Συμπληρώθηκαν ήδη 13 χρόνια από το χτύπημα της αλ Κάιντα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, που εκτελέστηκε από έναν τζιχάντι ο οποίος είχε ξεκινήσει από το Αμβούργο, τον Μοχάμεντ Άττα. Τα χρόνια που πέρασαν, όπως και τα χρόνια πριν από το χτύπημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν το δέντρο και όχι το δάσος. Δεν ήταν τόσο η παρουσία και η εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν το βασικό πρόβλημα, αλλά η ιδεολογία της αλ Κάιντα. Μέχρι σχεδόν το 1999 και το χτύπημα σε αμερικανικό αεροπλανοφόρο στην Υεμένη, η αλ Κάιντα δεν ήταν θέμα προτεραιότητας για την αμερικανική πολιτική. Αρχικά, η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους του νεότερου δεν έκανε καν προσπάθεια να προσαρμόσει την στρατηγική της στην κατανόηση αυτών των ανθρώπων, των κινήτρων τους, των ιστορικών διαστάσεων που τροφοδοτούν τη δυναμική τους στον ευρύτερο αραβικό κόσμο και τη σημασία του διχασμού Σιιτών-Σουνιτών. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μπους επιδόθηκε στο λεγόμενο statebuilding, δηλαδή στην κατασκευή κρατών από την αρχή. Έκανε, με άλλα λόγια, το ίδιο λάθος με τους Ευρωπαίους του 19ου αιώνα με άλλον τρόπο: δεν άλλαξε τους χάρτες της περιοχής, προσπάθησε όμως να ανασκευάσει τα κράτη από το μηδέν.
Ενώ όμως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έδειχνε δικαιολογημένος, είχε δηλαδή στόχο να ηττηθούν οι υπαίτιοι της 11ης Σεπτεμβρίου, ο πόλεμος στο Ιράκ δεν είχε καμιά σχέση με το τρομοκρατικό εκείνο Γεγονός (όπως το ονομάζει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος). Παρ’ ότι έφυγε από την εξουσία ένας σκληρός δικτάτορας όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν, η στρατηγική κατάληψης του Ιράκ απεδείχθη καταστροφική. Η τοπική αλ Κάιντα έχασε μεν την μάχη της Φαλούτζα το 2007, όμως η κληρονομιά του ηγέτη της Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι παρέμεινε, άλλαξε το τζιχάντι κίνημα ενώ φαίνεται να κερδιζει και τον πόλεμο.
Σκοπός έγινε ο πόλεμος εναντίον όλων όσοι δεν προσχωρούν στην ιδεολογία των νέο-τζιχάντι αλλά, κυρίως, ο πόλεμος εναντίων του μετριοπαθών Αράβων, των Σιιτών και, για πρώτη φορά, ακόμα και κατά της αποτυχημένης αλ Κάιντα. Το ίδιο διάστημα, η δυτική αντι-τρομοκρατική στρατηγική εστίασε στη μητρική αλ Κάιντα και, κυρίως, στο να εξοντωθεί ο Μπιν Λάντεν. Η Αραβική Άνοιξη δεν έφερε καρπούς ούτε για τη Δύση ούτε για τη μητρική αλ Κάιντα. Η μεν Δύση δεν κατάφερε να εγκαθιδρύσει στην εξουσία φίλα προσκείμενους ηγέτες, ενώ η αλ Κάιντα δεν επωφελήθηκε από την ευκαιρία. Οι ωφελημένοι φαίνεται να είναι ομάδες εξτρεμιστών που απορρίπτουν την κεντρική αλ Κάιντα και θέλουν να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις των χωρών τους, όπως π.χ. η Mπόκο Χαράμ στην Νιγηρία. Νεότεροι τζιχάντι που έχουν γνώση των νέων τεχνολογιών και εμπνέονται όχι τόσο από τη μητρική αλ Κάιντα αλλά από μια νέο-τζιχάντι ιδεολογία, η οποία, όπως είπαμε, στοχεύει στους «αποστάτες» μουσουλμάνους και λιγότερο σε δυτικούς στόχους.
Η πρόσφατη ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα (με ανάλογες ομιλίες, παραδοσιακά στην ιστορία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, πρόεδροι εξαγγέλλουν σε κρίσιμες περιόδους ένα δόγμα) δεν έδωσε σαφές στίγμα. Μια σημαντική αλλά όχι γνωστή παράμετρος είναι, όπως τόνισε πρόσφατα ο LawrenceWright, εκ των πλέον σημαντικών αναλυτών της αλ Κάιντα, οι χαμένες 28 σελίδες της Επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου. Ίσως στις «χαμένες» αυτές σελίδες αποκαλύπτονται πολλά για τη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, σχέση που θα μπορούσε να δώσει πολλές απαντήσεις στα ερωτήματα για την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Υστερόγραφο. Στην ταινία Τhe most wanted man, ένας γερμανός υπεύθυνος αντιτρομοκρατίας (τον υποδύεται ο σπουδαίος, εκλιπών, πλέον, ηθοποιός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) ρωτά αμερικανίδα διπλωμάτη: “είναι ο κόσμος πιο ασφαλής;”, χωρίς να πάρει σαφή απάντηση. Θα πρέπει, μαζί με τον σεναριογράφο της ταινίας, να διερωτηθούμε κι εμείς αν, παρά την ανάπτυξη και τη δημιουργία ανά τον κόσμο δεκάδων υπηρεσιών αντιτρομοκρατίας, ακαδημαϊκών προγραμμάτων, ιδιωτικών εταιρειών, η Δύση δημιούργησε άθελα της έναν καινούργιο φαύλο κύκλο.