Σύνδεση συνδρομητών

Δεν αποφαίνονται τα Κοινοβούλια για την Ιστορία

Μαρία Ρεπούση
Πέμπτη, 04 Σεπτεμβρίου 2014 15:06
Η σορός του πακιστανού μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν, που δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 2013 στα Πετράλωνα από δυο άντρες, μέλη της Χρυσής Αυγής. Οι δολοφόνοι, Διονύσης Λιακόπουλος και Χρήστος Στεργιόπουλος, έχουν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.
Enri Canaj
Η σορός του πακιστανού μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν, που δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 2013 στα Πετράλωνα από δυο άντρες, μέλη της Χρυσής Αυγής. Οι δολοφόνοι, Διονύσης Λιακόπουλος και Χρήστος Στεργιόπουλος, έχουν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.

Γιατί το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου δυσχεραίνει την επιστημονική έρευνα και περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης. Η ομιλία της Μαρίας Ρεπούση στην Ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου: «Τροποποίηση του ν.927/1979 (Α΄139) και προσαρμογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328)».

 

[…] Έχουμε άραγε στη χώρα μας ανάγκη από νέα αντιρατσιστική νομοθεσία; Δυστυχώς, στην Ελλάδα όλες οι έρευνες δείχνουν ότι έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα και ρατσιστικού λόγου, αλλά και βίας που θεωρείται απότοκη και του λόγου και της αντίστοιχης ρατσιστικής ιδεολογίας.

Σύμφωνα με την ειδική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη -αφήνω στην άκρη τις διεθνείς εκθέσεις που εκθέτουν σοβαρά την Ελλάδα- έχουμε σοβαρή κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας. Ποιοι είναι, άραγε, αυτοί που τη διαπράττουν και ποιοι την υφίστανται τη βία αυτή; Ποιους θέλει να τιμωρήσει ένας αντιρατσιστικός νόμος και ποιους να προστατεύσει; Είναι δυνατόν να νομοθετεί η ελληνική Βουλή αγνοώντας -δήθεν- ποια είναι τα θύματα και ποιοι είναι οι θύτες της ρατσιστικής βίας;

Σύμφωνα πάλι με την Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, τα θύματα είναι οι διαφορετικοί, οι μετανάστες και οι ομοφυλόφιλοι, όσοι και όσες δεν έχουν την κυρίαρχη εθνική ή έμφυλη ταυτότητα. Αυτοί είναι τα θύματα της ρατσιστικής βίας στη χώρα μας. Κι αυτό συμβαίνει, διότι ακριβώς είναι η έννοια της ρατσιστικής ιδεολογίας και βίας. Στοχοποιεί και επιτίθεται στη διαφορετικότητα, εκμεταλλευόμενη την ευάλωτη θέση και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανθρώπων που ανήκουν στις ευάλωτες αυτές ομάδες.

Από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2013 έχουμε καταγράψει διακόσιες ογδόντα μία καταγγελίες. Επαναλαμβάνω «καταγγελίες» και όχι περιστατικά βίας.

Αναφέρθηκε η κ. Κατριβάνου και θα συμφωνήσω απολύτως μαζί της για το τι παθαίνουν όσοι καταγγέλλουν τη ρατσιστική βία στη χώρα μας. Αυτούς τους δεκαέξι μήνες υπήρξαν ομαδικοί ξυλοδαρμοί, σιδηρογροθιές, μαχαίρια, ακόμα κι επιθέσεις με σκυλιά και τα θύματα ήταν βασικά μετανάστες. Οι θύτες ήταν πολίτες, ομάδες πολιτών ή και μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας. Διαβάζω από την Έκθεση:

Φερόμενη ανάμειξη μελών Χρυσής Αυγής: εβδομήντα ένα περιστατικά. Φερόμενη ανάμειξη μελών Σωμάτων Ασφαλείας: σαράντα επτά περιστατικά.

Αυτή είναι η πραγματικότητα στη χώρα μας. Αυτούς τους ανθρώπους οφείλει η πολιτεία να τιμωρήσει και αντίστοιχα τα θύματα αυτών των πράξεων να προστατεύσει και ταυτόχρονα τις αρχές του κράτους δικαίου. Αυτοί κινδυνεύουν. […] Δεν κινδυνεύουν ούτε οι Αρμένιοι, ούτε οι Έλληνες του Πόντου από το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Μην κλείνετε τα μάτια στην πραγματικότητα για να εξυπηρετήσετε όχι τη μάχη ενάντια στο ρατσισμό αλλά άλλους μικροκομματικούς στόχους και τα αντίστοιχα ακροατήρια. Αν το κάνετε ανοίγετε τον ασκό του Αιόλου, ανοίγετε τις ορέξεις διαφόρων «εργολάβων της μνήμης» για την ποινικοποίηση της αντίθετης ιστορικά ή και πολιτικά άποψης. Ήδη ανοίξατε την όρεξη συναδέλφου σας από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία είπε δημόσια ότι θα ψηφίσει το νομοσχέδιό σας για να πάω εγώ φυλακή.

