Ο γράφων δεν έκρυψε ποτέ ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και είναι ΠΑΣΟΚ. Αυτή ακριβώς όμως η υποκειμενική ταύτιση καθιστά οποιονδήποτε πανηγυρισμό περιττό, και κυρίως ψευδή. Όχι έναντι του κοινού που διαβάζει αυτές τις γραμμές, αυτό είναι δευτερεύον, με τόσα ψεύδη, καταστατικά ή κατά συνθήκη, έχουν φλομώσει εσένα, αγαπητέ μου αναγνώστη, τόσα πολλά κείμενα στη δημόσια σφαίρα, ένα πάνω ή κάτω ούτε ζημιά θα σου κάνει ούτε πολύ χρόνο θα σου στερήσει. Όχι, θα είναι ο πανηγυρισμός κυρίως ψευδής κατά του ίδιου του γράφοντος. Όπως κάθε άνθρωπος, ο γράφων γεμίζει τον ίδιο του τον εαυτό με ψεύδη. Όσα μπορεί να αποφύγει, καλό είναι να το πράττει για να χωράνε άλλα, πιο ζωτικά.
Αυτό το κείμενο είναι μια προσπάθεια ανατομίας της πτώσης του ΠΑΣΟΚ. Κυρίως από το 2004 και μετά, και προοδευτικά περισσότερο όσο πλησιάζουμε στο σήμερα. Όχι γιατί πριν ήταν όλα καλά. Αλλά γιατί κάπως πρέπει να περιοριστεί το χρονικό εύρος. Ο υποψιασμένος σκέφτεται κατευθείαν Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου: «ΓΑΠ». Ναι, αλλά όχι μόνο, θα ήταν πολύ εύκολο. Έναντι όλων. Όλων. Λόγω μιας αδυναμίας του γράφοντος στον στρουκτουραλισμό και στον φορμαλισμό, όχι ιδιαίτερα συγκροτημένης θεωρητικά στον πρώτο, κομματάκι περισσότερο στον δεύτερο, πάντως αδυναμίας απορρέουσας κυρίως από μια βαθύτερη καχυποψία στη δυνατότητα του υποκειμένου να δρα και να δημιουργεί αυτόνομα, θα προηγηθεί ένα διαδικαστικό κομμάτι, κατά τη γνώμη μου το κρισιμότερο, από το οποίο συναρτώνται τα υπόλοιπα. Ένα κομμάτι για τη διαλεκτική του βοναπαρτισμού και της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας (Α) στο κόμμα Πασόκ. Κατόπιν, θα αναφερθώ (Β) στο πρόγραμμα, στις αρχές και στις θέσεις. Και φυσικά (Γ) στο ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητικό κόμμα μετά το 2009. Του ΓΑΠ. Και του Βενιζέλου…
Α. Ρεπουμπλικανική και βοναπαρτίστικη δημοκρατία
Ρεπουμπλικανική δημοκρατία είναι αυτή που αφορά κυρίως τον δικό μας ιδεολογικό χώρο, τον σοσιαλδημοκρατικό. Έμμεσα ή άμεσα, το αίτημα είναι σαφές: η δημοκρατική διαδικασία δεν απαιτεί τη συμμετοχή του «ανθρώπου» ή του «ατόμου», αλλά του «πολίτη», ο οποίος πρέπει στο νου του να δρα, όταν δρα, ως πολίτης, σκεπτόμενος κάτι υπέρτερο από το συμφέρον του. Ο σπουδαίος Ζαν-Ζακ Ρουσσώ έγραψε στο Κοινωνικό Συμβόλαιο το περίφημο ότι η «βούληση όλων» δεν είναι η γενική βούληση αν δεν έχουν αυτό το κριτήριο στο νου. Αν και μέγας εχθρός της αντιπροσώπευσης, περιέπλεξε το σχήμα του εισάγοντας την αινιγματική φιγούρα του «Νομοθέτη», ο οποίος προτείνει και οι πολίτες απαντούν με ένα ναι ή ένα όχι. Δεύτερη μεγάλη στιγμή ήταν οι Ιακωβίνοι, οι οποίοι τροποποίησαν το ρουσσωικό σχήμα για να το χωρέσουν στην αντιπροσωπευτική αρχή. Τρίτη μεγάλη στιγμή, ο πιο κυνικός μοντερνιστής και σοσιαλδημοκράτης Κέλσεν, κατά τον μεσοπόλεμο: ο οποίος κατήγγειλε μεν το πλάσμα της ρουσσωικής βούλησης και της πραγματικής ενότητας του ενός λαού, αλλά στήριξε οντολογικά τη θεωρία της δημοκρατίας του στον θεωρητικό σχετικισμό, στη μετριοπάθεια, στην ανοχή και στην αξία του συμβιβασμού, είχε δηλαδή στο νου του συνεχώς το πρόταγμα της ειρήνευσης της πολιτικής κοινότητας, της έννομης τάξης, όπως την έλεγε. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, σήμερα, φιλοδοξεί να θεμελιώσει τη δημοκρατία σε μια γλωσσικά διυποκειμενική δημόσια σφαίρα, όπου οι ώριμοι συμμετέχοντες διενεργούν έναν ειλικρινή διάλογο, και ο Φιλίπ Πετίτ τονίζει το διαχρονικό αίτημα της αξίας της μη εξάρτησης του πολίτη για τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά.
