Σύνδεση συνδρομητών

Η εκδίκηση της Ανατολικής Γερμανίας

Τρίτη, 03 Σεπτεμβρίου 2024 13:10
Η Σάρα Βάγκενκνεχτ, επικεφαλής του BSW, προσωποπαγούς κόμματος της Αριστεράς. Τόσο το AfD όσο και το κόμμα από το οποίο προήλθε το BSW, η Linke (Αριστερά), είχαν εδώ και χρόνια –η Linke ήδη από την εποχή της ένωσης– την εύνοια μεγάλου μέρους του πληθυσμού της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της παλιάς καλής Ανατολικής Γερμανίας.
Wikipedia
Η Σάρα Βάγκενκνεχτ, επικεφαλής του BSW, προσωποπαγούς κόμματος της Αριστεράς. Τόσο το AfD όσο και το κόμμα από το οποίο προήλθε το BSW, η Linke (Αριστερά), είχαν εδώ και χρόνια –η Linke ήδη από την εποχή της ένωσης– την εύνοια μεγάλου μέρους του πληθυσμού της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της παλιάς καλής Ανατολικής Γερμανίας.

H Εναλλακτική για τη Γερμανία, o Συνασπισμός Σάρα Βάγκενκνεχτ και η φωνή από τον τάφο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Μια ανάλυση για το αποτέλεσμα των εκλογών στη Θουριγγία και τη Σαξωνία

Το ότι τα ανατολικογερμανικά κόμματα AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) και BSW (Συνασπισμός Σάρα Βάγκενκνεχτ) κατάφεραν να κερδίσουν μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων στην Θουριγγία και τη Σαξωνία δεν εξέπληξε κανέναν, καθώς το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής στα δύο αυτά ομοσπονδιακά κράτη είχε προβλεφθεί με μεγάλη αξιοπιστία από τις δημοσκοπήσεις, αλλά και από το γεγονός ότι τόσο το AfD όσο και το κόμμα από το οποίο προήλθε το BSW, η Linke (Αριστερά), είχαν εδώ και χρόνια –η Linke ήδη από την εποχή της ένωσης– την εύνοια μεγάλου μέρους του πληθυσμού της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της παλιάς καλής Ανατολικής Γερμανίας.

Οι λόγοι για την επιτυχία αυτών των «αντισυστημικών» κομμάτων βρίσκονται στην κρατική ιδεολογία της Ανατολικής Γερμανίας και στην πολιτική των κυβερνώντων ελίτ αυτού του κράτους που –με την ανοχή, ίσως και με την παρότρυνση, της Σοβιετικής Ένωσης– σφυρηλάτησαν ένα πολιτικό σύστημα που κατάφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα (γύρω στα 35 χρόνια) να απορροφήσει του κραδασμούς των αντιφρονούντων και να πείσει τον πληθυσμό ότι ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να έχει κάτω από τις συνθήκες της διχοτόμησης του κόσμου ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα και του Ψυχρού Πολέμου.

Καταρχήν, οι πολιτικοί ταγοί της Ανατολικής Γερμανίας κατάφεραν να ενώσουν όλο το πολιτικό φάσμα στην επικράτειά τους σε έναν πολιτικό συνασπισμό, το Εθνικό Μέτωπο (Nationale Front). Η Ανατολικής Γερμανίας δεν είχε μονοκομματικό καθεστώς: εκτός από το κυρίαρχο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (SED), το οποίο προήλθε από την (αναγκαστική) συνένωση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) με ό,τι είχε απομείνει στην επικράτεια της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), λειτουργούσαν το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), που συγκέντρωνε στους κόλπους του τους πιστούς στις εκκλησίες αστούς και εργάτες, το Γερμανικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDPD), το Δημοκρατικό Κόμμα των Αγροτών (DBD) και το λεγόμενο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDPD), στο οποίο ήταν συγκεντρωμένοι οι παλιοί συνοδοιπόροι του ναζιστικού καθεστώτος που είχαν καταφέρει να επιζήσουν από τις εκκαθαρίσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και είχαν μια κάποια επιρροή στο περιβάλλον τους, ώστε να χρησιμοποιηθούν από τις πολιτικές ελίτ του κυρίαρχου κόμματος ως διαμεσολαβητές με τα ναζιστικά απομεινάρια στον γενικό πληθυσμό. Εκτός απ’ αυτά τα κόμματα, το Εθνικό Μέτωπο συμπεριλάμβανε και μαζικές οργανώσεις, όπως την Ελεύθερη Ένωση των Γερμανικών Συνδικάτων (Freier Deutscher Gewerkschaftsbund – FDGB), την Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία (Freie Deutsche Jugend – FDJ) που βασικά έπαιζε το ρόλο μιας παραστρατιωτικής προπαιδευτικής οργάνωσης και είχε μεγάλη απήχηση γιατί προσέφερε στην νεολαία της DDR το ανάλογο της προσκοπικής ζωής, τη Δημοκρατική Ένωση Γυναικών της Γερμανίας (Demokratischer Frauenbund Deutschlands – DFD), δηλαδή τη συνέχεια της ανάλογης ναζιστικής οργάνωσης με σοσιαλιστικό πρόσημο, και της Πολιτιστικής Ένωσης (Kulturbund). Όλα αυτά τα κόμματα και οι οργανώσεις εκπροσωπούνταν στη Βουλή της Ανατολικής Γερμανίας, φυσικά με τέτοιον καταμερισμό εδρών ώστε να μη διακινδυνεύει ποτέ η πρωτοκαθεδρία του SED.

