1.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2012, ένα μήνα μετά την επανεκλογή Ομπάμα, η υπηρεσία απογραφής πληθυσμού (US Census Bureau) ανακοίνωσε τις πρώτες τάσεις από την απογραφή πληθυσμού του 2010. Στην πρώτη παράγραφο του σχετικού δελτίου Τύπου βρίσκεται η γένεση του φαινομένου Τραμπ: τα επόμενα 50 χρόνια οι λευκοί (εκτός Λατινοαμερικανών) δε θα αποτελούν πλέον τη πλειοψηφία των Αμερικανών, αν και θα είναι ακόμη η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα[i].
Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε το φαινόμενο Τραμπ, γιατί από εκείνη τη στιγμή η «λευκή Αμερική» έχασε το μυαλό της με την προοπτική απώλειας της πολιτικής και πολιτιστικής κυριαρχίας πάνω στη χώρα. Στις αμέσως επόμενες προεδρικές εκλογές, η «λευκή Αμερική», συνασπισμένη πίσω από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι του οποίου είναι κατά 90% λευκοί), έδωσε την προεδρία στον άνθρωπο που της είπε ότι μπορεί, χωρίς ντροπή και χωρίς κόστος, να εκφράζει και πάλι ρατσιστικές απόψεις, όπως το έκανε μέχρι το 1965.
2.
Δεν υπάρχει ούτε ίχνος επιστημονικής απόδειξης ότι η υποστήριξη προς τον Τραμπ οφείλεται στην «οικονομική δυσπραγία» της μεσαίας τάξης, στο «θυμό των αγροτικών περιοχών για την υπεροψία των ελίτ των δύο ακτών» ή στην «επικράτηση της πολιτικής ορθότητας»[ii].
Αντίθετα, όλες οι επιστημονικές μελέτες και στατιστικές αναλύσεις της εκλογικής βάσης του Τραμπ συμφωνούν στο ίδιο συμπέρασμα: ο μόνος παράγων που εξηγεί την προτίμηση προς τον Τραμπ είναι οι φυλετικές απόψεις, δηλαδή ο ρατσισμός και ο σεξισμός. Ο Τραμπ δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους λευκούς άνδρες με χαμηλή μόρφωση που «αισθάνονται αδικημένοι από τις νέες οικονομικές συνθήκες», όπως υποστηρίζουν διάφοροι «σχολιαστές». Είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους λευκούς που εκφράζουν σεξιστικές απόψεις εναντίον των γυναικών και που αρνούνται ότι υπάρχει ρατσισμός στις ΗΠΑ.
Σε όλες τις μελέτες που έχουν δημοσιευθεί τα τελευταία χρόνια, οι μόνες μεταβλητές στατιστικών μοντέλων που παραμένουν σημαντικές όταν κρατούνται σταθερές όλες οι άλλες επεξηγηματικές μεταβλητές είναι αυτές που απεικονίζουν σεξιστικές απόψεις για τις γυναίκες και εναντίον των μεταναστών και των μειονοτήτων.
3.
Το 2001, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Τζορτζ Μπους, ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ ήταν πλεονασματικός για δεύτερη συνεχή χρονιά, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά ύστερα από 40 χρόνια. Ο Μπιλ Κλίντον παρέδωσε πλεονάσματα 240 δισ. δολάρια το 2000 και 130 δισ. δολάρια το 2001. Τα 8 χρόνια διαχείρισης της οικονομίας από τους Ρεπουμπλικανούς, δηλαδή από το κόμμα της «δημοσιονομικής υπευθυνότητας» και «χρηστής διαχείρισης της οικονομίας», συσσωρεύθηκαν δημοσιονομικά ελλείμματα ύψους $3,9 τρισεκατομμυρίων[iii]. Έτσι, τον Φεβρουάριο 2009, ένα μήνα μετά την ορκωμοσία του Μπαράκ Ομπάμα, δημιουργήθηκε το Κίνημα του Τσαγιού (Tea Party Movement), η πλατφόρμα του οποίου ήταν το τέλος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ο περιορισμός του μεγέθους του κράτους και η αποτροπή της ψήφισης του νόμου περί παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε λογικές τιμές (Affordable Care Act), αυτού που έγινε γνωστός ως Obamacare.