Όλο αυτό, έστω και αν υπάρχουν αμφισβητήσεις, εντάσσεται στο μοντέλο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Τούτη είναι η αδιαπραγμάτευτη συνθήκη. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε το εξής: σε αντίθεση με τις ενίοτε διακηρύξεις τους, τα κομμουνιστικά, εργατικά, σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν στο εσωτερικό τους… αντιπροσωπευτική δομή. Απαραίτητη κατά ορισμένους για λόγους καταμερισμού εργασίας, πολύ πιο ζωτική κατ' άλλους ως αξία αναστοχασμού και διαπαιδαγώγησης. Η εμπλοκή του πολίτη στη δημόσια σφαίρα δεν θεωρείται αντίθετη, καθώς τον καθιστά πιο υπεύθυνο εκλογέα. Και ο υπεύθυνος εκλογέας-πολίτης, αυτός που δεν ψηφίζει με βάση το καπρίτσιο της στιγμής, είναι ζωτική συνθήκη της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας.
Ανέκαθεν με τη μορφή του δημοψηφίσματος και πρόσφατα με τη μορφή της συμμετοχικής δημοκρατίας, η άμεση δημοκρατία απασχολεί το χώρο ως συμπλήρωμα της αντιπροσωπευτικής. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εκλογή έχει και αριστοκρατικό στοιχείο, ως επιλογή προσώπου, και ότι οι πατέρες των τριών σύγχρονων επαναστάσεων την αντιδιέστελλαν από τη «δημοκρατία». Όμως οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του συμμετέχοντος ως πολίτη δεν ελλείπουν και από τις προτεινόμενες διαδικασίες: ειδική μέριμνα λαμβανόταν υπ' όψη, αφ' ενός για την ποιότητα του διενεργούμενου δημοψηφίσματος, στο οποίο οι πολίτες δεν εκλέγουν πρόσωπα αλλά θεσπίζουν κανόνες, τέμνουν θέματα. Συμβαίνει πάντα αυτό; Όχι. Συχνά, πολύ συχνά, το δημοψήφισμα αφορά, στην πολιτική του πραγματικότητα, το πρόσωπο του κυβερνώντος. Και η διάκριση προσωπικού και γνήσιου δημοψηφίσματος είναι γνωστή. Αν η νομική αξία της διάκρισης έχει εύστοχα αμφισβητηθεί, η πολιτική της σημασία για μια ρεπουμπλικανική θεώρηση της δημοκρατίας είναι υπαρξιακή για την τελευταία. Παρομοίως, για τη συμμετοχική δημοκρατία και την κάλυψη των προϋποθέσεων για να είναι πραγματική δημοκρατία, οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές της εμμένουν στη διαδικασία. Επιλογή προσώπων, χρόνος διαβούλευσης, υλικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της. Δεν υπάρχει τίποτα αυθόρμητο, όλα είναι αναστοχαστικά και απαιτητικά.
Όπως και να 'χει, έτσι ή αλλιώς, η λύση του θεωρητικού προβλήματος που η ρεπουμπλικανική δημοκρατία αναδεικνύει είναι η παιδεία.
Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ορθός λόγος. Όπως έχει αναδείξει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, αν η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει θεωρητικά λύσει τα ζητήματα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της λειτουργίας ενός πολιτεύματος, δεν έχει λύσει, και δεν μπορεί να το πράξει, το ζήτημα της κατάτμησης στο χώρο και στο χρόνο των συγκεκριμένων πολιτευμάτων. Γιατί Γαλλική και Γερμανική Δημοκρατία και όχι, λ.χ., Γαλλογερμανική; Αφήνω στην άκρη μια σειρά δυνατών και ορθών απαντήσεων για το πώς λαμβάνουν χώρα στους ανθρώπους αυτές οι ταυτίσεις. Θα εμμείνω μόνο στη δυνατότητα ενός προσώπου να ενσαρκώσει μια πολιτεία και τους υπηκόους της. Κάποτε, και ενίοτε ακόμη, αυτή τη δυνατότητα την εξέφραζε η βασιλεία, δηλαδή η παράδοση. Αλλά συχνά την εκφράζει το χάρισμα: κάποιος ξεχωρίζει γιατί οι άλλοι, οι συμπολίτες του, τον εμπιστεύονται. Τον θαυμάζουν. Τον λατρεύουν. Αφήνονται σε αυτόν. Ακτινοβολεί και εκπέμπει κύρος και γοητεία. Αν και η συγκεκριμένη λειτουργία της αντιπροσώπευσης, ως συμβολικής ενσάρκωσης, έχει εύστοχα αναλυθεί, συχνά θεωρείται ταυτόσημη του φασισμού και καταδικάζεται ως αντιδημοκρατική. Κακώς. Σε αυτή την περίπτωση, ας γυρίσουμε σε λιγότερο ακραίες καταστάσεις, είναι τερατογένεση της δημοκρατίας. Έχει παρελθόν πριν από το φασισμό, κι ήταν ο βοναπαρτισμός. Έχει και μέλλον, μετά το φασισμό, άλλωστε λίγο-πολύ όλες οι δυτικές δημοκρατίες έχουν βοναπαρτιστικά στοιχεία: λ.χ. το προπωποπαγές της εκτελεστικής εξουσίας με πρωθυπουργούς ή προέδρους βαθιάς πνοής και διάρκειας ή το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ιδιωτικές στιγμές της προσωπικότητάς τους τα τελευταία χρόνια…
Οι σκληροί ρεπουμπλικάνοι ήταν αντίθετοι σε αυτό, και ειδικά στη Γαλλία, μετά το 1871, έδωσαν αγώνα ζωής και θανάτου χρησιμοποιώντας ως όπλο την παιδεία. Αλλά ήταν εν μέρει μάταιο. Ένας άλλος σπουδαίος, ο Μαξ Βέμπερ, ανέδειξε τη χαρισματική ηγεσία ως μια από τις τρεις μορφές εξουσίας. Και σε αντίθεση με την αναπαράσταση: «παραδοσιακή εξουσία», «χαρισματική εξουσία», «λεγκαλιστική-ορθολογική εξουσία», ως σταδίων προόδου, ο Βέμπερ τα διέκρινε ιδεοτυπικά, έλεγε δηλαδή ότι πάντα συνυπάρχουν σε διαφορετικό μείγμα. Επιπρόσθετα, ο ίδιος, ως δεξιός, ρητά εξέφραζε την προτίμησή του για τον χαρισματικό ηγέτη ως την πιο δημοκρατική λύση. Ήταν μάλιστα βαθιά απαισιόδοξος, εν όψει του καταμερισμού εργασίας, για τη δυνατότητα νόησης ενός πολιτεύματος ως κάτι παραπάνω από μιας επιλογής των ελίτ.
Το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε με αυτό το δυϊσμό. Από τη μία, δομές, οργανώσεις, διαδικασίες που παραπέμπουν στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και στη ρεπουμπλικανική εκδοχή της, της διαπαιδαγώγησης των μελών. Αλλά από την άλλη, είχε πατριάρχη ανυπέρβλητο, τον Ανδρέα Παπανδρέου, που δεν έφτιαξε ένα κόμμα, αλλά μια παράταξη: τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, η οποία προ χούντας περιοριζόταν σε λέσχες ή κομματίδια. Συχνά-πυκνά υπερτονίζεται από τους πολιτικούς επιστήμονες το ένα σκέλος ή το άλλο, παρέλκει εδώ να πάρω θέση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γενικότερη διαδικασία «αποπολιτικοποίησης» από τη δεκαετία του 1980 επηρέασε τη «ρεπουμπλικανική» διάσταση του ΠΑΣΟΚ: περιορίστηκε και η προσφορά και η ζήτηση για κάτι τέτοιο. Το κόμμα παρήκμαζε. Ο θάνατος του ιδρυτή συνοδεύτηκε από μεγαλύτερο εξορθολογισμό της ηγετικής λειτουργίας, αλλά τούτο δεν επηρέαζε τη σταδιακή παρακμή. Κάποιοι έχουν τονίσει ότι το ΠΑΣΟΚ έγινε κρατικοδίαιτο. Ίσως. Αλλά εν όψει, αφ' ενός του υψηλότατου ποσοστού συμμετοχής του κράτους στο ΑΕΠ στη Δύση (πάνω από 40%), αφ' ετέρου του γεγονότος ότι ανέκαθεν αυτό ενυπήρχε στην πολιτική διαδικασία, όπως μας έχει πει ο Βέμπερ, αμφιβάλλω για την εξηγητική αξία του σχήματος. Είναι γνωστό άλλωστε ότι διεθνώς οι δημόσιοι υπάλληλοι ψηφίζουν περισσότερο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, και τούτη η μομφή, παρ' ότι προέρχεται και από την Αριστερά, είναι συντηρητικής προελεύσεως.
