αθηνών (BCA), στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα κατάρτισης στις διαπραγματεύσεις του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο τμήμα ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Τελευταία άρθρα από τον/την Αλέξιος Αρβανίτης
Προσθήκη σχολίου
Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.