Δηλαδή, οι ίδιοι που προκάλεσαν τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα της περιόδου Μπους, κατήγγειλαν τον Ομπάμα ότι χρεοκοπεί τη χώρα. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν ήταν η δημοσιονομική διαχείριση της χώρας. Το πρόβλημα ήταν το χρώμα του δέρματος του προέδρου. Και, επίσης, το ποιοι θα ωφελούνταν από το Obamacare και τις υπόλοιπες πολιτικές του αφροαμερικανού προέδρου. Για να πειστούν και όσοι αμφισβητούν το παραπάνω, ιδού δήλωση του Λι Ατγουότερ, του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του πατέρα Μπους το 1988, σε συνέντευξη που έδωσε το 2001[iv]:
Το 1954, για να κερδίσουμε εκλογές αρκούσε να λέμε «Αράπηδες, αράπηδες, αράπηδες». Το 1968 δεν μπορείς πια να πεις «αράπης» - κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται, σου κάνει κακό. Γι’ αυτό, λοιπόν, λες πράγματα όπως «υποχρεωτική μεταφορά μαύρων μαθητών σε σχολεία λευκών», «δικαιώματα των πολιτειών», και άλλα τέτοια, και μιλάς με υπονοούμενα. Σήμερα, μιλάμε για περικοπή φόρων και όλα τα άλλα που λέμε που είναι οικονομικής φύσεως, αλλά το αποτέλεσμά τους είναι ότι οι μαύροι υποφέρουν περισσότερο από τους λευκούς. «Θέλουμε να περικόψουμε αυτή τη δαπάνη» είναι πολύ πιο αφηρημένο και διφορούμενο ακόμη και από την υποχρεωτική μεταφορά μαύρων μαθητών σε σχολεία λευκών και σίγουρα πιο αφηρημένο από το «Αράπηδες, αράπηδες».
Η ρατσιστική αντιπολίτευση προς τον Ομπάμα ήταν η πόρτα μέσα από την οποία εισχώρησε στην κεντρική πολιτική σκηνή ο Τραμπ. Από τον Μάρτιο 2011, σε συνεχείς εμφανίσεις του σε τηλεοπτικά κανάλια, αμφισβήτησε το κατά πόσον ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν πραγματικά πολίτης των ΗΠΑ και, κατά συνέπεια, νόμιμα εκλεγμένος πρόεδρος. Είχε πει, μάλιστα, ότι έστειλε «ομάδα ερευνητών» στη Χαβάη να ερευνήσουν στο ληξιαρχείο για το εάν το πιστοποιητικό γέννησης που είχε παρουσιάσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν πραγματικό[v]. Όπως τα περισσότερα πράγματα που βγαίνουν απ’ το στόμα του, ήταν κι αυτό ένα μεγάλο ψέμα.
[i] U.S. Census Bureau Projections Show a Slower Growing, Older, More Diverse Nation a Half Century from Now, US Census Bureau, δελτίο Τύπου, 12 Δεκεμβρίου 2012.
[ii] Για μια εποπτεία μερικών επιστημονικών εργασιών σχετικά με το θέμα, δείτε The past year of research has made it very clear: Trump won because of racial resentment, VOX, 15 Δεκεμβρίου 2017.
[iii] Statista, Surplus or Deficit of the US Government’s budget in fiscal years 2000 to 2029.
[iv] Exclusive: Lee Atwater’s Infamous 1981 Interview on the Southern Strategy, The Nation, 13 Νοεμβρίου 2012.
[v] The birth of the Obama ‘birther’ conspiracy, BBC News, 16 Σεπτεμβρίου 2016.