Αυτό είχε αποτέλεσμα να μπορεί να αφουγκράζεται η πολιτική ελίτ της Ανατολικής Γερμανίας τα τεκταινόμενα σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, να αντιδρά έγκαιρα σε αναδυόμενα προβλήματα και, πάνω απ’ όλα, να μπορεί να επεμβαίνει και να κατευθύνει μέσω της «πολιτικής καθοδήγησης». Εκεί που δεν έφταναν αυτά τα μέσα δρούσε το σύστημα των «άτυπων πληροφοριοδοτών», δηλαδή των χαφιέδων της Στάζι – αλλά αυτό μας οδηγεί εκτός θέματος.

Με αυτό το σύστημα καθοδήγησης και πολιτικής χειραγώγησης, οι ελίτ της Ανατολικής Γερμανίας πέρασαν το μήνυμα ότι, ως πολίτες του «νέου γερμανικού κράτους», δεν βαρύνονται από τα εγκλήματα του ναζισμού και την ηθική ή την υλική ευθύνη απέναντι στα θύματά του. Με το τέλος των πληρωμών αποζημίωσης προς τη Σοβιετική Ένωση και την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας στο χορό των σοσιαλιστικών κρατών, κάθε χρέος που απορρέει από το ναζιστικό παρελθόν έχει αποπληρωθεί. Οι κάτοικοι της Ανατολικής Γερμανίας είναι πλέον ελεύθεροι να χτίσουν τον σοσιαλιστικό τους παράδεισο και να τον υπερασπιστούν απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό, και ειδικότερα απέναντι στις κατακτητικές διαθέσεις της Δυτικής Γερμανίας, η οποία όχι μόνο δεν έχει αποτινάξει το ναζιστικό της παρελθόν αλλά και έχει ενσωματώσει τις ναζιστικές πολιτικές ελίτ στο πολιτικό της σύστημα. Οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας γαλουχήθηκαν λοιπόν με την ιδέα της αθωότητας και της ανευθυνότητας απέναντι στα εγκλήματα του ναζισμού.

Το δεύτερο ιδεολόγημα που χρησιμοποίησαν οι ελίτ της Ανατολικής Γερμανίας για να θεμελιώσουν και να χαλυβδώσουν την αφοσίωση των πολιτών στο νέο κράτος ήταν το αφήγημα ότι η Ανατολική Γερμανία είναι ο πραγματικός συνεχιστής της ιδέας του Πρωσικού Κράτους και της παράδοσης του γερμανικού έθνους. Έτσι, οι στολές των ενόπλων δυνάμεων σχεδιάστηκαν με βάση τα πρότυπα της Βέρμαχτ, ενώ στο πεδίο του πολιτισμού αναβίωσε η Πρωσική Ακαδημία των Επιστημών ως Ακαδημία των Επιστημών της Ανατολικής Γερμανίας και, γενικά, έγινε μεγάλη προσπάθεια να αναδειχτούν οι πρώσοι λόγιοι, ποιητές και φιλόσοφοι, και μαζί με αυτούς η πολιτιστική κληρονομιά των υπόλοιπων γερμανικών λαών που αποτελούσαν τον πληθυσμό. Παρ’ όλη τη διάλυση των ομόσπονδων κρατών της Ανατολικής Γερμανίας το 1952 και την εισαγωγή ενός κεντρικού συστήματος διακυβέρνησης με 52 νομούς (Bezirke) ως δεύτερο επίπεδο διακυβέρνησης, η πολιτισμική ποικιλομορφία των παλαιών κρατών και βασιλείων διατηρήθηκε και συντηρήθηκε από την Ανατολική Γερμανία, παρουσιαζόταν όμως ως η κατεξοχήν γερμανική πολιτιστική κληρονομιά.

Ο τρίτος πυλώνας της εξουσίας του SED και των ανατολικογερμανικών πολιτικών ελίτ ήταν η πολιτική της προσπάθειας ικανοποίησης όλων των υλικών αιτημάτων του πληθυσμού σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο επίπεδο. Αυτό το πεδίο αποδείχθηκε τελικά ο αδύναμος κρίκος που οδήγησε στην κατάρρευση του καθεστώτος και στη λεγόμενη «ένωση», που όμως, στην πραγματικότητα, ήταν η προσχώρηση των ανασυσταθέντων κρατών της Ανατολικής Γερμανίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Μετά την ένωση, οι πολιτικές ελίτ της DDR δεν εξαφανίστηκαν. Ένα μέρος αφομοιώθηκε από το δυτικογερμανικό σύστημα και έθεσε τις βάσεις για την επανίδρυση των ανατολικογερμανικών παραρτημάτων των μεγάλων δυτικογερμανικών κομμάτων, CDU, SPD και FDP. Ένα πιο μικρό μέρος προσχώρησε στο οικολογικό κίνημα και έγινε μέρος του κόμματος που σήμερα αποκαλούνται «Οι Πράσινοι». Μεγάλο μέρος όμως έμεινε πιστό στο πρώην κομματικό σύστημα και ανασυντάχθηκε στα διάδοχα σχήματα του SED, που τελικά σταθεροποιήθηκαν στο κόμμα της Αριστεράς, το οποίο για τουλάχιστον δυόμιση δεκαετίες ήταν το αντίπαλο δέος των «δυτικότροπων» κομμάτων.