Θέλω εδώ με την ευκαιρία αυτή να αναφερθώ κι εγώ στην έκκληση των 139 ιστορικών από όλα τα πανεπιστήμια της χώρας και να την καταθέσω και για τα Πρακτικά της Βουλής.

Οι 139 πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι, που διδάσκουν Ιστορία στα πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουν τη ρητή αντίθεσή τους σε μια τέτοια διάταξη, όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 2 του σχεδίου νόμου. «Είμαστε αντίθετοι», λένε, «στη δίωξη όλων των “αρνητών”, ακόμα κι εκείνων του φρικτότερου εγκλήματος του εικοστού αιώνα, που είναι το Ολοκαύτωμα. Η στάση μας αυτή δεν πηγάζει από οποιαδήποτε ανοχή στους αρνητές απεχθών εγκλημάτων ούτε στην άρνηση τιμωρίας εγκληματικών πράξεων, αλλά από την πεποίθηση ότι, όπως έχει αποδείξει και η διεθνής εμπειρία, τέτοιες διατάξεις οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς, πλήττουν καίρια το δημοκρατικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι διόλου αποτελεσματικές όσον αφορά την καταπολέμηση του ρατσισμού και του ναζισμού, του ρατσιστικού και μισαλλόδοξου λόγου».

Η ευρωπαϊκή εμπειρία είναι πλούσια σε περιπέτειες που έχουν ακολουθήσει την ψήφιση αντίστοιχων διατάξεων. Θα αναφερθώ στην Ουγγαρία και στη Λιθουανία, όπου ο νομοθέτης συμπεριέλαβε πέραν των εγκλημάτων πολέμου και εγκλήματα του κομμουνιστικού καθεστώτος, και άρα την ποινικοποίηση όσων αρνούνται τα εγκλήματα. Υπάρχουν σε ό,τι αφορά και τα θέματα που έθεσε ο Εισηγητής από τη μεριά του Κομμουνιστικού Κόμματος πάρα πολύ σοβαρά ζητήματα σε όλες τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, και το ερώτημα που θέλω να θέσω εδώ στους συναδέλφους είναι αν θέλουμε Κοινοβούλια που αποφαίνονται για την ιστορία, που όχι μόνο νομοθετούν, λένε τι ακριβώς έγινε και τι δεν έγινε, αλλά ποινικοποιούν και την αντίθετη ιστορική ή πολιτική άποψη για το ιστορικό παρελθόν, αν θέλουμε εθνικά Κοινοβούλια που ανάλογα με την πλειοψηφία που διαθέτουν -γιατί δεν είναι δεδομένο ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο θα έχει πάντα την ίδια πλειοψηφία- η πλειοψηφία αυτή θα ορίζει τι έγινε και τι δεν έγινε στο ιστορικό παρελθόν και τι θα γίνει με αυτούς που δεν συμμερίζονται την άποψή της.

Ερώτημα, λοιπόν: Αυτόν τον κόσμο θέλουμε να χτίσουμε; Αξιοποιούμε την ευκαιρία που μας δίνει ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο -που πρέπει να ψηφιστεί, κι εδώ θα συμφωνήσω- να ποινικοποιεί όχι μόνο το ρατσιστικό λόγο αλλά και τη ρατσιστική πράξη;

Θέλουμε, λοιπόν, να χτίσουμε έναν κόσμο, στον οποίο τα εθνικά Κοινοβούλια, ανάλογα με τις εκάστοτε πλειοψηφίες, ικανοποιούν τα εθνικά τους ακροατήρια; Εάν το θέλουμε, ας ψηφίσουμε το άρθρο 2 αυτού του σχεδίου νόμου.

 

 

Μαρία Ρεπούση. Αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας και ιστορικής εκπαίδευσης στην Παιδαγωγική Σχολή του ΑΠΘ, βουλευτίνα Α' Πειραιά της ΔΗΜΑΡ. Βιβλία της: Μαθήματα ιστορίας (2004), Τα Μαρασλειακά (1925-1927) (2012).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.