Το 2004, η μόδα του ανοικτού κόμματος και διεθνή παραδείγματα οδήγησαν στην απόφαση για αλλαγή τρόπου ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. 1 εκατομμύριο άνθρωποι (και εγώ ανάμεσά τους) εξέλεξαν (εκλέξαμε) τον ΓΑΠ. Τούτο χαιρετίστηκε ως συμμετοχική δημοκρατία και ως άνοιγμα του κόμματος στο λαό. Ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δεν έχει εξ ορισμού σχέση με τη συμμετοχική δημοκρατία ή την άμεση δημοκρατία, που συνίστανται στην απόφανση περί θεμάτων και όχι στην εκλογή προσώπου. Η εκλογή αρχηγού σε γιγαντιαία κλίμακα επιτείνει τον αριστοκρατικό χαρακτήρα της εκλογής, όπως είχαν ήδη διαβλέψει οι πατέρες της Αμερικής, και «προεδροποιεί» το κόμμα, ξεσκαρτάροντας όλα τα φίλτρα και τους αναστοχασμούς που μια πιο έμμεση διαδικασία περικλείει. Δεν επιτρέπει την ανάδειξη χαρισματικού ηγέτη, τον κατασκευάζει, αποτινάσσοντας όλα τα χαλινά θέσμισης ενός κόμματος, σε βαθμό που ούτε ο μακαρίτης ο Ανδρέας δεν έπραξε. Αν στην περίπτωση του υιού του ιδρυτή το ψευδές του χαρίσματος δεν ισχύει απολύτως, ήδη η υπό διαμάχη εκλογή του 2007 θόλωσε αυτή τη σχέση, και η εκλογή του Ευάγγελου Βενιζέλου το 2013 έκανε τη με-το-στανιό κατασκευή χαρισματικού ηγέτη-καρικατούρας. Τελείως ειρωνικά, ο Βενιζέλος εκμεταλλεύτηκε τις πολύ βαριές καταστατικές διαδικασίες για θέση υποψηφιότητας που είχε θεσπίσει ο ΓΑΠ, οι οποίες θυμίζουν πάρα πολύ τη δυσκολία κατάθεσης υποψηφιότητας άλλου είδους, που επέβαλλε κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του, τον 19ο αιώνα, ο Ναπολέων Γ΄. Όλο αυτό είναι υπερβολικά βοναπαρτιστικό, ανατρέποντας τις φυσιολογικές πολιτικές διαδικασίες. Και όπως ο ίδιος ο βοναπαρτισμός, συνιστά μια γνησίως δεξιά αντι-παιδευτική διαδικασία, βαθιά ξένη προς τις σοσιαλδημοκρατικές-ρεπουμπλικανικές ρίζες μας.
Όταν ο Ανδρέας επανεξελέγη διά βοής στο συνέδριο του 1994, ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε πει: «με τον Ανδρέα τελειώνει αυτό, δεν θα το κάνουμε για τον επόμενο» (παραθέτω τη δήλωσή του από μνήμης). Και για όποιον ενδιαφέρεται, μια ιστορική υποσημείωση: το πραγματικό διακύβευμα του συνεδρίου του 1994 δεν ήταν φυσικά, η εκλογή του Ανδρέα, αλλά το περίφημο «ασυμβίβαστο» γραμματέα του κινήματος και υπουργού. Αν δεν θεσπιζόταν, ο γραμματέας και υπουργός Εσωτερικών, Άκης Τζοχατζόπουλος, θα ήταν παντοδύναμος. Ο Ανδρέας ήταν μάλλον αρνητικός στη θέσπισή του, χωρίς όμως να ρίξει το βάρος του (το έκανε αυτό πιο συχνά απ’ ό,τι νομίζουν οι εκτός ΠΑΣΟΚ σε επίσημες διαδικασίες). Οι σύνεδροι ψήφισαν ψηλά στην Κεντρική Επιτροπή τον Τσοχατζόπουλο και χαμηλά τον Κώστα Σημίτη. Αλλά θέσπισαν το ασυμβίβαστο. Ο Τσοχατζόπουλος έχασε το 1994, όχι το 1996…
Γιατί ξεχάσαμε, σύντροφοι, τη ρήση του Πάγκαλου; Από πότε «τοτέμ και ταμπού» δεν είναι μόνο ο πολιτικός πατέρας, αλλά και κάποιος από τα πολιτικά αδέλφια, όπως ο ΓΑΠ ή ο Βενιζέλος; Γιατί τέτοιο δέος απέναντι σε κοινούς θνητούς; Και, για να προβοκάρω λίγο, ποιος θα τους θυμάται σε 100 χρόνια;
Β. Πρόγραμμα, αρχές, θέσεις