Μέσα στους κόλπους αυτού του κόμματος, τα δύο βασικά ιδεολογήματα της DDR, η ιδέα της μη ευθύνης απέναντι στα εγκλήματα του ναζισμού και η ιδέα της «πραγματικής συνέχειας» του γερμανικού πολιτισμού, επέζησαν. Όταν όμως το κόμμα της Αριστεράς προσπάθησε να διευρυνθεί προς τα δυτικά και να παίξει ρόλο στο επίπεδο της ομοσπονδιακής και της ευρωπαϊκής πολιτικής, αναγκάστηκε –πρώτον– να αποκηρύξει την ιδέα της μη ευθύνης και –δεύτερον– να σχετικοποιήσει την ιδέα του αποκλειστικού κληρονόμου της γερμανικής πολιτισμικής παράδοσης. Αυτή η κίνηση το αποξένωσε από μεγάλο μέρος του ανατολικογερμανικού πληθυσμού.

Η απομάκρυνση του πληθυσμού από το κόμμα της Αριστεράς ενισχύθηκε από το γεγονός ότι πλέον αυτό το κόμμα δεν μπορούσε να εγγυηθεί με οποιονδήποτε τρόπο τη διατήρηση των όσων οικονομικών και κοινωνικών κεκτημένων είχαν επιζήσει μετά την ένωση, αλλά ούτε και να υποσχεθεί καμία επιπλέον παροχή. Με τη μετατροπή του σε κόμμα εξουσίας, το κόμμα της Αριστεράς έγινε μέρος της διαχείρισης των πόρων της Γενικής Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποδεχόμενο και του κανόνες αυτής της διαχείρισης, κανόνες τους οποίους δεν κατάφερε ποτέ να συνδιαμορφώσει.

Αυτή η δεύτερη εξέλιξη οδήγησε στην τελική μαζική αποξένωση του εκλογικού του σώματος και τη στροφή του στα δυο νέα πολιτικά μορφώματα που, αυτή την στιγμή, φαίνεται να καθορίζουν το πολιτικό τοπίο στα ανατολικά ομόσπονδα κράτη – το AfD και το BSW. Για το δεύτερο μπορούμε να πούμε ότι είναι ό,τι απέμεινε μετά τη διάσπαση του κληρονόμου του SED, του κόμματος της Αριστεράς, στα απομεινάρια ενός λίγο πιο αριστερού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που φέρει ακόμα το όνομα Die Linke και ενός ιδιότυπου κόμματος μιας «λαϊκής Αριστεράς», χωρίς ξεκάθαρη ιδεολογική βάση, κάτι που αποτυπώνεται και στο όνομά του: Συνασπισμός Σάρα Βάγκενκνεχτ – ένα προσωποπαγές σχήμα που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη γερμανική πολιτική σκηνή.

Το AfD είναι περισσότερο το αποτέλεσμα μιας ιστορικής συγκυρίας: Είναι στη βάση του ένα συνονθύλευμα αποτυχημένων στελεχών των κλασικών κομμάτων, παλαιών αντιδραστικών στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, νοσταλγών του παλαιού νομίσματος και, δυστυχώς, των οπαδών ενός επιτήδειου δημαγωγού που κατάφερε να κερδίσει τους απογοητευμένους θιασώτες της εθνικιστικής ιδεολογίας της Ανατολικής Γερμανίας και να της δώσει μια νέα αίγλη.

Στην επιτυχία των δυο αυτών κομμάτων συνέτεινε οπωσδήποτε η αποτυχημένη ρομαντική «νεοηθικολογική» πολιτική της διαχείρισης των προσφυγικών ρευμάτων (όπως τη χαρακτήρισε ο σχολιαστής μιας μεγάλης δυτικογερμανικής εφημερίδας) και η γραφειοκρατική ξεροκεφαλιά των ομοσπονδιακών αρχών, οι οποίοι διαμοίρασαν τους ανθρώπους αυτούς με αφηρημένα στατιστικά κριτήρια. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ο κύριος παράγων της επιτυχίας τους.

Ο κύριος παράγων είναι η αδυναμία της φιλελεύθερης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας να αναγκάσει σε σιωπή την εθνικιστική φωνή. Τη φωνή που, μέσα από τον τάφο της Ανατολικής Γερμανίας, υπόσχεται ψιθυριστά στους τέως πολίτες της και στα παιδιά τους ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ και ένα μέλλον που είναι αδύνατον να υπάρξει.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.