Δεν θα εμμείνω στις σωστές θέσεις αλλά στην ορθή αναπαραγωγή τους στο κομματικό επίπεδο, υπό το φως μιας σωστής δημοκρατικής διαδικασίας. Είναι γνωστό ότι η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει διεθνώς τη σοσιαλδημοκρατία σε δίλημμα: αναπαραγωγή του μοντέλου των ένδοξων τριάντα ετών μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, με μεγάλο δημόσιο τομέα και σταθερές εργασιακές σχέσεις ή «σοσιαλφιλελευθερισμός»; Αριστερή ή δεξιά σοσιαλδημοκρατία; Όπως όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ εμπεριέχει και τις δύο όψεις. Σε μια εσωκομματική αντιπαράθεση, και φωνές θα ακουστούν και γιούχες και υπερβολές, και φιλοδοξίες θα εκφραστούν – ειδικά στην Ελλάδα, που είμαστε και μεσόγειοι. Το αν αυτό θεωρηθεί θεμιτό ή όχι είναι απλό και εξαρτάται από το αν πλαισιώνεται πολιτικά. Η σύγκρουση του 1996 ήταν προγραμματικά υποδειγματική: όλα, από τα πιο σοβαρά μέχρι τα πιο ευτράπελα της 9μηνης διαμάχης, από τον Οκτώβριο του 1995 μέχρι τον Ιούνιο του 1996, εντάσσονταν σε ένα πολιτικό πλαίσιο – παρεμπιπτόντως ο Κ. Σημίτης συγγένευε περισσότερο με τον Λιονέλ Ζοσπέν παρά με τον Τρίτο Δρόμο. Αν ελλείπει το πολιτικό πλαίσιο, όλα φαίνονται φτηνά.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε την παράξενη τοποθέτηση, τότε, του ΓΑΠ και του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος τάχθηκε με το στρατόπεδο του Τσοχατζόπουλου, αρκετά μετριοπαθώς. Ο ΓΑΠ, για να θυμίσουμε, είχε προτιμήσει αρχικά τον Γεράσιμο Αρσένη στην ψηφοφορία για πρωθυπουργό, σε εκείνο το περίφημο 53-53-50 (και 11 ο Χαραλαμπόπουλος). Στο συνέδριο επέλεξε Σημίτη – αυτό το θυμούνται όλοι. Δεν εντάσσεται, συνεπώς, εύκολα στο σχήμα «σημιτικός - τσοχατζοπουλικός».
Νωρίτερα και κατόπιν, σιγά σιγά, κι οι δύο ξεδίπλωσαν την ιδεολογική τους ατζέντα. Και είχαν διαφορετικό στίγμα σε πολλά θέματα. Στα ζητήματα πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, π.χ., ο ΓΑΠ ήταν προωθημένος, ενώ ο Βενιζέλος σαφώς ανήκε στη συντηρητική πλευρά των πραγμάτων. Στα ζητήματα ελέγχου της παιδείας από το κράτος, πάλι, και όχι μόνο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο ΓΑΠ είναι εξαιρετικά προωθημένος υπέρ της αυτονομίας των σχολείων.
Εδώ ας κάνουμε μια παύση, διότι από το παζλ λείπει κάτι, το πιο σημαντικό: οι άνθρωποι είμαστε πρώτα απ’ όλα σάρκα. Η σκληρή πολιτική συνίσταται στο μοντέλο κατανομής, έμμεσης ή άμεσης, οικονομικών ωφελημάτων. Και σε αυτό το πεδίο, και οι δυο τους, ΓΑΠ και Βενιζέλος, ήταν ανέκαθεν αόριστοι. Αν κάποιος ήθελε σοβαρά να βρει πούρους και συγκροτημένους «δεξιούς» ή «αριστερούς» σοσιαλδημοκράτες στο μετα-σημιτικό Πασόκ, θα τους έβρισκε στα πρόσωπα αφ' ενός της Άννας Διαμαντοπούλου και του Γιώργου Φλωρίδη, αφ' ετέρου της Λούκας Κατσέλη και του Χρήστου Παπουτσή. Στην πραγματικότητα, ΓΑΠ και Βενιζέλος ήταν σε αυτά τα ζητήματα στη μέση, όπως περίπου κι ο Σημίτης – σε αντίθεση όμως με τον τελευταίο, όχι με αναστοχαστικό και θεωρητικά συγκροτημένο τρόπο, αλλά στο περίπου. Δεν διαφωνούσαν.
Η εκλογή του 2004, φυσικά, ήταν ακατάλληλη για πολιτικά διλήμματα. Θεωρητικά όμως, θα έπρεπε να είναι κατάλληλη η εκλογή του 2007. Αλλά η δομή της εκλογής, ο βαναπαρτιστικός χαρακτήρας της εμπόδισε την οποιαδήποτε σοβαρή ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Ο ΓΑΠ σήκωσε τη σημαία της πολιτικής αυτονομίας έναντι ΜΜΕ που όντως προσέφεραν κάκιστη υπηρεσία στον αντίπαλό του, και ο Βενιζέλος σήκωσε τη σημαία, πλάκα πλάκα θεωρητικώς κατάλληλη για μια τέτοια διαδικασία εκλογής, της προσωπικής του ικανότητας και ευφυΐας για να προσφέρει τη νίκη. Καμία σοβαρή ιδεολογικοπολιτική ατζέντα, κανένας κοινωνικοοικονομικός σχεδιασμός. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι η διαδικασία δεν ανέδειξε ούτε τα υπαρκτά σημεία της διαφωνίας τους, γιατί τους περισσότερους δεν τους… ενδιέφεραν. Στο εν στενή εννοία κοινωνικοοικονομικό τίποτα, προστέθηκε το κωμικοτραγικό, κατά τα φαινόμενα (και όχι μόνο κατά τα φαινόμενα), γεγονός της επανάληψης της σύγκρουσης του 1996, αυτή τη φορά καρικατουρίστικα, με τους δύο υποψηφίους ως… ταμπέλες. Η σύγκρουση όμως ήταν άρρητη, άφατη, άρα μη πολιτικοποιημένη, μη αναστοχαστική, πολιτικά εκτός πλαισίου. Γι’ αυτό άλλωστε υπήρχαν ένα σωρό εξαιρέσεις αδάμαστες στην κατηγοριοποίηση. Το 2007, ως ΠΑΣΟΚ, κάναμε βήματα προς τα πίσω: ξεχάσαμε να επικοινωνούμε με τη γλώσσα. Καλές οι γιούχες, οι επιδοκιμασίες, οι καρέκλες, αλλά χωρίς γλώσσα είτε πάμε στο χομπσιανό «πόλεμος των πάντων έναντι των πάντων» είτε στο… χαριτωμένο (;) ρουσσωικό, «αχ, τι ωραία και όμορφα ζωάκια που είμαστε στη φύση». Και κατά τη διάρκεια της εκλογής και μετά, με το πικρό επεισόδιο της αποπομπής του Αλέκου Παπαδόπουλου από τον Φίλιππο Πετσάλνικο, τη γλώσσα και τον πολιτισμό αντικατέστησε η φύση: η χομπσιανής καταγωγής υποψία και συνωμοσιολογία και το ρουσσωικής καταγωγής επιφώνημα (παίρνω τις φιλοσοφικές μου ελευθερίες).
Γιατί οπισθοδρομήσαμε σύντροφοι; Γιατί δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε; Να σφαχτούμε, by all means, αλλά να μιλήσουμε και πολιτικά;
Γ. Το ΠΑΣΟΚ και το Μνημόνιο
Τον Οκτώβριο του 2009, το ΠΑΣΟΚ και ο ΓΑΠ βγαίνουν φαινομενικά (μόνο φαινομενικά) παντοδύναμοι. Ο ΓΑΠ ήταν καλών προθέσεων άνθρωπος και είχε δυνατότητες, μεταξύ μας μάλιστα είναι και λίγο δύσκολο να κατεβεί πιο χαμηλά ο πήχης από αυτόν της καραμανλικής πενταετίας. Σε πολλά πράγματα τους πρώτους μήνες έκανε τομές, σύμφωνες με το στίγμα του. Αλλά είχε και δύο θεμελιακές παραλείψεις: δεν θέσπισε τον νέο εκλογικό νόμο ούτε έβαλε τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, την επί χρόνια σημαία του. Ωστόσο, τα όποια δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης υποθηκεύτηκαν από τις οικονομικές εξελίξεις, τη μαύρη τρύπα όλου του ΠΑΣΟΚ τα χρόνια του 2000. Μπορούσε-δεν μπορούσε να είχε αποφευχθεί το μνημόνιο, παρ' όλη την καθοριστική ευθύνη Καραμανλή; Δεν ξέρω.
Μπαίνουμε στο Μνημόνιο. Και εκεί τα κοινωνικοοικονομικά, δηλαδή η φορολογία, το μέγεθος του δημόσιου τομέα, οι εργασιακές σχέσεις, η κοινωνική ασφάλιση, η σκληρή πολιτική, τίθενται επί τάπητος. Επί 8 μήνες, μέχρι το Φεβρουάριο του 2011, η στάση του ΠΑΣΟΚ, όλου του ΠΑΣΟΚ, και των βενιζελικών, είναι περίεργη. Δεν αρθρώθηκε πολιτικό όραμα, δεν αποσαφηνίστηκαν τα ερωτήματα στις κατηγορίες: "τι κάνουμε γιατί μας αναγκάζουν;", "τι κάνουμε γιατί το θέλουμε;" Εν όψει των ανωτέρω, το να κάτσω να επαναλάβω ότι δεν φτιάχτηκε εθνική αφήγηση για την κρίση ή εθνικό σχέδιο θα ήταν προσβολή των αναγνωστών.
Θα προσπαθήσω να εντοπίσω όμως αυτά που νιώθω εγώ κρίσιμα λάθη, κι είναι τα εξής δύο:
*Έλλειψη διαπαιδαγώγησης, γιατί το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ζούσε στην κοσμάρα του, για την κοινωνική ασφάλιση, τη φορολόγηση ακίνητης περιουσίας, την εκποίηση δημόσιας γης (γυμνής, που για κάποιον περίεργο προνεωτερικό λόγο θεωρήθηκε από τον Αντώνη Σαμαρά και τον ΓΑΠ ότι θα ήταν απώλεια κυριαρχίας - ενώ ουδείς φρόντισε να κάνει τη διάκριση κυριαρχίας, δημόσιας κτήσης, ιδιωτικής περιουσίας κ.λπ.).
*Ατολμία στο άνοιγμα των ελεύθερων επαγγελμάτων (γιατί αυτό για ένα σοσιαλιστικό κόμμα άραγε);
Και ξαφνικά, τον Φεβρουάριο του 2011, επειδή ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο Γιώργος Πεταλωτής σκέφτηκαν το προφίλ τους, κάποιος τροϊκανός, αφού είχε προηγηθεί το 2010 η αδιανόητη για σύγχρονο κράτος ανταλλαγή απόψεων Σαμαρά-ΓΑΠ περί συνταγματικής απαγόρευσης ιδιωτικοποιήσεων απλής γης, ανακοινώνει ότι στο πλαίσιο του προγράμματος θα ιδιωτικοποιηθούν περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου αξίας 50 δισεκατομμυρίων.
Όποιος έχει την παραμικρή ιδέα πώς ακούστηκε στον κόσμο αυτό, μπορεί να κατανοήσει γιατί ήταν η αρχή της κατάρρευσης. Κατάρρευση που οδήγησε, τον Ιούνιο του 2011, τον Βενιζέλο και τον Σαμαρά στο παιχνίδι. Και ο μεν Βενιζέλος τους μήνες που ήταν υπουργός Οικονομικών αναπαρήγαγε τα παπανδρεϊκά χαρακτηριστικά, δείχνοντας πόσο λίγο διαφέρει από τον ΓΑΠ σε αυτά τα ζητήματα: ατολμία, λάθη, κρίσεις... Πάντως, την κρίσιμη στιγμή, όταν κινδύνευσε η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, έλαβε εν τέλει την ορθή απόφαση.
Κάπως έτσι φτάσαμε στα τέλη του Οκτωβρίου 2012, όταν ο Παπανδρέου πέτυχε μεγάλη μείωση του χρέους έναντι του Μνημονίου ΙΙ. Δεν μπορούσε πια να κυβερνήσει. Και τα έριξε όλα σε μια ζαριά: στο δημοψήφισμα. Στην αρχή, το δημοψήφισμα θα αφορούσε το… πακέτο των εκατοντάδων τεχνικών ρυθμίσεων. Μετά την παρέμβαση Σαρκοζύ-Μέρκελ, όμως, έφτασε να αφορά την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Ήταν μία τυπικά βοναπαρτίστική κίνηση: ο ΓΑΠ ταύτισε το μέλλον της χώρας στο ευρώ με την πρωθυπουργία του. ¨Έτσι, ξαφνικά. Χωρίς σοβαρή εσωκομματική διαβούλευση, όπως ούτε στα χρόνια από το Μάιο του 2010 είχε συμβεί, έστω για μια απόφαση που δεν ήταν πρωθυπουργική. Το ερώτημα που έθεσε ο ΓΑΠ ήταν σαφές: ή το ευρώ μαζί με μένα, ή φεύγω και μένετε χωρίς το ευρώ. Το κωμικοτραγικό είναι ότι δεν ήταν καν το… δικό του ερώτημα. Η ανατροπή των σχεδίων του έδειξε το μεγαλείο του κοινοβουλευτισμού έναντι της προεδρικής δημοκρατίας.
Πάντως, τότε, ο ΓΑΠ μπορούσε πάντα να διαλύσει τη Βουλή και να πάει σε εκλογές, εκκαθαρίζοντας τους βενιζελικούς. Δεν το έκανε. Η μομφή κατά των ΜΜΕ, που όντως επέδειξαν τρομακτικό μίσος εναντίον του, έγινε εκ των υστέρων και ήταν βαθιά απολίτικη: ή έχεις θεσμοθετήσει ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ή πας με το κόμμα σου σε εκλογές, τα άλλα είναι παιδιαρίσματα - είναι δεδομένο ότι οι κάθε είδους αντίπαλοι, εσωκομματικοί, πολιτικοί ή άλλοι, δεν θα σου κάνουν χάρες, το θέμα είναι τι κάνεις εσύ. Η απόλυτη ειρωνεία είναι η καταψήφιση του Μνημονίου ΙΙ από καμιά 20αριά παπανδρεϊκούς βουλευτές, η καταψήφιση δηλαδή από δικά του στελέχη της συμφωνίας που ξεκίνησε εκείνος, για την οποία έλεγαν ότι πρέπει να ψηφιστεί ως ναι στο δημοψήφισμα από τη Δευτέρα μέχρι την Τετάρτη το βράδυ, τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου 2012.
Κάπου εκεί, σιγά σιγά, πήρε τα ηνία ο Βενιζέλος, ο άνθρωπος που πολλοί πιστεύουν ότι έριξε τον ΓΑΠ (ότι συνέβαλε είναι σίγουρο). Και άρχισε να αναμετράται και αυτός με τις δικές του αποτυχίες: Ανέβηκε ως τι; Για να συνεχίσει την πολιτική Παπανδρέου ή για να την αλλάξει;
Τη συνέχισε.
Τότε, όμως, ποιο πολιτικό πλαίσιο νομιμοποιούσε την πολιτική του φιλοδοξία;
Κανένα.
Η δε εκλογή του, το 2013, χωρίς αντίπαλο, πάλι δεν βοήθησε τα πράγματα. Μετά, ο ίδιος και κάποιοι βενιζελικοί υπονόησαν ότι το Μνημόνιο ΙΙ διαφέρει από το Μνημόνιο Ι. Αυτό είπε και ο Σαμαράς. Αυτό είπαν και η Λούκα Κατσέλη με τον Χάρη Καστανίδη. Η αστειότητα του ισχυρισμού αποδείχθηκε από τα ποσοστά που πήραν όλοι τους, τον Μάιο του 2012.
Έκτοτε το ΠΑΣΟΚ είναι ο μικρός εταίρος, φυλακισμένος σε μια πολιτική που το ίδιο ξεκίνησε, αλλά με σαφώς πιο δεξιά χαρακτηριστικά, γιατί άλλος είναι το μεγάλο ψάρι. Είναι αυτό που λένε οι Γάλλοι "situation impossible", και οι παπανδρεϊκοί δεν έχουν τη συνέπεια να το αμφισβητήσουν.
Δυστυχώς όμως, η πολιτική της ΝΔ δεν είναι τόσο πιο δεξιά. Από το 2010, με κοινή ευθύνη όλων στο ΠΑΣΟΚ, η ανισότητα αυξήθηκε. Η λιτότητα δεν ήταν δίκαιη. Πότε ξεχάσαμε την ισότητα σύντροφοι;
Λύσεις δεν έχω να προτείνω. Ίσως ένα Επινέ, όπως αυτό που προτείνει ο Σαχινίδης, να είναι το καταλληλότερο. Αν τις είχα, δεν θα έγραφα αυτό το κείμενο. Θα τις επέβαλλα.
Ιωάννης Κουτσούκος. Νομικός, υποψήφιος διδάκτορας συνταγματικού δικαίου στο Paris 1.
Ευχαριστώ για την παρέμβασή σας. Η οπτική μας είναι διαφορετική. Πρώτον, τα μπααθικά καθεστώτα για λόγους συμφέροντος αλλά και ιδεολογίας στα 70ς είχαν αναπτύξει σχέσεις με διάφορα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Δεύτερον, η ανάλυση του Πασόκ που υπονοείτε από το 75 μέχρι το 90 είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβής αλλά μη λησμονείτε ότι τούτα ήταν για δεκαετίες χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία de jure σταμάτησε να αμφισβητεί την οικονομία της αγοράς δεκαετίες μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Λόγω υστέρησης στη χώρα μας, το Πασόκ συμπύκνωσε μέσα σε 15 χρόνια 70 έτη εξέλιξης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίαςαπό το 1900 και τον Μπέρνσταιν και τον Αριστίντ Μπριαν μέχρι τα τη δεκαετία του 1970, ενίοτε και του ...80 (παραπέμπω στο αγγλικό εργατικό κόμμα του 1983 με ηγέτη το Μάικλ Φουτ). Τούτη η χρονική συμπύκνωση έχει και τα ευτράπελά της.
Τρίτον, η "σοσιαλδημοκρατία", ο "συντηρητισμός", ο "φιλελευθερισμός" κλπ είναι δεδομένο πως στην Ελλάδα είναι κάπως διαφορετικές έννοιες από τη Δυτική Ευρώπη.
06 Σεπ 2014, 09:09